Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΠΑΡΑΜΥΘΙΑ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2019

«Η ΔΡΑΚΑΙΝΑ ΤΟ ΔΡΑΚΑΚΙ ΚΑΙ ΟΙ ΚΑΛΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ» ένα παραμύθι της Μαρίας Κολοβού Ρουμελιώτη. (3ος Έπαινος κατά τον Λογοτεχνικό Διαγωνισμό Διηγήματος και Παραμυθιού που διοργάνωσε το Σωματείο Λόγου και Τέχνης «ΑΛΚΥΟΝΙΔΕΣ», 2018).


Σχετική εικόνα
Η δράκαινα το δρακάκι και οι καλοί άνθρωποι
(Το παραμύθι αγγίζει το ευαίσθητο θέμα της αναδοχής και της υιοθεσίας)

Ζούσε κάποτε στις όχθες ενός μικρού ποταμού ένα ανδρόγυνο  πολύ αγαπημένο, αλλά, τι κρίμα, δεν είχαν παιδιά. Χρόνια προσπαθούσαν πηγαίνοντας στους γιατρούς  και παιδάκι δεν είχαν καταφέρει να αποκτήσουν οποιαδήποτε  συμβουλή  κι αν ακολούθησαν. Έτσι, δεν τους είχε απομείνει τίποτα  άλλο από το να προσεύχονται νύχτα μέρα στο Θεό  να τους χαρίσει ένα παιδάκι  για να το έχουν στήριγμα στα γεράματα τους. Αλλά, ούτε ο Θεός τους άκουσε γιατί  οι προσευχές τους  δεν είχαν  καταφέρει να φτάσουν στα αυτιά Του… Τότε άρχισαν τα δύσκολά.  Η γυναίκα ξεκίνησε να παίρνει τα δάση και τα βουνά, τις λίμνες και τα ποτάμια. Ο άντρας της, δυστυχής,  προσπαθούσε να την παρηγορήσει αλλά εκείνη δεν είχε παρηγοριά. « Αχ άντρα μου» του λέει μια μέρα «ας είχαμε ένα παιδάκι κι ας ήταν και δρακάκι!» «Τι να το κάνουμε  το δρακάκι, γυναίκα μου; Να το μεγαλώσουμε και να μας φάει;» της αποκρίθηκε εκείνος παραξενεμένος. «Κάνεις λάθος άντρα μου. Γιατί να μας φάει; Ακόμη και στο μεγαλύτερο θηρίο αν φερθείς με αγάπη θα γαληνέψει και θα σε αγαπήσει» του απάντησε  εκείνη συμπονετικά. «Καλά…» της είπε εκείνος «πάρε το σακουλάκι σου και πάμε μια βόλτα στο βουνό να μαζέψουμε χορταράκια να μαγειρέψουμε το μεσημέρι, να πάρουμε  και λίγο καθαρό αέρα  να συνέλθουμε κι έχει ο Θεός!...»
Την επομένη ημέρα, η γυναίκα πήρε το σακουλάκι της  κι ο άντρας το ραβδάκι του  και ξεκίνησαν  νωρίς νωρίς  για το αντικρινό βουνό. « Καλέ, άντρα μου» λέει η γυναίκα, «τόσα ανάξια ανδρόγυνα έχουν παιδιά κι εμείς οι δυστυχείς που είμαστε τόσο αγαπημένοι δεν έχουμε ούτε ένα… Βλέπεις πόσο άδικα μοιράζει ο Θεός τη  χαρά και την ευτυχία;» «Μην απελπίζεσαι, γυναίκα μου. Έχει  ο Θεός!... Έχει  ο Θεός για όλους » απάντησε εκείνος παραπονεμένα.
Συνέχισαν το δρόμο τους  για ώρα πολλή και καθώς περνούσαν από ένα φαράγγι  άκουσαν μέσα σε μία σπηλιά  κάτι να ουρλιάζει και να γογγύζει. «Κάποιος πονάει άντρα μου! Δεν πάμε κατά τη μεριά που ακούγονται τα γογγυτά να δούμε τι συμβαίνει; » είπε εκείνη κι άνοιξαν δρόμο προς την σπηλιά. Με αγωνία και περιέργεια προχωρούσαν κρατώντας ο άντρας  γερά στο χέρι το ραβδί του και η γυναίκα  το σακούλι της. Με έκπληξη αντικρίζουν    στην είσοδο μια δράκαινα, καταϊδρωμένη και ολομόναχη να γεννάει  το δρακάκι της.  Το ανδρόγυνο την λυπήθηκε έτσι όπως την είδαν πονεμένη -κι όπως η δράκαινα ήταν ξαπλωμένη καταγής, η γυναίκα έβγαλε το κεφαλομάντηλο της  και της σκούπισε τον ιδρώτα. Η δράκαινα γαλήνεψε και δάκρυα άρχισαν να καταβρέχουν το πρόσωπό της: «Αχ καλή μου γυναίκα, γεννώ ολομόναχη το δρακάκι μου γιατί ο δράκος με παράτησε για μια άλλη δράκαινα. Από τότε έσβησε η φωτιά απ’ το στόμα μου και δεν μπορώ να διώξω τους εχθρούς μου μακριά. Βοήθα να γεννήσω και θα σου ανταποδώσω το καλό που θα μου κάνεις.» «Τι θέλεις να σου κάνω δράκαινά μου; Εγώ δεν έχω γνώση από γέννες. Πες μου τι θες κι εγώ θα σου το κάνω!» απάντησε καλόγνωμα η γυναίκα.  Η δράκαινα πήρε μια βαθιά αναπνοή. «Κάθε φορά που θα με ακούς να ουρλιάζω» είπε στη γυναίκα, «θα λες: Πάρε δύναμη από πέτρα και την φλόγα ξαναμέτρα κι από τη δική μου γνώση γέννα πριν καλά νυχτώσει. Ο πόνος να πάει στα βουνά  στα αλαργινά ρουμάνια».
Κάθε φορά που ούρλιαζε η δράκαινα από πόνο η γυναίκα έλεγε το ξόρκι. Το είπε μια… το είπε δυο… το είπε τρεις… Με την τέταρτη φορά  και πριν καλά καλά αποτελειώσει τα λόγια που της είχε μάθει η δράκαινα, βλέπει να γεννιέται ένα δρακάκι με κατακόκκινα μαγουλάκια.
