Η πρόσφατη αναφορά του Έλληνα Υπουργού Οικονομικών Γ. Παπακωνσταντίνου σε «μόνιμους μηχανισμούς διασφάλισης της δημοσιονομικής ισορροπίας στο εθνικό μας δίκαιο» επαναφέρει στη δημόσια συζήτηση παλαιότερες απόψεις για την αναγκαιότητα περιορισμών στη δημοσιονομική ανευθυνότητα των εκάστοτε κυβερνώντων. Απόψεις που, παρά το ειδικό βάρος εκείνων που τις διατύπωσαν, έμειναν στη σκιά της επίπλαστης ευημερίας που εξασφάλιζε η χρηματοπιστωτική επέκταση και ο ανέξοδος δημοσιονομικός εκτροχιασμός, συνεπικουρούμενοι από το λαϊκιστικό πολιτικό λόγο.
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά καθώς η πρωτόγνωρη οικονομική κρίση και οι συνέπειές της τοποθετούν ορθά τις απόψεις αυτές στο επίκεντρο του προβληματισμού για τα δημόσια οικονομικά.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι, η σύνδεση οικονομίας και θεσμικού-νομικού πλαισίου έχει αποτελέσει αντικείμενο ενδιαφέροντος από την εποχή του Άνταμ Σμιθ. Εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες η Σχολή της Δημόσιας Επιλογής και ο κλάδος των «συνταγματικών οικονομικών» επικεντρώνεται στις «αποτυχίες» της πολιτικής αγοράς καθώς τα μέλη των πολιτικών οργανισμών (κυβερνήσεις, γραφειοκρατίες, κ.λπ) δραστηριοποιούνται στη βάση της εξυπηρέτησης του ατομικά προσδιοριζόμενου οφέλους τους.
Ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος και από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της σχολής της δημόσιας επιλογής James Buchanan επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι, «η πλέον στοιχειώδης πρόβλεψη της θεωρίας της δημόσιας επιλογής είναι ότι εν τη απουσία συνταγματικών περιορισμών οι δημοκρατίες θα χρηματοδοτήσουν τη δημόσια κατανάλωση με την έκδοση χρέους παρά με τη φορολόγηση και κατά συνέπεια τα επίπεδα των δαπανών θα είναι υψηλότερα από ότι σε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό».
Είναι γεγονός ότι, το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο περιλαμβάνει μία σειρά διατάξεων που επιχειρούν να «δέσουν τα χέρια» αφρόνων κυβερνήσεων και προσοδοθηρικών ομάδων, εισάγοντας κανόνες δημοσιονομικής υπευθυνότητας με τη μορφή ποσοτικών περιορισμών. Για παράδειγμα, οι προβλέψεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ (αλλά και του Συμφώνου Σταθερότητας & Ανάπτυξης) για τον καθορισμό «οροφών» στο δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος στο 3% και 60% του ΑΕΠ αντίστοιχα.
Σήμερα όμως τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά καθώς η πρωτόγνωρη οικονομική κρίση και οι συνέπειές της τοποθετούν ορθά τις απόψεις αυτές στο επίκεντρο του προβληματισμού για τα δημόσια οικονομικά.
Αξίζει να σημειώσουμε ότι, η σύνδεση οικονομίας και θεσμικού-νομικού πλαισίου έχει αποτελέσει αντικείμενο ενδιαφέροντος από την εποχή του Άνταμ Σμιθ. Εδώ και σχεδόν τέσσερις δεκαετίες η Σχολή της Δημόσιας Επιλογής και ο κλάδος των «συνταγματικών οικονομικών» επικεντρώνεται στις «αποτυχίες» της πολιτικής αγοράς καθώς τα μέλη των πολιτικών οργανισμών (κυβερνήσεις, γραφειοκρατίες, κ.λπ) δραστηριοποιούνται στη βάση της εξυπηρέτησης του ατομικά προσδιοριζόμενου οφέλους τους.
Ο Αμερικανός νομπελίστας οικονομολόγος και από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της σχολής της δημόσιας επιλογής James Buchanan επισημαίνει χαρακτηριστικά ότι, «η πλέον στοιχειώδης πρόβλεψη της θεωρίας της δημόσιας επιλογής είναι ότι εν τη απουσία συνταγματικών περιορισμών οι δημοκρατίες θα χρηματοδοτήσουν τη δημόσια κατανάλωση με την έκδοση χρέους παρά με τη φορολόγηση και κατά συνέπεια τα επίπεδα των δαπανών θα είναι υψηλότερα από ότι σε έναν ισοσκελισμένο προϋπολογισμό».
Είναι γεγονός ότι, το ευρωπαϊκό κανονιστικό πλαίσιο περιλαμβάνει μία σειρά διατάξεων που επιχειρούν να «δέσουν τα χέρια» αφρόνων κυβερνήσεων και προσοδοθηρικών ομάδων, εισάγοντας κανόνες δημοσιονομικής υπευθυνότητας με τη μορφή ποσοτικών περιορισμών. Για παράδειγμα, οι προβλέψεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ (αλλά και του Συμφώνου Σταθερότητας & Ανάπτυξης) για τον καθορισμό «οροφών» στο δημοσιονομικό έλλειμμα και το δημόσιο χρέος στο 3% και 60% του ΑΕΠ αντίστοιχα.
