ΑΠΟΚΡΙΕΣ ΣΤΟ ΛΙΣΒΟΡΙ
Μόλις μπούμε στον καινούριο χρόνο και πάνε να ξεχαστούν οι πανηγυρισμοί του Δωδεκαημέρου, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα, αμέσως τα ημερολόγια στα χέρια για να ψάξουμε για το Πάσχα. Πότε το Πάσχα εφέτος, πότε οι Αποκριές, πότε η Καθαρά Δευτέρα.
Τα ήθη και τα έθιμα δίνουν και παίρνουν και η ζωή μπαίνει σε άλλο ρυθμό. Φροντίδα της νοικοκυράς να προετοιμάσει κατάλληλα όλη την ατμόσφαιρα του σπιτιού για να φανεί ότι κάτι αλλάζει στην οικογένεια. Για να φανεί ότι έρχεται η Σαρακοστή.
Όπως σ’ όλη τη Λέσβο έτσι και στο Λισβόρι οι εορτές, για τις Αποκριές, και οι προετοιμασίες γι’ αυτές αρχίζουν από την πρώτη εβδομάδα του Τριωδίου, την Κυριακή του Τελώνου και του Φαρισαίου και τελειώνουν την Καθαρά Δευτέρα. Οι εορταστικές εκδηλώσεις εντείνονται όσο πλησιάζει η καθαρά Δευτέρα, και κορυφώνονται τις δυο Κυριακές πριν απ’ αυτήν, την Κυριακή δηλαδή των Απόκρεω και την Κυριακή της Τυρινής. Τις μέρες αυτές ομάδες μεταμφιεσμένων, παιδιών ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, περιέρχονται τους μαχαλάδες με ραβδιά στα χέρια και αστειεύονται με όλους, απειλούν με τα ραβδιά τους, γελούν και γλεντούν. Μπαίνουν μάλιστα και στα σπίτια και περιμένουν το ρεγάλο τους. Τούτα είναι τα «γιούνια». Για τις αταξίες, τις φωνές και την όλη συμπεριφορά τους ένα σκωπτικό δίστιχο λέει: «Γιούνια – Γιούνια, τ’ ς Απουκριγιάς τα γρούνια».
«Ένα ζευγάρι συνήθως από άνδρες, μας έγραψε ο Απόστολος Αναγνώστου, ο ένας γαμπρός και ο άλλος νύφη, με μουτζουρωμένα τα πρόσωπα, ήταν μια, παλιότερη, αποκριάτικη φιγούρα. Ένας τσιγγάνος και μια τσιγγάνα, που σου έλεγαν τη μοίρα ένα ακόμα ζευγάρι με «γιούνια».Ο Στρατής ο Παγώτης είχε αλείψει το Δημητρό τον Αποστολέλλη (του «γρουν»,όπως τον έλεγαν, με πετιμέζι και είχε κολλήσει στο σώμα του φτερά και με ένα λουρί που του ’χε περάσει στο λαιμό, παρίστανε τον αρκουδιάρη με την αρκούδα του. Μια άλλη κατασκευή που ο ίδιος έκανε, ήταν ένα αυτοσχέδιο βιολί, στο οποίο, μόλις τραβούσε το δοξάρι πάνω στα τέλια σηκωνότανε ένα ρεπάνι όρθιο. Μια έξυπνη…σόκιν κατασκευή.
Όλοι αυτοί οι μασκαράδες, «τα γιούνια», χόρευαν γυρίζοντας το χωριό, με συνοδεία ζωντανής μουσικής, ή γραμμόφωνου και της λατέρνας που την έφερε στο χωριό ο Νικόλαος Πετρίδης».
Όλη την εβδομάδα της Τυρινής έχουν την τιμητική τους οι πίτες, με πρώτες και καλύτερες τις πίτες με βάση το γάλα. Ριζόπιτες, μυζηθρόπιτες και γαλακτομπούρεκα, αλλά και χορτόπιτες, με «ψιλά» χόρτα και τυριά αλλά και ρυζόγαλα και κρέμες και ότι φανταστείς. Έφτιαχναν ακόμη «μτζιθρουπτάρια», γλύκισμα σε σχήμα κεφτέ με βάση τη μυζήθρα και τη ζάχαρη που το τηγάνιζαν και «κατμέρια» -«μπιστριμέδις»- πού ’ναι η σπιτική χωριάτικη τυρόπιτα με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι και γέμισμα με τυρί και μυρωδικά, δυόσμο και πιπέρι, τηγανιτά κι αυτά. Τρώνε στο σπίτι, δίνουν στη γειτονιά, μοιράζουν σε φίλους και γνωστούς, κερνάνε τους μουσαφίρηδες. Στο τέλος το βράδι της Κυριακής της Τυρινής κλείνει «μι τ’ αυγού του τσίσλσμα». Τελειώνοντας από το γιορτινό αποκριάτικο τραπέζι, θα κυλήσουν το αυγό πάνω στο τραπέζι, πριν το σπάσουν για να το φάνε, με την ευχή: «σα που τσλα τ’ αυγό έδιετς να τσλiς τσι γη Σαρακουστή».
