site analysis
Ἡ μοναχὴ Ὀλυμπιάδα, κατὰ κόσμον Κανέλλα Φρέντζου, γεννήθηκε στὴν Τρίπολη τὸ 1917 καὶ κοιμήθηκε στὶς 21 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 2001, στὴν Ἱερὰ Μονὴ Ἁγίου Νεκταρίου Δωρίδος, ὅπου καὶ διετέλεσε ἡ πρώτη Ἡγουμένη τῆς Μονῆς, ὅταν τὸ 1991 πρωτοξεκίνησε τὴν ἀνέγερσή της ἐκ τοῦ μηδενός.
Σὲ ὅλη της τὴν ζωή, ἀπὸ παιδὶ ἀκόμα, ἦταν προικισμένη μὲ πολλὰ καὶ σπάνια χαρίσματα καὶ κυρίως μὲ τὴν ἀγάπη καὶ τὴν ἐλεημοσύνη. Στὴν Τρίπολη ὅπου ζοῦσε, ἦταν παράδειγμα σωφροσύνης καὶ ἀπὸ πολὺ μικρὴ δὲν ἔλειψε ποτὲ ἀπὸ τὴν ἐκκλησία, ἐνῶ ὅλοι οἱ φτωχοί, οἱ ἀνήμποροι καὶ οἱ κατατρεγμένοι, οἱ χῆρες, τὰ ὀρφανά, τὴν εἶχαν πνευματικὴ παρηγοριά, ἀλλὰ καὶ τὸν ἄνθρωπο ποὺ οὐσιαστικὰ τοὺς συντηροῦσε καὶ τοὺς βοηθοῦσε σὲ ὅ,τι εἶχαν ἀνάγκη. Ἂν καὶ δὲν ἦταν ἀκόμη μοναχή, ὡστόσο τελοῦσε τὰ πνευματικά της καθήκοντα μὲ πόθο καὶ ζῆλο γιὰ τὸν Θεό, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν ἀκρίβεια ποὺ τῆς εἶχε ὑποδείξει ὁ θεῖός της, ἀδελφὸς τοῦ πατέρας της, Ἁγιορείτης μοναχὸς Ἀβέρκιος, ὁ κομπολογᾶς, ὁ Καρυώτης. Μελετοῦσε ὧρες πολλὲς ὅταν δὲν διακονοῦσε τοὺς ἀγαπημένους της φτωχοὺς καὶ ἀνήμπορους καὶ κρατοῦσε πολύτιμες γι’ αὐτὴν σημειώσεις ἀπὸ πνευματικὲς νουθεσίες, τὶς ὁποῖες ὅλο γύριζε πίσω γιὰ νὰ διαβάσει ξανὰ καὶ ξανά, μὴν χορταίνοντας μέχρι τὰ βαθειά της γεράματα τὰ θεῖα λόγια. Γιὰ πνευματικό της πατέρα εἶχε τὸν π. Δημήτριο Παπαντώνη, ποὺ τὸν ἀκολουθοῦσε παντοῦ σὰν πιστὴ διακόνισσα καὶ τοῦ ἔκανε τελεία ὑπακοή. Καὶ ὅπως χρόνια ὀνειρευόταν, τὸ 1992 ἀξιώθηκε νὰ λάβει τὸ Μέγα καὶ Ἀγγελικὸ Σχῆμα καὶ νὰ πάρει τὸ ὄνομα τῆς Ἁγίας Ὀλυμπιάδος, τὴν ὁποία τόσο πολὺ ἀγαποῦσε καὶ εὐλαβεῖτο. Ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ ἔγινε μοναχή, μέχρι τὴν κοίμησή της, ἔζησε μέσα στὴν ἀδιάλειπτη προσευχή, τὴν ὁποία ἀκούγαμε νὰ ψιθυρίζει ἀκόμα καὶ στὸν ὕπνο της. Ὅταν μετὰ τῆς τὸ λέγαμε, ἐκείνη μὲ τὴν ἁγνότητα καὶ τὴν ταπεινότητά της, τὸ θεωροῦσε κάτι αὐτοκίνητο καὶ μᾶς ἀπαντοῦσε ὅτι: «Ἀκόμα καὶ τὴν ὥρα ποὺ σᾶς μιλῶ, νιώθω τὴν εὐχὴ νὰ χτυπᾶ μαζὶ μὲ τὴν καρδιά μου».
