Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκοτάδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα σκοτάδι. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Δεκεμβρίου 2017

(τα) γνώριμα σκοτάδια.


Ξεκλείδωσε γρήγορα την εξώπορτα και την έκλεισε πίσω της σιγά καθώς έμπαινε στο μισοσκότεινο σπίτι. Έβγαλε τα παπούτσια κι ανέβηκε τις σκάλες περπατώντας στις μύτες των ποδιών της. Ύστερα συνειδητοποίησε ότι έμενε μόνη της πια. Γέλασε δυνατά.
Έβγαλε το παλτό και το κασκόλ της και ξάπλωσε με τα ρούχα στο κρεβάτι χωρίς ν᾽ ανάψει φως. Ήταν αργά το απόγευμα κι έξω δεν είχε νυχτώσει ακόμα - κι όμως, απ´ το παράθυρο η πόλη της φαινόταν σκοτεινή.
Πρέπει να έμεινε έτσι για αρκετή ώρα με τα μάτια κλειστά - όταν τα άνοιξε είχε νυχτώσει και στο δωμάτιο είχε σκοτάδι. Μπλε βαθύ, νυχτερινό. Ένιωσε ήρεμη και χαμογέλασε.
Από τη λάμπα στη σκάλα έφτανε ελάχιστο φως ως το δωμάτιο. Έπιασε τα μάγουλά της κι ήταν πολύ ζεστά - «δεν έπρεπε να βγω έξω με πυρετό», σκέφτηκε.
Σηκώθηκε αργά και κατέβηκε στην κουζίνα για να φτιάξει το καθιερωμένο απογευματινό της τσάι. Σκεφτόταν τη ζωή της λίγα χρόνια πριν. Ο ήχος της τσαγιέρας διέκοψε κάπως απότομα τιη σκέψη της, αλλά η μυρωδιά του αρωματικού τσαγιού την έκανε να αναπολήσει για λίγο ακόμα.
Κι έτσι, καθώς έστεκε δίπλα στο παράθυρο της κουζίνας, έκλεισε τα μάτια ξανά για να νιώσει οικεία - στο σκοτάδι, στα σκοτάδια.

Πέμπτη 6 Οκτωβρίου 2016

στης Κατερίνας.


πνίγομαι. 

Πνίγομαι, σου λέω, μ᾽ακούς; 
Εύχομαι να μη μ᾽ακούς, για να συνεχίσω να πνίγομαι, γιατί..είναι μια αίσθηση ευχάριστη. Δεν είν᾽αυτό που σου κόβεται η ανάσα, αλλά αυτό που νιώθεις ότι όλα σκοτεινιάζουν και χάνονται όλοι γύρω σου, αλλά εσύ νιώθεις δυνατή..ετερόφωτη μεν, αλλά δυνατή.

Απόψε πήγες στης Κατερίνας. Δε σε περίμενε. Κανέναν δεν περίμενε. Έχει το γιο της αυτή, δεν τη νοιάζει άλλος κανείς - ούτε ο ίδιος της ο εαυτός.

Την έβλεπες να αφηγείται, πότε παραστατικά, πότε άχρωμα, τη ζωή της. 
Να ψυχορραγεί, να γελάει, να χλευάζει, να πονάει, να σοκάρεται. 
Σα μαριονέτα που έσπασε τα σχοινιά της και δεν ήξερε πια τι να κάνει, πώς να τρεκλίσει για να μην πέσει, πώς να ψιθυρίσει μα ν᾽ακουστεί - σα να είχε συνηθίσει τα σχοινιά, να της έλειπαν. 
Αέρινη, αλλά τόσο δυνατή, τραυματισμένη, αλλά πεισματάρα.

Την ακολουθούσε ένα φως..την ακολουθούσε.
Εκεί στη θλίψη, στη χαρά, στο θυμό..και στο σκοτάδι ακόμα το φως ήταν εκεί, δίπλα της, πάνω της, σκιά της. 
Το φως ήταν σκιά της - οξύμωρο, αλλά αληθινό. 
Αυτό της έδινε ζωή, θαρρείς.
Το φως την ακολουθούσε, όχι το αντίστροφο.

Κι η μουσική..απ᾽την κάθε νότα ως το ελάχιστο χτύπημα του ξύλου της κιθάρας, ακούραστη συνοδεία της. 
Πότε να την εκνευρίζει και πότε να τη χαϊδεύει. 
Ακούραστη κι ολότελα ταιριαστή με τη ζωή της. 
Και με τον θάνατό της..ταιριαστή κι εκεί.