Ωστόσο, όπως κατέδειξε η πορεία πολλών ευρωπαϊκών κρατών με τον εκτροχιασμό των δημόσιων οικονομικών τα τελευταία χρόνια, οι παραπάνω κανονιστικές διατάξεις κατέστησαν ιδιαίτερα αναποτελεσματικοί. Αναμενόμενα ίσως, στο βαθμό οι ευρωπαϊκές συνθήκες καλούσαν τα κράτη-μέλη να πειθαρχήσουν μόνοι τους τη συμπεριφορά τους. Ιδιαίτερα σε κοινωνίες «χαμηλής εμπιστοσύνης» και ελλειμματικού κοινωνικού κεφαλαίου (όπως οι χώρες του ευρωπαϊκού νότου), όπου πλήθος κοινωνικών ομάδων και επαγγελματικών φορέων συγκροτούν προσοδοθηρικές ομάδες με στόχο την εξυπηρέτηση των ειδικών μικρο-συμφερόντων τους, καθίσταται εξαιρετικά σημαντικό να μηδενίσουμε τις ευκαιρίες των κυβερνώντων του «κομματικού κράτους» να προβάλουν την εγγενή δημοσιονομική ανευθυνότητά τους.
Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με ρυθμίσεις που δεν θα περιοριστούν στους ποσοτικούς περιορισμούς ενός δημοσιονομικού συντάγματος (με την απαραίτητη βέβαια ευελιξία που θα συνδέεται με τις διαδοχικές μεταβολές του οικονομικού κύκλου) αλλά και θα διαμορφώσουν το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο συνταγματικά κατοχυρωμένων κανόνων που θα διευκολύνει την επίτευξη του στόχου της οικονομικής ανάπτυξης με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να εξεταστεί η κατοχύρωση ενός σταθερού στο χρόνο φορολογικού πλαισίου και οι οροφές στη φορολόγηση εισοδήματος καθώς είναι άμεση η συσχέτιση της φορολογικής πολιτικής τόσο με τα δημόσια έσοδα όσο και με τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης.
Συμπερασματικά, είναι αναγκαίο να εξεταστεί η δυνατότητα η επόμενη Βουλή να είναι αναθεωρητική και να συμπεριλάβει τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της αναχρονιστικής οικονομικής φιλοσοφίας που διέπει το Σύνταγμά μας. Εξίσου αναγκαίο όμως είναι η σχετική συζήτηση να ξεκινήσει έγκαιρα ώστε να προκύψουν οι συναινέσεις για τις προτάσεις εκείνες που θα επιτρέψουν τον ουσιαστικό περιορισμό της κυρίαρχης προσοδοθηρίας και του πελατειακού κράτους που οδηγούν στον ευτελισμό της πολιτικής και στα σημερινά (και αυριανά) οικονομικά αδιέξοδα. Ο οικονομικός αναλφαβητισμός του νομοθέτη δεν πρέπει να αποτελέσει αιτία για την επόμενη δημοσιονομική κρίση.
Κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί με ρυθμίσεις που δεν θα περιοριστούν στους ποσοτικούς περιορισμούς ενός δημοσιονομικού συντάγματος (με την απαραίτητη βέβαια ευελιξία που θα συνδέεται με τις διαδοχικές μεταβολές του οικονομικού κύκλου) αλλά και θα διαμορφώσουν το κατάλληλο θεσμικό πλαίσιο συνταγματικά κατοχυρωμένων κανόνων που θα διευκολύνει την επίτευξη του στόχου της οικονομικής ανάπτυξης με δίκαιο και αποτελεσματικό τρόπο. Σε αυτή την κατεύθυνση, θα πρέπει να εξεταστεί η κατοχύρωση ενός σταθερού στο χρόνο φορολογικού πλαισίου και οι οροφές στη φορολόγηση εισοδήματος καθώς είναι άμεση η συσχέτιση της φορολογικής πολιτικής τόσο με τα δημόσια έσοδα όσο και με τη βιωσιμότητα της οικονομικής ανάπτυξης.
Συμπερασματικά, είναι αναγκαίο να εξεταστεί η δυνατότητα η επόμενη Βουλή να είναι αναθεωρητική και να συμπεριλάβει τον ουσιαστικό εκσυγχρονισμό της αναχρονιστικής οικονομικής φιλοσοφίας που διέπει το Σύνταγμά μας. Εξίσου αναγκαίο όμως είναι η σχετική συζήτηση να ξεκινήσει έγκαιρα ώστε να προκύψουν οι συναινέσεις για τις προτάσεις εκείνες που θα επιτρέψουν τον ουσιαστικό περιορισμό της κυρίαρχης προσοδοθηρίας και του πελατειακού κράτους που οδηγούν στον ευτελισμό της πολιτικής και στα σημερινά (και αυριανά) οικονομικά αδιέξοδα. Ο οικονομικός αναλφαβητισμός του νομοθέτη δεν πρέπει να αποτελέσει αιτία για την επόμενη δημοσιονομική κρίση.
Του Δημήτρη Σκάλκου από το CAPITAL.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου