Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα non fiction. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα non fiction. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου 2022

Ζωή με σημασία - Todd May

Αν δεν είχε προηγηθεί ο Θάνατος, σχεδόν σίγουρα δεν θα είχε ακολουθήσει, δύο χρονιά μετά, η Ζωή με σημασία. Παρότι εκτιμώ ιδιαίτερα τις εκδόσεις Στάσει Εκπίπτοντες, τα αμυντικά τείχη έναντι στην κατηγορία της αυτοβοήθειας είναι πανύψηλα, ο συναγερμός θα βαρούσε μανιασμένα και δεν θα σώπαινε παρά μόνο αφήνοντας το βιβλίο πίσω στη θέση του. Τώρα, αφού διάβασα το βιβλίο του Τοντ Μέι, σκέφτομαι πως είναι κρίμα τέτοια ζητήματα υψίστης σημασίας για την ανθρώπινη ύπαρξη, όπως η ζωή και ο θάνατος, να έχουν πέσει στα λάθος χέρια και η φιλοσοφία να έχει παρακαμφθεί και εξοβελιστεί σε ένα στενό ακαδημαϊκό κύκλο. Ήμουν, λοιπόν, θετικά προδιατεθειμένος απέναντι στον Αμερικανό φιλόσοφο. Άλλωστε, το πρόβλημα με τα βιβλία αυτοβοήθειας δεν έχει να κάνει με τα ζητήματα που εξετάζουν, αλλά με τον τρόπο με τον οποίο το κάνουν, η παράθεση συνταγών για κάθε πτυχή της ανθρώπινης ζωής, οι ιστορίες επιτυχίας, ευτυχίας, οι οδηγοί διαχείρισης κάθε συναισθήματος, τα αποκρουστικά εξώφυλλα με τα ψεύτικα κατάλευκα χαμόγελα. Προφανώς και το νόημα της ζωής είναι ένα ενδιαφέρον προς στοχασμό ζήτημα, ίσως το πλέον σοβαρό και κρίσιμο, μόνο που ξέρεις πως μπαίνοντας σε μια τέτοια συζήτηση δεν μπορείς να ελπίζεις σε απαντήσεις και οδηγίες, παρά μόνο σε περαιτέρω ερωτήματα και προσεγγίσεις. Το σύμπαν θα συνεχίσει να παραμένει σιωπηλό.

Ο τρόπος με τον οποίο ο Μέι προσέγγισε το ζήτημα του θανάτου διέθετε την απαραίτητη φιλοσοφική ποιότητα. Με τρόπο ευσύνοπτο και καλά δομημένο κατάφερε να παραθέσει μια ευρεία γκάμα αναφορών και παραπομπών, να συνομιλήσει με τις πηγές της φιλοσοφίας, όπως οι Στωικοί, ο Μάρκος Αυρήλιος και ο Επίκουρος, έχοντας πάντοτε στο επίκεντρο το Είναι και χρόνος του Χάιντεγκερ, να ενσωματώσει τη λογοτεχνία με αναφορές στην Αθανασία του Μίλαν Κούντερα και τον Θάνατο του Ιβάν Ίλιτς του Λέων Τολστόι, να απευθυνθεί με τρόπο προσιτό για το εκτός φιλοσοφικών σχολών κοινό χωρίς όμως να κάνει εκλαϊκευτικές εκπτώσεις, διατηρώντας διαρκώς επίκαιρο το συναίσθημα της αγωνίας που ο θάνατος φέρει, αλλά και τη διαρκή αναζήτηση απαντήσεων, την αλλεργία απέναντι στις βεβαιότητες, δίνοντας την απαραίτητη ανθρώπινη διάσταση στη διαπραγμάτευση του θανάτου, διάσταση που λείπει από την κατηγορία των βιβλίων αυτοβοήθειας τα οποία μοιάζουν γραμμένα από υπερήρωες σίγουρους για τα πάντα γύρω τους, ανεβασμένους σε άμβωνες κηρύγματος της μοναδικής, κατ' αυτούς, αλήθειας. Περισσότερα για εκείνη την ανάγνωση μπορείτε να βρείτε εδώ. Κάτι αντίστοιχο ήλπιζα πως θα αντικρίσω και σε αυτό το βιβλίο.

