Μελέτα, μα έχε άγρυπνα και ανοιχτά τα μάτια της ψυχής σου στη ζωή...

Δημήτρης Γληνός

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Κοτζιούλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γιώργος Κοτζιούλας. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 29 Αυγούστου 2020

Η βάβω μου η Θόδω

Έν’ απ’ τα πρώτα πρόσωπα που μαθαίνουν τα χωριατόπουλα, μαζί με την μάνα και τον τάτα, είναι κι η βάβω: έτσι λεν στα χωριά μας τη γιαγιά.
Η δική μου η βάβω είταν ψηλή και λιγόσαρκη, με πρόσωπο άσπρο σαν της λειτουργιάς, με μάτια πονετικά όπως στις εικόνες. Οι χειρονομίες της είχαν κάτι το σοβαρό και ήσυχο μαζί, τα λόγια της ανάδιναν ατάραχη πείρα και το βλέμμα της μέρευε την καρδιά σου, όσο κι αν είταν ταραγμένη. Με τον καιρό η πέτσα της φτένευε και φωτιζόταν, έτσι που χωρίς να χάσει τίποτε από τη φυσική της ζωντάνια έγινε στο τέλος σαν την όψη πόχουν οι άγιες ζωγραφιές. Και σήμερα που τη θυμάμαι, αχνή και σβησμένη στο πέρασμα των χρόνων, δεν την παραλλάζω σε τίποτε  από τα γλυκά πονεμένα θώρια που κατοικούν σε παλιά ξωκλήσια, κρυμμένα σε παράμερες πλαγιές ή φουντωτές ραχούλες.
Εγώ έτυχε να’ μαι το πρώτο της αγγόνι και γι’ αυτό μ’ αγαπούσε πολύ. Με μεγάλωσε η ίδια περσότερο παρά η μάνα μου – είν’ αμαρτία τάχα να το πω; - καλύτερα από κείνη που μ’ έφερε στον κόσμο.
Οι γυναίκες στα χωριά το’ χουν σε καλό να’ ναι το πρωτογέννητο αγόρι, «παιδί» όπως το λεν. Κι εγώ γεννήθηκα Δευτέρα της Λαμπρής, άλλο χαϊρλίτικο.
- Αυτό κάτι θα γίνει μια μέρα, να με θυμάστε!, προφήτεψε απ’ την καλοσημαδιά η Γιάνναινα του Χρίστου, γειτόνισσα και συγγένισσά μας.
Είμουν άτυχος όμως, αυτό φάνηκε απ’ τα πρώτα μου χρόνια. Μπορεί όμως να’ μουν και τυχερός, αφού γλύτωνα απ’ τα κίντυνα· δεν ξέρω.
Μια μέρα που οι δικοί μου λείπανε στο πότισμα, στα ποτιστικά χωράφια που είταν γύρω απ’ το σπίτι, κι εμένα μ’ είχαν αφήσει να με κουνάει στη σαρμανίτσα η Λάμπρω του Γιάννη, κόρη της γειτόνισσας που ανάφερα πιο πριν, αυτή, κοπελίτσα μικρή, βαρέθηκε φαίνεται το ζαγκάνισμα και το σκούξιμο το δικό μου, μπορεί να μου’ δωσε καμία δυνατώτερη με το ποδάρι ή ν’ αναποδογύρισε από μόνη της η κούνια, όπως και να’ ναι, μ’ απαράτησε μπρούμυτα κι έγινε άφαντη απ’ το φόβο της. Όταν με βρήκαν ύστερα, κόντευα να σκάσω.
- Τη θερμιάρα, την κοψόχρονη! φοβέρισε η βάβω μου. Κόντεψε να μας χάσει το παιδί. Αν τη λάβω στα χέρια μου, θα την κρεμάσω απ’ το κλιτσί!
Αυτά είταν λόγια μονάχα, χωρίς κακία από μέσα, γιατί η Λάμπρω ήρθε και ξαναήρθε στο σπίτι μας, χωρίς να την πειράξει κανένας. Και ποιος θα την πείραζε, αφού η βάβω μου την είχε κόρη του αδερφού της;
Άλλη μια φορά μ’ είχανε πάρει οι δικοί μου κοντά τους σε κάτι χωράφια όπου σκάφταν ή σκαλίζαν. Και σε μια στιγμή που δε με πρόσεχαν, πήρα από καταγής πουρναρόφυλλα και τα’ βαλα στο στόμα μου. Σκάλωσαν στο λαιμό και τρόμαξαν να μου τα βγάλουν ακούγοντας το ρέψιμό μου.
Μα το χειρότερο είταν κάτι που μου παρουσιάστηκε στα πέντε χρόνια, κάτι σπειριά στο κεφάλι. Το σπίτι μας είταν από πάντα ανοιχτό και περνοδιάβαιναν μουσαφιραίοι. Μια βραδιά πέρασε κάποιος ξένος και γι’ ανταπόδοση της φιλοξενίας σύστησε στον πατέρα μου ένα γιατρικό, μια αλοιφή. Μου αλέιψαν τα σπειριά και πέρασαν μ’ εκείνη. Αλλά ύστερα με χτύπησε στ’ αφτί· με πονούσε και μάζευε.
- Δεν έπρεπε να κλείσουν τα σπεριά, είπε η βάβω. Αυτά είχαν το λογαριασμό τους, να βγει το χαλασμένο αίμα. Τώρα το φούντωσαν μέσα το κακό. Θεός να φυλάξει από χειρότερα. Το είπα γω, αλλά δε μ’ άκουσαν...
Αυτό το πλάγιο παράπονο είταν για τον πατέρα μου, που δεν άκουγε κανέναν, έκανε ό,τι του κατάβαζε, αγύριγο κεφάλι, αρβανίτικο.
- Είναι φάρα τριγιανταίικη, μου’ λεγε αργότερα η ίδια. Ένας Τριαντάτης, απ’ αυτούς που κάθονται πέρα στη Δάφνη, το’ χω ακουστά αφόντας είμουν μικρή, κάποτε πείσμωσε με τη γυναίκα του, δεν ξέρω σε τι, εκεί πόκαναν χωράφι, και χωρίς να χασομερήσει, έτσι που είταν καπνισμένος, λύνει απ’ τη ζέβλα το’ να καματερό και ζέφτει ο τρισκατάρατος τη νοικοκυρά του – αν έχει ακουστεί τέτιο ανάθεμα πουθενά!
- Κι όργωσε η γυναίκα του, βάβω ; ρώτησα με φρίκη.
- Μπόρειε να κάμει αλλιώς, παιδάκι μου; Θα την έθαφτε αδεκεί ζωντανή! Άπονοι άνθρωποι, καρδιά από στουρνάρι.
Κι η βάβω κουνούσε το κεφάλι της, καθώς θυμόταν εκείνα τα σκληρά χρόνια.
Είμουν αρκετά μεγάλος πια και καταλάβαινα τις ιστορίες που μου’ λεγε.
- Έχει καιρό που πέθανε η μάνα σου; τη ρώτησα μια μέρα.
- Δεν πέθανε, τη σκότωσαν.
- Τη σκότωσαν!, είπα με τρεμούλα και περιέργεια. Ποιος;
- Θέλεις να το μάθεις κι αυτό; Άκουσε.
Και μου διηγήθηκε πως μια μέρα, εκεί που σκάλιζαν η μάνα της κι οι αδερφάδες της, σε κάτι χωράφια όξω απ’ το χωριό, απάνω στο τραγούδι και την ξεγνιασιά τους, φανερώθηκε μπρος τους άντρας οργισμένος, μ’ άρματα στο χέρι, και δίχως να τις χαιρετίσει, δίχως να βγάλει άχνα, ξεκρεμάει το ντουφέκι του κι αρχινάει την παταριά...
- Τις σκότωσε όλες;
- Άφησε στον τόπο δυό και γλύτωσαν οι άλλες δυό. Μπορεί νάημουν κι εγώ θρακιασμένη εκείνη τη ημέρα, μα είχα δουλιές εδώ και δεν πήγα να τις βοηθήσω.
- Και τι του έφταιγαν του γρουσούζη;
Η βάβω κούνησε αλαφρά το κεφάλι της, μην ξέροντας πώς να το πει.
- Να ήθελε να πάρει την αδελφή μου και δεν του τη δίναν. Έβγαλε πως τον ξόμπλιαζαν τάχα, πως τον παραγκώμιαζαν και δε μπορούσε να σταθεί στο χωριό. Μ’ αυτά και μ’ αυτά ξεμπέρδεψε  τη μάνα μου και την αδερφή μου, εκείνη που δεν τον ήθελε γι’ άντρα της, διάβηκε την ίδια μέρα το ποτάμι και τρύπωσε στο ελληνικό.
- Και τι απόγινε ύστερα;
- Αλιά σ’ εκείνες που τις σκέπασε η μαύρη πλάκα. Αυτός έζησε και πρόκοψε πέρα στο Βραχώρι, αν έχεις ακουστά. Εκεί παντρεύτηκε , έκαμε και παιδιά.
Κοίταζα να ιδώ στο πρόσωπο της βάβως μου φλόγα οργής για το φονιά, μα δε φαινόταν τίποτ’ άλλο από ένα βουβό παράπονο για τις αδικοσκοτωμένες. Τα χρόνια πέρασαν και το απάλυναν, το’ καμαν πια καρτερία. Είταν γραφτό της τύχης, θέλημα Θεού. Ξαναπαίρνει ποτέ ψυχή ο πεθαμένος;...( απόσπασμα, τρισάγιο στον Γιώργο Κοτζιούλα, 29 Αυγούστου 1956)

Γιώργος Κοτζιούλας , Η βάβω η Θόδω, Διηγήματα και άλλα πεζά, Άπαντα τομ. 2, Δίφρος, Αθήνα 2013 , 2η έκδοση

Η βάβω η Θόδω, η γιαγιά του ποιητή, ήταν το πιο αγαπημένο πρόσωπο του από τα πρόσωπα του συγγενικού του κύκλου. Τη χαρακτηριστική προσωπικότητα και τ’ όνομά της τα συναντάμε συχνότατα στην ποίηση και στην πεζογραφία του Γ. Κοτζιούλα. Συγκινητική είναι η αφιέρωση της ποιητικής συλλογής « Σιγανή Φωτιά» ( Αθήνα 1938):
Στη βάβω μου τη Θόδω,
το πιο αγαπημένο μου πρόσωπο στον κόσμο,
τη γυναίκα που μ’ άξηνε στα χέρια της
και που δεν ήξερε άλλο από το « Πάτερ ημών»,
αφιερώνω με σέβας αυτό το βιβλίο μου
που δεν επρόφτασε να τ’ ακούσει ζωντανή,
αναπαμένη από τα πρόπερσι,
τέλη του Χαμένου.

Το πεζογράφημα αυτό βρέθηκε στα κατάλοιπα του Γ. Κοτζιούλα. Γραμμένο με μολύβι σε 43 χειρόγραφες σελίδες, έχει ένα σχέδιο εξωφύλλου με τοποχρονολογία Αθήνα 1952 και μια λευκή σελίδα με την αφιέρωση Τρισάγιο στην ψυχή της. Το αφήγημα σταματάει απότομα στη σελίδα 43 είτε γιατί δεν συνεχίστηκε είτε γιατί δε βρέθηκε το χειρόγραφο μετά από αυτή τη σελίδα.

Η φωτογραφία του Κώστα Μπαλάφα

Σάββατο 12 Οκτωβρίου 2019

Σπάνιο ντοκουμέντο: “Αιχμάλωτοι” του Γιώργου Κοτζιούλα



Νίκος Πουρναράς / Οικοδόμος 

Στις 12 του Οκτώβρη 1944, τα χαράματα, μαχητές του ΕΛΑΣ κατεβάζουν από τον βράχο της Ακρόπολης τη γερμανική σημαία. Σε λίγες ώρες, σαν αφρισμένο ποτάμι ο λαός της Αθήνας υψώνοντας τα λάβαρα του ΕΑΜ πλημμυρίζει κάθε δρόμο και πλατεία, πανηγυρίζοντας για την απελευθέρωσή του από το ζυγό της ναζιστικής σκλαβιάς. Ο αέρας της λευτεριάς μεταφέρει απ’ άκρη σ’ άκρη στην υπόλοιπη Ελλάδα τα μυριόστομα συνθήματα των διαδηλωτών, που εκφράζουν τον πόθο όλου του λαού για μια Ελλάδα λεύτερη και ανεξάρτητη, με το λαό αφέντη στον τόπο του.