Ο άντρας έπιασε απαλά  το νεογέννητο στα χέρια του για να μην πέσει απότομα στο χώμα και χτυπήσει και πήγανε  στη βρυσούλα που έτρεχε καθαρό νερό και το πλύνανε.  Πήρε η γυναίκα το σακούλι της και το σκούπισε∙ ξέπλυνε το σακούλι με το τρεχούμενο νερό  και το άπλωσε πάνω σε κάτι κλαδιά να στεγνώσει  κι έπειτα επέστρεψαν στη δράκαινα με το δρακάκι κατακάθαρο. Σαν τους είδε η δράκαινα άρχισε να κλαίει σπαρακτικά: «Τι να το κάνω, καλοί μου άνθρωποι, το άμοιρο δρακάκι μου; Έχει στεγνώσει η φωτιά  από το στόμα μου και δεν μπορώ η δόλια να το μεγαλώσω. Πάρτε το δρακάκι μου, το όμορφο παιδάκι μου και να το μεγαλώσετε με αγάπη, έτσι όπως το πονώ και το αγαπώ. Κι άμα μεγαλώσει  και γίνει δυνατός δράκος να μου το φέρετε πίσω να του δώσω την ευχή μου και την συμβουλή μου». «Να το πάρουμε το παιδάκι σου, το δρακάκι σου και να το μεγαλώσουμε, αλλά εμείς δεν έχουμε παιδάκι  και δεν ξέρουμε πώς να το μεγαλώσουμε!» απάντησε παραξενεμένο το ανδρόγυνο. «Δεν σας φοβάμαι» τους είπε η δράκαινα. «Πάρτε το! Θα ακολουθήσετε όμως τη συνταγή: Να το αγαπάτε, αλλά να μη σας πάρει τον αέρα. Αν σας πάρει τον αέρα, θα γίνει δράκος και θα σας φάει. Αν του πάρετε τον αέρα, θα γίνει άνθρωπος και θα σας τιμάει!»
Έβαλαν στο σακούλι  τους το δρακάκι, αποχαιρέτησαν τη δράκαινα και πήραν το δρόμο του γυρισμού για το σπίτι∙ όμως, είχαν ξεχάσει να ρωτήσουν τι να το ταΐζουν…
«Τι να το ταΐσουμε άντρα μου το παιδάκι μας;»  ρώτησε η γυναίκα το σύζυγό της.  «Εγώ δεν έχω γεννήσει για να κατεβάσω γάλα και να το ταΐσω!» «Μη στεναχωριέσαι» της αποκρίθηκε εκείνος «θα ζητήσω λίγο γάλα από τη γαϊδουρίτσα του γείτονα  και θα το ταΐσουμε.» «Δεν θα μας δώσει! Η γαϊδουρίτσα το γάλα της το έχει για το γαϊδουράκι της κι αν εμείς της το πάρουμε, θα μείνει νηστικό το παιδάκι της» είπε η γυναίκα κι εκείνη τη στιγμή ήρθε μία ιδέα στο μυαλό του άντρα:
«Πάνω στην αμυγδαλιά μας  πάνε οι καρδερίνες και ταΐζουν τα  παιδιά τους με  του πουλιού το γάλα. Θα πηγαίνουμε κάθε μέρα  και θα τους ζητάμε από λίγο. Τα πουλιά πετάνε ελεύθερα! Γνωρίζουν  χίλιους τρόπους και συνήθειες! Εμείς θα τα αφήνουμε να κουρνιάζουν στην αμυγδαλιά μας και θα τους δίνουμε σπόρους και νερό κι εκείνα θα μας δίνουν λίγο από το γάλα τους. Θα δίνουμε λίγο από το γάλα τους στο παιδάκι μας μέχρι να μεγαλώσει.» «Αν  το κακομάθουμε και μας φάει;» αναρωτήθηκε τρομαγμένη η γυναίκα. «Μη φοβάσαι. Θα βουτάμε μέσα στο γάλα ένα σκοινί και θα του δίνουμε λίγο λίγο να πιπιλάει∙ με αυτόν τον τρόπο, δεν θα μπορεί να μας δαγκώσει! Κι αν το  παιδάκι μας θέλει να φάει κι άλλο, θα του λέμε:  Μη το τραβήξεις το σκοινί γιατί το γάλα θα χυθεί και νηστικό θα μείνεις.  Αν θέλεις πάλι για να φας μάθε λιγάκι να μασάς να μη παραπαχύνεις!»
Το είπαν και το έκαναν! Βουτούσαν   σιγά σιγά το σκοινί μέσα στη δακτυλήθρα με το γάλα κι έδιναν στο δρακάκι  λίγο λίγο να πιπιλάει  για να μη παραφουσκώσει. Με το πέρασμα του χρόνου έγινε ένα όμορφο και καλό παιδάκι.
Κάποια μέρα, αφού το παιδάκι τους είχε μεγαλώσει αρκετά και καταλάβαινε τη γλώσσα των ανθρώπων, οι γονείς είπαν την αλήθεια  της καταγωγής του και ξεκίνησαν μαζί και οι τρεις να βρουν τη δράκαινα για να δώσει την ευχή της και την συμβουλή της. Σαν έφτασαν μετά από ώρες πεζοπορίας κοντά  στις δρακότρυπες το αγόρι άρχισε να καλεί τη μάνα του: «Μανίτσα μου δρακίτσα μου έλα στην αγκαλίτσα μου. Δώρο μας έστειλαν οι θεοί δυο ανθρωπάκια απ’ τη γη.»
Η δράκαινα άκουσε τη φωνή. Κατάλαβε  πως ήταν το παιδί της και βγήκε γρήγορα από τη σπηλιά. Απ’ τη χαρά της άρχισε να βγάζει φλόγες απ’ το στόμα για να προστατέψει το δρακάκι της. Μα αντίς για δρακάκι  ένα όμορφο και καλοσυνάτο αγόρι παρουσιάστηκε μπροστά της. Η αγάπη των ανθρώπων που το είχαν μεγαλώσει το είχε μεταμορφώσει σε άνθρωπο. Το ανδρόγυνο  φοβήθηκε πως η δράκαινα θα τους έκαιγε ζωντανούς με τις φλόγες της  και καθώς της έδωσαν νερό από  το παγούρι τους της λένε: « Πάρε νερό δρακίτσα μου να σβήσει η φωτίτσα. Θυμήσου όσα έλεγες την ώρα που μας έδινες  μια  τρυφερή αγκαλίτσα. Μπροστά σου έχεις το παιδί σου για να δώσεις την ευχή σου.» Ήπιε η δράκαινα νερό και η φωτιά  έσβησε. Αγκάλισε το παιδάκι της, το δρακάκι της, το όμορφο παλληκαράκι  της. Έπειτα αγκάλιασε και τους καλούς ανθρώπους που την βοήθησαν να γεννήσει μέσα στη δρακότρυπα και τους είπε: «Τώρα ήρθε η ώρα να δώσω την ευχή μου και τη συμβουλή μου. Μπροστά μου έχω το παιδί μου για να του δώσω τη ζωή μου. Μην ατιμάσεις ούτε  θεριό ούτε  άνθρωπο. Να μη θυμώσεις  μήτε με φίλο  μήτε με εχθρό. Ευχή να έχεις τις χαρές και τις καλές τις ώρες. Με υπομονή να προσπερνάς τις δυνατές τις μπόρες». Έπειτα το φίλησε κι  έτσι όπως ήταν συγκινημένη απ’ την ανέλπιστη συνάντηση, άρχισαν να φυτρώνουν φτερά στο κορμί της  και πέταξε ψηλά στον ουρανό. Από εκεί εύχεται και προσεύχεται  για το δρακάκι της -το παιδάκι της, το όμορφο  παλληκαράκι της. Κι έζησαν εκείνοι καλά κι εμείς καλύτερα,  τρώγοντας ψωμί  από πίτουρα!

Μαρία Κολοβού Ρουμελιώτη 


Κυριακή 7 Μαΐου 2017

Έρως και Ψυχή

Έρωτας και Ψυχή, Γκιουζέπε Κρίσπι 1707-1709
Έρωτας και Ψυχή, Γκιουζέπε Κρίσπι 1707-1709... 