Ο Μέι εξαρχής τοποθετεί την προσωπική αγωνία ως πρωταρχική συνθήκη ενασχόλησης με το ζήτημα, άλλωστε, ήταν και ο λόγος για τον οποίο εγκατέλειψε τις σπουδές στην ψυχολογία για χάρη της φιλοσοφίας. Θυμάται την ταμπέλα στην είσοδο της Αίθουσας Αφρικανικών Λαών στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Νέας Υόρκης που επισκεπτόταν παιδί: «Γεννιόμαστε, πεθαίνουμε, η γη μεγαλώνει». Το ερώτημα σχετικά με το νόημα της ζωής εμφανίζεται ξαφνικά, χωρίς να έχει δώσει σημάδια προηγουμένως, διακόπτοντας μια στιγμή ρουτίνας, γεμίζοντας με ματαιότητα όλα τα περασμένα χρόνια. Εκεί ξεκινά το παράλογο κατά τον Καμί, η διαρκής αναμέτρηση της ανάγκης μας για νόημα με την επίμονη σιωπή του σύμπαντος. Εδώ ο Μέι ορίζει δύο έννοιες αυτοκτονίας, τη σωματική και τη φιλοσοφική. Η σωματική αυτοκτονία μοιάζει να είναι η μοναδική διέξοδος για παύση της αναζήτησης του νοήματος, πράξης σύμφυτης με την ίδια την ύπαρξη. Η φιλοσοφική αυτοκτονία αντικαθιστά τη σωματική, στη θέση του σώματος σκοτώνουμε τη σκέψη πως το σύμπαν δεν θα μας δώσει απαντήσεις, προσποιούμενοι πως υπάρχει πράγματι κάποιο νόημα ικανοποιώντας έτσι τη λαχτάρα μας. Υπάρχει μια ευρεία γκάμα νοηματοδότησης, από την πίστη στον θεό μέχρι τον Αλχημιστή του Κοέλιο. Ο Καμί ως ακεραιότητα ορίζει αυτή την επιμονή αναζήτησης απάντησης σε πείσμα της σιωπής του σύμπαντος.

Ο Μέι αρνείται να παραδοθεί χωρίς μάχη στο παράλογο. Αν είναι, λέει, να καταλήξει εκεί, ας καταλήξει μέσω του συλλογισμού του. Αυτό το βιβλίο αποτελεί την απόπειρά του να σκεφτεί σε μεγαλύτερο βάθος, που στη φιλοσοφία σημαίνει πιο αργά, τι σημαίνει να αναζητάς το νόημα και τι ακριβώς μπορεί να φέρει σε πέρας αυτή την αναζήτηση. Εξ αρχής θέτει τον στόχο του βιβλίου αυτού με τη μορφή της ελπίδας πως στο τέλος θα αναδυθεί ένας τρόπος να σκεφτόμαστε τι κάνει μια ζωή να έχει νόημα, μια σιγανή φωνή απέναντι σε ένα σιωπηλό σύμπαν. Έτσι ξεκινάει το ταξίδι αυτό με την ερώτηση: Τι σημαίνει να αναρωτιόμαστε για την ύπαρξη νοήματος στη ζωή; Ακολουθεί παρόμοιο τρόπο με εκείνο που ακολούθησε και στο βιβλίο του σχετικά με τον θάνατο. Βήμα βήμα, θέτει ερωτήματα και επιχειρεί να διερευνήσει πιθανότητες και δυνατότητες συλλογισμών, συνομιλεί με τη φιλοσοφία ‒πώς αλλιώς‒, τη λογοτεχνία αλλά και την ποπ κουλτούρα, δείχνοντας ένα ευρύ φάσμα ενδιαφερόντων που αποδεικνύεται ιδιαιτέρως γοητευτικό, ένας τρόπος σύνθεσης διαδρομών, χωρίς να διστάζει να αναγνωρίσει το αδιέξοδο κάποιων εξ αυτών. 

Ο Μέι, όπως έκανε και στον Θάνατο, μην αποκλείοντας την αυτοκτονία από τον συλλογισμό του, έτσι και εδώ, δεν διστάζει να αναμετρηθεί με μια οριακή και πολεμική ιδέα, που αναπόφευκτα ακολουθεί την αναρώτηση περί νοήματος και έχει να κάνει με μια ενδεχόμενη ύπαρξη ζωής που αξίζει και ζωής που δεν αξίζει. Ο φιλόσοφος δεν παραβλέπει τον κίνδυνο, εντοπίζει την παρείσφρηση μιας τέτοιας διάκρισης και την οδηγεί στην έξοδο, μην επιτρέποντάς της να εκτρέψει την αναζήτησή του. Η Ζωή με σημασία είναι ένα συγκροτημένο, καλογραμμένο και ενδιαφέρον βιβλίο φιλοσοφικού στοχασμού. Δεν διαθέτει συγκεκριμένες απαντήσεις, δεν κηρύσσει βεβαιότητες, δεν περιαυτολογεί, δεν διδάσκει το πώς να ζει κανείς. Είναι μια απόπειρα να αναβληθεί η άνευ όρων υποταγή στο παράλογο, να διερευνηθούν οι δυνατότητες που τα ερωτήματα μπορούν να προσφέρουν. Είναι ένα κείμενο, που όπως κάθε βιβλίο φιλοσοφίας, τείνει δεκάδες νήματα για περαιτέρω μελέτη, για περαιτέρω καθυστέρηση της παραδοχής παράδοσης στην εκκωφαντική σιωπή. Αλλά, ταυτόχρονα, γεννά την κατανόηση σχετικά με την ανάγκη κάποιων να εφευρίσκουν ένα νόημα, να χτίζουν την ύπαρξή τους γύρω από αυτό, να το φροντίζουν, γνωρίζοντας, υποσυνείδητα μάλλον, πως η κατάρρευσή του θα σημάνει και τον δικό τους χαμό, καλλιεργώντας μια μορφή ενσυναίσθησης παράπλευρη της αγωνίας της ύπαρξης.