Έφυγες απ᾽της Κατερίνας κι ένιωθες σα να είχες καταπιεί λάμες τυλιγμένες σε πούπουλα - ταχυκαρδία και συγκίνηση..δυο μέρες είχες να κοιμηθείς καλά. 
Δε θα κοιμόσουν ούτε απόψε. 
Πήρες ταξί για να γυρίσεις σπίτι κι άνοιξες το παράθυρο. Πριν περάσουν δυο λεπτά έκλεισες το παράθυρο και σε λίγο το άνοιξες πάλι. Αυτό συνεχίστηκε ούτε ξέρω για πόσο. Έφτασες σπίτι νιώθοντας μούδιασμα παντού. 
Απόψε είδες, άκουσες, ένιωσες κάτι απὀ μια θλίψη ξένη (αλλά κοντινή).

Θλίψη, πρόζα, ψυχή, μουσική.

πνίγομαι.


*το βιβλίο:  «Το βιβλίο της Κατερίνας», του Αύγουστου Κορτώ
  η παράσταση:  «Κατερίνα»
  το θέατρο:  «Εγνατία»
  η διασκευή, η σκηνοθεσία:  του Γιώργου Νανούρη
  η μουσική:  του Λόλεκ
  στη σκηνή: η Λένα Παπαληγούρα, ο Γιώργος Νανούρης, ο Λόλεκ






Κυριακή 7 Ιουνίου 2015

..στο υπόγειο.

- Πού ήσουν;

- Στο υπόγειο.


- Μα εσύ σιχαίνεσαι το υπόγειο. 

  Δεν ήθελες αυτό το σπίτι γιατί είχε υπόγειο. 
  Κι όταν τελικά μετακομίσαμε εδώ, 
  κρέμασες έξω απ᾽την πόρτα του υπογείου μια ταμπέλα 
  που έγραφε «ταράτσα» κι έβαλες μέσα γλάστρες 
  με καμέλιες και κουμ κουάτ.

- Ναι. Το θυμάμαι.


- Για να μη φοβάσαι, μου ᾽χες πει.


- Μμμ..


- Κι ήθελες να φέρεις και κεραίες τηλεόρασης μες στη μέση,    

   για να μοιάζει περισσότερο με ταράτσα. 
   Το θυμάσαι κι αυτό;

- Ναι.


- Θυμάσαι και τη φορά που είχες απλώσει μπουγάδα 

   κάτω εκεί και τα ρούχα έκαναν μια βδομάδα για να
   στεγνώσουν; Μούχλα κόντεψαν να πιάσουν!

- Ναι, σου είπα. Ναι!


- Τότε, γιατί ήσουν στο υπόγειο, μου λες; 

   Τι έγινε, δε φοβάσαι πια; 
   Ποιος ο λόγος για...«επισημότητες» και μου φόρεσες 
   τις δαντέλες σου και τα μαργαριταρένια σκουλαρίκια;

- Ήθελα να φωτογραφίσω κάτι φορώντας ωραία ρούχα, 

   γιατί είμαι «τιμώμενο πρόσωπο» κατά κάποιον τρόπο.

- Α, μάλιστα...ποιός σε τίμησε, για να ᾽χουμε καλό ρώτημα; 

  Και γιατί στο υπόγειο, παρακαλώ;

- Ήθελα σκοτάδι και δεν άντεχα να περιμένω να νυχτώσει.


- Μα εσένα δε σ᾽αρέσει να φωτογραφίζεις στο σκοτάδι 

   με φλας.

- Δε φωτογράφισα με φλας.


- Να δω;


- Να..κοίτα..
φωτογράφισα το βιβλίο που αγάπησα 
   σήμερα Κυριακή. 
  Ήθελα να εξαφανίσω τις σκιές, 
   για να ερωτεύονται οι άνθρωποι στα φανερά.  

- Μα τι λες;

- Διάβασε εδώ..


«Οι άνθρωποι αρέσκονται να σ᾽αγαπούν πίσω

 απ᾽την πλάτη σου.
 Να ερωτεύονται κρυμμένοι στη σκιά τους.»*

- Μμ..ωραία φωτογραφία έβγαλες, αυτή μοιάζει παλιά,

   σκονισμένη, σα να είχε γρατσουνιστεί το φιλμ. Χαχαχα!

- Ευτυχώς!


- Α, αυτό ήθελες; Ε...χμ...καλά.


- Λες να έχουμε ωριμάσει αρκετά για να πιούμε 

  εκείνο το κρασί που κρύβεται τόσα χρόνια στην κάβα; 



Η
 νέα ποιητική συλλογή του Αντώνη Τσόκου με τίτλο «Ένα ποτήρι ακόμη, Τσαρλς» κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. 

*απόσπασμα από το «Χάραξε το σκοτάδι».



Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

μέχρι τότε..