Η Ψυχή ήταν η νεότερη από τις τρεις κόρες κάποιου βασιλιά, και τόσο όμορφη, που οι άνθρωποι στην περιοχή της άρχισαν να πιστεύουν πως ήταν η θεά Αφροδίτη. Η λατρεία της θεάς περιφρονήθηκε, οι βωμοί της ερήμωσαν και τα αγάλματά της έμειναν αστόλιστα. Κανείς δεν πήγαινε πια στην Πάφο, στην Κνίδο ή στα Κύθηρα για να λατρέψει τη θεά, αλλά όλοι προσεύχονταν στην Ψυχή. Η θεά έγινε έξαλλη και αποφάσισε να αποκαταστήσει την τάξη. «Σύντομα θα την κάνω να καταριέται την ομορφιά της, που δεν της ανήκει κανονικά» είπε και ζήτησε από τον γιο της, Έρωτα, να κάνει την κοπέλα να ερωτευτεί τον πιο αποκρουστικό, ανάξιο και κακότυχο άνθρωπο.
Η Ψυχή ήταν ήδη πολύ δυστυχισμένη, επειδή ένιωθε τρομερά μόνη της. Καθώς όλοι νόμιζαν πως είναι θεά, την αντιμετώπιζαν όπως τα αγάλματα. Την τιμούσαν και την σέβονταν, αλλά κανείς δεν τολμούσε να την ζητήσει σε γάμο. Έτσι, ενώ οι αδερφές της είχαν καλοπαντρευτεί, εκείνη μαράζωνε μόνη της στο παλάτι.
Ο πατέρας της ζήτησε χρησμό από τον Απόλλωνα της Μιλήτου και πήρε την εξής απάντηση: «Στόλισε αυτό το κορίτσι, ω βασιλιά, για γάμο τρομακτικό, και πήγαινέ την στο ψηλό βουνό να συναντήσει τον γαμπρό. Μην ελπίζεις όμως πως θ’ αποκτήσεις γαμπρό από το ανθρώπινο είδος, διότι αυτή θα παντρευτεί ένα άγριο, βαρβαρικό θηρίο, όμοιο μ’ ερπετό. Αυτός, πετώντας ψηλά με τα φτερά του, τα πάντα κατορθώνει, πλήττοντας κάθε τι που κινείται με τον πυρσό και το βέλος του. Ακόμα κι ο Ζευς πρέπει να τον φοβάται, και οι άλλοι θεοί δεν κρύβουν τον φόβο τους γι’ αυτόν. Και τα ποτάμια ανατριχιάζουν και τα σκοτεινά βασίλεια του Κάτω Κόσμου».
Όλη η πόλη συνόδευσε τη βασιλική οικογένεια στην τρομερή αυτή πομπή ως την κορυφή του βουνού. Θρήνος και σπαραγμός ακουγόταν παντού, ενώ η Ψυχή, στολισμένη νύφη περίμενε τρέμοντας από φόβο τον αλλόκοτο γαμπρό. Ξαφνικά όμως, φύσηξε απαλά ο Ζέφυρος και την μετέφερε με προσοχή σ’ έναν πανέμορφο κήπο. Ανάμεσα σε πολύχρωμα λουλούδια και καταπράσινα δέντρα και τρεχούμενα νερά, πρόβαλλε ένα υπέροχο, θεϊκό παλάτι. Η Ψυχή περιδιάβαινε τους διαδρόμους έκθαμβη από τους θησαυρούς που έβλεπε γύρω της, όταν μία άκουσε μία φωνή χωρίς να μπορεί να εντοπίσει την προέλευσή της. «Όλα αυτά είναι δικά σου» της είπε και την προέτρεψε να απολαύσει το μπάνιο της και ό, τι άλλο επιθυμούσε.
Όταν έπεσε η νύχτα, η Ψυχή ξάπλωσε στο όμορφο υπνοδωμάτιο που είχαν ετοιμάσει γι’ αυτήν οι κοπέλες που είχαν τεθεί στην υπηρεσία της. Και τότε, μέσα στο σκοτάδι ήρθε κοντά της ο γαμπρός και την έκανε δική του. Πριν ξημερώσει όμως έφευγε, πριν εκείνη προλάβει να δει το πρόσωπό του. Το ίδιο γινόταν κάθε βράδυ για αρκετό καιρό και η Ψυχή ένιωθε υπέροχα κάθε φορά που τον ένιωθε κοντά του και άκουγε τη φωνή του.
Κάποια στιγμή μετά από αρκετό καιρό, οι αδελφές της άκουσαν πως η αδελφή τους μπορεί και αν είχε πεθάνει και ξεκίνησαν να την βρουν. Ο σύζυγός της Ψυχής την προειδοποίησε πως, αν έρχονταν οι αδελφές της, θα έπρεπε εντελώς να αγνοήσει οτιδήποτε και αν της πουν. «Διαφορετικά θα προκαλέσεις και σε μένα και σε σένα ανείπωτη συμφορά». Η Ψυχή, αν και υποσχέθηκε να ακολουθήσει τη συμβουλή του, μελαγχόλησε καθώς σκεφτόταν πως οι δικοί της θρηνούν τον θάνατό της κι εκείνη δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τους παρηγορήσει. Έπεισε τον σύζυγό της να της επιτρέψει να δει τις αδελφές της, να τις βεβαιώσει πως είναι καλά και να τους δωρίσει ωραία κοσμήματα, επαναλαμβάνοντας την υπόσχεσή της πως δεν θα επέτρεπε σε τίποτα να αλλάξει τις συνθήκες αυτού του γάμου. «Θα προτιμούσα να πεθάνω εκατό φορές παρά να χάσω την υπέρτατη χαρά του γάμου μας. Γιατί σ’ αγαπώ και σε λατρεύω – όποιος κι αν είσαι – όσο τη ζωή μου, και σ’ εκτιμώ περισσότερο κι απ’ τον Έρωτα τον ίδιο», του είπε τρυφερά.
Εκείνος έστειλε τον Ζέφυρο και πάλι στην κορυφή του βουνού, όπου οι αδελφές της Ψυχής σπάραζαν και φώναζαν αναζητώντας την αδερφή τους. Ο άνεμος τις μετέφερε κοντά της. Τρελή από χαρά, η Ψυχή τις παρηγόρησε, τους έδειξε το υπέροχο παλάτι της και τις περιποιήθηκε. Κι όταν την ρώτησαν για τον σύζυγό της, εκείνη επινόησε μία ιστορία για ν’ αποφύγει να πει την αλήθεια, όπως είχε υποσχεθεί. «Είναι ένας πλούσιος, όμορφος νεαρός που του αρέσει το κυνήγι και γι’ αυτό λείπει το μεγαλύτερο διάστημα της ημέρας», τους είπε και τις γέμισε με δώρα από χρυσάφι και πολύτιμους λίθους. Εκείνες τότε καταλήφθηκαν από ζήλεια για την τύχη της αδελφής τους. Την επισκέφτηκαν πάλι όταν εκείνη ήταν έγκυος και προσπαθούσαν με τεχνάσματα να πάρουν πληροφορίες για τον γαμπρό. Η Ψυχή ξεχνώντας τι είχε πει την προηγούμενη φορά, τους είπε τώρα πως ο σύζυγός της είναι μεσήλικας και ασχολείται με το εμπόριο. Κι εκείνες κατάλαβαν πως η αδελφή τους μάλλον δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπο του συζύγου της. Υποψιάστηκαν πως εκείνος είναι θεός και το παιδί που ήδη κυοφορούσε η Ψυχή θα είναι θεός επίσης.