Μετάφραση Μιχάλης Λαλιώτης
Εκδόσεις Στάστει Εκπίπτοντες

Δευτέρα 7 Ιουνίου 2021

Υπογαία - Robert Macfarlane

Στη μη μυθοπλαστική αφήγηση, εκείνο που πρώτιστα γυρεύω είναι το πάθος. Το πάθος με το οποίο ο συγγραφέας γράφει για το συνήθως αρκετά εξειδικευμένο θέμα που τον ενδιαφέρει, την ανάγκη να μεταλαμπαδεύσει το ενδιαφέρον αυτό στον άγνωστο αναγνώστη, το πάθος που θα δικαιολογεί το γιατί αποφάσισε να αφιερώσει χρόνο και κόπο στη συγγραφή. Σε μια εποχή που, περισσότερο από κάθε άλλη, το κυνήγι της πρωτοτυπίας μοιάζει να είναι ‒δυστυχώς‒ το κύριο ζητούμενο, με αποτέλεσμα άψυχες αρπαχτές, προωθημένες ποικιλοτρόπως από αμφιλεγόμενες πρακτικές του μάρκετινγκ, το πάθος αποτελεί τη μοναδική ίσως διέξοδο, την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στο θα γράψω γι' αυτό γιατί υπάρχει κενό στην αγορά και το θα γράψω γι' αυτό γιατί γουστάρω. Δυσκολεύομαι να σκεφτώ κάποιο θέμα για το οποίο δεν θα με ενδιέφερε να διαβάσω (αλλά και να ακούσω) μια παθιασμένη αφήγηση. Το πάθος, βέβαια, δεν αρκεί από μόνο του. Η ικανότητα στην αφήγηση είναι απαραίτητη, η συμβολή της επιμέλειας επίσης. Όμως, είναι ένα απαραίτητο συστατικό, χωρίς πάθος λίγα μπορεί κανείς να πετύχει, όσο και αν θολώσει τα νερά.

Όταν κυκλοφόρησε η Υπογαία μου κίνησε το ενδιαφέρον, κρατούσα ωστόσο μικρό καλάθι παρά το δέος ‒και τον φθόνο‒ που ένιωθα στη θέα των τόπων που επισκέφθηκε ο συγγραφέας, μεταξύ άλλων η Γροιλανδία και η Νορβηγία, τόποι που αναμενόμενα θα ήταν οι απόλυτοι πρωταγωνιστές στο βιβλίο αυτό. Τα βραβεία και τα διθυραμβικά αποσπάσματα κριτικής δεν αρκούσαν, οι δε αναλογίες με συγγραφείς όπως ο Ζέμπαλντ, ο Τσάτγουιν ή ο Λη Φέρμορ ενέτειναν τον σκεπτικισμό μου. Ίσως γι' αυτό και να άργησα να γυρίσω την πρώτη σελίδα τελικά. Βιβλία όπως αυτό είναι συνήθως ή του ύψους ή του βάθους. Η Υπογαία είναι ξεκάθαρα του βάθους. Και σε αυτή την αυθόρμητη ταύτιση του ύψους με το καλό και του βάθους με το κακό πατάει εν πολλοίς ο Ρόμπερτ Μακφάρλεϊν για να οδηγήσει τον αναγνώστη κάτω από την επιφάνεια, σ' ένα συναρπαστικό ‒τελικά‒ ταξίδι.

Γνωρίζουμε τόσο λίγα για τους κόσμους κάτω από τα πόδια μας. Κοιτάξτε ψηλά μια ανέφελη νύχτα και μπορεί να δείτε το φως από ένα αστέρι χιλιάδες τρισεκατομμύρια μίλια μακριά, ή να διακρίνετε τους κρατήρες που άφησαν αστεροειδείς πέφτοντας στην επιφάνεια της σελήνης. Κοιτάξτε χαμηλά και η ματιά σας σταματά στο χώμα, την άσφαλτο, τα δάχτυλα των ποδιών σας. Σπάνια έχω αισθανθεί τόσο μακριά από τον κόσμο των ανθρώπων, όσο όταν βρέθηκα μόλις δέκα μέτρα από κάτω του, πιασμένος στα αστραφτερά σαγόνια μια ασβεστολιθικής στρώσης που πρωτοφτιάχτηκε στον πυθμένα μιας αρχαίας θάλασσας.
Ο Ρόμπερτ Μακφάρλεϊν, τον οποίο για να είμαι ειλικρινής δεν γνώριζα, θεωρείται ένας από τους πλέον σημαντικούς, σύγχρονους συνεχιστές της λογοτεχνίας τοπίου και τα βιβλία του έχουν λάβει αρκετές διακρίσεις και έχουν πετύχει σημαντικές πωλήσεις, ωστόσο η Υπογαία είναι μόλις το πρώτο βιβλίο του που μεταφράζεται στα ελληνικά. Ο Μακφάρλεϊν ταξιδεύει αρκετά, με τα χρόνια ‒και τον ανάλογο προϋπολογισμό‒ έχει δημιουργήσει ένα δίκτυο ανθρώπων ανά τον κόσμο, κατάλληλων να τον οδηγήσουν και να τον πληροφορήσουν κατά την εκάστοτε έρευνα πεδίου. Υποψιάζομαι πως εν πολλοίς λειτουργεί με τη μέθοδο του πρότζεκτ, έχει δηλαδή μια ιδέα, κάπως γενική, και με βάση αυτή σχεδιάζει τις αποστολές του και όταν νιώσει πως έχει το απαραίτητο υλικό προχωρά στη συγγραφή. Η ιδέα εδώ είναι ξεκάθαρη από τον τίτλο κιόλας, ο υπόγειος κόσμος, ο κόσμος των σπηλαίων, των ορυχείων, των κατακομβών αλλά και ο κόσμος που αναδύεται από το λιώσιμο των πάγων.

Παρότι το βιβλίο είναι χωρισμένο σε κεφάλαια, σε καθένα εκ των οποίων ο συγγραφέας βρίσκεται σε ένα διαφορετικό μέρος παρατηρώντας κάποιο υπόγειο φαινόμενο, φυσικό ή τεχνητό, προσπαθεί ‒κάπως επιτηδευμένα η αλήθεια είναι‒ να συνδέσει περαιτέρω τα κεφάλαια μεταξύ τους, πέραν της δικής του παρουσίας, κάνοντας χρήση δύο αντικειμένων που κουβαλάει συνεχώς μαζί του, ένα για να τον προστατεύει εν είδει φυλακτού και ένα με σκοπό να βρει το κατάλληλο σημείο και να το θάψει ώστε να μείνει για πάντα κρυμμένο στη γη. Το πάθος με το οποίο περιγράφει τα μέρη και τα συναισθήματα που του προκαλεί η παρουσία του εκεί είναι διάχυτο και ειλικρινές. Στο σώμα της αφήγησης ενσωματώνει διάφορα πραγματολογικά, ιστορικά και επιστημονικά στοιχεία που προσδίδουν επιπρόσθετο ενδιαφέρον, υπερβαίνοντας τα στενά όρια της απλής περιγραφής του τοπίου και φανερώνουν έναν συγγραφέα που στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στην έρευνα. Εκεί που υστερεί αφηγηματικά το βιβλίο είναι στο φλανάρισμα, στις σκέψεις δηλαδή που αναδύονται κατά την περιδιάβαση του συγγραφέα, στην προσπάθεια να προσδώσει μια λογοτεχνικότητα στην αφήγηση, μέσα από αναμνήσεις και συνδέσεις. Ένσταση έχω και για το κάπως επιτηδευμένο και ποιητικοφανές λεξιλόγιο του κειμένου χωρίς να ξέρω αν είναι χαρακτηριστικό του πρωτότυπου κειμένου ή της μετάφρασης. 

Τα μέρη στα οποία βρίσκεται ο συγγραφέας είναι μαγικά και εξωτικά, απόκοσμα και γεμάτα μυστήριο, ικανά να προκαλέσουν δέος και να κεντρίσουν τη φαντασία. Η εικονοποιητική δύναμη του γραπτού λόγου βρίσκεται εδώ στα καλύτερά της. Μακράν το αγαπημένο μου κεφάλαιο είναι το αφιερωμένο στις παρισινές κατακόμβες. Κάτω από το Παρίσι υπάρχει μια υπόγεια πόλη, για την οποία ήξερα λόγω του ρόλου που έπαιξε κατά την περίοδο της Κομμούνας, αλλά ούτε να φανταστώ μπορούσα την έκτασή της. Με αφορμή την κοινότητα των «κατακομβόφιλων» ο Μακφάρλεϊν αναφέρεται γενικότερα στην υποκουλτούρα της αστικής εξερεύνησης. Ως τέτοια θα μπορούσε να οριστεί η περιπετειώδης παραβίαση στο οικοδομημένο περιβάλλον, σε μέρη όπως ουρανοξύστες, εγκαταλελειμμένα εργοστάσια, πρώην στρατιωτικές βάσεις, καταφύγια, γέφυρες και δίκτυα αποχέτευσης. Στο κεφάλαιο αυτό, ο συγγραφέας αναφέρεται αρκετά και στο ημιτελές έργο του Βάλτερ Μπένγιαμιν Σχέδιο εργασίας περί στοών, ενώ ο Καλβίνο δεν θα μπορούσε να λείπει από μια αόρατη πόλη. Στις παρισινές κατακόμβες ο δημόσιος χώρος αποκτάει άλλη διάσταση, διέπεται από τους δικούς του κανόνες, διαθέτει τη δική του ανθρωπογεωγραφία. Σίγουρα θα υπάρχει εκεί έξω κάποιο μυθιστόρημα, μάλλον αστυνομικό, που θα διαδραματίζεται στην παρισινή υπογαία.

