Αλεξάντερ Σκριάμπιν
Ο Αλεξάντερ Σκριάμπιν (6 Ιανουαρίου 1872 – 27 Απριλίου 1915) ήταν Ρώσος μουσικοσυνθέτης.
Γενικά
Πρόκειται για μία από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις συνθετών (έκανε και σημαντική καριέρα σαν πιανίστας) που το στυλ τους και η γενική στάση τους απέναντι στη μουσική αλλάζουν σημαντικά κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Στα πρώτα του χρόνια ο συνθέτης ήταν ένας "εξελιγμένος"-ρομαντικός συνθέτης - επηρεασμένος από τέτοιους ρομαντικούς όπως ο Σοπέν και ο Λιστ - αλλά σταδιακά άρχισε να επηρεάζεται από τις ιδέες του Βάγκνερ και να προσεγγίζει τη μουσική από μία πολύ πιο μοντέρνα τεχνοτροπική άποψη. Η κύρια συνεισφορά του είναι στον τομέα της σύγχρονης αρμονίας όπου απέδειξε ότι υπάρχει ένα σύνολο από μη-συμβατικές αρμονικές κατασκευές που μπορούν να χρησιμοποιηθούν με μεγάλη επιτυχία στη μουσική σύνθεση. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του η μουσική του παραγωγή συνδέθηκε άμεσα με τις φιλοσοφικές και μυστικιστικές του τάσεις. Ο συνθέτης αυτός θεωρείται ότι αποτελεί κάτι σαν "συνδετικό" κρίκο μεταξύ της αρμονίας της ρομαντικής εποχής και αυτής της μουσικής του εικοστού αιώνα (ατονικότητα).
Στυλ
Τα πρώτα του χρόνια συνέθετε κυρίως για πιάνο σόλο με "ύστερο"-ρομαντικό ύφος και τεχνοτροπία. Στα κατοπινότερα χρόνια το στυλ του έγινε σαφώς πιο "ατονικό" με χρήση μη-συμβατικών συγχορδιών (επηρεασμένος και από τον Βάγκνερ) όπως είναι οι συγχορδίες που σχηματίζονται με τετάρτες. Παράλληλα άρχισε να ασχολείται και περισσότερο με έργα για ορχήστρα. Το αποτέλεσμα είναι ότι η παραγωγή του από αρμονική άποψη μπορεί να θεωρηθεί κάτι "ενδιάμεσο" μεταξύ της ρομαντικής εποχής (τονική αρμονία) και της μουσικής του εικοστού αιώνα (α-τονική αρμονία).
Έργο
Το έργο του είναι αρκετά ενδιαφέρον και αξιόλογο αν λάβει κανείς υπόψιν του και τα λίγα χρόνια που έζησε ο συνθέτης : 3 συμφωνίες, Το ποίημα της Εκστασης (για ορχήστρα), Προμηθέας, καθώς και πολλές συνθέσεις για πιάνο (όπως ένα κοντσέρτο, 10 σονάτες, πρελούδια, εμπρομπτύ και σπουδές).
ΑΠΟ ΤΟ http://www.artissimo.gr/
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΞΕΝΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα ΞΕΝΟΙ ΣΥΝΘΕΤΕΣ. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Δευτέρα 26 Απριλίου 2010
Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009
NICOLO PAGANINI - ΝΙΚΟΛΟ ΠΑΓΚΑΝΙΝΙ
Νικολό Παγκανίνι
Γένοβα, 27 Οκτωβρίου 1782
Νίκαια, 27 Μαΐου 1840
Ήταν ένα από τα 6 παιδιά της Teresa και του Antonio Paganini. Από πολύ νωρίς, και σε ηλικία μόλις έξι ετών, ο μικρός Nicolo επέδειξε το εκπληκτικό του ταλέντο. Παρακολούθησε αρχικά μαθήματα μαντολίνου με τον πατέρα του ενώ αργότερα μαθήτευσε κοντά στους Servetto, Costa, Rolla και Paer. Λόγω των εξαιρετικών δυνατοτήτων του οι περισσότεροι δάσκαλοί του δεν ήταν σε θέση να δείξουν κάτι καινούργιο στον Paganini. Το μόνο που είχε απομείνει για τον ίδιο ήταν η επίπονη και προσεκτική μελέτη, η οποία διαρκούσε ως συνήθως περίπου 15 ώρες!