Την τρίτη φορά που συναντήθηκαν, οι αδελφές της έπεισαν την Ψυχή πως ο γαμπρός στην πραγματικότητα ήταν ένα απαίσιο τέρας, το οποίο θα την σκότωνε αμέσως μόλις εκείνη γεννούσε τον απόγονό του. Την τρόμαξαν τόσο πολύ, ώστε πείστηκε να τον σκοτώσει πρώτη εκείνη. Τη νύχτα, μόλις ο σύζυγός της κοιμήθηκε, η Ψυχή πλησίασε κρατώντας ένα λυχνάρι στο ένα χέρι και μία λάμα στο άλλο. Πλησιάζοντας όμως είδε το πρόσωπο του και διαπίστωσε πως την είχε αγαπήσει ο πιο όμορφος κι αξιαγάπητος από τους θεούς! Ήταν ο γιος της Αφροδίτης, ο ίδιος ο Έρως! Κι ενώ στεκόταν αποσβολωμένη εκεί και χάζευε τον όμορφο νέο, είδε τη φαρέτρα και τα βέλη του ακουμπισμένα δίπλα από το κρεβάτι. Πήρε ένα βέλος και το περιεργαζόταν με θαυμασμό, όταν η αιχμή της τρύπησε το χέρι. Και τότε, η δύστυχη κοπέλα έχασε το μυαλό της! Ερωτεύτηκε τον Έρωτα με πάθος ανεξέλεγκτο. Τόση ήταν η ταραχή της, που έγειρε το λυχνάρι και χύθηκε μία σταγόνα καυτό λάδι στον ώμο του. Ο Έρωτας ξύπνησε, θύμωσε που εκείνη δεν τον εμπιστεύτηκε και εξαφανίστηκε.
Η Ψυχή τον αναζητούσε απεγνωσμένα από πόλη σε πόλη, ενώ στο βασίλειο της Αφροδίτης, ο Έρως αγωνιζόταν να κρατηθεί στη ζωή. Το κάψιμο στον ώμο του κακοφόρμιζε και του προκαλούσε αβάσταχτο πόνο. Η μητέρα πληροφορήθηκε όσα του είχαν συμβεί από έναν υπηρέτη της κι έγινε έξαλλη. Φυλάκισε τον Έρωτα στο δωμάτιο και παρέδωσε την Ψυχή στις υπηρέτριές της, την Μελαγχολία και τη Θλίψη για να την τιμωρήσουν. Εξουθενωμένη από τα βασανιστήρια, η Ψυχή αντιμετωπίζει τώρα την ίδια την Αφροδίτη, η οποία της αναθέτει μία σειρά από ταπεινωτικούς και απίθανους άθλους!
Όλη η φύση όμως τη βοήθησε να τα καταφέρει. Τα μυρμήγκια την βοήθησαν να ξεχωρίσει τους ανακατεμένους σπόρους από έναν τεράστιο σωρό. Ένα καλάμι τη συμβούλεψε πώς να πάρει μία χρυσόμαλλη τούφα από τα άγρια πρόβατα με το θανατηφόρο δάγκωμα. Ο ιερός αετός του Δία πήρε νερό από την πηγή της Στυγός, την οποία κανένας θνητός άνθρωπος δεν μπορούσε να πλησιάσει.
«Τώρα το ξέρω πως είσαι μάγισσα», είπε η οργισμένη η Αφροδίτη μόλις επέστρεψε η Ψυχή, «διότι τέτοια πράγματα κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να τα καταφέρει». Και σκέφτηκε κάτι ακόμα πιο δύσκολο. Έπρεπε να κατέβει στον Κάτω Κόσμο και να ζητήσει από την Περσεφόνη λίγο από το θεϊκό καλλυντικό της. Αφού της έδωσε ένα κουτί της είπε: «Να της πεις να το βάλει εδώ και πως το χρειάζομαι επειδή το δικό μου το ξόδεψα για να θεραπεύσω το τραύμα του γιου μου». Μα ποιος κατέβηκε ποτέ ζωντανός στον Άδη και γύρισε πίσω; Αυτό ήταν εντελώς αδύνατο! Εξουθενωμένη η Ψυχή ανέβηκε σε έναν πύργο με σκοπό να πέσει και να πάει στον Κάτω Κόσμο μια και καλή! Και τότε, ο πύργος μίλησε και της έδωσε λεπτομερείς οδηγίες για το τι έπρεπε να κάνει ώστε να γλιτώσει από τις παγίδες του Άδη και να φτάσει ως την Περσεφόνη. Την προειδοποίησε επίσης, σε καμία περίπτωση να μην ανοίξει το κουτί.
Πήγε και γύρισε η Ψυχή μια χαρά, αλλά μόλις αντίκρισε και πάλι το φως του κόσμου των ζωντανών, επικέντρωσε την προσοχή της στο κουτί. «Γιατί να μην πάρω μία μόνο σταγόνα από το καλλυντικό που βάζουν οι θεές, να γίνω όμορφη για τον αγαπημένο μου;» σκέφτηκε και άνοιξε το κουτί. Όμως μέσα στο κουτί δεν υπήρχε κανένα καλλυντικό, παρά μόνο η πνοή του θανάτου. Η Ψυχή έπεσε αναίσθητη, εκεί στο στενό και η ζωή χανόταν λίγο-λίγο από το σώμα της. Και θα πέθαινε, αν δεν είχε εν τω μεταξύ αναρρώσει ο Έρωτας.
Ο φτερωτός θεός δεν άντεχε άλλο μακριά από την αγαπημένη του και μόλις ανέκτησε τις δυνάμεις του πήγε στον βασιλιά των θεών, τον Δία και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει. Ο Ζευς κάλεσε όλους τους θεούς και τους είπε πως θα έπρεπε πια να βοηθήσουν τον νεαρό θεό, συγχωρώντας του τις αταξίες με τις οποίες τόσο τους είχε όλους ταλαιπωρήσει. Έστειλε τον Ερμή να φέρει την Ψυχή, και για να είναι ένας γάμος μεταξύ ίσων, πρόσφερε στην κοπέλα αμβροσία. Λίγους μήνες μετά γεννήθηκε ένα κοριτσάκι που ονόμασαν Ηδονή.
Αθάνατοι πια και οι δύο, ο Έρως και η Ψυχή έζησαν μαζί για πάντα, αγαπώντας με πάθος ο ένας τον άλλον.