Από ένα βιβλίο όπως αυτό δεν θα μπορούσε να λείπει ο περιβαλλοντικός προβληματισμός, η εν εξελίξει καταστροφή και η συζήτηση για το αύριο. Τα ορυχεία, εγκαταλελειμμένα αφού στέρεψαν πια, στέκουν αδειανά. Οι πάγοι λιώνουν με ολοένα και αυξανόμενη ταχύτητα καθώς η θερμοκρασία του πλανήτη ανεβαίνει. Σε κάποια στιγμή και ενώ η ομάδα του Μακφάρλεϊν πλέει στα γροιλανδικά φιορδ το gps δείχνει πως είναι μέσα στον πάγο, τέτοια είναι η ταχύτητα της καταστροφής που δεν δίνει τη δυνατότητα στους δορυφόρους να επαναχαρτογραφούν εγκαίρως με βάση τις μεταβολές του τοπίου. Εκείνο που μου φάνηκε επίσης συγκλονιστικό, αν και απόλυτα λογικό παρότι δεν το είχα σκεφτεί ποτέ, αλλά και επίκαιρο λόγω της πανδημίας του μικροσκοπικού αυτού ιού και της απόπειρας να εντοπιστεί η προέλευσή του, είναι πως καθώς λιώνουν οι πάγοι νεκρά κουφάρια, τέλεια διατηρημένα, αναδύονται από τα βάθη του παρελθόντος και μαζί με αυτά διάφοροι μικροοργανισμοί, μεταξύ των οποίων και ιοί, σε τέλεια φόρμα, έτοιμοι να εφορμήσουν σε αναζήτηση ξενιστή.

Η Υπογαία παρά τις όποιες ‒λογοτεχνικές κυρίως‒ αδυναμίες της είναι ένα τρομερά ενδιαφέρον βιβλίο που σίγουρα δεν απευθύνεται μόνο σε αναγνώστες εξειδικευμένου ενδιαφέροντος, ικανό να εξάψει τη φαντασία και να ανοίξει την όρεξη για περιπέτεια. Βιβλίο που χαρίζει μια νέα οπτική για τον άγνωστο υπόγειο κόσμο, για τη γοητεία και τους κινδύνους που κρύβει, για την επιστημονική αναζήτηση που λαμβάνει χώρα στα βάθη της γης, για τις κοινότητες των ανθρώπων που περιστρέφονται γύρω του. Στο έδαφος θάβουμε όσα φοβόμαστε και θέλουμε να χάσουμε, και όσα αγαπάμε και θέλουμε να θυμόμαστε. 

Ένα βιβλίο διαφορετικό απ' ό,τι άλλο είχα διαβάσει.

Μετάφραση Μιχάλης Μακρόπουλος
Εκδόσεις Μεταίχμιο

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Κανακύ - Joseph Andras




Ο δημοσιογράφος εξετάζει, ο ιστορικός φωτίζει, ο αντάρτης αναπτύσσει, ο ποιητής συναρπάζει· απομένει στον συγγραφέα να πορευτεί ανάμεσα στους τέσσερις αυτούς αδερφούς: δεν έχει την επιφύλαξη του πρώτου, την απόσταση του δεύτερου, την πειθώ του τρίτου, ούτε την ορμή του τελευταίου. Έχει μόνο την ελευθερία του, και μιλάει αυτοπροσώπως, πάει κι έρχεται, κουτσαίνοντας καμιά φορά, ανάμεσα στις βεβαιότητες και τα κουτσομπολιά, τις κραυγές των σωθικών και τις ετυμηγορίες, τα δάκρυα των ματιών και τον ίσκιο των δέντρων.
Κάπου στον Ειρηνικό Ωκεανό, ανατολικά της Αυστραλίας, βρίσκεται ένα σύμπλεγμα νησιών, η Νέα Καληδονία, έδαφος παραδόξως γαλλικό, ένα από τα τελευταία υπεράκτια κατάλοιπα μιας αλλοτινής αυτοκρατορίας. Οι Κανάκ, μία εκ των αυτόχθονων φυλών, παλεύουν εδώ και χρόνια για την ανεξαρτησία τους. Την άνοιξη του 1988, σε μια σπηλιά του νησιού της Ουβεά, μια υπόθεση αρπαγής ομήρων αστυνομικών από ομάδα αυτόχθονων αυτονομιστών καταλήγει σε επέμβαση του γαλλικού στρατού. Ανάμεσα στα είκοσι ένα θύματα και ο φερόμενος ως αρχηγός των αυτονομιστών, Αλφόνς Ντιανού.

