ΓΡΑΦΕΙ
Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ
Όταν ύστερα από αρκετά χρόνια βρέθηκα στο χωριό μου, το Λισβόρι, στις αρχές της δεκαετίας του ’90 και συγκεκριμένα του Αϊ Γιάννη, παραμονή του πανηγυριού, μετά τον Εσπερινό, αντίκρισα για πρώτη φορά στο χωριό, στην αγορά, κάτι τα πρωτόγνωρο για μένα.
Από το καφενείο του Κυριάκου του Δαλβαδάνη μέχρι την Εκκλησία και προς τα κάτω μέχρι του Κανελή, όλος ο δρόμος, ήτανε γεμάτος τραπέζια και ο κόσμος, χωριανοί και ξένοι να πίνουν και να διασκεδάζουν χαρούμενα και ξέγνοιαστα.
«Πώς γίνεται αυτό;» ρώτησα.
Ο Παπαγιώργης, μου λέει κάποιος είναι ο εμπνευστής όλων αυτών που βλέπεις.
Τον αντάμωσα, τον αγκάλιασα και πολύ συγκινημμένος τον συγχάρηκα.
Ήταν η πρώτη φορά που γνώριζα το νέο εφημέριο του χωριού μου.
Από τότε βρίσκομαι κοντά του και βέβαια στην Εκκλησία του Αϊ Γιάννη.
Τότες, 20 χρόνια πριν, κυκλοφόρησε και το ενοριακό μας περιοδικό «Η ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ».
Πάρα πολλοί άνθρωποι του πνεύματος λένε πως για να κάνεις κάτι, ό, τι και να είναι αυτό, που να μην αποβλέπει στην εξυπηρέτηση του εαυτού σου, απαιτείται «πλεόνασμα συνείδησης». Σ’ αυτό ακριβώς οφείλεται μεταξύ των άλλων και η έκδοση αυτού του έντυπου από τον Παπαγιώργη. Έντυπο εκκλησιαστικό, πολιτιστικό, ενοριακό, για τους ενορίτες μας, για το χωριό μας, για την παράδοση, για τη ζωή μας.
Κυκλοφορούν γύρω μας χιλιάδες έντυπα, ποικίλης ύλης, επαγγελματικά, επιστημονικά και…και…και…αλλά σχεδόν όλα χρησιμοθηρικά, μεταξύ αυτών δε ουκ ολίγα πολύ ευτελή με μόνο σκοπό, να διεγείρουν τα κατώτερα ένστικτα του ανθρώπου.Επίσης και πολλά εκκλησιαστικά με πράγματα χιλιοειπωμένα και κουραστικά.
Η «ΦΩΝΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ», έντυπο εκκλησιαστικό, εκδιδόμενα από την ενορία μας έχει ξεφύγει από τον πειρασμό μιας στείρας κα ξύλινης «εκκλησαστικότητας». Πέρα από τα θεολογικά ασχολείται με την «όλη» ζωή της μικρής ενοριακής κοινότητας μας, με την καθημερινότητα μας και την κοινωνία μας. Ασχολείται με τη λαογραφία, την ιστορία, με τα πως και τα γιατί του τόπου μας.
Οι παλιοί φεύγουν για πάντα, τα ήθη και τα έθιμα αλλάζουν και αντικαθίστανται με άλλα, τα πιο πολλά ξένα και παρείσακτα.
Ποιος θυμάται πώς ζούσαν, διασκέδαζαν, ερωτευόντουσαν, παντρευόντουσαν, δούλευαν οι άνθρωποι τον περασμένο αιώνα στο χωριό μας;
Ίσως κάποιος να μας πει: «Ε και λοιπόν;»
Ναι αλλά ο άνθρωπος ζει το παρόν, θυμάται το παρελθόν και ονειρεύεται το μέλλον. Και το περιοδικό αυτό όλα αυτά τα χρόνια, τα 20 χρόνια αυτό κάνει. Θυμίζει, όσο μπορεί, στους παλιούς το παρελθόν και παράλληλα βάζει τους νέους να μάθουν τις ρίζες τους. Τούτο το έντυπο με πρωτεργάτη τον Παπαγιώργη και άλλους περιστασιακούς συνεργάτες, όπως και ο γράφων, μεταξύ των άλλων, προσπαθεί να αναμοχλεύσει την ιστορία αυτού του τόπου, αυτής της κοινωνίας, αυτών των ανθρώπων γλαφυρά, όμορφα.
Αναμεταδίδει επίσης πολλά εξέχοντα κείμενα ανθρώπων της τέχνης, των γραμμάτων, της εκκλησίας, της διανόησης. Στηλιτεύει ευπρεπώς το «σύγχρονο γίγνεσθαι», ακόμη και τους «εν υπεροχή όντας», τους σύγχρονους ηγέτες μας, που από πρωτεργάτες της αρετής κατάντησαν αδιάφοροι καιροσκόποι, ίσως και άθελά τους, απαξιώνοντας και λησμονώντας τα βάσανα του νεοέλληνα.
Η προσφορά νομίζω αυτού του εντύπου, μέσα στα περιορισμένα όρια των δυνατοτήτων του, είναι μεγάλη.
Πιστεύω πως παρ’ όλες τις οικονομικές δυσκολίες αλλά και τις απογοητεύσεις, που κι αυτές δε λείπουν, θα συνεχίσει δυναμικά και απρόσκοπτα την έκδοσή του, ώστε όχι μόνο οι σημερινοί κάτοικοι του χωριού μας αλλά και οι απανταχού Λισβοριανοί να πληροφορούνται ότι σε τούτον τον τόπο υπάρχουμε και ζούμε και ότι κάποιοι φροντίζουν να τους το θυμίζουν με αγάπη και χαρά.