(Η αφήγηση αυτή είναι η παραλλαγή ενός μύθου που συναντάται σε όλους σχεδόν τους αρχαίους πολιτισμούς. Την έγραψε ο πλατωνιστής Απουλήιος τον 2ο αι. Κ.Χ. .

Παρασκευή 3 Ιανουαρίου 2014

Οι δώδεκα μήνες - Λαϊκό παραμύθι


"Twelve Months" by M. Pichugina
Μια φορά κι έναν καιρό μια χήρα γυναίκα και πολύ φτωχιά είχε πέντε παιδιά κι ήταν τόσο φτωχιά, που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Και δεν έβρισκε και δουλειά για να δουλέψει, μόνο μια φορά την εβδομάδα την φώναζε μια αρχόντισσα γειτόνισσά της, και της ζύμωνε το ψωμί της και της έδινε για τον κόπο της μηδέ κάν ένα γωνιάδι ψωμί να πάει στα παιδιά της να φάνε· μόν’ έφευγε η καημένη με τα ζυμάρια στα χέρια κι ερχότανε στο σπίτι της κι εκεί τα έπλυνε με παστρικό νερό και κείνο το νερό το έβραζε και γινόταν κομμάτι σαν χυλός και τρώγανε τα παιδιά της. Και μ’ αυτόν το χυλό ήταν όλη την εβδομάδα χορτάτα, όσο να ξαναζυμώσει πάλι η μάνα τους στην αρχόντισσα και νά ’ρθει πάλι η μάνα τους με τ’ άνιφτα τα χέρια και να τους κάνει πάλι χυλό. 
Και τα παιδιά της αρχόντισσας με τόσα και τόσα φαγιά, πολλά και παχιά, και με το αφράτο το ψωμί δε θρεβότανε, μόν’ ήτανε σαν τσίροι. Τα παιδιά όμως της φτωχιάς θρεβότανε και παχαίνανε και ήτανε σαν μπαρμπουνάκια. Και σάστιζε η αρχόντισσα και το ’κανε κουβέντα στις φιλενάδες της κι οι φιλενάδες της τής είπαν: 
— Θρέβονται και παχαίνουν τα παιδιά της φτωχιάς, γιατί παίρνει την τύχη των παιδιών σου στα χέρια της και την πηγαίνει στα δικά της τα παιδιά. Γι’ αυτό κείνα παχαίνουν και τα δικά σου ξεπέφτουν και χαλούν.
  Το πίστεψεν η αρχόντισσα και, όταν ήρθε η μέρα για να ζυμώσει πάλι, δεν την άφησε τη φτωχιά να φύγει με άνιφτα χέρια, μόνο την έβαλε και νίφτηκε καλά καλά, για ν’ απομείνει η τύχη μέσ’ στο σπίτι της. Κι η φτωχιά ήρθε στο σπίτι της με τα δάκρυα στα μάτια.
  Τα παιδιά της, άμα την είδαν και δεν είχαν τα χέρια της ζυμάρια, αρχίσανε να κλαίνε. Κι από ένα μέρος κλαίγανε τα παιδιά κι από τ’ άλλο η μάνα. Τέλος αυτή σα μεγάλη έκανε σίδερο την καρδιά της και μέρωσε και είπε στα παιδιά της: 
— Μερώστε, παιδιά μου, και μην κλαίτε και θα σας βρω ένα κομμάτι ψωμί να σας φέρω.
  Και πήγε από πόρτα σε πόρτα και τρόμαξε να βρει να της δώσουν ένα ξερογώνιαδο και το μούσκεψε καλά καλά με το νερό και το μοίρασε στα παιδιά της, κι αφού φάγανε, τα έβαλε και πλαγιάσανε και κοιμηθήκανε. Κι αυτή απάνω στα μεσάνυχτα παίρνει τα μάτια της και φεύγει, για να μην ιδεί τα παιδιά της να πεθαίνουν από την πείνα.
  Κει που πήγαινε στην έρημο τη νύχτα, βλέπει σ’ ένα ψήλωμα ένα φέξος και πήγαινε πάνω σ’ αυτό. Κι όταν πήγε κοντά, είδε πως ήταν τέντα και στη μέση της τέντας κρεμότανε ένας μεγάλος πολυέλαιος με λαμπάδες και αποκάτω από τον πολυέλαιο κρεμότανε ένα πράγμα στρογγυλό σαν τόπι. Μπήκε μέσα στην τέντα εκείνη, κι είδε και καθότανε δώδεκα παλληκάρια και μιλούσανε για μιαν υπόθεση πώς πρέπει να την κάμουν.
  Η τέντα ήταν στρογγυλή και στο έμπασμα της τέντας από δεξιά καθότανε τρία παλληκάρια κι είχαν τα στήθια τους ανοιχτά και στα χέρια τους βαστούσαν τρυφερά χορτάρια κι άνθια από τα δέντρα.
  Παρακάτω από αυτά τα παλληκάρια καθότανε άλλα τρία κι ήταν ανασκουμπωμένα ώς τους αγκώνες και χωρίς επανωφόρι και βαστούσαν στα χέρια τους στάχυα ξερά.
  Παρακάτω καθότανε άλλα τρία παλληκάρια και βαστούσαν στο χέρι τους από ένα τσαμπί σταφύλι.
  Παρακάτω καθότανε και άλλα τρία παλληκάρια παραμαζωμένα και φορούσαν από μια γούνα μακριά από το λαιμό ώς κάτω από τα γόνατα.
  Άμα την είδαν τα παλληκάρια τη γυναίκα, είπαν:
— Καλώς τη θείτσα, κάθησε.
  Κι η γυναίκα, αφού τα χαιρέτησε, κάθησε. Κι αφού κάθησε τη ρωτήσανε πώς ήταν και πήγε σε κείνα τα μέρη. Κι η καημένη η χήρα αφηγήθηκε την κατάστασή της και τα βάσανά της κι επειδή τα παλληκάρια καταλάβανε πως πεινά η φτωχιά, σηκώθηκεν ένας από εκείνους που φορούσαν τις γούνες και της έβαλε τραπέζι κι έφαγε· κι είδε πως ήταν κουτσός.
  Αφού έφαγεν η γυναίκα και χόρτασε, αρχίσανε τα παλληκάρια να τη ρωτούν για λογής λογής πράματα της χώρας κι η γυναίκα αποκρινότανε ό,τι ήξερε. Στα υστερινά τής λένε τα τρία παλληκάρια, που είχαν τα στήθια τους ανοιχτά: 
— Ε, θείτσα, πώς περνάτε με τους μήνες του χρόνου; Πώς σας φαίνεται ο Μάρτης, ο Απρίλης κι ο Μάης;
 — Καλά περνούμε παιδιά μου, αποκρίθηκεν η χήρα και μάλιστα, αφού έρθουν αυτοί οι μήνες, πρασινίζουν τα βουνά κι οι κάμποι και στολίζεται η γης με λογιών των λογιών λουλούδια και βγαίνει μια μοσκοβολάδα, που ανασταίνεται ο άνθρωπος. Αρχίζουν και κελαηδούν όλα τα πουλιά. Βλέπουν οι ζευγίτες τα χωράφια τους πράσινα και χαίρεται η καρδιά τους κι ετοιμάζουν τις αποθήκες τους. Ώστε δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε για το Μάρτ’ Απρίλη και Μάη, γιατί ρίχνει ο Θεός φωτιά και μας καίει για την αχαριστιά μας.
  Ύστερα της είπαν και τα άλλα τρία τα παλληκάρια, που ήταν ανασκουμπωμένα και βαστούσαν στάχυα:
— Εμ, ο Θεριστής, ο Αλωνιστής κι ο Αύγουστος πώς σας φαίνονται;
  Κι η φτωχιά αποκρίθηκε:
  – Και γι’ αυτούς τους μήνες δεν έχουμε τίποτα να παραπονεθούμε, γιατί με τη ζέστα που κάνουν, ωριμάζουν τα γεννήματα και όλα τα οπωρικά. Τότε θερίζουν οι ζευγίτες τα σπαρτά τους κι οι περιβολαρέοι συμμαζεύουν τα οπωρικά τους. Και μάλιστα οι φτωχοί πολύ είναι ευχαριστημένοι απ’ αυτούς τους μήνες, γιατί δεν χρειάζονται πολλά και ακριβά ρούχα.