«Τις Απόκριες, μας είπε παλαιότερα ο Παναγιώτης (Δούκα) Τσεσμελής, μαζεύονταν πολλές οικογένειες σ’ ένα σπίτι, έπαιζαν το ταψί, και χόρευαν. Πολλοί απ’ αυτούς ντύνονταν «γιούνια».
Την τελευταία Αποκριά έκαναν πολλά φαγητά, όπως πίτες διάφορες. Κότες πιλάφια και ότι έμενε το έδιναν την άλλη μέρα, Καθαρά Δευτέρα, στους Γιουρούκηδες, γύφτους, για να πάρουν ξύλα.
Οι «Γιουρούκδις» -Γιουρούκηδες, Γιουρούκοι – ήταν νομαδική φυλή, ομόθρησκοι με τους Τούρκους, που ζούσαν παλαιότερα στο δάση της Λέσβου και κύρια ασχολία τους ήτανε η υλοτομία και η εκμετάλλευση της ξυλείας από τα δάση.
Την Καθαρά Δευτέρα έτρωγαν κουκιά βρεγμένα μόνο κι έκαναν το κουσάφι, με νερό και σταφίδες. Όλη αυτή τη βδομάδα δεν έτρωγαν ούτε λάδι».
«Κουσάφ»: Μικρασιάτικο πιόμα, είναι ένα είδος κομπόστας με σταφίδες. Σταφίδες βρασμένες, με μυρωδικά, πορτοκαλόφυλλα, λίγη ζάχαρη αν τη τραβά η όρεξη, ίσως και κάποια μικρά κομματάκια κυδωνιού και σερβίρεται την Καθαρά Δευτέρα. Δεν υπάρχει σπίτι στο Λισβόρι που να μην διαθέτει και να μην κερνά «Κουσάφ», την Καθαρή Εβδομάδα.
Να σημειώσουμε εδώ και το «τρίμερο», το γνωστό στην εκκλησία μας ανέλαιο τριήμερο, κατά οποίο οι πλέον δυνατοί , γυναίκες περισσότερο νηστεύουν παντελώς, χωρίς να βάλουν στο στόμα τους ούτε νερό, τις πρώτες τρεις ημέρες της Μεγάλης Τεσσαρακοστής, και κοινωνούν κατά την πρώτη Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων της Τετάρτης.
Άμεση σχέση με το πρωτοβδόμαδο, την Καθαρά εβδομάδα, έχουν και τα λεγόμενα «τριμεριάτικα». Η νύφη στην πεθερά και στην κουνιάδα, η μητέρα του παιδιού στην κουμπάρα και τον κουμπάρο που βάφτισαν το παιδί της κατά τον άγραφο νόμο του χωριού πρέπει να πάει τα «τριμεριάτικα». Μέσα σε δίσκο στολισμένο μπαίνει το «κουσάφι» σε κανάτα, η κολοκυθόπιτα, οι καραμέλες, τα σύκα τα γεμιστά με καρύδι και μυρωδικά, όλα νηστίσιμα για να πάνε σαν δώρα, για το καλό των ημερών και να ανταλλαγούν οι καθιερωμένες ευχές για καλή Σαρακοστή. Φυσικά ο δίσκος θα επιστραφεί με τα ανάλογα αντιδώρα.
«Το βράδι της Κυριακής (της Τυρινής), σημειώνει ο Απόστολος Αναγνώστου, έπρεπε να πλυθούν όλα καλά μη τυχόν και μείνουν υπολείμματα από αρτύσιμες, των ημερών της κρεωφαγίας, τροφές.