ζωή (η): το χρονικό διάστημα από τη γέννηση ως το θάνατο

..διάστημα που δε μπαίνει σε προϋπολογισμούς, σχέδια και καλούπια.
..δεν ξέρεις πότε η ανάσα σου τελεσίδικα θα κοπεί.
..δεν ξέρεις αν θ᾽αποφασίσεις να πάρεις την τελευταία ανάσα (αν σκεφτείς το «φτάνει»).
..ζεις παίρνοντας τη ζωή στα σοβαρά.
..ζεις παίρνοντας τη ζωή στ᾽αστεία.
(δεν ξέρεις ποιο απ᾽τα δυο είναι καλό..καλύτερο)
..ζεις δίνοντας σημασία περισσότερο στις λύπες παρά στις χαρές.
..ζεις ψαχουλεύοντας το αρνητικό σημείο των λόγων και των πράξεων, ξεχνώντας πως, όταν κάποιοι φύγουν, αυτό που θα σε βασανίσει είναι γιατί δεν τους αγκάλιασες για συγχώρεση (δική τους ή δική σου, τι σημασία είχε).
..φωνές, θυμός, πικρία..τίποτα δεν σε πάει μπροστά.
..όλες οι φορές που αρνήθηκες τη βοήθεια. 
..όλες οι φορές που αποφάσισες μόνος να συνεχίσεις.

..κι αν είχες μια τελευταία ανάσα (μετά την τελευταία), τι θα άλλαζες;

..τη ζωή σου να ζήσεις (χωρίς δεύτερη σκέψη).

(αντίο)


Τρίτη 17 Απριλίου 2012

Εκείνο το τραίνο.

..Όταν είχα ακούσει για πρώτη φορά «Το τρένο» (Τρύπες) είχα κολλήσει για πολλή ώρα σιγο-τραγουδώντας τους δυο τελευταίους στίχους.
..κι αναρωτιόμουν για την ιστορία του τρένου μετά το τέλος του τραγουδιού..τι έμελλε άραγε να συμβεί σ΄εκείνο το τρένο;

(..έναν καιρό και μια φορά..)

..ήταν ένα λεπτοκαμωμένο μικρό τραίνο (ναι, ναι, τ΄όνομά του γραφόταν με "αι" για να δείχνει μεγαλύτερο).

..η μέρα που άρχισαν να το φτιάχνουν ήταν πορτοκαλί, στολισμένη με ήλιο γελαστό κι αεράκι δροσερό.
..το τραίνο ονειρευόταν να τρέχει μόνο τη μέρα, με ήλιο, με ομίχλη, με βροχή, αλλά μέρα. Έτσι θα μπορούσε να θαυμάζει τη φύση, να τη φλερτάρει κάνοντάς την να κοκκινίζει κι ύστερα να ξεσπούν κι οι δυο σε γέλια.

..ο καιρός περνούσε κι η ατμομηχανή του δεν έδειχνε να παίρνει μπρος (ούτε από λόγια έπαιρνε, έδειχνε εγωίστρια και ψηλομύτα). Ξεκινούσε τη μια στιγμή και σταματούσε ασθμαίνοντας την άλλη. Το τραίνο άκουγε τους μηχανικούς να κουβεντιάζουν χαμηλόφωνα για ένα πρόβλημα, κάτι που είχε να κάνει με τον θάλαμο καύσης. Δεν άκουγε και πολύ καλά, αλλά κι από όσα άκουγε, λίγα καταλάβαινε.

..σύντομα άρχισαν να αφαιρούν τα βαγόνια του ένα-ένα. Τα πήγαιναν σε άλλα τρένα, μακριά του..κι οι μέρες γίνονταν λυπημένες, γκρίζες.
..το τραίνο έμεινε μ΄ένα βαγόνι μόνο και την ατμομηχανή του άχρηστη, ανίκανη να χρησιμοποιήσει την κινητήρια δύναμή της και να του χαρίσει πνοή ζωής. Έμοιαζε λιλιπούτειο, θλιμμένο.

..ο χρόνος περνούσε, ο (άλλοτε φίλος του) ήλιος έκαιγε το τραίνο, η βροχή (και φίλη κι εχθρός, ανάλογα με τη διάθεσή της) άλλοτε το ευχαριστούσε ξεδιψώντας το κι άλλοτε το έδερνε χωρίς έλεος.
..το τραίνο, εκτεθειμένο σε κάθε φιλικό ή μη καιρικό φαινόμενο, οξειδωνόταν. Η σκουριά στρογγυλοκάθισε πάνω του και θάμπωσε την καλή του φορεσιά (τη μοναδική του). Θαρρείς πως άρχισε να γερνάει πριν την ώρα του. Έβλεπε τα άλλα τρένα, γνωστά και άγνωστα, να περνούν από μπροστά του αργά και καμαρωτά ή τρέχοντας, προπαθώντας να ξεπεράσουν τον άνεμο στο τρέξιμο (έκαναν τάχα πως δεν το έβλεπαν ή το χαιρετούσαν ανέκφραστα χωρίς να σταθούν).
..κι η στενοχώρια ήταν η μόνη συντροφιά του, βιολετί και αξιοθρήνητη.