  Ύστερα τη ρωτήσανε τ’ άλλα τα τρία τα παλληκάρια, που βαστούσαν τα σταφύλια:
—  Με τους μήνες Σεπτέμβρη, Οκτώβρη και Νοέμβρη πώς τα πάτε;
— Αυτούς τους μήνες, αποκρίθηκεν η γυναίκα, μαζεύουν οι άνθρωποι τα σταφύλια και τα κάνουν κρασί. Κι αλλιώς έχουν αυτό το καλό που δίνουν είδηση πως έρχεται ο χειμώνας και φροντίζουν οι άνθρωποι για ξύλα, για κάρβουνα και για βαριά φορέματα, για να ζεσταίνονται.
  Ύστερα τη ρωτήσανε και τα παλληκάρια, που είχαν τις γούνες:
— Eμ, με τους μήνες Δεκέμβρη, Γενάρη και Φλεβάρη πώς περνάτε;
— A! αυτοί οι μήνες πολύ μας αγαπούν, είπεν η φτωχιά, κι εμείς πολύ τους αγαπούμε. Mα θα ρωτήσετε γιατί; Nά γιατί! επειδή οι άνθρωποι είναι φυσικά αχόρταγοι και θέλουν να δουλεύουν χρονικίς, για να κερδαίνουν πολλά, έρχονται αυτοί οι μήνες του χειμώνα και μας περιμαζώνουν τριγύρω στη γωνιά και μας ξεκουράζουν απ’ τις δουλειές του καλοκαιριού. Τους αγαπούν κι οι άνθρωποι, γιατί με τις βροχές τους και με τα χιόνια τους μεγαλώνουν όλα τα σπαρτά και όλα τα χορτάρια. Ώστε, παιδιά μου, όλ’ οι μήνες καλοί κι άξιοι είναι και κάνουν κάθε ένας τη δουλειά, που τον πρόσταξεν ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε καλοί.
  Τότε τα έντεκα τα παλληκάρια γνέψανε στον πρώτο από κείνους που βαστούσαν τα σταφύλια και βγήκεν όξω και σε λίγο ήρθε πάλι μέσα και βαστούσε στα χέρια του μια λαγήνα ταπωμένη και την έδωκε στη γυναίκα και της είπαν:
— Άιντε τώρα θείτσα, πάρε αυτήν τη λαγήνα και πήγαινε στο σπίτι σου να ζήσεις τα παιδιά σου.
  Φορτώθηκε τη λαγήνα η γυναίκα με τη χαρά και είπε στα παλληκάρια:
— Πολλά τα έτη σας, παιδιά μου.
— Ώρα καλή σου, θείτσα, της αποκρίθηκαν κι έφυγε.
  Και ίσια ίσια την ώρα που χάραξε, ήρθε κι αυτή στο σπίτι της κι ηύρε τα παιδιά της ακόμα και κοιμόντανε. Κι άπλωσε ένα σεντόνι κι άδειασε τη λαγήνα κι είδε πως ήταν γεμάτη φλουριά και κόντεψε να τα χάσει από τη χαρά της.
  Αφού έφεξε καλά, πήγε στο φούρνο της αγοράς κι αγόρασε πεντ’ έξι ψωμιά και καμιάν οκά τυρί και ξύπνησε τα παιδιά της, τα ένιψε, τα συγύρισε, τα ’βαλε κι είπαν την προσευχή τους κι ύστερα τους έδωσε ψωμί και τυρί και φάγανε τα καημένα και χορτάσανε καλά.
  Ύστερα αγόρασε ένα κιλό σιτάρι και το πήγε στο μύλο και το άλεσε, το ζύμωσε και πήγε τα ψωμιά στο φούρνο και ψηθήκανε.
  Και την ώρα που γύριζε απ’ το φούρνο με την πινακωτή τα ψωμιά στον ώμο και πήγαινε στο σπίτι της, την είδεν η αρχόντισσα κι υποψιάστηκε πως κάτι τι της έτυχε κι έτρεξε καταπόδι της, για να μάθει πού ηύρε τ’ αλεύρι και ζύμωσε. Η αγαθή η φτωχιά είπεν όλη την αλήθεια.
  Ζήλεψε η αρχόντισσα κι έβαλε στο νου της να πάει και κείνη σε κείνα τα παλληκάρια.
  Τη νύχτα λοιπόν, αφού αποκοίμισε τον άντρα της και τα παιδιά της, βγήκε από το σπίτι της και πήρε το δρόμο και πάει κι ηύρε την τέντα, που ήτανε οι δώδεκα μήνες, και τους χαιρέτησε. Κι αυτοί της είπαν:
— Καλώς την κοκώνα, πώς ήταν και καταδέχτηκες και μας ήρθες;
— Είμαι φτωχιά, αποκρίθηκε, κι ήρθα να με βοηθήσετε.
— Πολύ καλά, είπαν· πεινάς; θέλεις να φας;
— Όχι, σας ευχαριστώ, είπε, είμαι χορτάτη.
— Πολύ καλά, είπαν τα παλληκάρια, και πώς περνάτε στη χώρα;
— Μη χειρότερα, αποκρίνεται.
— Εμ, πώς περνάτε με τους μήνες; ξαναρωτήσανε.
— Πώς να περάσουμε, αποκρίθηκεν εκείνη. Ο κάθε ένας τους έχει και την οργή του. Ενώ από τον Αύγουστο είμαστε συνηθισμένοι στη ζέστα, έρχεται μάνι-μάνι ο Σεπτέμβρης, ο Οκτώβρης κι ο Νοέμβρης και μας κρυώνουν και άλλον τον πιάνει παροξυσμός και άλλος πουντιάζει. Ύστερα μπαίνουν οι χειμωνιάτικοι οι μήνες Δεκέμβρης, Γενάρης και Φλεβάρης και μας παγώνουν και γεμίζουν οι δρόμοι χιόνια και δεν μπορούμε να βγούμε όξω και μάλιστα κείνος ο Κουτσοφλέβαρος!… (Τ’ ακούει ο καημένος ο Φλεβάρης). Αμ’ κείνοι πάλι οι ξεμωραμένοι μήνες, Μάρτης, Απρίλης και Μάης! Δεν το νιώθουν πως είναι καλοκαιρινοί μήνες, μόν’ θέλουν να κάνουν κι αυτοί σαν τους χειμωνιάτικους, ώστε αυτοί καταντούν τον χειμώνα εννιά μήνες. Και δε μπορούμε να βγούμε όξω την Πρωτομαγιά να πιούμε τον καφέ με το γάλα και να κυλιστούμε στα χορτάρια. Ύστερα έρχονται ο μήνες Θεριστής, Αλωνιστής και Αύγουστος. Αυτοί πάλι έχουν μανία να μας πνίγουν στον ίδρωτα με τη ζέστα που κάνουν. Και μάλιστα απ’ τη ζέστα του Δεκαπενταύγουστου μας πιάνει παροξυσμός και έρχονται κι οι δρίμες και μας χαλνούν τ’ ασπρόρουχα στις απλωστεριές. Τι να σας πω, παλληκάρια. Περνούμε με τους μήνες (που να μη λαχαίνανε κατάρα) μια ζωή ξεσκισμένη.
  Δεν είπαν τίποτα τα παλληκάρια, μόν’ γνέψανε κείνον, που καθότανε στη μέση κεινών που ήτανε ανασκουμπωμένοι και βαστούσαν στάχυα. Κι αυτός σηκώθηκε κι έφερεν ένα λαγήνι ταπωμένο και το ’δωσε στη γυναίκα και της είπε:
— Πάρε αυτό το λαγήνι, κι όταν θα πας στο σπίτι σου να σφαλιστείς μόν’ μονάχη σ’ ένα δωμάτιο και να τ’ αδειάσεις. Στο δρόμο μην τύχει και τ’ ανοίξεις.
— Όχι, δεν τ’ ανοίγω, είπε και έφυγε η γυναίκα και ήρθε με τη χαρά στο σπίτι, προτού ακόμα ξημερώσει.
  Και σφαλίστηκε σ’ ένα δωμάτιο ολομόναχη και άπλωσε ένα σεντόνι και ξετάπωσε το λαγήνι και το άδειασε. Και τι ν’ αδειάσει; Όλο φίδια! Και χυθήκανε απάνω της και την φάγανε ολοζώντανη. Κι άφησε τα παιδιά της ορφανά, γιατί δεν είναι καλό να κατηγορεί κανείς τον άλλον.  
Η φτωχιά όμως με την αγαθή της την καρδιά και με την γλυκειά της τη γλώσσα αρχόντυνε και γίνηκε μεγάλη κοκώνα και πρόκοψε και τα παιδιά της. Νά! αυτό είναι που λένε «καλά υστερνά».