Παρὰ τὰ γεράματά της, ἀφοῦ ἦταν πλέον 84 ἐτῶν, στεκόταν ἀκούραστη ὄρθια στὴν ἐκκλησία ποὺ πρώτη πήγαινε γιὰ τὴν Ἀκολουθία καὶ τελευταία ἔμενε, προσπαθώντας νὰ κάνει ὅσες μετάνοιες μποροῦσε περισσότερες, κρυφὰ ἀπὸ ἐμᾶς ποὺ τὴν προστατεύαμε καὶ τῆς λέγαμε συνεχῶς νὰ ξεκουράζεται.
Εἶχε βέβαια διατηρήσει τὴν ὄμορφη συνήθειά της νὰ διαβάζει ὧρες ἀτελειώτες, εἰδικὰ τὴν Ἁγία Γραφή, τὴν ὁποία εἶχε μουσκέψει μὲ τὰ δάκρυά της. Καὶ ἐπειδὴ ἔνιωθε ὅτι ἦταν ἡ μόνη ποὺ δὲν κάνει κάποια ἐργασία, ἔτρεχε ὅλες μας νὰ μᾶς βοηθήσει καὶ νὰ μᾶς πάρει τὴν δουλειὰ ἀπὸ τὰ χέρια, γιατὶ ἦταν πολὺ δημιουργικὴ καὶ δραστήρια. Συχνὰ δάκρυζε καὶ μᾶς ἔλεγε ὅτι ἐκείνη ξεκουράζεται, ἐνῶ ἐμεῖς κάνουμε τόσες δουλειές. Ἀλλὰ ἐμεῖς, ξέροντας τὴν παῤῥησία της στὸν Θεό, τὴν ἁγνὴ καρδιά της, τοὺς πνευματικούς της κόπους, τὴν προτρέπαμε νὰ προσεύχεται γιὰ ἐμᾶς καὶ αὐτὸ βέβαια ἦταν ἡ πιὸ πολύτιμη «ἐργασία» ποὺ πρόσεφερε στὸ Μοναστήρι μας.
Μὲ τὴν ἀγάπης της σκέπαζε ὅλη τὴν ἀδελφότητα, ἀκόμα καὶ ὅταν γιὰ λόγους ὑγείας παραιτήθηκε τῆς θέσεως τῆς Ἡγουμένης καὶ ὡς ἁπλὴ μοναχὴ πλέον συνέχισε τὸ πνευματικό της ἔργο. Ὅπως οἱ ἀδελφὲς ἀπαρηγόρητες πλέον μαρτυροῦν γιὰ τὴν γεροντισσούλα τους, ὅπως πάντοτε τὴν ἀποκαλοῦσαν, εἶχε γιὰ ὅλους νὰ πεῖ ἕνα καλὸ λόγο, κάθε λαϊκὸ καὶ κάθε μοναχὴ ποὺ τὴν πλησίαζε, τοὺς στήριζε καὶ τοὺς παρηγοροῦσε μὲ τὰ πνευματικά της λόγια. Μὲ τὰ παιδιὰ γινόταν καὶ ἐκείνη παιδί, μὲ αὐτὸν ποὺ ἔκλαιγε, ἔκλαιγε καὶ ἐκείνη μαζί του, γι’ αὐτὸν ποὺ δοκιμαζόταν προσευχόταν μέχρι νὰ φύγει ὁ πειρασμός, μὲ αὐτὸ ποὺ χαιρόταν, χαιρόταν καὶ ἐκείνη μαζί του.
Μία τέτοια λοιπὸν ψυχή, ποὺ εἶχε στὸ στόμα της καὶ τὴν καρδιά της μόνο τὴν εὐχὴ τοῦ Ἰησοῦ καὶ τὴν ἀγάπη, ποὺ ἄνοιγε τὸ στόμα της μόνο γιὰ νὰ μιλήσει γιὰ τὰ λόγια τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦταν πάντοτε ἐγκρατὴς καὶ συντηρητικὴ γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἐπιεικὴς καὶ καλοκάγαθη γιὰ κάθε ἄνθρωπο, ἀλλὰ καὶ γιὰ τὴν ἀδελφότητά της ἦταν πρότυπο ἀγάπης καὶ ἀρετῆς, ὁ Θεὸς τὴν χαρίτωσε στὴν ζωή, ἀλλὰ ἔδειξε καὶ τὴν εὐαρέσκειά Του στὴν κοίμησή της, ἀφοῦ τὸ σῶμά της παρέμενε εὐλύγιστο, τὸ πρόσωπό της ἔλαμπε σὰν κρίνο καὶ ἡ ὄψη της ἦταν γαλήνια λὲς καὶ εἶχε μόνο ἀποκοιμηθεῖ.
ΠΗΓΗ.ΙΣΤΟΛΟΓΙΟ ΗΛΙΑ ΒΟΥΤΣΙΝΑ