Η πρώτη απ’ ότι θυμάμαι λαδερή τροφή μετά την Κυριακή αυτή, ήτανε χορτόπιτα, που ψηνότανε στα κάρβουνα του τζακιού, και την έτρωγε όλη η οικογένεια, μικροί και μεγάλοι, την Παρασκευή το βράδυ, μετά την απόλυση της Εκκλησίας, στους πρώτους «χαιρετισμούς». Λόγος για γαλακτερά και ψάρια πλέον δεν γίνεται παρά μόνον την εορτή του Ευαγγελισμού και την Κυριακή των Βαΐων.
Άμεση σχέση με τα παραπάνω και φυσικά τη ψυχαγωγία των κατοίκων, έχουν και τα παρακάτω αναφερόμενα από τον Απόστολό Αναγνώστου, συνταξιούχο εκπαιδευτικό και ιεροψάλτη του ναού μας και αναφέρονται σε μνήμες της Αποκριάς με κέντρο αναφοράς το «Μπάλλο», παραδοσιακό γλέντι και χορό των τελευταίων ημερών της εβδομάδας της Τυρινής.
«Ήρθαν και πάλι οι Αποκριές και πέρασαν όπως γίνεται χρόνια και χρόνια…
Θυμάμαι παλιότερα στο χωριό μας πως διασκέδαζαν, με τις όμορφες και συμβολικές μεταμφιέσεις, άνδρες και γυναίκες και μάλιστα όχι λίγοι, που διέθεταν και έμφυτο χίουμορ, χωρατατζήδες όπως τους λέμε, έβρισκαν την ευκαιρία να επιδείξουν τις ικανότητες τους. Η γύρα στο χωριό, την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, ήταν το επιστέγασμα όλων αυτών των «υπαίθριων παραστάσεων»και ο κόσμος χαιρόταν και διασκέδαζε. Όλες αυτές τις μέρες και ιδιαίτερα τα βράδια των δυο Κυριακών, «Κριγιατνής»και «Τυρινής», γινόντουσαν οι διασκεδάσεις, οι «μπάλοι» οι χαρές και τα γέλια.
Θυμάμαι ακόμη το «μπάλλο», όπως λέγαμε τη διασκέδαση της τελευταίας Κυριακής.
Μικρός τότε, πρέπει να ήταν το …34 ή το …35 με …36, που στο χωριό και στα καφενεία της Αγοράς, έπαιζαν λαϊκές κομπανίες. Ήταν τότε άφθονες σ’ όλο το νησί.
Πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι τότε χόρευαν πάντα ζευγάρια, άνδρας και γυναίκα (ανδρόγυνο), ή δυο φίλοι, ή δυο φίλες. Δεν υπήρχε αυτό το χάλι που βλέπουμε σήμερα, που κάθε άλλο παρά χορός είναι. Ο χορός είναι έκφραση συναισθημάτων και χάρης. Ο κάθε χορευτής έχει τη δική του χάρη όταν χορεύει. Εξ άλλου υπήρχε και μια διαδοχική και απαράβατη σειρά στο χορό. Συρτός, μπάλλος, καρσιλαμάς, και τελευταία ομαδικός –Σέρβικος – ή Καλαματιανός με όλη την παρέα του τραπεζιού. Δεν τολμούσε κανείς να σηκωθεί αν κάποιο ζευγάρι χόρευε. Στην περίπτωση αυτή που αναφέρω η αυτοσχέδια ορχήστρα, ανάλογα με την περίπτωση, δηλ. ποιο ζευγάρι χόρευε έλεγε και τα σχετικά τετράστιχα. Και ποιος πάνω σε τέτοιο κέφι δεν έριχνε λεφτά στις τραγουδίστριες…και ας πάει και το παλιάμπελο! Θυμάμαι που κόντευε να ξημερώσει και το κέφι ήταν αμείωτο, μπέτο.
Αυτές οι διασκεδάσεις ήταν το κάτι άλλο και δεν μοιάζουν με τις σημερινές άχαρες εκδηλώσεις τόσο σε ομαδικό όσο και σ ατομικό επίπεδο. Ίσως να έχω άδικο γιατί παρά είμαι μεγάλος και δεν μ’ αρέσουν τα σημερινά. Πιθανόν, αλλά βλέπω και τους νέους και τις νέες της εποχής που κάτι τέτοιες μέρες πλήττουν. Δεν διασκεδάζουν! Όταν κανείς χαίρεται, φαίνεται καθαρά. Και όταν μελαγχολεί πάλι φαίνεται».