 Πηγή: hamomilaki.blogspot.gr

Τετάρτη 4 Δεκεμβρίου 2013

«ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΟΥ». Ένα λαογραφικό αφήγημα από τη Μαρία Κολοβού-Ρουμελιώτη

 «Ο μπάρμπα Μαρίνης» 
 Προσωπογραφία της Μαρίας Κολοβού-Ρουμελιώτη
 


                                          ΤΟ ΣΤΟΙΧΕΙΟ ΤΟΥ ΚΟΥΡΟΥΠΟΥ

Από μικρή άκουγα διάφορες ιστορίες για το στοιχειό του «Κουρουπού» στην  Αρκαδία, στην ακριβή θέση «Κουρουπός» κατά τους ντόπιους η οποία  βρίσκεται στον Λάδωνα ποταμό κοντά στην κοινότητα Πουρναριά.
Αποφασίσαμε  λοιπόν ένα Σαββατοκύριακο να  επισκεφτούμε με την οικογένειά μου τον άνθρωπο που  είχε την πρωτόγνωρη εμπειρία του στοιχειού. Κι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι άλλος από  τον μπάρμπα Μαρίνη, το μακροβιότερο γέροντα  του χωριού κι   αγαπητό συγγενή μας. Στο χωριό όπου διαμένει μονίμως, τον φωνάζουνε «Μάριο Λούφα».
Αφού ήπιαμε έναν καφεδάκι  μαζί του και φάγαμε το ωραιότατο ραβανί που μας κέρασε η εγγόνα του Λάμπω, ζήτησα από τον Μάριο Λούφα να μου διηγηθεί την ιστορία του όπως την  έζησε και να μου εκμυστηρευτεί  τα όσα του έχουν  μεταφέρει οι προγονοί του σχετικά με το θέμα  του Κουρουπού.
Έβγαλα τα σύνεργα της καταγραφής: Ένα μαγνητοφωνάκι, την κάμερα για την βιντεοσκόπηση, ένα σημειωματάριο και το στυλό μου και  κατέγραψα  την ιστορία του.
Αφού τοποθέτησα την βιντεοκάμερα με περίοπτη θέση για να έχω μια πανοραμική εικόνα του τοπίου, καθίσαμε στη βεράντα του σπιτιού και άρχισε να μου αφηγείται την ιστορία του στοιχειού. Μαζί με αυτή την  μαρτυρία που θα σας την παρουσιάσω ατόφια, δίχως φκιασίδια., μου διηγήθηκε κι άλλες  ιστορίες του τόπου μας, που ίσως θα τις καταγράψω στο τεφτέρι της λαογραφίας κάποια άλλη φορά.  Επιθυμία του εκατόχρονου γέροντα ήταν: H παρουσίαση του γεγονότος να γίνει χωρίς λογοτεχνικά ρετουσαρίσματα για να μείνει παρθένα από παρεμβάσεις. Γι αυτό ακριβώς το λόγο, η ακόλουθη λαογραφική ιστορία  έχει την αφκιασίδωτη ομορφιά της αγνότητας.
Διαβάστε την, κι απολαύετέ την!