Το πρώτο του επίσημο κοντσέρτο το έδωσε σε ηλικία 12 ετών, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να συνθέτει από τα 8 του! Όλες του οι εμφανίσεις λάμβαναν διαστάσεις θριάμβου και το κοινό έμενε εκστασιασμένο από τις εκπληκτικές ικανότητές του. Παρόλα αυτά οι κακές συνήθειες του ποτού και της χαρτοπαιξίας έρχονται να ανακόψουν για λίγο την εκπληκτική του πορεία. Ωστόσο, επανέρχεται στην ηλικία των 23 αναλαμβάνοντας τη θέση του μουσικού διευθυντή στην αυλή της πριγκίπισσας της Lucca και της αδερφής του Ναπολέοντα, Elisa Baciocchi. Μένει στη θέση αυτή μέχρι το 1809. Έπειτα, ως ελεύθερος πια καλλιτέχνης, περιοδεύει στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Το καλλιτεχνικό του ντεμπούτο πραγματοποιείται το 1813 στο Μιλάνο ενώ οι κριτικές είναι διθυραμβικές. Το 1828 φεύγει για πρώτη φορά στο εξωτερικό με σταθμό τη Βιέννη και έπειτα, το 1831, το Παρίσι και το Λονδίνο. Μέσα από αυτά τα ταξίδια γνωρίζει πολλούς μουσικούς και συνθέτες, όπως τον Hector Berlioz, παραγγέλνοντας του, μάλιστα, το 1833, ένα κοντσέρτο για βιόλα με το όνομα Harold en Italie, το οποίο όμως ποτέ δεν κατάφερε να ερμηνεύσει.
Από το 1834 και μετά πραγματοποιεί λίγες εμφανίσεις πια, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρείται από καρκίνο στο λάρυγγα. Η ασθένεια του αφαιρεί τη δυνατότητα να μιλά όχι όμως και να παίζει βιολί μέχρι το τέλος του, το οποίο έρχεται στην Νίκαια στις 27 Μαιου του 1840. Στην προσωπική του ζωή ο Nicolo δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και το 1825 απέκτησε έναν γιο με μια τραγουδίστρια όπου περιόδευε μαζί, την Antonia Bianchi. Άφησε πίσω του μια αρκετά μεγάλη περιουσία ενώ πάντα ήταν γενναιόδωρος προς τους συναδέλφους του. Επίσης είχε στην κατοχή του βιολιά φημισμένων κατασκευαστών όπως Stradivarious, Guarnerious και Amati, όπως επίσης και μια βιόλα και ένα κοντραμπάσο του πρώτου κατασκευαστή από τους παραπάνω. Ο Nicolo Paganini θεωρήθηκε ο πρώτος αυτόνομος καλλιτέχνης όπου περιόδευε χωρίς τη συνοδεία άλλων μουσικών, ενώ από την άλλη έθεσε ξεκάθαρα τις βάσεις για το ρόλο του σολίστα. Οι ικανότητες του ήταν τέτοιες, ώστε φημολογείται ότι το κοινό παραληρούσε, σε σημείο οι κυρίες να λιποθυμούν και οι άντρες να κλαίνε…
Ο θρύλος λέει, μάλιστα, ότι το παίξιμο του είχε διαβολική δύναμη.. Πιστευόταν, μάλιστα, ότι ο Nicolo Paganini είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο για να έχει αυτές τις εξωπραγματικές δυνατότητες. Είναι γεγονός, παρόλα αυτά, ότι η όψη του και το ύφος που έπαιρνε κατά την εκτέλεση, τροφοδοτούσε τέτοιου είδους δεισιδαιμονίες. Πέρα από αυτούς τους μύθους, όμως, ο μεγαλύτερος βιρτουόζος όπου γνώρισε η ανθρωπότητα ήταν ένας πιστός εργάτης της τέχνης. Οι καινοτομίες του, ως αποτέλεσμα της επίπονης δουλειάς, άλλαξαν ριζικά των κόσμο των εγχόρδων με δοξάρι. Ο Paganini διέθετε ένα εξαιρετικά ευκίνητο χέρι με πολύ μεγάλο άνοιγμα των δακτύλων του. Έτσι οι αλλαγές μεταξύ απομακρυσμένων θέσεων γίνονταν με εκπληκτική δεξιοτεχνία και ευκολία. Επίσης, τα άλματα με το δοξάρι (ricochet), οι διπλές τρίλιες, το ταυτόχρονο παίξιμο με δοξάρι και δάκτυλα, οι τεχνικές αρμονικές και το διαφορετικό κούρδισμα, αναλόγως την περίσταση, είναι λίγες από αυτές τις καινοτομίες όπου αποδείχτηκαν μοναδικό εργαλείο στα χέρια των μετέπειτα σολιστών και συνθετών του 19ου και 2ου αιώνα.