Στην Ήπειρο η απελευθέρωση ήρθε από τον ΕΛΑΣ αργότερα και όχι την ίδια χρονική στιγμή για κάθε περιοχή. Για παράδειγμα στα Γιάννενα ακολούθησε με διαφορά λίγων ημερών, ενώ στην Άρτα, που ο ΕΛΑΣ είχε να αντιμετωπίσει εκτός από τους ναζί καταχτητές και τον καθοδηγούμενο από τους Άγγλους ΕΔΕΣ, λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 1944.

Ένα σπάνιο ντοκουμέντο, ένα άγνωστο κείμενο του Ηπειρώτη λογοτέχνη Γιώργου Κοτζιούλα, που εκτός από σπουδαίος ποιητής, υπήρξε επίσης πεζογράφος, κριτικός και θεατρικός συγγραφέας, με πλουσιότατο έργο και συμμετοχή στην ΕΑΜική Εθνική Αντίσταση, παρουσιάζουμε σήμερα από την Κατιούσα. Ο Γιώργος Κοτζιούλας είχε ενταχτεί από το 1943 στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ακολούθησε τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της 8ης Μεραρχίας και δημιούργησε τη «Λαϊκή Σκηνή» όπου ανέβαζε δικά του θεατρικά έργα για την ψυχαγωγία των ανταρτών και των κατοίκων των χωριών της Ηπείρου που περιόδευε. Παράλληλα γράφει ακατάπαυστα ποιήματα και χρονικά, και συλλέγει μαρτυρίες, δημιουργώντας ένα πολύτιμο και μεγάλο σε όγκο «αρχείο» όπου καταγράφονται πρόσωπα και γεγονότα της περιόδου.
Ο Γιώργος Κοτζιούλας σε νεαρή ηλικία

Το σπάνιο κείμενο που παρουσιάζουμε διασώθηκε χάρη στον ίδιο τον αντάρτη ποιητή που «σύμμασε» (συμμάζεψε) όπως συνηθίζουν να λένε στα χωριά της περιοχής απ’ όπου κατάγεται, το απόκομμα μιας εφημεριδούλας σχεδόν μισο-κατεστραμμένο (έτσι δεν σώζεται η χρονολογία), για να διατηρηθεί στο Αρχείο Γιώργου Κοτζιούλα και να μας παραχωρηθεί ευγενικά από τον γιο του ποιητή, Κώστα Κοτζιούλα, φιλόλογο και επιμελητή του Αρχείου. Από μια μικρή έρευνα διαπιστώσαμε ότι στο Επιμορφωτικό Κέντρο Βιβλιοθήκη – Αρχείο «Χαρίλαος Φλωράκης» σώζονται δυο φύλλα της εφημερίδας «Λαϊκός Αγωνιστής» με έτος κυκλοφορίας το 1944. Αυτό όμως από μόνο του δεν είναι στοιχείο ικανό για να ισχυριστεί κάποιος ότι και το φύλλο που φιλοξένησε το «σα χρονογράφημα» κείμενο, καθώς και μικρό απόσπασμα από το ποίημα «Καραϊσκάκηδες» του Γ. Κοτζιούλα τυπώθηκε την ίδια χρονιά.

Ο Γ. Κοτζιούλας περιγράφει την άφιξη μιας ομάδας Γερμανών αιχμαλώτων, στην έδρα της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ, στην Ήπειρο. Με εικόνες ολοζώντανες περνάνε μπροστά από τα μάτια του αναγνώστη τα «χρώματα» της ήττας του φασίστα καταχτητή και τα συναισθήματα των λουφαγμένων πια – άλλοτε αιμοβόρων κι αδίστακτων θηρίων – που ατενίζουν σιδηροδέσμιοι και φοβισμένοι την προδιαγεγραμμένη μα και δίκαιη τιμωρία. Όμως ο Κοτζιούλας δεν αρκείται στην περιγραφή των ηττημένων καταχτητών. Βουτάει την πένα του στα εγκλήματα του φασισμού και στην αποφασιστικότητα του απελευθερωτικού αγώνα στο βουνό, τις πόλεις και τα χωριά, και βρίσκεται δίπλα στους λαούς της Ευρώπης που πολεμάνε να συντρίψουν το τέρας του φασισμού, αναγνωρίζοντας το λαό ως τιμωρό των εγκληματιών και αυριανό οικοδόμο της νέας λεύτερης και λαοκρατικής πατρίδας.

Ο ποιητής Γιώργος Κοτζιούλας αντάρτης του ΕΛΑΣ

Ας διαβάσουμε όμως το κείμενο:

ΣΑ ΧΡΟΝΟΓΡΑΦΗΜΑ


ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ

Στις τελευταίες επιχειρήσεις οι αντάρτες της Μεραρχίας μας είχαν μια ζωντανή λεία. Μαζί με τα λάφυρα έφεραν μαζί τους και κάμποσους Γερμανούς αιχμαλώτους. Τους πέρασαν για το κρατητήριο τον έναν πίσω απ’ τον άλλον. Καταπτοημένοι, με τσουβάλια στα πόδια, έγερναν ακουμπώντας στα ραβδιά, αξύριστοι και θλιβεροί. Σου έδιναν την εικόνα του ζωντανού πτώματος. Ήταν φανερό πως είχαν χάσει το κουράγιο και την ελπίδα τους, πως δεν είχαν να περιμένουν τίποτε απ’ τη ζωή… Αυτοί που ήταν γεμάτοι έπαρση και αλαζονεία, έτοιμοι να πιστολίσουν κάθε παραβάτη με το παραμικρό, τώρα που έπεσαν στα χέρια των ανταρτών μας άλλαξαν αμέσως ύφος. Πάει ο παλιός τους αέρας, αέρας καταχτητών. Έχουν μαζευτεί στην άκρη τους ρίχνοντας γύρω ματιές όλο εχθρότητα κι αποθάρρυνση. Ακόμα δεν πιστεύουν εκείνο που έπαθαν. Έπεσαν στα χέρια των εκδικητών, εκείνων που αποκαλούσαν συμμορίτες και που τους απειλούσαν με εξόντωση.  Τι θ’ απογίνουν, αυτό είναι που τους ανησυχεί. Θα τους σκοτώσουν; θα τους κρατήσουν; Έχουν διαπράξει τόσα εγκλήματα οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ώστε δεν έχουν ελπίδα σωτηρίας. Τα χέρια τους είναι βαμμένα μ’ αίμα, αίμα αθώων. Τα κατορθώματά τους είναι σκοτωμοί, πλιάτσικα, ατιμίες. Αυτά τα ξανθά κτήνη απολύθηκαν στις χώρες της Ευρώπης έχοντας εντολή απ’ τον αφέντη τους να μην αφήσουν τίποτε ορθό. Έκαψαν, βίασαν, ρήμαξαν, σκόρπισαν το θάνατο και την καταστροφή. Όργανα τυφλά του λυσσασμένου φασισμού, θέλησαν να μεταβάλουν τον κόσμο σε απέραντο σφαγείο, σ’ αγέλη ανδραπόδων. Αλλά δεν άργησαν να βρουν το δάσκαλό τους. Η Χιτλερική θύελλα βρήκε μπροστά της το Ρωσικό κολοσσό, την αντίσταση όλων των Συμμάχων. Ο “Υπεράνθρωπος” του μανιακού Νίτσε χτυπάει την κεφάλα του απάνω στο βράχο. Όσο δυνατότερα είναι τα χτυπήματα, όσο πιο πολύ αίμα τού φεύγει, τόσο τα ουρλιάσματα της λύσσας μεγαλώνουν, τόσο τον κυριεύει η έξαψη του χαλασμού. Αλλά πόσα θα κάμουν ακόμα; Έφτασε το τέλος τους. Το τέρας το χτυπούν από παντού με το στρατό, με την αεροπορία, με τα τσεκούρια, σύμμαχοι, αντάρτες, όλοι οι λαοί. Ακόμη και εμείς εδώ απάνω, που ως τώρα εξαιτίας των συνθηκών κρατιόμασταν σε άμυνα, κατεβαίνουμε στους δρόμους, χτυπάμε αυτοκίνητα, τους αρπάζουμε υλικό. Και αυτό είναι ακόμα η αρχή. Τα τιμημένα παιδιά του λαού που γυρίζουν στα βουνά με τ’ όπλο στον ώμο δε θα περιοριστούν σε αψιμαχίες! Θ’ αρχίσουν από δω και πέρα τους αιφνιδιασμούς, τις εξορμήσεις, μην αφήνοντας ούτε στιγμή ησυχίας στους επιδρομείς. Ο τόπος μας πρέπει πια να ησυχάσει απ’ αυτόν τον εφιάλτη. Αλλά δεν θα ησυχάσει πριν διωχτεί και το τελευταίο κάθαρμα του Χίτλερ από δω, πριν βουλώσουν για πάντα το στόμα τους κι’ οι ντόπιοι προδότες. Ο λαϊκός μας στρατός έχει τώρα τη δύναμη να δείξει σ’ όλους τους εχθρούς του πως δε μπορούν να εγκληματούν και να οργιάζουν εις βάρος του λαού. Καθένας που αντέδρασε στην Εθνική μας υπόθεση, όποιος με τη στάση του βοήθησε τους τυράννους, θα έχει την οργή των νεκρών. Η ώρα της πληρωμής πλησιάζει και το οικοδόμημα της ελεύθερης πατρίδας και της λαοκρατίας θα στηθεί απάνω σε ατράνταχτες βάσεις. Τόσα ελληνόπουλα στις πόλεις και στα βουνά δεν έχυσαν το αίμα τους για γούστο. Ο γίγας λαός ύψωσε κιόλας το ανάστημά του. Αυτός θα πει την τελευταία λέξη, να το θυμάστε.

                                                                                           Γ. Κ.[ΟΤΖΙΟΥΛΑΣ]



Παραπάνω από εμφανή τα σημάδια του χρόνου, στο απόκομμα της εφημερίδας “Λαϊκός Αγωνιστής” με τους στίχους από το ποίημα “Καραϊσκάκηδες” του Γιώργου Κοτζιούλα

Απ’ όσο γνωρίζουμε δεν είναι καταγραμμένο πού αιχμαλωτίστηκαν και από ποιους, οι Γερμανοί στρατιώτες. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Λαϊκός αγωνιστής», όργανο της 8ης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ,  στη σελίδα 2, στη στήλη «ΦΙΛΟΛΟΓΙΑ-ΠΟΙΗΣΗ-ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΤΕΧΝΗ» μαζί με ένα μικρό απόσπασμα από το ποίημα του Γιώργου Κοτζιούλα «Καραϊσκάκηδες» («ΣΤΙΧΟΙ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ»), 1944. Πρόκειται για την πρώτη και την τρίτη στροφή του ποιήματος που αποτελείται από πολλές στροφές.

Αντιγράφουμε τους στίχους από το απόκομμα της εφημερίδας:

ΚΑΡΑΪΣΚΑΚΗΔΕΣ

Στρατός από ξυπόλητους και νηστικούς περνά,
πόχουν δικό τους όνομα, δικό τους μπαϊράκη.
Στο πόδι κιόλα βρίσκεται το Ρα[ντοβίζι,] να,
φουσάτο κίνησε έχοντας μπροστά τον Καραϊσκάκη.

(…)

Δε βλέπεις φέρμελες εδώ, τσαπράζια και σπαθιά
μηδέ ακουστούς πολέμαρχους, λαμπρούς καπεταναίους,
η ανέχεια χρόνους όργωσε τα πρόσωπα βαθιά
κι ούτε είναι τα μπαλώματα που δείχνουν τους ωραίους.

Φέρμελες (η φέρμελη, λέξη μάλλον αλβανικής προέλευσης), είναι τα γιλέκα των ευζώνων, στολισμένα με μετάξι και χρυσό.

Τσαπράζια (το τσαπράζι, λέξη τουρκικής προέλευσης)  κοσμήματα κυρίως αντρικά, που έφεραν στις φορεσιές τους κυρίως οι Σουλιώτες, αλλά και οι Σαρακατσάνοι και οι Πόντιοι.

