Βάγια… Βάγια του Βαγιώ
Κυριακή
των Βαΐων.
Μέρα γιορτής. Ο κόσμος όλος, το χωριό όλο, θα εκκλησιαστεί για ν’ ακούσει το τροπάριο, «Την κοινήν Ανάστασιν προ του Σου πάθους πιστούμενος…».. Η Εκκλησιά σήμερα είναι καταστόλιστη με βάγιες. Μερικοί κοιτάζοντας τις βάγιες θα κάνουν και τις προβλέψεις τους για την ερχόμενη ελαιοπαραγωγή. Αν έχει πολύ καρπό η βάγια θα έχουμε και καλό μαξούλι. Στο τέλος της λειτουργίας ο παπάς θα μοιράσει την ευλογημένη βάγια στον κόσμο, που όλοι θα την πάρουν με κάθε ευλάβεια στο χέρι τους, θα αλληλοχτυπηθούν ελαφρά στο κεφάλι, θα ευχηθούν με το απαραίτητο «τσι τ΄ χρον» και θα επιστρέψουν στο σπίτι. Οι νοικοκυρές θα τοποθετήσουν τα βαγιόκλαδα στο εικονοστάσι και θα ανασκουμπωθούν για τις δουλειές. Στο τραπέζι σήμερα ψαροφαγία. Ο παστός κολιός αδύνατο να λείπει τούτη τη μέρα. Λίγη αναστολή στη νηστεία της Μ. Τεσσαρακοστής. λόγω εορτής, και από αύριο Μ. Δευτέρα ξανά πάλι στην αυστηρά νηστεία.
Τη μέρα
τούτη έχουμε στο Λισβόρι το « Ρουμάνι». Άλλοτε το συναντάμε και το Σάββατο του
Λαζάρου το απόγευμα. Ένα μεγάλο κλαδί βάγιας πάνω στο οποίο είναι δεμένα
διάφορα πολύχρωμα κουρέλια, το σηκώνει ο νεωκόρος ή κάποιος άλλος και με τη
συνοδεία παιδιών, μετά τη λειτουργία, το περιφέρουν στα σπίτια του χωριού, για
τα κάλαντα των Βαΐων. «Όξου ψύλοι, ποντικοί και μέσα του ρουμάνι, να φάει
Βαϊόφυλλο να πέσει να πεθάνει». Οι νοικοκυράδες θα δώσουν στους επισκέπτες με
το «Ρουμάνι» ρεγάλο αυγά, μερίδιο στα οποία έχει και ο παπάς.
«Το Ρουμάνι»
ΤΟΥ ΓΙΩΡΓΟΥ
ΑΛΒΑΝΟΥ
Κάθε Μεγάλη Πέμπτη πρωί, πριν από τη λειτουργία,
η παπαδιά η άλλο κατάλληλο πρόσωπο στόλιζε στο κελί του παπά το «ρουμάνι»
- ένα μεγάλο κλαδί δάφνης - με χρωματιστές λουρίδες πανιών, που
πρόθυμα έδιναν οι μοδίστρες του χωριού.
Ύστερα από τη λειτουργία ο νεωκόρος με μια ομάδα παιδιών που σήκωναν το
«ρουμάνι», γύριζαν στα σπίτια του
χωρίου για να πουν το «ρουμάνι». Ο
νεωκόρος μοίραζε στις νοικοκυρές αντίδωρο από τη λειτουργία της Μ. Πέμπτης:
Σε σπίτια πού είχαν άρρωστο έδινε
από τω ρουμάνι ένα κόκκινο κορδελάκι, για να το δέσει στο χέρι του και να
γίνει καλά. Την ίδια ώρα, έξω από την πόρτα του σπιτιού, τα παιδιά τραγουδούσαν.
«Το ρουμάνι πέρασε από τη Μαύρη θάλασσα·
πύργωσε, θεμέλιωσε,
κάθισε και λάλησε:
Έξω ψύλλοι, ποντικοί
και μέσα το ρουμάνι,
να φάει λαδοκούμαρο, να πέσει να ψοφήσει.
Μάρτη, Μάρτη μου καλέ, και Απρίλη φοβερέ!
Χαίρε Ώρα!
Χαίρε Ευβιέ! Χαίρε, Τίμιε Σταυρέ!
Ο χορός των Αποστόλων και ημείς οι μαθηταί
εμείς οι τρεις οι
τέσσερις κι οι άλλοι εικοσιτέσσερις
το Δάσκαλο γυρεύαμε, το Δάσκαλο δε βρήκαμε...
Ω καλή . νοικοκυρά,
σήκου δώσ' μας πέντ' αυγά,
πέντ’ αυγά Σαρακουστιανά,. κι έχου δάσκαλου κακό,
σαν αργήσου
δέρνει με, σαν πάω
μαλλώνει με.
Ρο, ρο ένα αυγό
μες του καλάθ'τσι ένα κέφαλο μιτάξ
(Το τραγούδι αυτό κατέγραψα όπως μου το αφηγήθηκε ο Θύμιος Αλβανός
και ο γιος του Στρατ’ς -Ευστράτιος- Αλωβανός που υπηρέτησαν ως νεοκώροι στο Ναό
του Χωριού (στα Βασιλικά) διαδοχικά ολόκληρο τον εικοστό αιώνα).