Η ιδιοφυία του Παγκανίνι, ως βιτουόζου θόλωσε, βέβαια, τη λάμψη του ως συνθέτη. Ωστόσο έγραψε μουσική για την ανάγκη των παραστάσεων του, μουσική απίστευτης δυσκολίας, σύμφωνα με τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες. Οι συνθέσεις του περιλαμβάνουν 24 καπρίτσια για βιολί, χωρίς τη συνοδεία οργάνου. Αυτά τα έργα θεωρούνται από τα πιο δύσκολα σε επίπεδο τεχνικής για το ρεπερτόριο του συγκεκριμένου εγχόρδου οργάνου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Νίκολο Παγκανίνι έπαιζε και κλασική κιθάρα, έχοντας επίσης γράψει πάμπολλες συνθέσεις.
Η ορχηστρική μουσική του Ιταλού βιρτουόζου, και πιο συγκεκριμένα τα κοντσέρτα του για βιολί, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον από το θέμα της τεχνικής αρτιότητας που πρέπει να διαθέτει ο βιολονίστας. Το αξιοσημείωτο σε αυτές τις συνθέσεις είναι ότι τα μέρη του βιολιού έμειναν άγνωστα μέχρι την παρουσίασή τους από τον ίδιο τον Παγκανίνι. Μέχρι το θάνατό του είχαν εκδοθεί μόνο 2 από αυτά. Στις μέρες μας έχουν δημοσιευθεί συνολικά 6 κοντσέρτα, αν και στα 2 τελευταία λείπουν τα ορχηστρικά μέρη.
Το πρώτο κοντσέρτο γράφτηκε το 1817-18. Σε αυτή τη σύνθεση φαίνεται ξεκάθαρα η μελωδικότητα του συνθέτη και οι επιρροές του από την ιταλική όπερα. Αποτελείται από τα εξής μέρη: α) Allegro maestoso, β) Adagio και γ) Rondo: Allegro spirituoso
Το 1826 είναι το έτος της σύνθεσης του τρίτου κοντσέρτου του Νίκολο Παγκανίνι. Ο ίδιος επιθυμούσε να πρωτοπαρουσιαστεί το έργο αυτό στην Ιταλία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα η πρεμιέρα έγινε στη Βιέννη, τον Ιούλιο του 1828. Η συγκεκριμένη σύνθεση αποτελείται από 3 μέρη τα οποία είναι: α) Introduzione: Andante – Allegro marziale β) Adagio. Cantabile Spianato και γ) Polacca: Andantino vivace
ΑΠΟ ΤΟ http://www.musicheaven.gr/
Γένοβα, 27 Οκτωβρίου 1782
Νίκαια, 27 Μαΐου 1840
Ήταν ένα από τα 6 παιδιά της Teresa και του Antonio Paganini. Από πολύ νωρίς, και σε ηλικία μόλις έξι ετών, ο μικρός Nicolo επέδειξε το εκπληκτικό του ταλέντο. Παρακολούθησε αρχικά μαθήματα μαντολίνου με τον πατέρα του ενώ αργότερα μαθήτευσε κοντά στους Servetto, Costa, Rolla και Paer. Λόγω των εξαιρετικών δυνατοτήτων του οι περισσότεροι δάσκαλοί του δεν ήταν σε θέση να δείξουν κάτι καινούργιο στον Paganini. Το μόνο που είχε απομείνει για τον ίδιο ήταν η επίπονη και προσεκτική μελέτη, η οποία διαρκούσε ως συνήθως περίπου 15 ώρες!
Το πρώτο του επίσημο κοντσέρτο το έδωσε σε ηλικία 12 ετών, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να συνθέτει από τα 8 του! Όλες του οι εμφανίσεις λάμβαναν διαστάσεις θριάμβου και το κοινό έμενε εκστασιασμένο από τις εκπληκτικές ικανότητές του. Παρόλα αυτά οι κακές συνήθειες του ποτού και της χαρτοπαιξίας έρχονται να ανακόψουν για λίγο την εκπληκτική του πορεία. Ωστόσο, επανέρχεται στην ηλικία των 23 αναλαμβάνοντας τη θέση του μουσικού διευθυντή στην αυλή της πριγκίπισσας της Lucca και της αδερφής του Ναπολέοντα, Elisa Baciocchi. Μένει στη θέση αυτή μέχρι το 1809. Έπειτα, ως ελεύθερος πια καλλιτέχνης, περιοδεύει στις μεγάλες πόλεις της Ευρώπης. Το καλλιτεχνικό του ντεμπούτο πραγματοποιείται το 1813 στο Μιλάνο ενώ οι κριτικές είναι διθυραμβικές. Το 1828 φεύγει για πρώτη φορά στο εξωτερικό με σταθμό τη Βιέννη και έπειτα, το 1831, το Παρίσι και το Λονδίνο. Μέσα από αυτά τα ταξίδια γνωρίζει πολλούς μουσικούς και συνθέτες, όπως τον Hector Berlioz, παραγγέλνοντας του, μάλιστα, το 1833, ένα κοντσέρτο για βιόλα με το όνομα Harold en Italie, το οποίο όμως ποτέ δεν κατάφερε να ερμηνεύσει.