Ο Γιώργος Κοτζιούλας γεννήθηκε στην Πλατανούσα των Τζουμέρκων στις 23 του Απρίλη 1909. Τελείωσε με πολλές δυσκολίες το Γυμνάσιο στην Άρτα και το 1927 γράφτηκε στην Φιλοσοφική Σχολή, από την οποία πήρε το πτυχίο του μόλις το 1938. Εργάστηκε ως διορθωτής και συντάκτης σε περιοδικά και εφημερίδες και δημοσίευσε ποιήματα, πεζά, βιβλιοκριτικές, δοκίμια και μεταφράσεις. Το 1931 εξέδωσε την κριτική μελέτη «Ο Στρατής Μυριβήλης και η πολεμική λογοτεχνία» και το 1932 την ποιητική συλλογή «Εφήμερα».

Η ανέχεια και οι άσχημες συνθήκες ζωής και δουλειάς, που τον ακολούθησαν σχεδόν σε όλη τη ζωή του, τον οδήγησαν όχι μόνο στη φυματίωση, εξαιτίας της οποίας αναγκάστηκε να ζήσει σε σανατόρια και παράγκες στην Πάρνηθα και την Πεντέλη τη διετία 1935-36, αλλά και κλόνισαν γενικότερα την υγεία του και τον οδήγησαν νωρίς στον θάνατο.

Γιώργος Κοτζιούλας (1909-1947)

Δημοσίευσε τις ποιητικές συλλογές «Σιγανή φωτιά», «Δεύτερη ζωή» και «Ο γρίφος» (1938), τα πεζογραφήματα «Το κακό συναπάντημα και άλλα διηγήματα» (1939), αμέσως μετά τον πόλεμο τα «Τρία ποιήματα προπολεμικά», «Ο Άρης» και «Οι πρώτοι του αγώνα» (1946) και λίγα χρόνια πριν από τον θάνατό του τα «Φυγή στη φύση» (1952) και «Ηπειρώτικα» (1954).

Ο Γιώργος Κοτζιούλας εντάχτηκε από το 1943 στο ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Ακολούθησε τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ Άρη Βελουχιώτη, ανέλαβε την καλλιτεχνική διεύθυνση της 8ης Μεραρχίας και δημιούργησε τη «Λαϊκή Σκηνή» όπου ανέβαζε δικά του θεατρικά έργα για την ψυχαγωγία των ανταρτών και των κατοίκων των χωριών της Ηπείρου που περιόδευε. Παράλληλα γράφει ακατάπαυστα ποιήματα και χρονικά, και συλλέγει μαρτυρίες, δημιουργώντας ένα πολύτιμο και μεγάλο σε όγκο «αρχείο» όπου καταγράφονται πρόσωπα και γεγονότα της περιόδου.

Μετάφρασε πολλά έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας (Ουγκώ, Ντίκενς, Ντοστογιέφσκι, Γκόρκι, Τσβάιχ, Μοπασάν, Βερν) αλλά και Έλληνες και Λατίνους κλασικούς. Ιδιαίτερα σημαντικό υπήρξε το δοκίμιό του «Που τραβάει η ποίηση;» (1950), κριτική της μοντέρνας ποίησης.

Παντρεύτηκε το 1950 την Ευμορφία Κηπουρού, με την οποία απέκτησε το 1951 έναν γιο, τον Κώστα.

Έφυγε από τη ζωή στις 29 του Αυγούστου 1956, σε ηλικία μόλις 47 χρόνων.

Βιβλία του Γ. Κοτζιούλα που έχουν εκδοθεί τα τελευταία χρόνια: Η επιλογή ποιημάτων του Γ. Κοτζιούλα, «Ποιήματα», με χαρακτικά του Αλέκου Φασιανού (Μίμνερμος 2013), η συλλογή διηγημάτων «Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα» (Νηρέας 2014 και Δρόμων 2016) και οι μεταφράσεις του, «Ο Γιώργος Κοτζιούλας μεταφράζει και σχολιάζει Αρχαίους Έλληνες ποιητές» (Οδυσσέας 2015), και επανεκδόσεις όπως τα τρίτομα «Απαντά» του (Δίφρος 2013), το «Θέατρο στα βουνά» (Δρόμων 2014) και το «Όταν ήμουν με τον Άρη» (Δρόμων 2015) κ.ά.

Βιβλία για τον Γ. Κοτζιούλα: Η εκτενής βιογραφία του από την Αθηνά Βογιατζόγλου «Ποίηση και πολεμική. Μια βιογραφία του Γιώργου Κοτζιούλα» (Κίχλη 2015), το αφιέρωμα της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων Γιώργος Κοτζιούλας, «Αφιέρωμα» (Δρόμων 2015) και το αντίστοιχο της Ι.Λ.Ε.Τ. «Ο Γιώργος Κοτζιούλας για τα Τζουμέρκα. Δημοτικά τραγούδια, λαογραφικές σελίδες, Κ. Κρυστάλλης» (Τζουμερκιώτικα Χρονικά 2016).

(Στην κεντρική φωτογραφία: Γερμανοί SS κρατούμενοι στη Νορμανδία)

Ευχαριστούμε θερμά τον κ. Κώστα Κοτζιούλα για την ευγενική παραχώρηση του κειμένου, του αποκόμματος της εφημερίδας “Λαϊκός Αγωνιστής” και τα στοιχεία σχετικά με το  απόσπασμα του ποιήματος.