..ώσπου μια μέρα ξαφνικά ο ουρανός θύμωσε κι άλλαξε χρώμα..γκρι, μολυβί, μαύρο θα έλεγε κανείς. Οι βροντές είχαν τα νεύρα τους κι αυτές και τρόμαζαν το τραίνο κάθε λίγο και λιγάκι.
..αυτό το πανηγύρι εκρήξεων και ασυγκράτητου θυμού κράτησε για δυο-τρεις μέρες (και νύχτες).
..το τραίνο ήταν σίγουρο πως πλησίαζε η ώρα που θα έχανε το φως, την αφή, όλες του τις αισθήσεις. Κι αυτές του τις σκέψεις ήρθε και τις επισφράγισε απειλητικά ένας αλήτης κεραυνός..χύμηξε νύχτα με φόρα στη μηχανή του τραίνου, τη χτύπησε με μοχθηρία κι έφυγε τρέχοντας σαν τον κλέφτη.

..κι όταν ξημέρωσε η μέρα το τραίνο αισθανόταν, ήταν ακόμα εκεί, άντεξε στη μανία του κακού καιρού.
..κι ένας θόρυβος ενοχλητικός ακουγόταν πολύ κοντά, μέσα του. Η μηχανή του ήταν, πήρε μπροστά και δεν έλεγε να σταματήσει! 
(..ναι, μια τέτοια πολυλογού μηχανή του ταίριαζε)
..ο ήλιος χαμογέλασε και ένα αεράκι ελαφρύ έφερε κοντά του μπόλικα κατάλευκα σύννεφα. Του γέλασαν κι αυτά!

..το τραίνο άρχισε να κινείται πάνω στις σιδηροτροχιές, δειλά στην αρχή, μετά πιο γρήγορα. Το αγουροξυπνημένο του βαγόνι άρχισε να χορεύει ήσυχα πάνω στις ράγες, αφήνοντας ίχνη χρωματιστά πίσω του, ίχνη του "ουράνιου τόξου των τραίνων"..των τραίνων που αφήνουν τέτοια ίχνη στις σιδηροτροχιές μόνο όταν τρέχουν χαρούμενα!

τα ίχνη του τραίνου..
 ..κι από μακριά ακουγόταν ένα τραγούδι..
«Όταν θα 'ρθείς να με ξεθάψεις απ' τις στάχτες
και διώξεις από πάνω μου όλη τη σκουριά
και ξαναβάλεις τις ρόδες μου σε ράγες
και εγώ αρχίσω να κυλάω ξανά

Τότε οι λύπες θα με ψάχνουν

και άνεργες θα θρηνούν
Θα πέφτουν μανιασμένες οι βροχές
και θα ρωτούν

Τι έγινε εκείνο το τρένο που έβλεπε

τα άλλα τρένα να περνούν»


* αγαπητέ μου Τσαλαπετεινέ, αυτή η υπέροχη φωτογραφία σου, η πέτρα σου, μ΄έκανε να γράψω την ιστορία του τραίνου (που έβλεπε τα άλλα τρένα να περνούν)..σ΄ευχαριστώ!

* ευχαριστώ τον φίλο μου Π. που μου είπε τότε σε ποιόν δίσκο θα βρω "Το τρένο" ("Εννιά πληρωμένα τραγούδια")! 

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

..γκρι εδώ (προσωρινά).

..μια σαπουνόφουσκα γυαλιστερή για δώρο είναι καλύτερη από ένα χρωματιστό μπαλόνι. Σκάει αθόρυβα κι αφήνει μια αίσθηση απαλή σα χάδι.
..βλέμμα ήρεμο, γοητευτικό..κι ύστερα προσήλωση καμιά.
..χαμόγελο μεγάλο κι ύστερα δάκρυ (μεγάλο).
..λέξεις ωραίες που κάνουν όμορφη φράση κι ύστερα στάση μετέωρη, κοφτή.
..συναισθηματισμός χωρίς όρια κι ύστερα λογική μέτρια και μετρημένη.
..ελπίδα που ζει καθ΄υπερβολήν κι ύστερα απώλεια ολικής επιρροής.
..τρόπος διάφανος κι ύστερα αδιαφορία αδιάσπαστη.
..προσμονή γλυκιά χωρίς κούραση κι ύστερα βουνό απροσπέλαστο η αναμονή.
..σωστό ή λάθος.
..σωστό και λάθος.
..σωστό;
..λάθος;
..το πρόσφατο δεν είναι πάντα πρόσκαιρο.
..όταν της μουσικής οι νότες ηχούν ευχάριστα, μην κλείσεις τ΄αυτιά, κλείσε τα μάτια κι ονειρέψου.
(..είμαι εδώ.)