Το περιστατικό της αιματοβαμμένης απελευθέρωσης των ομήρων και όσων, αποτυχημένων τελικά, διαπραγματεύσεων προηγήθηκαν, είναι ιδιαίτερα γνωστό στη γαλλική κοινή γνώμη, για προφανείς λόγους, αλλά και λόγω της τότε πολιτικής συγκυρίας: παραμονές εκλογών, με την ταυτόχρονη παρουσία Μιτεράν και Σιράκ στις θέσεις του προέδρου και του πρωθυπουργού. Εκείνο που ιντρίγκαρε τον Ζοζέφ Αντράς, σχεδόν τριάντα χρόνια μετά, ήταν μία φωτογραφία του Αλφόνς Ντιανού τραβηγμένη μετά το τέλος της ομηρίας, φωτογραφία που δημιούργησε στον συγγραφέα την έντονη επιθυμία να ψάξει για απαντήσεις και να συνθέσει το προφίλ εκείνου του ανθρώπου, για τον οποίο διάφορες απόψεις εκφράστηκαν κατά καιρούς· τα μέσα και οι πολιτικοί τον αποκάλεσαν τρομοκράτη και βάρβαρο, ενώ αρκετοί από τους συμπατριώτες του τον θεωρούν χαρισματικό, οπαδό της μη βίας και ήρωα του αγώνα για την ανεξαρτησία.

Ο Ζοζέφ Αντράς λοιπόν διηγείται την ιστορία της έρευνάς του, το ταξίδι του δεκάδες χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από τη Γαλλία, την προσπάθεια να καταλάβει και να αξιολογήσει ένα σωρό από ποικιλοτρόπως ως τότε απαντημένα ερωτήματα σχετικά με την υπόθεση εκείνη και κυρίως με τον ρόλο που έπαιξε ο Αλφόνς. Μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα λοιπόν γύρω από ένα περιστατικό για το οποίο στην Ελλάδα ελάχιστα γνωρίζουμε, για μία χώρα μακρινή και εξωτική, για τον αγώνα της για ανεξαρτησία. Ο Αντράς προσπαθεί με μανία να ξεφύγει από την κυρίαρχη αφήγηση, αν και διαβάζει και μελετά απομνημονεύματα και πηγές της γαλλικής πλευράς, ταξιδεύει ως την Κανακύ και επιχειρεί να συναντήσει από κοντά ανθρώπους που έπαιξαν ρόλο στην ομηρία, που γνώριζαν τον Αλφόνς. 

Άπαξ και οι ερωτήσεις ξεκινήσουν δύσκολα σταματούν. Έτσι και εδώ, τα ερωτήματα σχετικά με την ταυτότητα του νεκρού, σύντομα θα μετατραπούν σε ερωτήματα σχετικά με την πολιτική πάλη, με την έννοια της πατρίδας, τη βία ως μέσο και το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση. Εκείνο που κάνει το βιβλίο τρομερά ενδιαφέρον είναι το γεγονός πως ο Αντράς ταξιδεύει μέχρι εκεί με πραγματική απορία σχετικά με τον Αλφόνς και όχι για να επιβεβαιώσει κάποιο εκ των προτέρων κατασκευασμένο και προαποφασισμένο ηρωικό προφίλ του Αλφόνς. Χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει πως οι πολιτικές απόψεις του συγγραφέα μένουν εκτός κειμένου, άλλωστε πρόκειται για ένα έντονα πολιτικοποιημένο πρόσωπο, που δεν αποδέχθηκε το Βραβείο Γκονγκούρ για το πρώτο του μυθιστόρημα Για τα πληγωμένα μας αδέρφια, με θέμα την Αλγερία.       

Η λογοτεχνικότητα δεν απουσιάζει. Δεν πρόκειται σε καμία περίπτωση για ένα απλό δημοσιογραφικό κείμενο, ο αφηγηματικός τρόπος του Αντράς είναι ιδιαίτερος και αρκετά προσωπικός, κοφτός και στακάτος, χωρίς όμως να απουσιάζει η ομορφιά του τόπου και των ανθρώπων. Εν ολίγοις, το Κανακύ είναι ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον βιβλίο, τόσο θεματικά όσο και λογοτεχνικά.

Μετάφραση Γιώργος Καράμπελας 
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2019

Επιχείρηση σφαγή - Rodolfo Walsh





Η Επιχείρηση Σφαγή του Ροδόλφο Ουόλς είναι το πρώτο μη μυθοπλαστικό μυθιστόρημα, γραμμένο δέκα χρόνια πριν εγκαινιάσει το Εν ψυχρώ του Τρούμαν Καπότε τη non-fiction λογοτεχνία. Ένα δημοσιογραφικό αφήγημα σαν μυθιστόρημα, χωρίς μύθο αλλά με πραγματικά γεγονότα. Και είναι μία σημαντική έκδοση, που άργησε έξι δεκαετίες, γεγονός παράδοξο αν αναλογιστεί κανείς την αγάπη μας προς τη λατινοαμερικάνικη λογοτεχνία. 
Η πρώτη είδηση για τις μυστικές εκτελέσεις του Ιουνίου του 1956 έφτασε σ' εμένα εντελώς τυχαία, στα τέλη της χρονιάς εκείνης, σε ένα καφέ της Λα Πλάτα όπου οι θαμώνες έπαιζαν σκάκι και κουβέντιαζαν περισσότερο για τον Κέρες ή τον Νιμζόβιτς παρά για τον Αραμπούρου και τον Ρόχας, και η μοναδική στρατηγική επιχείρηση που είχε κάποια φήμη εκεί ήταν η εφ' όπλου λόγχη επίθεση του Σλέχτερ στο σικελικό άνοιγμα.
Και κάπως έτσι, σχεδόν τυχαία, ο δημοσιογράφος και συγγραφέας Ροδόλφο Ουόλς θα αρχίσει να ερευνά τις μυστικές εκτελέσεις της 9ης Ιουλίου 1956, για τις οποίες το καθεστώς υποστήριζε πως έγιναν στα πλαίσια του στρατιωτικού νόμου, που όμως, σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε και παρουσίασε στη δικαιοσύνη ο Ουόλς, δεν τέθηκε σε ισχύ παρά στις 10 Ιουλίου, και επομένως οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις είχαν προηγηθεί.