Αναδημοσίευση από Κατιούσα

Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Σαρλό, ο μικρός αλήτης

Δεν είναι γνωστό με ακρίβεια πού γεννήθηκε ο Σαρλό. Μερικοί ισχυρίζονται πως είδε το φως στο Λονδίνο μια μέρα με ομίχλη, ενώ άλλοι ισχυρίζονται πως αυτό έγινε την άνοιξη σ' ένα χτήμα στα περίχωρα της Βαρσοβίας. Πολλές άλλες πόλεις διεκδικούν την τιμή πως στάθηκαν γενέτειρές του. Μήπως κανένα βράδι, στο σούρουπο, κατέβηκε απ' τα σύννεφα;
Όταν ο Σαρλό ήτανε μικρός, τον στείλαν στο σκολιό. Μα ο δάσκαλος, ένας χοντρός άνθρωπος που κρατούσε μια τρομερή βέργα, δεν τον αγαπούσε. Τον θεωρούσε πάντα αφηρημένο. Ο Σαρλό αποφάσισε να φύγει. Περίμενε να νυχτώσει, κι άμα σκοτείνιασε για καλά, πέταξε τη σάκα του σ' ένα θάμνο, έκοψε ένα κλωνάρι από λεφτοκαριά και τράβηξε κατά το μεγάλο δρόμο. Γύρισε πίσω και είδε μακριά ένα παράθυρο φωτισμένο από μια λάμπα. Ήταν το σπίτι των γονιών του. Του είπε "έχε γεια" με μια μικρή χειρονομία, γαύγισε για τελευταία φορά θέλοντας ν' αποχαιρετίσει το σκυλί κι' έκλεισε τα μάτια του. Περπάτησε όλη τη νύχτα.
Δεν είχε τολμήσει ποτέ του ακόμα ν' αντιμετωπίσει τη σκοτεινιά, γιατί φοβόταν όλα τα φανταστικά όντα που ζουν μες στο σκοτάδι. Του είχαν μιλήσει πολλές φορές για λύκους που τρώνε τα παιδιά, για πουλιά του θανάτου και γι' αρκούδες σκληρές...Αφού βάδισε πολλά χιλιόμετρα, άνοιξε τα μάτια του διάπλατα. Γύρω του απλωνόταν μια μεγάλη πεδιάδα κι' αποπάνω του ο ουρανός. Σήκωσε το κεφάλι και είδε μιλιούνια αστέρια που έλαμπαν τόσο χαρούμενα, ώστε θα νόμιζε κανείς πως κελαϊδούσαν.
Ο Σαρλό δεν είχε ακόμα ποτέ του ιδεί ούτε ακούσει ούτε ανασάνει τη νύχτα. Δεν είχε ποτέ του, επιπλέον, υποφέρει από τη νύχτα κι' απ' το σύντροφό της το κρύο.
Μα ο Σαρλό ήταν μαγεμένος απ' την ανακάλυψή του. Η σιωπή τον τριγύριζε και τον τρόμαζε. Ο κόσμος που ήθελε να διατρέξει τού φάνηκε απέραντος και θαυμαστός. Ένοιωθε απέραντη χαρά βαδίζοντας πέρα, ολομόναχος, άφοβος και λεύτερος, και αυτήν την πρώτη νύχτα ήταν που ο Σαρλό ένιωσε να ξυπνάει η αληθινή ψυχή του.
Στη μέση του ουρανού κρεμόταν το αχνό φεγγάρι που πότε έμοιαζε με μια κεφάλα ολοστρόγγυλη και χαμογελαστή, πότε με γνώριμο ζώο, πότε με χοντρή στάλα νερό που γλίστραγε στον ουράνιο θόλο.
Ο Σαρλό τού υποσχέθηκε να γίνει φίλος του.
Το φεγγάρι, σιωπηλό όπως πάντα, αποκρινόταν ρίχνοντας στο δρόμο του την πιο ωραία και την πιο πιστή του αχτίδα. Προπορευόταν απ' το Σαρλό που φοβόταν, ακόμα, λίγο το σκοτάδι και που κινδύνευε να πέσει σκοντάφτοντας απάνω στα χαλίκια.
Τ' αστέρια τον συνόδευαν κι' αυτά. Φαίνονταν σα να του μισόκλειναν το μάτι και να του τραγουδούσαν: Είμαστε δω, όλα μας, αμέτρητα, φίλοι σου για πάντα. Ο Σαρλό, συντροφιά με όλες αυτές τις ελπίδες, βάδιζε, όλο βάδιζε, αποτραβώντας τις άκρες των ποδιών του για να μην πατήσει την καινούργια του φίλη, την αχτίδα του φεγγαριού.
Ο Σαρλό δε φοβόταν τίποτα πια. Η νύχτα ήταν στο εξής φιλική. Όλο το πλήθος των σκιών, που είναι υπήκοοί της, σιωπούσε. Τα δέντρα, που κάνουν τρομαχτικές χειρονομίες με τα κλαδιά τους και που μπορούν τη νύχτα να μεταβληθούν σε ληστές, σε ζώα ή σε διαβόλους, του έδειχναν ευγενικά τον καλό δρόμο και του άπλωναν μια σκέψη για το κεφάλι του.
Ο Σαρλό ξαπλώθηκε και κλείνοντας τα μάτια του αποκοιμήθηκε. Ο αέρας, που καπλάζει σφυρίζοντας κι' ουρλιάζοντας με το κρύο πισωκάπουλα, πρόσεχε να μην ταράξει τον ύπνο του. Η πιστή αχτίδα του φεγγαριού είχε ακουμπήσει στο προσκέφαλό του κι αποφάσισε να παίξει το ρόλο της καντήλας, αγαπημένης των παιδιών.
Γύρω απ' τον κοιμισμένο Σαρλό γαλήνευε η νύχτα. Ένα ένα τ' αστέρια έσβυναν και η αχτίδα του φεγγαριού γλίστρησε και χάθηκε.
Ο Σαρλό, που είχε περπατήσει πολλή ώρα, κοιμόταν βαθιά.
Άνοιξε τα μάτια νιώθοντας λίγη ζέστη στο χέρι του. Στην αρχή νόμισε πως τον είχε γλείψει το σκυλί του. Αλλά ήταν μια αχτίδα του ήλιου. Ο Σαρλό έτριψε τα μάτια και θυμήθηκε τη φυγή του. Κοίταξε  γύρω του και είδε το μεγάλο δρόμο που φιδοσερνόταν  μες στα χωράφια. Γύρισε πίσω κι' είδε ένα μεγάλο δάσος. Κοιμόταν στην άκρη των μεγάλων δασών.
Ο Σαρλό δεν είχε δει ακόμα ποτέ του τόσο ωραίο δάσος. Το στεφάνωσε ο ήλιος.
Ο μικρός αλήτης πλησίασε με σέβας κορμούς δέκα φορές χοντρότερους απ' αυτόν, που στη σκιά τους φύτρωναν μικρά φυτά πράσινα και γαλάζια. Το φως που χόρευε γύρω από τα δέντρα, που σκαρφάλωνε στα δέντρα, φώτιζε τα λουλούδια που ξεπρόβαλλαν απόνα θάμνο.
Ο Σαρλό πλησίαζε με μικρά βήματα το μεγάλο φωτεινό μυστήριο. Ανάσαινε τις μυρωδιές που ανέβαιναν από το χώμα και που ροβολούσαν απ' τα ψηλότερα λόγγα. Κόντηνε τα βήματά του για να μην ταράξει την άπειρη σιωπή του δάσους.
Πέρα μακριά, δεν ήξερε κανένας ποια παράξενη κίνηση σάλευε την κορφή των δέντρων. Σε κάθε βήμα του γινόταν ένα θάμα. Πότε ήταν ένα πουλί που πετούσε σιωπηλά, πότε ένα κράξιμο που ξέσκιζε τη γαλήνη, πότε ένα λουλούδι πιο κόκινο που σταματούσε το βλέμμα του μικρού.
Κουρασμένος, συντριμμένος απ' αυτή τη μεγαλοπρέπεια, ο Σαρλό, κάθισε χάμου. Διακριτικά έντομα έτρεχαν βιαστικά σε μια άγνωστη δουλιά. Ο Σαρλό έσκυψε και είδε πλήθος μερμήγκια γύρω από μια τρύπα. Άλλα κουβαλούσαν βάρη μεγαλύτερα απ' τα ίδια, άλλα τα έσπρωχναν και άλλα έτρεχαν σ' αντίθετη κατεύθυνση, προς ένα θησαυρό που δε φαινόταν.
Ο Σαρλό τα παρατήρησε πολλή ώρα.
Έπειτα έκοψε ένα φρούτο, γιατί πεινούσε. Ξανάρχισε να περπατεί, παραμερίζοντας τα κλαδιά. δεν ήξερε κατά πού να τραβήξει. Αλλά ένας μικρός ήχος, ίσως το λάλημα ενός ασημένιου κουδουνιού, έφτασε στ' αυτιά του. Ο ήχος μεγάλωνε και τον καλούσε.
Προχώρησε και του φάνηκε πως οι ήχοι έρχονταν να τον συναντήσουν. Το χορτάρι ήταν πιο πράσινο και τα δέντρα πιο ρωμαλέα. Σε λίγο είδε από μακριά να ξεπηδάει απόνα βράχο μια πηγή κελαρυστή. Κοντά της ήταν ματωμένα πουλιά.
Ο Σαρλό έσκυψε κι' ήπιε όπως πίνουν στις βρύσες. Δεν του έτυχε ποτέ του ως τότε να βρεθεί στο ανάβρυσμα μιας πηγής.
Άκουσε. Είδε. Θάματα γεννιόνταν από κει. Γινόταν η βροχή, ο αέρας, το φως, τα χαμόγελα, η νύχτα, το φεγγάρι, οι αχτίδες του ήλιου, τα τραγούδια των πουλιών, η ευθυμία, μια έκπληξη, πετάγματα, χαιρετισμοί, η ζέστη που διαδεχόταν τη δροσιά, όλες οι ανταύγειες του κόμσου.
Ο Σαρλό κοιτούσε αχόρταγα το θέαμα που έθρεφε την πηγή. Ήταν σκυμμένος απάνω της. Καμμιά φορά σήκωνε το κεφάλι του και κοίταζε το δάσος. Απλωνόταν ολόκληρο μπροστά στα μάτια, γυρμένο απαλά σ' ένα λόφο. Και πότε ήτανε σαν καταχνιά, πότε φούσκωνε από βαθύχρωμη πρασινάδα και κάποτε πάλι σκοτείνιαζε και γινόταν ανάμνηση.
Ο Σαρλό αναγνώρισε την άνοιξη και το καλοκαίρι, αναγνώρισε ακόμα το χινόπωρο και το χειμώνα.
Περίμενε. Δεν ερχόταν κανένας. Ήταν ολομόναχος στη μέση του δάσους και ο καιρός κυλούσε. Ο Σαρλό δεν κουραζόταν να κοιτάει το κύλημα του νερού.
Νόμιζε πως είχαν κυλήσει μερικά λεπτά και μερικές σταγόνες. Αλλά στην πραγματικότητα, είχε μείνει κοντά στην πηγή πολλά χρόνια. Δεν είχε μεγαλώσει και τόσο, μια το θέαμα στο οποίο είχε παρασταθεί τόσες φορές τον είχε διδάξει όλα όσα δε μαθαίνουν ποτέ στο σκολιό.
Έφυγε με θλίψη απ' την πηγή, αλλά η ίδια τον συμβούλευε να συνεχίσει το δρόμο του. Παραμέρισε τα κλαδιά των θάμνων και ανέβηκε το λόφο. Στο δρόμο του αντάμωσε θεόρατα δέντρα που η κορφή τους φαινόταν να χάνεται στα σύγνεφα. Είδε σε απόσταση  μεγάλα ελάφια που προγκούσαν στο ζύγωμά του. Δε φοβόταν πια, γιατ' ήξερε το δάσος και το αγαπούσε.
Όταν έφτασε στην κορφή του λόφου που δέσποζε σ' όλη τη γειτονική περιοχή, ο Σαρλό κάθισε και κοίταξε γύρω του.
Πέρα μακριά, είδε το χωριουδάκι απ' όπου είχε κινήσει, ξεχώρισε το σπιτάκι των γονιών του, αλλά γρήγορα γύρισε τα μάτια του αλλού.
Μια πεδιάδα απέραντη απλωνόταν μπροστά του. Φαινόταν μεγάλες κηλίδες κόκινες και μαύρες, που ήταν πολιτείες. Φαινόνταν μικροί ήσυχοι λόφοι κι' ένας μεγάλος ποταμός, ο γιος της πηγής, ένας γίγαντας που έτρεχε μες απ' τα χωράφια, και δίπλα του ένας άσπρος δρόμος που τον ακολουθούσε.
Μακριά, πολύ μακριά βρισκόταν μια άλλη πεδιάδα ασπροπράσινη, που έλαμπε κάτω απ' τον ήλιο. Φαινόταν ατέλιωτη. Εκεί σ' αυτήν την γαλαζωπή και κινούμενη χώρα θέλησε να πάει ο Σαρλό και σηκώθηκε για να εκπληρώσει το σκοπό του.
Βάδισε πολλές μέρες και πολλές νύχτες ακολουθώντας το ποτάμι. Άμα κουραζόταν  ή νύσταζε, ξαπλωνόταν στο χορτάρι της ακροποταμιάς.
Θυμόταν την πηγή, που αμέτρητα μηνύματά της τού διαβιβάζονταν με τις χίλιες ανταύγειες του ποταμού. Ήταν μια μουσική αναμνήσεων. Τα ψάρια γλιστρούσαν ανάμεσα στα καλάμια και οι αχτίδες του ήλιου έπαιζαν με τα υδρόβια έντομα.
Ο Σαρλό δεν έχανε το θάρρος του, με όλη την πείνα που τον θέριζε συχνά. Έμαθε να παλεύει μαζί της καθώς και με το σύντροφό της το κρύο.
Κι όλο σκαρφάλωνε λόφους.
Μέρες και μέρες πέρασαν. Ο Σαρλό βάδιζε πάντα. Μια βραδυά άκουσε ένα σφύριγμα διαρκείας κι ένας δυνατός αέρας τον χτύπησε στο λαιμό. Με το πέρασμα του αέρα τα χείλη του αρμυρίσαν.
Βάδισε ώσπου νύχτωσε, γιατί άκουγε όχι μακριά του ένα μεγάλο μονότονο θόρυβο. Είχε κουραστεί πια με το παραπάνω, γιατί έπρεπε να τραβάει ενάντια στον αέρα, που γινόταν όλο και πιο απότομος και δυνατός. Ο Σαρλό δεν έβλεπε τίποτε πια και ο κρότος μεγάλωνε. Ξαπλώθηκε στο έδαφος που ήταν μαλακό: άμμος ψιλός όπου ήταν καλά να κοιμηθεί κανείς παρ' όλο τον κρότο. Θάλεγε κανείς πως χαλούσε ο κόσμος και όμως αυτή η βουή θύμιζε στο Σαρλό το τραγούδι της πηγής. Λικνισμένος απ' αυτή την ανάμνηση κι απ' τον αέρα που είχε ησυχάσει, αποκοιμήθηκε.
Όταν ο ήλιος τού άνοιξε τα μάτια, ο Σαρλό νόμισε πως ονειρευόταν. Μπροστά του ένα τεράστιο υδάτινο στρώμα, που το σύγκρινε με λίμνη, απλωνόταν απεριόριστο. Στην αρχή φοβήθηκε, γιατί κύματα όμοια με άλογα παράφορα φαινόνταν σα νάθελαν να χιμήξουν απάνω τους. Συνήθισε σιγά σιγά μ' αυτά τα σύρε κι έλα του νερού κι' ύστερα μαγεύτηκε από τα παιχνίδια του ήλιου και των χρωμάτων.
Ο Σαρλό δεν είχε δει ποτέ του ακόμα θάλασσα.  Αφού έτριψε με περίσκεψη τα μάτια του, κάθισε στη χρυσή αμμουδιά και κοίταξε.

Παραστάθηκε στα θάματα της αυγής.
Έφυγε πάλι. Γιατί ο Σαρλό πρέπει πάντα να φεύγει. Είναι σ' αυτόν σα μια κλήση. Τίποτε δε μπορεί να τον συγκρατήσει, γιατί ξέρει πως πέρα, μακρύτερα, τον περιμένει κάτι καινούργιο.
Ανακαλύπτει τον κόσμο. Η νιότη του είναι η ανακάλυψη του κόσμου. Γνωρίζει τώρα τη νύχτα, το κρύο, τον ήλιο, το δάσος, τον ουρανό και τα σύγνεφα, τα έντομα, την πηγή, τα πουλιά, το ποτάμι, τον αέρα και τις εποχές, γνωρίζει τη θάλασσα.
Μονάχα τους ανθρώπους δε γνωρίζει. Είναι νέος ακόμα.
Φεύγει ο Σαρλό. Αφήνει την ακροθαλασσιά. Ακολουθάει τους δρόμους που γειτονεύουν με τις αμμουδιές. Προχωρεί στην εξοχή. Σκαρφαλώνει στα βουνά. Περιμένει να βραδιάσει. Νυχτώνει. Ξημερώνει. Κοιμάται έξω. Τρέχει, γιατί πεινά.
Ο Σαρλό δεν είναι παιδάκι πια, γιατί ξέρει πώς να πολεμάει τους εχθρούς που έρχονται απ' ολούθε.
Του αρέσει αυτός ο αγώνας. Είναι λεύτερος χωρίς να το ξέρει. Λεύτερος στις κινήσεις του και στα λόγια του. Μπορεί να τραγουδήσει άμα θέλει. Κάνει ό,τι γουστάρει.
Ο Σαρλό είναι πολύ νέος.


Από τη μυθιστορηματική βιογραφία του Φιλίπ Σουπώλ, Σαρλό, σε μετάφραση Γ. Κοτζιούλα και τις εκδόσεις  Λογοτεχνική Γωνιά , χωρίς χρονολογία

Ο Σαρλό, κατά κόσμον Τσάρλι Τσάπλιν, ήρθε στον κόσμο στις 16 Απριλίου 1889

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2016

Δημήτρη Μεγαλίδη, «Λεύκωμα του Αγώνα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ 1941 – 1945»