Ακόμη ο Απόστολος Αναγνώστου μας έγραψε τις αναμνήσεις του για την «Καμήλα».Ένα ξεχασμένο έθιμο στο χωριό μας, των ημερών αυτών, που όμως το έχουμε δει να γίνεται και σε άλλα μέρη στο νησί μας, όπως τα Πάμφιλα και στο Μεσότοπο αλλά και εκτός νησιού, όπως στη Σταυρούπολη Ξάνθης και σε άλλες περιοχές, όπως κατέγραψε σε μια συγκριτική μελέτη με τίτλο ¨Δρώμενα και Λαϊκό Θέατρο. Θράκη Αιγαίο Κύπρος» ο Θόδωρος Γραμματάς.
«Αυτές τις μέρες των Αποκρεών, που γίνεται μεγάλη βαβούρα κυρίως από τα κανάλια και των παρουσιάσεων των προετοιμασιών στα διάφορα μέρη της χώρας μας, για τις καρναβαλικές εκδηλώσεις που θα παρουσιαστούν την τελευταία Κυριακή και την Καθαρά Δευτέρα, θυμήθηκα τις Αποκριές στο χωριό μας πριν 60 -70… χρόνια… Τότε όλα ήταν αυθόρμητα· φτωχικά μεν αλλά πιο ζεστά και πιο ανθρώπινα.
Μια λοιπόν από τις Αποκριάτικες εκδηλώσεις ήταν και η «Καμήλα».
Δυο απ’ τους καμηλιέρηδες που θυμάμαι ήταν ο Φίλιππας ο Προκοπίου, ο Φίλιππας με το λεβέντικο παρουσιαστικό και πάντα αμετακίνητος στις απόψεις του και αργότερα ο Ευστράτιος ο Θερμιώτης, ο Τάκης, (που αν τολμούσε κανείς να τον φωνάξει με ολόκληρο το όνομα του, έπρεπε να είναι προετοιμασμένος να ακούσει τα εξ αμάξης).
Ένα πτώμα (κουφάρι) γαϊδάρου, ή αλόγου και συγκεκριμένα οι σπόνδυλοι του λαιμού και το κεφάλι, ήταν η πρώτη ύλη για την «καμήλα». Αυτά αφού θα καθαριστούν και θα συναρμολογηθούν πάνω σε μια σιδερένια βέργα θα αποτελέσουν το λαιμό και το κεφάλι της καμήλας. Το κεφάλι στο πάνω μέρος της βέργας και η κάτω σιαγόνα δένεται κατάλληλα με ένα σύρμα και κατά τέτοιο τρόπο ώστε το στόμα να ανοιγοκλείνει και να φαίνεται η «καμήλα» ζωντανή. Το άλλο άκρο της βέργας στερεώνεται πάνω σε μια σκάλα που είναι και ο σκελετός για το σώμα της «καμήλας».
Τη ξύλινη σκάλα που είχε κατάλληλες λαβές στα πλάγια τη σήκωναν νέοι στους ώμους τους σκεπασμένοι με ένα χράμι, ώστε να μην φαίνονται και από πάνω ήταν ριγμένο ένα καρπετί όπως αυτά με τα οποία στόλιζαν κατασάμαρα τα ζώα στα πανηγύρια. Στο πίσω μέρος της σκάλας, που υποτίθεται είναι τα οπίσθια της «καμήλας», έδεναν την ουρά. Σκληρές λαγάρες με μια τούφα στην άκρη από τρίχες βοδιών, που κατάλληλα σηκωνόταν για να διώξει τις μύγες· το δεύτερο ζωντανό σημείο της καμήλας. Κάπου στη μέση ένα μαξιλάρι έδειχνε την καμπούρα της «καμήλας».
Επάνω λοιπόν σ’ αυτή την κατασκευή ο καμηλιέρης ντυμένος Βεδουίνος, με μια μακριά κελεμπία, ένα χρωματιστό γιλέκο, ένα σαρίκι με κορδόνια πολύχρωμα και ένα καμουτσίκι στο χέρι συμπλήρωνε όλη την παράσταση.
Αυτή η «καμήλα» έκανε βόλτες στο χωριό και κάνοντας διάφορες στάσεις, απάγγειλε ο καμηλιέρης αυτοσχέδια τετράστιχα εν μέσω ζωηρών χειροκροτημάτων και ζητωκραυγών».