Συγγραφέας αστυνομικών ο Ουόλς ήρθε κατά τη διάρκεια της έρευνας αντιμέτωπος με μαρτυρίες και γεγονότα που ξεπέρασαν κατά πολύ την όποια μυθοπλαστική ικανότητα πίστευε πως κατείχε, άλλωστε η πραγματικότητα συνηθίζει να ξεπερνά τη φαντασία, ιδιαίτερα σε φρίκη. Όμως το υλικό που προέκυψε από την έρευνα δεν θα ήταν αρκετό ώστε να θεωρηθεί λογοτεχνία, αν δεν ήταν λογοτεχνικός ο τρόπος με τον οποίο ο Ουόλς αφηγείτο την ιστορία της 9ης Ιουλίου 1956 και όσα ακολούθησαν.

Η Επιχείρηση σφαγή είναι γραμμένη με τρόπο που απευθύνεται ακόμα και στον πλέον αδαή περί αργεντίνικης ιστορίας αναγνώστη, είναι όμως επίσης γραμμένη με τρόπο που θα παρακινήσει τον αναγνώστη να ενδιαφερθεί και να διαβάσει. Ένα βιβλίο πολιτικό, για την αυθαιρεσία των καθεστώτων, για την ανελευθερία και την καταπάτηση των δικαιωμάτων, για τη χειραγώγηση της δικαιοσύνης. Ένα βιβλίο για τη δημοσιογραφία μιας άλλης εποχής. Ένα βιβλίο που διαβάζεται πυρετωδώς σαν μυθιστόρημα, όμως δυστυχώς δεν είναι μυθιστόρημα αλλά ντοκουμέντο.

Η έκδοση του βιβλίου, όπως μπορεί ο οποιοσδήποτε να φανταστεί, συνάντησε ανυπέρβλητες δυσκολίες, ο Ουόλς όμως -και αρκετοί γενναίοι σύντροφοι- δεν τα παράτησε, περνώντας στην απέναντι πλευρά για το καθεστώς, που παρά τις αλλαγές σε πρόσωπα, τον κυνήγησε. Το 1976 η κόρη του θα δολοφονηθεί. Τελευταίο του κείμενο -που περιλαμβάνεται στην παρούσα έκδοση- είναι η Ανοιχτή επιστολή ενός συγγραφέα προς τη χούντα. Δολοφονήθηκε από τη διδακτορία του Βιντέλα. Το πτώμα του εξαφανίστηκε.
 

Μετάφραση Κρίτων Ηλιόπουλος
Εκδόσεις Ακυβέρνητες Πολιτείες


Δευτέρα 27 Μαρτίου 2017

Born to run - Christopher McDougall




Για έναν αναγνώστη, σαν κι εμένα, που τα ενδιαφέροντά του περιορίζονται σχεδόν αποκλειστικά στη λογοτεχνία, η απόφαση για την ανάγνωση ενός βιβλίου non-fiction απαιτεί πάντα λίγη παραπάνω σκέψη, εμπεριέχει ένα ποσοστό ρίσκου, καθώς λαμβάνει χώρα σε αχαρτογράφητα ύδατα, αλλά ταυτόχρονα αποτελεί και ένα στοίχημα για τη διάρρηξη της αναγνωστικής μονομανίας.