Εμπρός (1941 -1944)
Επιμέλεια : ofisofi // atexnos

Ο Δημήτρης Μεγαλίδης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908 και πέθανε το 1979. Σπούδασε ζωγραφική στο Παρίσι και στην Ανώτατη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Συμμετείχε ενεργά στην Αντίσταση στρατευμένος στις γραμμές του ΕΑΜ. Με το μολύβι του απεικόνισε την μεγαλειώδη αντίσταση του ελληνικού λαού με σκηνές από τον αγώνα του και πρόσφερε στις μετέπειτα γενιές το μοναδικό «Λεύκωμα του Αγώνα ΕΑΜ – ΕΛΑΣ 1941 – 1945».
Η  αντιστασιακή ταυτότητα του Δ. Μεγαλίδη
Η αντιστασιακή ταυτότητα του Δ. Μεγαλίδη
Στον πρόλογο του για την έκδοση του Λευκώματος το 1946  ανάμεσα στα άλλα μας αφηγείται την ιστορία αυτής της  προσπάθειάς του.
Άρης Βελουχιώτης
Άρης Βελουχιώτης
«…Μέσα στην τετράχρονη αυτή ιστορική δημιουργία, τούτο το λεύκωμα, με το οποίο προσπάθησα ν’ απεικονίσω κι’ εγώ τον αγώνα, έχει τη μικρή του ιστοριούλα. Τον Οχτώβρη του 1943 βρέθηκα στα βουνά της Λεύτερης Ελλάδας σταλμένος απ’ την Κ.Ε του ΕΑΜ σαν σκηνοθέτης του κινηματογραφικού συνεργίου του Γ.Σ. του ΕΛΑΣ με οπερατέρ το Γ.Ν. Αργότερα και ως τη διάλυση του ΕΛΑΣ οπερατέρ του κινημ. συνερ. ήταν ο Θ.Π..Με χίλιους κόπους και κινδύνους γυρίστηκαν 5000 μέτρα κινηματογραφικής ταινίας και πάρθηκαν χιλιάδες φωτογραφίες. Μάχες του ΕΛΑΣ και του ΕΛΑΝ με τους κατακτητές, με τα επακόλουθά τους σε νεκρούς και τραυματίες, σκηνές απ’ την Αυτοδιοίκηση και τη Λαϊκή Δικαιοσύνη , το Γενικό Στρατηγείο του ΕΛΑΣ, η ΠΕΕΑ και το Εθνικό Συμβούλιο, η ενεργητική συμμετοχή του λαού, όλου του υπέροχου αυτού λαού, στον Εθνικο – απελευθερωτικόν αγώνα, οι μεταφορές στην πλάση από γέρους, γρηές, νέους, νέες, αγόρια και κορίτσια κ.λ.π. κινηματογραφήθηκαν , άλλα από το φυσικό κι’ άλλα σκηνοθετήθηκαν με βάση την πραγματικότητα. Ένα μέρος των κινημ. ταινιών παραδόθηκαν από το συγγραφέα Νίκο Καρβούνη στον κ. Σκούρα της Εταιρίας Σκούρας – Φίλμ για να προβληθούν στο εξωτερικό, κι ΄έτσι να διαφωτίσουν τη διεθνή κοινή γνώμη πάνω στα κατορθώματα του λαού μας, που ως τότε τα θαύμαζε μόνο από σκόρπιες περιγραφές. Δυστυχώς δεν γνωρίζουμε περισσότερα  για την τύχη εκείνων των φιλμ. Το υπόλοιπο κινημ. και φωτογρ.υλικό, παραδόθηκε στην Κ.Ε του ΕΑΜ. Όπου ακόμα βρισκόμουνα εύκαιρος σχεδίαζα σκηνές, τοποθεσίες και πρόσωπα του αγώνα απ’ τους ηγέτες του ως τους απλούς αντάρτες και τους ανώνυμους λαϊκούς ήρωες.
Στέφανος Σαράφης
Στέφανος Σαράφης
Η μετέπειτα κατάσταση που δημιουργήθηκε έκανε αδύνατη την αξιοποίηση απ’ το ΕΑΜ του υλικού αυτού, και πρώτα απ’ όλα του κινηματογραφικού , με την προβολή του. Έμεναν τα σκίτσα. Μέσα δεν υπήρχαν για να εκδοθούν. Νόμισα ότι είχα καθήκον, τουλάχιστο αυτά να τα αξιοποιήσω με κάποιον τρόπο. Ό,τι έβγαζα βάφοντας στα θέατρα, το ξόδευα στα πανάκριβα και απαραίτητα υλικά. Ένα άλλο μέρος απ’ τα έξοδα μου δόθηκαν από ορισμένους φίλους. Ορισμένα υλικά τα πήρα με πίστωση. Έμαθα λιθογραφία. Ένα χρόνο κλεισμένος στο δωμάτιό μου, τις ώρες που μου μέναν λεύτερες απ’ τη δουλειά για το ψωμί και για μέρος απ’ τα έξοδα της εργασίας τούτης, δούλευα επάνω στους τσίγκους που τυπώθηκαν στο λεύκωμα τούτο. Δυστυχώς όλους όσους σχεδίασα δεν μπήκαν σ’ αυτόν τον τόμο, γιατί δεν χωρούσαν.Άλλοι έγιναν μεγάλοι και άλλοι μικροί όπως δηλαδή ήταν στο αρχικό σχέδιο. Το έργο αυτό θα το συνεχίσω και με τα υπόλοιπα σχέδια. Αν τώρα με την εργασία μου αυτή θα βοηθήσω κι’ εγώ σε κάτι, στην αξιοποίηση της Εθνικής Αντίστασης, θα το θεωρήσω σαν την πιο μεγάλη ηθική ικανοποίηση. Το κίνημα ας το κρίνει.»
Νίκος Παπασταματιάδης
Νίκος Παπασταματιάδης
Στο τέλος του Λευκώματος  πληροφορούμαστε ότι:
«Το πρώτο μέρος του παρόντος τόμου (πενήντα φύλλα) πρωτοεξεδόθη με  τον ίδιο τίτλο  σε τριακόσια αντίτυπα, το 1946, από τα οποία πρόφθασαν και κυκλοφόρησαν ελάχιστα, στην κρίσιμη εκείνη περίοδο.
Στη μάχη
Στη μάχη
Ξανατυπώνεται ήδη το 1964, με το συμπλήρωμα του (δεύτερο μέρος), από ανέκδοτη εργασία του καλλιτέχνη, για ν’ αποτελέση τον πρώτο τόμο της όλης ιστορικής εργασίας του, που προβλέπεται να ολοκληρωθή εκδοτικώς πολύ σύντομα.
Μέτσοβο
Μέτσοβο
Ο Καλλιτέχνης ευχαριστεί θερμά όσους συντελέσανε υλικά και ηθικά στην παρούσα έκδοση, που την άρχισε και την προχώρησε με τα γλίσχρα του μέσα, αλλά με πολλή πίστη και θυσίες…»
Επονίτες στον κοινό αγώνα
Επονίτες στον κοινό αγώνα
Το Συμπλήρωμα του τόμου Ι αρχίζει με το άρθρο του Γιώργου Κοτζιούλα, Τα σχέδια του Δημήτρη, γραμμένο στην Αθήνα το 1946.
Μετσοβίτισσα
Μετσοβίτισσα
«Ο τίτλος δεν είναι για κανένα διήγημα μ’ επίφαση πρωτοτυπίας. Πρόκειται, απλούστερα, για μια σελίδα απ’ τον αγώνα του βουνού. Σχέδια είναι ο γνωστός όρος της ζωγραφικής. Και Δημήτρης ήταν το ψευδώνυμο του καλλιτέχνη , που έτυχε να τον γνωρίσουμε εκεί απάνω κι’ εμείς. Αυτός ο λόγος κυριώτερα μας παρακινεί να του αφιερώσουμε και το σημερινό σημείωμά μας, μ’ όλο που υπάρχουν άλλοι πιο αρμόδιοι τεχνοκρίτες για τη δουλιά ενός ζωγράφου. Αλλά, όταν αυτοί σωπαίνουν αδιάφορα ή μένουν απληροφόρητοι κι’ οι ίδιοι , πέφτει στους άλλους το χρέος να μιλήσουν, έστω και χωρίς το κύρος του ειδικού.
Επικίνδυνη αποστολή
Επικίνδυνη αποστολή
Το χειμώνα, λοιπόν , του 1943, που ήταν ένας απ’ τους πιο σκληρούς για τον πληθυσμό και τ’ αντάρτικο της ορεινής Ηπείρου, μας έκανε την εμφάνισή του στα χιονισμένα Τζουμέρκα ένας λίγο περίεργος ελασίτης, ντυμένος βέβαια χακί, αλλά όχι ένοπλος, κοντακιανός στο ανάστημα, με λεπτό πρόσωπο και μια χλωμάδα συμπαθητική που έδειχνε άνθρωπο πολιτείας. Ο επισκέπτης αυτός , που είχε κρεμασμένο απ’ τον ώμο του αντίς άλλο όπλο ένα πέτσινο σακούλι δεν ήταν άλλος από τον επιλεγόμενο Δημήτρη. Λίγες πληροφορίες μάθαμε άκρες μέσες γι’ αυτόν . Αθηναίος την καταγωγή, ανεψιός του περίφημου Γεράσιμου Βώκου, είχε πάει κι’ ο ίδιος στο Παρίσι να σπουδάσει ζωγραφική. Από κει βρέθηκε ανακατωμένος με τους κοινωνικούς αγώνες κι΄έκανε ένα διάστημα εξορία ή φυλακή. Εκεί μάλιστα είχε πάθει και η υγεία του λίγο. Τώρα είχε ανεβεί κι’ αυτός στα βουνά, μαζί με τόσους άλλους λαϊκούς αγωνιστές, και υπηρετούσε στο Γενικό Στρατηγείο, στο καλλιτεχνικό τμήμα. ( Αυτοί οι αγριάνθρωποι είχαν, βλέπετε, καιρό ν’ ασχολούνται και με την καλλιτεχνία!). Από κει είχε έρθει τώρα αποστολή, αυτός μ’ έναν άλλον, εφοδιασμένοι με ανάλογο υλικό, για να κινηματογραφήσουν πρόσωπα, σκηνές, τοπία του αγώνα. Έκαμαν αρκετή εργασία στα μέρη μας καθώς και σε άλλες περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας και θα ήταν αληθινά εθνική απώλεια αν αυτές οι σπουδαίες ζωντανές μαρτυρίες δεν γινόταν τρόπος να διασωθούν μες στις τόσες περιπέτειες και αναταραχές του πολύμορφου πολέμου που εξακολουθεί να μας βασανίζει, ακόμα.
