Τελικά το σχολείο μας το έκλεισαν.,,
Τελικά το χωριό μας ορφάνεψε…
Έκλεισε το σκολειό, φεύγουν τα παιδιά μας από δω, θα φύγουν και οι γονείς τους σιγά – σιγά, ρημάζει και θα ρημάξει ο τόπος.
Έμεινε πλέον το χωριό μας χωρίς το σκολειό του.
Δεν θα ξανακούσουμε το κουδούνι του να ξαναχτυπήσει.
Δεν θα ξανακούσουμε τις φωνές των παιδιών μας στην αυλή του.
Δυστυχώς!!!
Για μια ακόμη φορά δεχτήκαμε τα πυρά μιας άτεγκτης εξουσίας η οποία με βουλωμένα τα αυτιά αποφασίζει και διατάσσει ερήμην και εις βάρος του Ελληνικού λαού που με τη ψήφο του, της έδωσε θώκο για να απολαύσει την επαγγελλόμενη και πολυπόθητη ευτυχή καθημερινότητά του.
Μας είπανε πως τα σχολεία είναι απαραίτητο να είναι ανοιχτά στον κόσμο, ανοιχτά στις τοπικές κοινωνίες και ανά πάσα στιγμή να παρέχουν μόρφωση, ΔΙΑ ΒΙΟΥ όπως αρέσκεται να υποστηρίζει το Υπουργείο και να προετοιμάζουν τα παιδιά μας να καταστούν ενεργοί πολίτες.
Πως όμως θα επιτευχθεί αυτό όταν πυροβολούμε αυτή την απομονωμένη, αυτή τη ξεχασμένη, αυτή την καταδιωγμένη κοινωνία, όταν τους κλέβουμε και την ελάχιστη ικμάδα ζωής που της έχει μείνει; Και το σχολείο, το σχολείο στην περιφέρεια, το σχολείο στα χωριά μας είναι ανάσα ζωής. Το κουδούνι του σχολείου, μαζί με την καμπάνα της Εκκλησίας είναι τα τελευταία σημάδια ζωντάνιας που άφησαν οι ξύλινες και ανάλγητες εξουσίες στον απομακρυσμένο και ξεχασμένο από το Αθηνοκεντρικό κράτος πολίτη.
Σε καμιά λοιπόν περίπτωση δεν μας έπεισαν, ούτε και πρόκειται να μας πείσουν ότι το κλείσιμο του σχολείου μας, ότι οι καταργήσεις των σχολείων, αποσκοπούν στην δημιουργία «εύρωστων» σχολικών μονάδων», οι οποίες δεν υπάρχουν και ούτε θα επιτρέψουν οι προστάτες μας να υπάρξουν, αλλά μόνος σκοπός είναι η εξοικονόμηση πόρων μέσω της μείωσης του ανθρώπινου δυναμικού και άλλων δαπανών, όπως ακριβώς επιτάσσει το ΔΝΤ. Έτσι τα επαγγελλόμενα σχολεία είναι «άπιαστα πουλιά δέκα στον παρά».
Το κλείσιμο του σχολείου μας απετέλεσε το πιο ακραίο παράδειγμα εγκατάλειψης συγκεκριμένων περιοχών και της διεύρυνσης ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων αφού σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να θεωρηθεί κάτι το ξέχωρο από την τοπική κοινωνία. Οι άνθρωποι της περιφέρειας οι άνθρωποι του χωριού μας που έχουν ταυτιστεί μ’ αυτό και το θεωρούν δικό τους κομμάτι, σάρκα από τη σάρκα τους. Είναι ταυτισμένοι μ’ αυτό. Όποιος λοιπόν προσπαθήσει να το αναιρέσει ασελγεί πάνω σ’ αυτόν το λαό και βιάζει την προσωπική του ζωή. Τον κλέβει και του αφήνει ρημαγμένο τον τόπο του. Δείχνει έμπρακτα την αδιαφορία του για τον άνθρωπο του μόχθου που παρέμεινε στα ήδη ξεχασμένα χωριά του να φυλάει Θερμοπύλες, στον άνθρωπο που μόνο παραμονές εκλογών θυμάται.
Δυστυχώς λοιπόν και πάλι..
Οι φωνές ολόκληρου του χωριού, οι φωνές των γονιών, ανθρώπων νέων, δημιουργικών και προοδευτικών, οι φωνές όλων δεν εισακούστηκαν. Δεν τις άκουσε, δεν τις έδωσε σημασία κανείς.
Τα παιδιά πλέον από 6 έως 12 ετών – 28 σήμερα, 35 με 40 στα αμέσως επόμενα σχολικά έτη - μεταφέρονται στον Πολιχνίτο κάθε μέρα με λεωφορεία, με ακαθόριστες ακόμα και προβληματικές μεταφορές και στοιβαγμένα σε ανέτοιμα και απροετοίμαστα κτίρια, με σκοπό ένα ακαθόριστο και αβέβαιο μέλλον και ένα ανύπαρκτο όφελος για το κράτος.
Λυπόμαστε αφάνταστα γι’ αυτό.
Λυπόμαστε εμείς οι γονείς γιατί εμείς θα σηκώνουμε από δω και πέρα όλο το βάρος
Λυπόμαστε γιατί το σχολείο μας έκλεισε διακριτικά και μεροληπτικά,
Λυπόμαστε γιατί δεχτήκαμε στο πετσί μας την απογοήτευση την υποβάθμιση, την απαξίωση…
Λυπόμαστε γιατί Γεώργιος Παπανδρέου άνοιξε αυτό το σχολείο και Γεώργιος Παπανδρέου το «αποτέλειωσε».
Λυπόμαστε γιατί εδώ έκλεισε τις σελίδες τις ιστορία 80 χρόνων.
Λυπάται κι όλο το χωριό.