Από όσα έχουμε γράψει μέχρι
τώρα, γίνεται, νομίζουμε, φανερό πως η «ειρεσιώνη» των αρχαίων χρόνων και το «ρουμάνι» του χωριού μας είναι ένα και το αυτό, το ίδιο πανάρχαιο έθιμο, που επιβίωσε μέχρι σήμερα νικώντας τους αιώνες. Το κλαδί της δάφνης, τω στόλισμα του, η περιφορά του.. το κάψιμο του, η απαίτηση για δώρα από τις νοικοκυρές, όλα ίδια.
Προσέξτε ιδιαίτερο: στο στίχο του
«ρουμανιού». «Χαίρε, Ώρα»! «Χαίρε, Ευβιέ»!
Γράψαμε
πως η περιφορά (και το κάψιμο) της «ειρεσιώνης» γινόταν στα «Πυανέψια» προς τιμή του Διόνυσου και των Ωρών, που ήταν θεότητες της ευφορίας της γης. Το «χαίρε Ώρα», είναι χαιρετισμός κι επίκληση στις θεότητες Ώρες. Το «χαίρε
Εύβιε» (στο ρουμάνι χαίρε Ευβιέ) είναι χαιρετισμός κι επίκληση στο θεό
Διόνυσο, πού στην αρχαιότητα λεγόταν
κι Εύβιος (κλητική ω Εύβιε), δηλ. εκείνος πού χαρίζει καλή, χαρούμενη,
ξένοιαστη κι ευτυχισμένη ζωή. Από τη γιορτή του Διόνυσου σώθηκε, λοιπόν, στο δικό μας
ρουμάνι ο χαιρετισμός και η επίκληση «χαίρε
Ώρα, χαίρε Ευβιέ».. Ο εκχριστιανισμός
του εθίμου και η ανάγκη της ομοιοκαταληξίας πρόσθεσαν στο ρουμάνι και το «Χαίρε, Τίμιε Σταυρέ!». Πρώτα πρώτα χρόνος τέλεσης
του εθίμου παραμένει ο ίδιος. Ας μη ξέχνάμε πως η γιορτή του Απόλλωνα, τα «Θαργήλια», γινόταν στο τέλος της Άνοιξης με αρχές
του Καλοκαιριού, την ίδια πάνω
κάτω εποχή που πέφτει και
το χριστιανικό Πάσχα.
Είναι υστέρα οι ιδιότητες του
Απόλλωνα θεού
«καθάρσιου», «Σωτήρα» και
εξαγνιστή ψυχών και σωμάτων. Μα ανακαινιστής της πλάσης,
Μεσσίας, Λυτρωτής και
Σωτήρας είναι και ο Χριστός, θεός του φωτός ο Απόλλωνας, «Φως του κόσμου» «το Φως το αληθινόν» και
ανέσπερον ο ταπεινός ξυλουργός
της Ναζαρέτ. Στη χώρα των Υπέρ βορείων χάνεσαι ο Απόλλωνας για να γυρίσει
ιατρός ψυχών, στην έρημο πριν
από τα. μεγάλο ξεκίνημα χάνεται
Ο Δάσκαλος και πάλι κρύβεται
πριν από το Μεγάλο Πάθος (Μεγάλη Τρίτη ο Χριστός εκρύβη, Μεγάλη. Πέμπτη
ο Χριστός ευρέθη, τραγουδά: η λαϊκή μούσα). «Το Δάσκαλο γυρεύαμε. το Δάσκαλο
δε βρήκαμε», τραγουδά το «ρουμάνι». Ανθρωποθυσίες γίνονταν τη μέρα των .Θαργηλίων
και περιφορά της «ειρεσιώνης», Σήμερον κρεμάται επί ξύλου...», ακούγεται στους χριστιανικούς ναούς τη Μεγάλη
Πέμπτη κι ακολουθεί περιφορά του «ρουμανιού». Για
εξαγνισμό της πόλης οι
ανθρωποθυσίες στον Απόλλωνα, για λύτρωση του Ανθρώπου η θυσία του θεανθρώπου στο Γολγοθά. «Χαίρε. Ώρα, χαίρε Ευδιέ» αναφωνεί ο κύκλιος χορός
«ειρεσιώνης», «Χαίρε, Τίμιε
Σταυρέ» είναι το αντίφωνο «του χορού των Απο στόλων και ημών των μαθητών» του
«ρουμανιού». Αλήθεια
ποια καταλληλότερη μέρα, ποια μέρα περισσότερο ταιριαστή μπορούσε
να' βρει για συσχετισμό ο συμβολισμός της «ειρεσιώνης»;
Στη Μ. Πέμπτη με τα Άγια Πάθη, στο πρόσωπο του Σωτήρα
Χριστού, ο ειδωλολάτρης της αρχαιότητας τέλεσε τα Θαργήλια του και λάτρεψε τον
Απόλλωνα. Και όταν ο Φοίβος έπαψε να έχει μάντιδα δάφνην και παγάν λαλέουσαν
ήρθε η δάφνη του «Ρουμανιού»» και το «ύδωρ το ζων» του Χριστιανισμού, για να
ξεδιψά την αιώνια δίψα του ανθρώπου, την ανάγκη του να πιστεύει στον ερχομό
ενός Σωτήρα, ενός Λυτρωτή, που θα τον λυτρώσει από τα δεινά του. Ποιος όμως θα
τον λυτρώσει από τον ίδιο τον εαυτό του.