Χιόνια στην Πίνδο
Χιόνια στην Πίνδο
Κοντά στην κύρια ασχολία του αυτός ο ντελικάτος, μικρόσωμος άνθρωπος που είχε μέσα του τη φλόγα της τέχνης, το δαιμόνιο της δημιουργίας , δεν έπαυε να κρατάει σε πρόχειρα χαρτιά σκίτσα από καπεταναίους και αντάρτες, συνδέσμους, τηλεφωνητές, φορτωμένες γυναίκες, αντιπροσωπευτικές φυσιογνωμίες και χτυπητές φιγούρες  απ’ όλη εκείνη την ολοζώντανη, αεικίνητη πανσπερμία που συγκροτούσε και πλαισίωνε το λαϊκό μας στρατό. Εκεί, σ’ ένα απ’ τα καμένα χωριά, δεν είχαμε ούτε δωμάτια ούτε τραπέζια στη διάθεσή μας. Όλα γίνονταν στο πόδι και στο γόνα. Μ’ αυτή τη μέθοδο εργάστηκε αναγκαστικά κι’ ο Δημήτρης. Έπιανε όποιον τύχαινε μπροστά του, όποιον του χτυπούσε στο μάτι και τον υποχρέωνε σ’ ακινησία, που οι ασυνήθιστοι και πολυάσχολοι  εκείνοι άντρες δύσκολα την υπόμεναν. με λίγες μολυβιές, συγκεντρώνοντας όλη του την ενέργεια στο βλέμμα, τους αποτύπωνε κιόλα στο χαρτί. Ρίχναν κι’ εκείνοι μια ματιά, χαμογελούσαν για την ομοιότητα και λέγανε κάτι, έτσι από αμηχανία:
Βλάσι, χωριό στ' Άγραφα
Βλάσι, χωριό στ’ Άγραφα
– Ε, και τι θα τα κάμεις αυτά;
– Κάποτε θα χρειαστούν, χαμογελούσε ο καλλιτέχνης.
Ανθυπολοχαγίνα του ΕΛΑΣ
Ανθυπολοχαγίνα του ΕΛΑΣ
Κι’ είχε το σκοπό του, όπως αποδείχτηκε. Αφού τα γλίτωσε από καταστροφή την επαύριο της Βάρκιζας καθώς γυρνούσε στην Αθήνα και του τάπιασαν στο δρόμο, μας παρουσίασε πριν από ένα χρόνο περίπου τον πρώτο του τόμο. Λεύκωμα του Αγώνα τ’ ονομάζει. Και βάνει τώρα τ’όνομά του ακέριο: Δημήτρης Μεγαλίδης. Οι τυχεροί που διαθέτουν χρήματα σ’ αυτούς τους ανάποδους καιρούς, μπορούν ν’ αποχτήσουν ένα τέτιο κειμήλιο της αντάρτικης ζωής. Αλλά οι περισσότεροι απ’ όσους θάπρεπε να τόχουν δεν τους περισσεύει να τ’ αγοράσουν και ίσως ούτε το έχουν ιδεί. Εξάλλου τόσοι και τόσοι από τους φυσικούς αγοραστές του λείπουν στα μπουντρούμια, στα ξερονήσια, ακόμα και απάνω στα βουνά. Οι άλλοι, οι ελεύθεροι να πούμε, γυρίζουν στην Αθήνα παυμένοι, άνεργοι, παρίες, χωρίς να διαθέτουν ούτε τα μέσα ούτε τον καιρό για να ξεφυλλίζουν λευκώματα. Και τέτια έντυπα στοιχίζουν ακριβά με τις τόσο υψωμένες τιμές των τυπογραφικών.
Καραούλι
Καραούλι
Η συλλογή αυτή του Μεγαλίδη – ένα μέρος μονάχα του συνόλου – είναι κάτι το μοναδικό και στη σύλληψη και στην εκτέλεσή της. Δεν είναι μόνο οι δυσκολίες που είχε να ξεπεράσει για να συλλέξει επί τόπου το υλικό του, γνήσιο κι’ αχνιστό, μες απ’ τη λάβα των γεγονότων ακόμα. Παραλείπουμε και τις προφυλάξεις που έπρεπε να πάρει για να το διασώσει από τα χέρια βανδάλων. Και σταματούμε μονάχα στο σημείο που χρειάστηκε να το τυπώσει. Με τι κεφάλαια θα γινόταν αυτό; Αν τα πλήρωνε όλα στους τεχνικούς, απαιτούνταν ολόκληρη περιουσία. Τότε αυτός ο χλωμός, ο αδύνατος άνθρωπος βρήκε την υπομονή να επιτελέσει ένα άλλο κατόρθωμα . Σκύβοντας ολημέρα στη μοναχική κάμαρά του επίμονος, προσεχτικός, ακατάβλητος, ξεσήκωνε μια – μια τις ίδιες εκείνες γραμμές απάνω στο μέταλλο. Έμαθε ο ίδιος επίτηδες Λιθογραφία! Έτσι το μεγαλύτερο μέρος απ’ τα έξοδα είχε εξουδετερωθεί. Τα υπόλοιπα βρέθηκαν απ’ τις οικονομίες φιλόστοργης αδερφής, μιας εργαζόμενης κοπέλας. Το χαρτί δόθηκε με πίστωση. Κι’ έτσι βγήκε το βιβλίο, ανώτερο από κάθε προσδοκία. Όσο να γίνουν όμως αυτά, με το καθημερινό σκύψιμο και το τρέξιμο στα τυπογραφεία ο ευαίσθητος οργανισμός του καλλιτέχνη δέχτηκε νέον κλονισμό. Σφράγισε ένα έργο τέχνης με το αίμα της καρδιάς του.
lefkoma15
Τι περιέχει τώρα το λεύκωμα; Οι χαλκογραφίες του και οι λίγες ξυλογραφίες αγκαλιάζουν με το πρώτο όλα σχεδόν τα στοιχεία του αντάρτικου, στρατό και πολίτες, από την εκρηχτική προσωπικότητα του Άρη , άξονα και μαγνήτη μαζί, ως την ανώνυμη γυναίκα του Μετσόβου με το κεφάλι της Ήρας και το αρχαϊκό τσεμπέρι. Τα πρόσωπα μιλούν, οι τραχιές όψες με τις γενειάδες και τα φυσεκλίκια μάς φέρνουν σε μιαν άλλη εποχή, σ’ έναν  κόσμο που μας φαίνεται πια μακρινός, ενώ τον ζούσαμε ως τα πρόπερσι μ’ όλα τα δυνατά μας. Αυτοί οι αξιωματικοί, οι καπεταναίοι με τα; ψευδώνυμα , οι αυστηροί  Μαυροσκούφηδες είναι ο καθένας τους από μια ζωντανή ιστορία. Εκείνον τον καιρό γινόταν στην ύπαιθρο μια κοσμογονία και όλα έπαιρναν νέο νόημα, νέο σχήμα. Παράγοντες αυτής της αλλαγής ήταν τόσο τα κεφάλια – στρατηγοί, δεσποτάδες, οπλαρχηγοί, όσο κι’ ο ξεσηκωμένος λαός που ζητούσε διπλή λευτεριά. Στον τόμο τούτο υπάρχουν περισσότερο  οι πρώτοι, απεικονισμένοι με ρεαλισμό, με πιστότητα, μα δεν ξεχνιούνται κι’ οι άλλοι, μονάδες από το πλήθος, που φυλάγονται για τα ερχόμενα τεύχη.
Γεύμα στα Φουρνά Ευρυτανίας (λεπτομέρεια)
Γεύμα στα Φουρνά Ευρυτανίας (λεπτομέρεια)
Γενικά το λεύκωμα του Μεγαλίδη αποτελεί ένα ζωντανό μνημείο, μια ασύγκριτη πινακοθήκη για όσους θέλουν να θυμηθούν ή να γνωρίσουν μια εποχή που αποτελεί το κορύφωμα της ένδοξης πορείας του έθνους μας. Δεν πιστεύω να με παρασύρει στην κρίση μου το προηγούμενο της φιλίας, αλλά ελπίζω πως ανάλογη με την ιστορική, την επικαιρική, θα είναι και η καθαυτό καλλιτεχνική αξία του έργου. Κι’ ούτ’ έχει πολλή σημασία αν σήμερα με το βρυκολάκιασμα νεκρών θεσμών και αντιπροσώπων τους, οι άνθρωποι της αντίστασης βρίσκονται σε διωγμό και τα έργα τους τσαλαπατιούνται. Ζυγώνει ο καιρός που με τη νίκη του λαού κάθε άξιο θα πάρει τη θέση του και οι τεχνίτες οι αφοσιωμένοι στην υπόθεση της προόδου θα ενισχυθούν ώστε να εκπληρώσουν στο ακέραιο την αποστολή τους. Όσο για σήμερα το παράδειγμα του Δημήτρη ας πάρει μπροστά στα μάτια μας τη σημασία που έχει – σαν πράξη αυτοθυσίας ενός αγνού ιδεολόγου. Αυτό θα είναι και για τον ίδιον η μεγαλύτερη ικανοποίηση και αμοιβή, αφού δε μπορεί να γίνει τίποτε άλλο από μέρους μας απέναντί του.»
Γεύμα στα Φουρνά Ευρυτανίας (λεπτομέρεια)
Γεύμα στα Φουρνά Ευρυτανίας (λεπτομέρεια)
Αντάρτες και Αντάρτισσες
Αντάρτες και Αντάρτισσες
Εξόρμησις
Εξόρμησις
Για τους αντάρτες
Για τους αντάρτες