 « Κατά το μύθο που έχω ακούσει από τον πατέρα μου, υπήρχανε δύο στοιχειά στην περιφέρεια. Ένα στα καλύβια τα κερπινέϊκα, κι ένα στην περιοχή Κουρουπός,  που βρίσκεται απέναντι από τον κάμπο του Λάδωνα. Εκεί υπάρχει μια σπηλιά με βαθιά  τρύπα στο κέντρο. Το κερπινέϊκο  στοιχειό, ζούσε σε μια περιοχή που λέγεται Μαυρομαντιλού, που βρίσκεται σε μακρινή απόσταση απ’ τον Κουρπό.
Τα στοιχειά αυτά,  βγαίνανε κάθε τόσο και παλεύανε νύχτα, κοντά στο Κομμένο Γεφύρι,  για το ποιο θα νικήσει.
Το στοιχειό του Κουρουπού, παρουσιάστηκε κάποτε σε ένα γέρο (ήταν λένε σε μέγεθος άνθρωπου   περίπου), και του είπε: Να βρει εφτά τόπια ξύγκι και να πάει την ώρα που θα πάλευαν τα δυο στοιχειά  σε μια τοποθεσία που του όρισε το στοιχειό του Κουρπού. Την θυμάμαι αυτή την τοποθεσία… μου την είχαν επισημάνει οι δικοί μου -ήταν κοντά σε κάτι μυγδαλιές.
Θα μεταμορφωνόντουσαν τα δυο τους σε  εφτά διαφορετικά είδη για να παλέψουν. ( Σε δυο κριάρια… Σε δυο βόδια… Σε φίδια...Σύνολο εφτά  διαφορετικά  είδη!...).
Το στοιχειό, είπε στο γέρο, τι μορφή θα έπαιρνε για να πετάει το ξύγκι στο άλλο στοιχειό για να καταφέρει να το νικήσει. Για παράδειγμα: Όταν θα μεταμορφωνόντουσαν σε κριάρια, το στοιχειό του Κουρπού θα ήταν το λάγιο (μαύρο) κριάρι… και το στοιχειό της Μαυρομαντιλούς, δηλαδή το στοιχειό του άλλου χωριού, θα ήταν το άσπρο κριάρι.
Έτσι έκανε κι ο γέρος. Ακολούθησε τις συμβουλές του στοιχειού για να το βοηθήσει και να κερδίσουν οι κάτοικοι του χωριού την εύνοιά του.
Πήγε λοιπόν και πέταξε το ξύγκι στο κερπινεϊκο στοιχειό.  Αλλά η μάχη ήταν σκληρή ανάμεσά τους και κανένα απ’ τα δύο στοιχειά δεν μπορούσε να νικήσει Τελευταία επιλογή τους ήταν να μεταμορφωθούν σε φωτιές.
Η φωτιά η κόκκινη ήτανε το στοιχειό του Κουρουπού. Η φωτιά η μελανή, ήταν το στοιχειό της Μαυρομαντιλούς. Πετάει το τόπι με το ξύγκι ο γέρος κατά της ενδείξεις του στοιχειού που θα έπαιρνε την κόκκινη μορφή και σβήνει την φωτιά την μελανή. Έτσι νικήθηκε το στοιχειό της Κερπινής.....και βασίλευε στην περιοχή το στοιχειό του Κουρπού.
 Εμείς είχαμε τα καλύβια μας εκεί κάτω. Στον Κουρπό είχαμε ζήσει πολλά χρόνια. Η τρύπα του στοιχειού είναι απέναντι απ’ το ποτάμι, ακριβώς πάνω από το μεγάλο πλατάνι που βγαίνει το κεφαλόβρυσο . Εκεί κάποτε  είχε τσαμπούνα νερό και χόρταινε το ποτάμι. Τώρα όμως, δεν έχει πολύ...
Στην τρύπα έχω κατέβει κι εγώ, με τον ξάδερφό μου τον Φουλή. Κατεβήκαμε δεκαπέντε μέτρα κάτω, αλλά δεν τελειώσαμε να δούμε σε πόσο βάθος πάει. Φτάσαμε σε ένα σημείο που κατέβαινε το νερό και είχε δυο πλάκες στενές. Η τρύπα υπάρχει… αλλά δεν πάει κανένας˙ έχει πέσει και μια πέτρα και δεν χωράς να μπεις. Μάλιστα, πριν λίγα χρόνια πέρασε και η μπουλντόζα , άνοιξε δρόμο… πέσανε λιθάρια από τη διάνοιξη, και η σπηλιά έχει σχεδόν εξαφανιστεί. Μόνο οι ντόπιοι  που ξέρουν  την ιστορία γνωρίζουν ακριβώς το σημείο της εισόδου στο σπήλαιο.
Το στοιχειό το είχα ακούσει και εγώ και οι γέροι μου...( η μάνα μου, ο πατέρας μου, ο πάππος μου). Όταν έσκουζε: Θα πέθαινε κάποιος άνθρωπος, είτε από εμάς στον Κούφιο, είτε από τον Παλιόπυργο, είτε από την Κοκαλιάρα, είτε απ’ το χωριό το δικό μας (την Πουρναριά Γορτυνίας). Έσκουζε σαράντα ημέρες μπροστά και σαράντα μέρες πίσω. Άμα το ακούγαμε περιμέναμε κάποιον θα πεθάνει. Το 1940 στον Κούφιο πεθάνανε πολλοί άνθρωποι και μπορώ να σου ειπώ ότι το ακούγαμε κάθε δέκα ημέρες. Ιδιαίτερα όταν ήταν άρρωστος ο μπάρμπας μου ο Χαραλάμπης ήρθε και έσκουζε κάτω στο κατώι του σπιτιού. Μετά από τέσσερις  ημέρες ο μπάρμπας μου πέθανε...
Όταν το άκουσα για πρώτη φορά, θα ήμουν τότες… δεκαπέντε χρονών παλικαρόπουλο. Θυμάμαι πως ήταν καλοκαίρι και κοιμόμαστε με τον πατέρα μου σε ένα καταράχι (για να φυσάει λιγουλάκι και να μην μας τρώνε τα κουνούπια που έρχονταν απ’ το ποτάμι). Την νύχτα βγήκε… κι έσκουζε σε διάφορες μορφές.. Στην αρχή έκανε σαν άνθρωπος που βόγκαγε.. μετά από 10 λεπτά σαν παιδί που κλαίει… μετά σαν σκυλί που αρουλιέται… παρακάτω σαν βόδι που μουγκρίζει… μετά σαν γουρούνι που το σφάζουνε. Διάφορες φωνές… μέχρι κάτω της Κυράς το Γεφύρι  αρουλιότανε και ξαναγύριζε τον ανήφορο.
 Εγώ σκιαζόμουνα! Το άκουγα και σκιαζόμουνα!  με ησύχαζε κι ο γέρος μου για να μην σκιάζομαι.  “Ψέματα είναι!  Δεν είναι τίποτα !... Άνθρωποι είναι”, μου έλεγε.
Κανείς ποτές δεν είχε ιδεί τι ήτανε... Μόνο τα αρουλίσματα ακούγαμε.
Κάποτε, οι γέροι οι δικοί μας που μένανε στον Κούφιο (μια τοποθεσία πλάι στο ποτάμι του Λάδωνα), αποφασίσανε να περάσουνε πέρα από την Βέργα, να δούνε τι είναι…˙ αλλά φοβηθήκανε όταν έσκουξε το στοιχειό  από απέναντι και γύρισαν πίσω.
 Ένας γέρος, ο Μπάντος, είχε ένα χωράφι ποτιστικό εκεί στον Κουρουπό και το πότιζε. Του μηνύσανε λοιπόν και του είπανε, τάχαμου, ότι είναι κάτι βόδια στο χωράφι του… και κρυφοβόσκουν νυχτιάτικα. Σηκώθηκε λοιπόν ο άνθρωπος για να πάει να ιδεί. Τι έγινε;… Τι είδε;… Αν απαντήθηκε με δαύτο, κανείς δεν ξέρει… Το πρωί βρέθηκε άρρωστος και καταμέλανος….
Τον φορτώσανε σε ένα μουλάρι και τον πήγανε στην Γλαντσιά (χωριό της Γορτυνίας).  Έκατσε ένα μήνα και παραπάνω, άρρωστος στο κρεβάτι,  μέχρι που πέθανε. Όσο ζούσε δεν έλεγε σε κανέναν τι είδε!..
Τον ρώταγες: “ Mπαρμπα Γιώργη τι έγινε με το στοιχειό;” Κι εκείνος αποκρινόταν: “Άστη κουβέντα παιδάκι μου!... Άλλη κουβέντα πιάσε...”. Έπαθε χουνέρι και δεν μαρτύρησε ποτές σε κανέναν τι είδε. Ορισμένοι λένε τώρα, ότι όλα τούτα  είναι μυθολογίες και ψέματα.... Εγώ το άκουσα τουλάχιστον τέσσερις- πέντε φορές στη ζωή μου. Κάτι υπήρχε!... Περπάτημα όμως δεν ακούγαμε. Μόνο τη φωνή του. Εγώ τα έχω ζήσει αυτά… και το έχω ακούσει να σκούζει και εγώ, και η γριά μου, και οι αδερφές μου, ο πατέρας μου, και πολλοί άλλοι που είχαν τα γρέκια τους στον Κουρουπό.. Αυτά ξέρω για τα  δυο στοιχειά του τόπου μας... Με τά εμείς φύγαμε από κει και ήρθαμε στην Ποδογορά. Τώρα δεν ξέρω τι γίνεται. Σκούζει ακόμα;… Δεν σκούζει;… Δεν υπάρχει άνθρωπος να τ’ ακούσει. Άλλο τίποτα δεν ξέρω...».

   

Μαρία Κολοβού - Ρουμελιώτη