Το βιβλίο αυτό το είχα βάλει καιρό στο μάτι, όχι τόσο για τον προφανή λόγο, δηλαδή το τρέξιμο, όσο για την αναφορά στη φυλή των Ταραουμάρα, ιθαγενών που ζουν σχεδόν απομονωμένοι στις οροσειρές του Μεξικού, μιας χούφτας ανθρώπων στην παραμεθόριο του πολιτισμένου τρόπου ζωής. Αυτές οι απομονωμένες κοινότητες ανέκαθεν μου προκαλούσαν το ενδιαφέρον. Παράλληλα ήλπιζα το βιβλίο αυτό να περιέχει ακόμα ένα συστατικό, το πάθος του συγγραφέα για το θέμα του βιβλίου του. 
Μέρες έψαχνα στην οροσειρά Σιέρα Μάδρε του Μεξικού το φάντασμα που είναι γνωστό ως Καμπάγιο Μπλάνκο -το Λευκό Άλογο. Είχα φτάσει επιτέλους στο τέρμα της διαδρομής, στο τελευταίο σημείο που θα φανταζόμουν ότι μπορώ να το βρω -όχι βαθιά στις ερημιές όπου έλεγαν ότι έχει στοιχειώσει, αλλά στο μισοσκότεινο λόμπι ενός παλιού ξενοδοχείου, στις παρυφές μιας κατασκονισμένης πόλης της ερήμου.
Ο ΜακΝτούγκαλ ξεκινά την έρευνα αυτή χωρίς να το ξέρει, οδηγήθηκε εκεί προσπαθώντας να βρει έναν τρόπο να μπορεί να συνεχίσει το καθημερινό χαλαρό τρέξιμο, το οποίο τόσο του άρεσε όμως παρ' όλ' αυτάτου προκαλούσε διαρκείς και επίπονους τραυματισμούς· οι γιατροί, οι πλέον εξειδικευμένοι, του συνιστούσαν ομόφωνα να εγκαταλείψει το τρέξιμο και να δοκιμάσει πιο ήπιες μορφές άσκησης, που θα καταπονούσαν λιγότερο το κορμί του. Εκείνος, από πείσμα περισσότερο, δεν το έβαλε κάτω. Έτσι έφτασε μέχρι τους Ταραουμάρα, συνάντησε προπονητές υπερμαραθωνοδρόμων, διάβασε έρευνες σχετικά με την τεχνολογία των υποδημάτων τρεξίματος, γοητεύτηκε από ιστορίες δρομέων με αντισυμβατικές συχνά μεθόδους προπόνησης.

Η αλήθεια είναι πως το βιβλίο δεν διαθέτει λογοτεχνικές αρετές, γεγονός που γίνεται ακόμα πιο φανερό όταν γίνεται προσπάθεια εμπλουτισμού του δημοσιογραφικού κειμένου έρευνας με περιγραφές συναισθημάτων και τοπίων, αλλά αυτή είναι μια παρατήρηση κάποιου που διαβάζει κυρίως λογοτεχνία. Ο ΜακΝτούγκαλ -και οι επιμελητές του βιβλίου- δεν στόχευσαν τόσο στη λογοτεχνικότητα, όσο στον εξωραϊσμό του κειμένου, που κινδύνευε να κατολισθήσει από το βάρος των τεχνικών λεπτομερειών, και στην απαραίτητη επίκληση στο συναίσθημα του αναγνώστη, του αναγνώστη που είτε τρέχει, είτε είναι υποψήφιος δρομέας και απλώς ψάχνει για ένα κίνητρο. Αν και ορισμένα στοιχεία επαναλαμβάνονται, ο ΜακΝτούγκαλ έχει κάνει καλή έρευνα και σύνθεση του υλικού του, επιτυγχάνοντας να γράψει ένα βιβλίο για το τρέξιμο, χωρίς να επικεντρώνεται αποκλειστικά στον αγώνα με τους Ταραουμάρα.

Δεν θα μπορούσε να απουσιάζει μια διάθεση για φιλοσοφικό στοχασμό, κάπως κλισέ και παιδικού, όπως για παράδειγμα η φράση: δεν σταματάς να τρέχεις επειδή γερνάς, γερνάς επειδή σταματάς να τρέχεις. Όμως, έχει ενδιαφέρον ένα επαναλαμβανόμενο μοτίβο από διάφορους δρομείς, το οποίο έγκειται στη ψυχική διάσταση του τρεξίματος και συχνά το παρουσιάζει ως μια μορφή διαλογισμού εν κινήσει, ως μία συνεδρία του δρομέα με τον εαυτό του, μια κατάσταση αποκοπής από την πραγματικότητα.

Έτσι, και επιχειρώντας να αξιολογήσω το βιβλίο με βάση τις προσδοκίες μου πριν την ανάγνωση, το πάθος του συγγραφέα στο οποίο ήλπιζα υπάρχει ευδιάκριτο, ενισχυμένο μάλιστα με το πάθος των υπόλοιπων προσώπων που εμφανίζονται στο βιβλίο. Ως προς τους Ταραουμάρα τώρα, σίγουρα δεν πρόκειται για μία επιστημονική ανθρωπολογική μελέτη, όμως παρουσιάζει το δικό της ενδιαφέρον, όχι μόνο ως προς το τρέξιμο, το οποίο προβάλλεται ως το κυρίως χαρακτηριστικό τους, αλλά και ως προς μια νοοτροπία και αντίληψη ζωής, που μάλλον δεν θα έπρεπε να χαρακτηρίζεται  "άγρια" ελαφρά τη καρδία. Τέλος, ως προς το τρέξιμο, είναι ένα ενδιαφέρον βιβλίο, παρότι κάνει κοιλιά σε ορισμένα σημεία, διαθέτει ταυτόχρονα άλλα που θα μπορούσαν να εμπνεύσουν και να προκαλέσουν την ταύτιση του αναγνώστη ακόμα και αν δεν είναι -συνειδητά- δηλωμένος οπαδός του τρεξίματος. 

(πρωτοδημοσιεύτηκε στα Χανιώτικα Νέα)


Μετάφραση Στέλλα Κάσδαγλη
Εκδόσεις Key Books