lefkoma24Δημήτρη Μεγαλίδη, Λεύκωμα του Αγώνα, ΕΑΜ – ΕΛΑΣ 1941 – 1946. Σχέδια – Λιθογραφίες – Ξυλογραφίες, τόμος Ι, Αθήνα 1946  και Συμπλήρωμα τόμου Ι Αθήνα 1964. Δίγλωσση έκδοση σε ελληνικά και γαλλικά.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Γράμματα απ' το μέτωπο

Με πόση λαχτάρα ξανάρχισε ο κόσμος να καρτερεί γράμματα από τους αγαπημένους του! Ο ταχυδρόμος, πρόσωπο πάντα επιθυμητό, έγινε τώρα πιο αναγκαίος από κάθε άλλη φορά, δωρητής χαράς αληθινός. Η εφημερίδα, το ραδιόφωνο κι αυτός, είναι οι τρεις επικαιρότητες , που συγκεντρώνουν, καθημερινά και απόλυτα, το ενδιαφέρο του κοινού. Όλες οι άλλες έγνιες έχουν παραμεριστεί` δεν απόμεινε παρά εκείνη που στρέφεται εναγώνια στο μέτωπο, εκεί όπου πολεμάει ο στρατός μας. Όσοι βρίσκουνται ακόμα ανάμεσά μας, έχασαν πια τη σημασία τους. Αυτούς τους βλέπουμε: δεν παθαίνουν τίποτε ή, αν πρόκειται να πάθουν, τους έχουμε κάτου από τα μάτια μας. Οι άλλοι, όμως, οι πολεμιστές, αυτοί που παίζουν με τα βόλια - τι γίνουνται, πού κοιμούνται, πώς περνάνε το χειμώνα; Ω, πόσο μεγαλοποιεί η απόσταση τον κίντυνο!
Γι' αυτό, μόλις έρθει από εκεί ένα γράμμα, φέρνει απίστευτη χαρά. Το διαβάζουν και το ξαναδιαβάζουν οι γυναίκες, το φυλάνε κάτου από το προσκέφαλό τους. Οι περισσότερες, που δεν ξέρουν να διαβάζουν , τρέχουν να βρουν έναν έμπιστό τους, κάποιον που να μην κοσκινίζει τα μυστικά στη γειτονιά. Διαβάζει και δεν ξεκολλούν από πάνου του το βλέμμα. Τα λόγια πέφτουν ένα - ένα, φορτωμένα νόημα, ηλεκτρισμένα μες απ' το διάστημα.
" Αγαπητή σύζοιγή μου Παναγιώτα, χαίρε Πρότων ερωτό δια την καλήν σας υγίαν, καθός και εγό μέχρη όρας υγιένο καλός" Ποτέ η καθαρεύουσα δε χρησιμοποιήθηκε, από τους αδέξιους αυτούς ανθρώπους, για ιερώτερο σκοπό. Και οι ανορθογραφίες δεν εφάνηκαν ποτέ τόσο εξαγνισμένες. Γράφει και υπαγορεύει ο λαός, ο αμόρφωτος, ο νοσταλγικός, ο μεγαλόψυχος, ο αποφασισμένος να σκοτωθεί για την ιδέα της πατρίδας, απλά και δίχως ρητορίες.
Βλέπω τα γράμματα και, μη έχοντας ο ίδιος να περιμένω είδηση από πουθενά, θυμούμαι τα χρόνια του προηγούμενου πολέμου, τότε που εγώ ήμουν ακόμα ένα παιδί του σκολιού. Πόσο λίγο αλλάζουν οι καιροί!
Ο πατέρας μου είχε το ταχυδρομείο της περιφέρειας, και σε ώρα ανάγκης τον βοηθούσα. Χώριζα τα γράμματα κατά χωριά και συνοικίες, καμμιά φορά τα μοίραζα κι ο ίδιος. Έκανα γούστο με τα εικονογραφημένα δελτάρια, καμάρωνα ιδιαίτερα τις βραχείες, καταλάβαινα απ' το βάρος τις φωτογραφίες. Των γειτόνων μου τα γράμματα φρόντιζα να τα παραδίνω με τα χέρια μου. Με κρατούσανε κιόλας να τους τα διαβάζω κι ο κόπος μου δεν πήγαινε χαμένος. Με φίλευαν πότε δεκάρα ή κοσαράκι, πότε σύκα και καρύδια, πότε πάλι κανένα αυγό. Άλλες γυναίκες, πιο ανυπόμονες, περίμεναν στο σπίτι μας` έρχουνταν από νωρίς και τις έβρισκαν εκεί τα μεσάνυχτα, ώσπου να φανεί ο πατέρας.
Τα ίδια γίνουνταν κι όταν θέλαν ν' απαντήσουν στον άντρα, στον αδερφό, στο παιδί τους. Έλεγαν μια λέξη κι έπρεπε να συμπληρώσεις ολόκληρη φράση . Μπέρδευαν τις έννοιες, παραμόρφωναν τις ονομασίες. Τι ξέραν αυτές από τοπωνύμια της Μικρασίας! Το νοσοκομείο τόλεγαν ισοκομείο, σοκομείο και τα λοιπά. Στο τέλος όμως απαιτούσαν ν' ακούσουν όλο το περιεχόμενο , μήπως είχαν ξεχάσει τίποτε  το σοβαρό. Έδιναν το αντίτιμο του γραμματόσημου και μονάχα τότε ησύχαζαν. Αλησμόνητές μου πατριώτισσες, να φτάνει καμμιά γυναικεία ράτσα στον κόσμο την αντοχή και τη στοργή σας;
Τα χρόνια στομώνουν την ευαισθησία. Κι όσο απομακρύνεται κανείς απ' το λαό, τόσο νιώθει να στερεύουν οι πηγές των μεγάλων, των ριζικών κι αιώνιων αισθημάτων. Αγωνίζουμαι να ξαναβρώ την ισορροπία της καρδιάς μου, με τη βοήθεια του μνημονικού.
Τ.Τ 930 είταν το μέρος απ' όπου αλληλογραφούσαν οι στρατιώτες της περιφέρειας μας. Πόσες χιλιάδες γράμματα πήγανε κι ήρθαν μ' αυτά τα ιερογλυφικά; Δυο φορές τη βδομάδα το σακκούλι του αγροτικού διανομέα φούσκωνε από φάκελλα. Το ίδιο ανυπόμονα καρτερούσανε κι εκείνοι: εκεί στις ερημιές δεν είχαν ζωντανώτερη χαρά. Συγκινήσεις όλων των ειδών διασταυρώνονταν απ' όλα τα σημεία` επαρχία και μέτωπο βρίσκουνταν σ' αδιάκοπη επικοινωνία. Η ελληνική ατμόσφαιρα  παλλότανε και τότε από γνήσιες λαχτάρες.
Πόσα χρόνια έχουν περάσει. Ούτε είκοσι καλά καλά. Σήμερα η Ελλάδα μας σηκώθηκε πάλι σε συναγερμό. Μοναχογιοί αφήσανε τις μάνες τους, προστάτες παρατήσαν τις φαμίλιες τους, μέτωπα στοχαστικά αποσπάστηκαν απ' το βιβλίο. Τους πήρε όλους το κύμα του χακιού. Τώρα δρασκελάνε ρεματιές και σκαρφαλώνουν κορφοβούνια. Το τσαρούχι κι η αρβύλα πατούνε γνώριμα χώματα. Ελληνικές εστίες , κρυμμένες παντού, υποδέχουνται τον ελευθερωτή. Αλλά τι αγώνας απαιτείται για να προχωρήσει κανείς ένα χιλιόμετρο! Στο χάρτη οι αποστάσεις συντομεύονται τόσο πολύ.
Ο Θεός βοηθός τους, έτσι ψιθυρίζουν οι απλές ψυχές. Οι ψυχές όλων των Ελλήνων είναι σήμερα στραμμένες προς τα σύνορα, εκεί όπου συντρίβεται ύπουλος εχθρός. Τα ελληνικά όπλα θαυματούργησαν ακόμα μια φορά. Ο στρατός τραβάει, θαρραλέος μπροστά. Δίνει θανάσιμα χτυπήματα στο φασισμό. Ποιος όμως θα εμποδίσει την ανθρώπινη καρδιά να τρέμει; Μανάδες κι αδερφές, παντρεμένες κι αρραβωνιαστικές περιμένουν ένα μικρό μήνυμα με χτυποκάρδι.
- Έχουμε γράμμα;
Θα περάσει κι αυτός ο πόλεμος, θα περάσει. Με όνειρα που ζητούν αμέσως ερμηνεία, με φόβους που αποδεικνύονται μάταιοι στο τέλος, με προσδοκίες κρίσιμες και οδυνηρά ενδιάμεσα, θα φτάσουμε κάποτε στο τέρμα της δοκιμασίας. Ένας ένας θα γυρίσουν οι πολεμιστές. Άλλος θα έχει μια πληγή, άλλος ένα γαλόνι . Οι δικοί τους θα τους ξαναδούνε σαν αναστημένους . Θα κάμουν βδομάδες και μήνες ίσαμε που να τους χορτάσουν . Θα τους βρίσκουν αλλιώτικους τώρα, ωραιότερους κι ανώτερους από τα πριν, θα τους ψαχουλεύουνε να δουν αν είναι αληθινά πραγματικοί.
Κι εκείνοι θα διηγούνται τις περιπέτειές τους. Μέσα σε λίγον καιρό, θάχουν ωριμάσει ανέλπιστα, ψημμένοι για καλά στη φωτιά του πολέμου. Και θα ξέρουνε τι λεν, αυτοί που κράτησαν στ' αλαφρά τους χέρια τα πεπρωμένα της φυλής. Άνθρωποι της αράδας, ανώνυμοι, αφανείς, ένοιωσαν για μια στιγμή , σαν αποκαλυπτικά, πως ενσαρκώνουν την ιστορία μας και τα ιδανικά μας, κληρονόμοι και συνεχιστές ενός αθάνατου πολιτισμού. Η συναίσθηση της αποστολής αυτής, όσο αόριστα κι αν τους πέρασε απ' το μυαλό, τους έμεινε για πάντα. Τους ανύψωσε, από άτομα ξεκομμένα που είταν, στη σύνθεση της ομάδας και του έθνους.
Τι νάναι  αλήθεια εκείνο που σε παρόμοιες περιστάσεις μεταμορφώνει ένα λαό; Μπορεί να γκρινιάζουνε, να τσακώνονται πρώτα, να κοιτάζει καθένας το συμφέρο και τις κλίσεις του. Άξαφνα, όλες αυτές οι λεπτομέρειες λησμονιούνται , αφήνουνται γι' αργότερα. Χρέος επιταχτικό, χωρίς αναβολή, φωνή του νόμου που την αισθάνεται δική της πια η συνείδηση του καθενός, καλεί τη νεολαία στα όπλα. Δεν είν'  αστεία, παίζουνε με τη ζωή τους. Χιόνια και πορείες, πολυβόλα και αεροπλάνα, τους έχουνε βάλει στο σημάδι. Αυτοί, όμως, προχωρούν. Μια υπόθεση ιερή τους εμψυχώνει. Δε φοβούνται τον Άδικο, κι ας φαντάζει πελώριο το ανάστημά του.
Ποιος θ' αρνηθεί πως σ' εμάς τους Έλληνες η ιδέα της ελευθερίας μένει πάντα ζωντανή; Φρόνημα ανεξάρτητο, εσένα ολημερίς δοξολογούμε! Ζωή που την περνάει κανείς μες στη σκλαβιά, δεν αξίζει το επίσημο όνομα της ζωής. Και οι θυσίες είναι αλληλένδετες με το πνεύμα της νίκης. Αυτή, χωρίς εκείνες, δεν έρχεται ποτέ. Ας το συνηθίσουμε όλοι από τώρα, για νάμαστε έτοιμοι αν χρειαστεί. 
" Εάν μη ο κόκκος του σίτου πεσών εις την γην αποθάνη, αυτός μόνος μένει` εάν δε αποθάνη, πολύν καρπόν φέρει".

Ο Γιώργος Κοτζιούλας έγραψε αυτό το χρονογράφημα εμπνευσμένος από το έπος του 1940. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό " Νεοελληνικά Γράμματα" στις 7 Δεκεμβρίου 1940.



Γιώργος Κοτζιούλας , Πικρή ζωή και άλλα πεζογραφήματα. Επιλογή από το έργο του. Εισαγωγή- Επιμέλεια- Σχόλια Σωτηρία Μελετίου. Εκδόσεις Νηρέας , Αθήνα 2014

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2015

Γιώργος Κοτζιούλας «Θα μιλήσω για τον Άρη όπως τον γνώρισα εγώ, με απόλυτη ειλικρίνεια»

Επιμέλεια: ofisofi // atexnos


Sofi 1Ο Γιώργος Κοτζιούλας έγραψε τις αναμνήσεις του για τον Άρη Βελουχιώτη στο βιβλίο του Όταν ήμουν με τον Άρη. Στον πρόλογο εξηγεί τους λόγους που τον ώθησαν να μιλήσει για τον « πρωτοστάτη της ανταρτοσύνης» ένα χρόνο μετά το θάνατό του.
«Γράφοντας τα παρακάτω εκπληρώνω μια υποχρέωση, ένα μνημόσυνο για το χτεσινό μας αρχηγό, για το μεγάλο μου φίλο» σημειώνει ο Κοτζιούλας.
Παρατίθενται ο πρόλογος και το πρώτο κεφάλαιο:
«Κοντεύει να κλείσει πια ένας χρόνος από τότε που μαθεύτηκε ο σκοτωμός του Άρη.
Στην αρχή κανένας δε θέλησε να πιστέψει το απαίσιο μαντάτο. Για βδομάδες και μήνες έλεγαν πως θα ήταν ψέμα, θα είχε γίνει λάθος` ίσως επίτηδες το έγραψαν οι φημερίδες για να κρύψουν τη διαφυγή του στο εξωτερικό ή κάτι τέτοιο. Ήταν των αδυνάτων αδύνατο να σκοτωθεί ο Άρης, ο πρωτοστάτης της ανταρτοσύνης. Τόσο πολύ τον είχε πιστέψει ο λαός, είχε συνδέσει τ’ όνομά του με την ιδέα της παλικαριάς, με το μεγαλείο του αγώνα.
Και όμως το φριχτό μήνυμα επιβεβαιώθηκε με τον καιρό. Ήταν αλήθεια: ο Άρης είχε σκοτωθεί! Το είπαν άνθρωποι που πολέμησαν ως τα τελευταία μαζί του. Άλλοι είχαν ιδεί με τα μάτια τους το κομμένο κεφάλι του. Και όλοι πια άρχισαν να δέχονται το θάνατό του σαν ένα γεγονός. Μονάχα λίγοι πιστοί, φανατικοί λάτρες του, που τον γνώρισαν από κοντά, ή τον άκουγαν από μακρυά, μόνο αυτοί δεν εννοούν ακόμα να το παραδεχτούν. Γι’ αυτούς ο Άρης ζει ακόμα. Οι ήρωες, οι υπεράνθρωποι δεν πεθαίνουν σαν τους άλλους ανθρώπους.
Στο μεταξύ, γύρω από το πρόσωπο του σκοτωμένου αρχηγού άναψε μια φοβερή πολεμική από μέρος της αντίδρασης που, για να πούμε το σωστό, πάντα τον είχε καρφί στο μάτι της τον Άρη. Πόσα δεν έγραψαν με φαρμακερό μελάνι, πόσα δεν αλύχτησαν γι’ αυτόν οι εχτροί του, κι όταν ακόμα ζούσε κι ύστερα απ’ το θάνατο του. Συγκεντρώνουν απάνω του τα πυρά, γιατί ξέρουν πως αυτός αντιπροσώπευε την επανάσταση καλύτερα από κάθε άλλον, σαν αρχηγός του λαϊκού στρατού μας στα βουνά.
Οι φίλοι τον λατρεύουν. Οι αντίπαλοι τον αναθεματίζουν. Τ’ όνομά του απλώθηκε σε όλη την Ελλάδα και δεν πρόκειται να σβήσει ποτέ. Τον ξέρουν γέροι και παιδιά, έγινε το θιάμασμα των γυναικών. Έκανε τόσους ανθρώπους να δακρύσουν, από χαρά, από συγκίνηση, από περηφάνια. Και οι αντίθετοι τον παρουσιάζουν σαν άσπλαχνο κακούργο, σαν έναν ματοβαμμένο αρχιληστή. Το μίσος κ’ η χολή τους δεν ξεθύμαναν ούτε με το θάνατό του.
Τι νάταν απ’ όλ’ αυτά ο Άρης Βελουχιώτης;
Πώς φερνόταν σαν άνθρωπος, τι γνωρίσματα είχε; Αξίζει πραγματικά να γίνεται τόσος λόγος γι’ αυτόν; Πώς δικαιολογείται ο φωτοστέφανος, ο θρύλος που τον τύλιξε από τόσο νωρίς;
Στα παραπάνω ρωτήματα αισθάνθηκα πως είχα χρέος ν’ απαντήσω κι εγώ, αφού μου δόθηκε η σπάνια τύχη να τον γνωρίσω από σιμά και μάλιστα να συνδεθώ μαζί του. Το κάνω και για τους φίλους που θέλουν ν’ απαθανατιστεί μια τέτια φυσιογνωμία, μα, και για όσους δεν αποκρυστάλλωσαν αντίληψη γι’ αυτόν, με το να τον ξέρουν μόνο από διαδόσεις κι αφηγήσεις.
Γράφοντας τα παρακάτω εκπληρώνω μια υποχρέωση, ένα μνημόσυνο για το χτεσινό μας αρχηγό, για το μεγάλο μου φίλο. Μα απ’ την άλλη μεριά έχω τη συναίσθηση πως προσφέρω και μερικά στοιχεία για την αυριανή του ιστορία.
Δεν πρόκειται να μιλήσω για τη στρατιωτική του δράση ούτε για την πολιτική πλευρά του. Αυτά δε με αφορούν. Άλλοι τα κατέχουν καλύτερα. Εγώ θα διηγηθώ αναμνήσεις μου, καθημερινά επεισόδια ή συνομιλίες, όπως μούρχονται στο νου. Θα προσπαθήσω να δώσω μια εικόνα του ανθρώπου , όσο γίνεται πιστή.
Σ’ αυτό δε θα παρασυρθώ ούτε απ’ το σύνδεσμό μου μ’ εκείνον ούτε απ’ τις πολιτικές μου πεποιθήσεις. Φρονώ πως η αλήθεια, όταν λέγεται καθαρή, ποτέ δε ζημιώνει. Αν το γραφτό μου δεν έχει άλλη αξία, κανένας ας μην του αρνηθεί τουλάχιστον την αξιοπιστία.
Θα μιλήσω για τον Άρη όπως τον γνώρισα εγώ, με απόλυτη ειλικρίνεια.


ΠΩΣ ΠΡΩΤΑΚΟΥΣΤΗΚΕ Τ’ ΟΝΟΜΑ ΤΟΥ

Εκεί απάνου στ’ απόκεντρα Τζουμέρκα, όπου βρέθηκα κι εγώ αποκλεισμένος το δεύτερο χειμώνα της σκλαβιάς, δεν είχαμε επικοινωνία ταχτική με τις πόλεις ούτ’ ερχόταν ακόμα παράνομος τύπος για να μαθαίνουμε τι γίνεται και παραπέρα.

Τ’ όνομα του Άρη το πρωτακούσαμε Πρωτοχρονιά του 42.

Sofi3Τότε βγήκε η πρώτη αντάρτικη ομάδα της περιοχής μας, οι πρώτοι Ελασίτες με τον καπετάν Τζαβέλα. Την παραμονή του νέου χρόνου σκότωσαν έναν προδότη από γειτονικό χωριό, που κατατυραννούσε την περιφέρεια και τον μισούσαν όλοι εκεί γύρω. Γι’ αυτό οι αντάρτες έγιναν δεχτοί με ανυπόκριτο ενθουσιασμό απ’ τους χωριάτες, επειδή [τους] γλύτωσαν από έναν πράχτορα των Ιταλών που η παρουσία του ήταν ένας εφιάλτης για όλους.
Στην αυθόρμητη συγκέντρωση που έγινε με το πέρασμα των ανταρτών, ο αρχηγός μάς μίλησε στο μεσοχώρι για τους σκοπούς του ΕΑΜ ( τότε τ’ άκουγαν κι αυτό οι περσότεροι, εξόν από μας τους λίγους, τους μυημένους να πούμε). Θέλοντας έπειτα να δείξει πως η κίνηση αυτή δεν είχε περιορισμένο χαρακτήρα, παρά απλωνόταν σε όλη τη σκλαβωμένη χώρα, προπάντων στ’ απροσκύνητα βουνά, είπε τα εξής:
– Ολούθε ξεπρόβαλαν αντάρτες. Τα γενναία Ελληνόπουλα, οι απόγονοι του Εικοσιένα, βγήκαν πάλι στο κλαρί. Νέα κλεφτουριά σχηματίζεται, αλλά με καινούργιες βάσεις, με οργάνωση και πειθαρχία. Από τα βουνά του Ραντοβιζιού ως πέρα στ’ Άγραφα και στη Γκιώνα κι ακόμα μακρύτερα, δημιουργείται ο καινούργιος στρατός μας, όλο από εθελοντές. Άναψε πάλι το ντουφέκι, ξαναζεί το κλέφτικο των προγόνων μας. Ο Άρης στον Παρνασσό, ο Ερμής στο Καρπενήσι…
Αυτοί είχαν πρωτοβγεί ως τότε απ’ τη Ρούμελη την ανταρτομάνα. Ο Όλυμπος , η Μακεδονία ήταν πολύ μακριά από μας και δε μπορούσαμε να ξέρουμε τι γίνεται κειπέρα. Γι’ αυτό κι ο καπετάνιος μας ανάφερε μόνο δυο γνωστά του ονόματα, που είχαν προηγηθεί απ’ αυτόν στην κοινή δράση,
Η εύηχη δισύλλαβη ονομασία δεν άργησε ν’ ακουστεί και πάλι στα βουνά μας, λίγο αργότερα, με το κατόρθωμα του Γοργοπόταμου. Είναι γνωστό πως η επιχείρηση αυτή, που έγινε σε απόλυτη τότε συνεργασία με τους Άγγλους αξιωματικούς, οφείλεται κατά το μεγαλύτερο μέρος της στην παρουσία του Άρη και των γενναίων συντρόφων του.
Και η φήμη άρχισε από τότε να τον παίρνει στα φτερά της:
– Σπουδαίος θάναι αυτός ο Άρης! λέγαν οι χωριάτες ο ένας με τον άλλον.
Και οι αντάρτες καμάρωναν:
– Τέτια παλικάρια βγάζει ο λαός.
Αλλά κανένας δεν ήξερε ακόμα την ταυτότητά του.
– Άκουσα πως είναι ταγματάρχης, έλεγε ο ένας.
– Μου φαίνεται πως σπούδασε στη Μόσχα πρόσθετε ο άλλος.
Τους άρεσε να τον φαντάζονται για σπουδαίο επαναστάτη, μα και γι’ άνθρωπο των όπλων. Το ένοπλο κίνημα ζητούσε τον ηγέτη του, οι αντάρτες ήθελαν τον αρχηγό τους.
Πέρασε η άνοιξη, έμπαινε το καλοκαίρι. Δεν είχε σχηματιστεί ακόμα η Μεραρχία Ηπείρου. Ήταν ένα μεγάλο συγκρότημα με έδρα Πράμαντα – Μελισσουργούς. Τότε έγινε στα βουνά της Πίνδου και το Α’ Πανθεσσαλικό Συνέδριο. Από τους δικούς μας είχε πάει εκεί ο στρατηγός Ν.
Γύρισε από το συνέδριο ενθουσιασμένος. Μου διηγόταν τις εντυπώσεις του για τον Ιωακείμ Κοζάνης, για τα στελέχη των αρχηγείων μας, για τους ξένους αντιπροσώπους.
– Κρίμα που δεν ήσουν κι εσύ. Πέρασα νύχτα από δω, αλλιώς θα σ’ έπαιρνα μαζί μου…
Εντύπωση προπάντων του είχε κάμει ο Καραγιώργης, που οργάνωνε τότε το αντάρτικο της Θεσσαλίας.
– Και ο Άρης; τον ρώτησα
Ο στρατηγός σκέφτηκε λίγο:
– Από ρητορική δε διακρίνεται και τόσο. Αλλά έχει θέληση, πυγμή. Φαίνεται άνθρωπος επιβολής. Θ’ αξίζει για να τον έχουν εκεί…
Εννοούσε το Γενικό Στρατηγείο, όπου ο Άρης είχε το αξίωμα του καπετάνιου. Αλλά κι ο ίδιος δεν ήξερε ακόμα με ποιον είχε να κάμει.
– Από στρατιωτικά που μιλήσαμε, καταλαβαίνει καλά. Φαίνεται γι’ ανώτερος αξιωματικός, ίσως του πυροβολικού.
Άλλοι έλεγαν πως είχε λάβει μέρος στον ισπανικό πόλεμο. Μα θα είχε λόγους να κρύβει ακόμα τ’ όνομά του.
Στο μεταξύ από στόμα σε στόμα διαδόθηκε ως τα χωριά μας κι ένα περιστατικό που έδειχνε καλά τι ήταν ο Άρης.
Όταν το χειμώνα του 42 κατέβηκε ο Άρης απ’ τη Ρούμελη για να σμίξει το Ζέρβα που είχε στήσει το λημέρι του στα χωριά του Ραντοβιζιού κι ο δεύτερος καλού κακού, υποχωρώντας στρατηγικά, έφτασε στο μοναστήρι της Ρουβέλιστας, δίπλα απ’ το Βελεντζικό, (πέρασα αργότερα κι ο ίδιος από κει), όπου περίμενε οχυρωμένος τον – ανάλογα με τα σημάδια – συνεργάτη ή αντίπαλό του, ο Άρης, λέμε, είχε τότε μαζί του καμιά τετρακοσαριά οπλοφόρους. Τον είχαν ακολουθήσει αυθόρμητα. Μα οι περσότεροι απ’ αυτούς ήταν ξυπόλυτοι και πεινασμένοι. Το αντάρτικο δεν είχε ακόμα πόρους, βρισκόταν στα πρώτα του βήματα.
Εκεί λοιπόν που περνούσαν από τα χωριά, κάποιος απ’ αυτούς τους ξενηστικωμένους πήρε μια κότα από ένα χωριάτη και την έφαγε μοναχός του, χωρίς να ρωτήσει κανέναν. Αντάρτης δεν ήταν; Πεινούσε, τι νάκανε! Ποτέ του δε φανταζόταν πως θα γίνει ζήτημα για ένα κοτόπουλο, ένα τσιροπούλι.
Και όμως η πράξη του αυτή μαθεύτηκε , δεν ξέρω πώς. Ο χωριάτης κάπου το ανάφερε, ίσως να παραπονέθηκε, αλλά χωρίς να φαντάζεται τις συνέπειες. Μόλις το έμαθε ο Άρης , κάλεσε το χωριάτη μπροστά του.
– Τον γνωρίζεις, του λέει, αυτόν που σούκλεψε την κότα;
– Άμα τον ιδώ, καπετάνιε μ’…
– Εγώ θα φέρω όλους τους αντάρτες εδώ και θα τους κοιτάξεις έναν έναν. Πρόσεξε όμως. Αν μου πεις ψέματα, θα το πληρώσεις με το κεφάλι σου.
Ο χωριάτης τα χρειάστηκε, μα τι να κάμει. Είχε εκτεθεί πια.
Ο Άρης αράδιασε τους οπαδούς του κι ο ένοχος βρέθηκε.
– Τι τον έκαμε; θα ρωτήστε.
Την απάντηση θα σας τη δώσω με το στόμα ενός καθοδηγητή μας εκεί πέρα, που άμα έβλεπε καμιά μικροπαράβαση από νεοσύλλεχτο, μεγαλοποιώντας το φταίξιμό του, ακούγονταν να φοβερίζει:
– Τι να σας κάμω! Έπρεπε νάχουμε δω τον Άρη. Αυτός ξέρει και τιμωρεί. Για μια κότα, μωρέ,- καταλαβαίνεις; για μια κότα έσφαξε άνθρωπο, και μάλιστα πεινασμένο. Τούκοψε το λαρύγγι και σπαρταρούσε καταγής, μπροστά στους άλλους…
Ίσως αυτό να μην έγινε έτσι, αποκλείεται πάντως να τον σκότωσε ιδιόχειρα ο Άρης, μα η σκληρή τιμωρία διαδόθηκε παντού κι αναφερόταν πια σαν παράδειγμα.
Όχι, ο Άρης δε χαριζόταν σε κανέναν, ούτε σ’ εχτρό, ούτε σε φίλο.
Οι αντάρτες δεν είχαν δικαίωμα ν’ απλώνουν το χέρι τους εδώ κι εκεί με το έτσι θέλω.
Ο λαός έπρεπε να το νιώσει μια για πάντα πως οι αντάρτες είχαν βγει για να τον ξεσκλαβώσουν, να του βγάλουν τα δεσμά, όχι να του αρπάξουν κι εκείνο το λίγο που όριζε.
Αυτή την έννοια είχε η καταδίκη του άμυαλου αντάρτη και μ’ αυτό το πνεύμα τη δέχονταν, την επιδοκίμαζαν όλοι, όσο σκληρή κι αν φαινόταν στην αρχή.
Οι Ελασίτες έπρεπε να συνηθίσουν στην πειθαρχία, ν’ αφήσουν τα παλιά τους. Η ασυδοσία, το ρεμπελιό, ήταν για τους άλλους. Εμείς έπρεπε να γίνουμε υπόδειγμα στρατού, στήριγμα και καμάρι του λαού, όχι μπουλούκι από νταήδες, μάστιγες της υπαίθρου.
Έτσι έμαθαν ν’ ακούν οι αντάρτες τον Άρη. Τον σέβονταν από μακριά και μαζί τον φοβούνταν, χωρίς να τον έχουν ιδεί. Χωρίς αυτή την επιβολή δε μπορούσε να σταθεί ούτε μια μέρα επικεφαλής ατίθασων στοιχείων.
« Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου…»
(έχει διατηρηθεί η ορθογραφία και η σύνταξη του συγγραφέα)

Γ. Κοτζιούλα, Όταν ήμουν με τον Άρη, αναμνήσεις. Επιμέλεια κειμένου Κώστας Κουλουφάκος, Θεμέλιο 1974, 2η έκδοση