Από το 1834 και μετά πραγματοποιεί λίγες εμφανίσεις πια, ενώ τα τελευταία χρόνια της ζωής του ταλαιπωρείται από καρκίνο στο λάρυγγα. Η ασθένεια του αφαιρεί τη δυνατότητα να μιλά όχι όμως και να παίζει βιολί μέχρι το τέλος του, το οποίο έρχεται στην Νίκαια στις 27 Μαιου του 1840. Στην προσωπική του ζωή ο Nicolo δεν παντρεύτηκε ποτέ, αν και το 1825 απέκτησε έναν γιο με μια τραγουδίστρια όπου περιόδευε μαζί, την Antonia Bianchi. Άφησε πίσω του μια αρκετά μεγάλη περιουσία ενώ πάντα ήταν γενναιόδωρος προς τους συναδέλφους του. Επίσης είχε στην κατοχή του βιολιά φημισμένων κατασκευαστών όπως Stradivarious, Guarnerious και Amati, όπως επίσης και μια βιόλα και ένα κοντραμπάσο του πρώτου κατασκευαστή από τους παραπάνω. Ο Nicolo Paganini θεωρήθηκε ο πρώτος αυτόνομος καλλιτέχνης όπου περιόδευε χωρίς τη συνοδεία άλλων μουσικών, ενώ από την άλλη έθεσε ξεκάθαρα τις βάσεις για το ρόλο του σολίστα. Οι ικανότητες του ήταν τέτοιες, ώστε φημολογείται ότι το κοινό παραληρούσε, σε σημείο οι κυρίες να λιποθυμούν και οι άντρες να κλαίνε…
Ο θρύλος λέει, μάλιστα, ότι το παίξιμο του είχε διαβολική δύναμη.. Πιστευόταν, μάλιστα, ότι ο Nicolo Paganini είχε πουλήσει την ψυχή του στο διάβολο για να έχει αυτές τις εξωπραγματικές δυνατότητες. Είναι γεγονός, παρόλα αυτά, ότι η όψη του και το ύφος που έπαιρνε κατά την εκτέλεση, τροφοδοτούσε τέτοιου είδους δεισιδαιμονίες. Πέρα από αυτούς τους μύθους, όμως, ο μεγαλύτερος βιρτουόζος όπου γνώρισε η ανθρωπότητα ήταν ένας πιστός εργάτης της τέχνης. Οι καινοτομίες του, ως αποτέλεσμα της επίπονης δουλειάς, άλλαξαν ριζικά των κόσμο των εγχόρδων με δοξάρι. Ο Paganini διέθετε ένα εξαιρετικά ευκίνητο χέρι με πολύ μεγάλο άνοιγμα των δακτύλων του. Έτσι οι αλλαγές μεταξύ απομακρυσμένων θέσεων γίνονταν με εκπληκτική δεξιοτεχνία και ευκολία. Επίσης, τα άλματα με το δοξάρι (ricochet), οι διπλές τρίλιες, το ταυτόχρονο παίξιμο με δοξάρι και δάκτυλα, οι τεχνικές αρμονικές και το διαφορετικό κούρδισμα, αναλόγως την περίσταση, είναι λίγες από αυτές τις καινοτομίες όπου αποδείχτηκαν μοναδικό εργαλείο στα χέρια των μετέπειτα σολιστών και συνθετών του 19ου και 2ου αιώνα.
Η ιδιοφυία του Παγκανίνι, ως βιτουόζου θόλωσε, βέβαια, τη λάμψη του ως συνθέτη. Ωστόσο έγραψε μουσική για την ανάγκη των παραστάσεων του, μουσική απίστευτης δυσκολίας, σύμφωνα με τις δεξιοτεχνικές του ικανότητες. Οι συνθέσεις του περιλαμβάνουν 24 καπρίτσια για βιολί, χωρίς τη συνοδεία οργάνου. Αυτά τα έργα θεωρούνται από τα πιο δύσκολα σε επίπεδο τεχνικής για το ρεπερτόριο του συγκεκριμένου εγχόρδου οργάνου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Νίκολο Παγκανίνι έπαιζε και κλασική κιθάρα, έχοντας επίσης γράψει πάμπολλες συνθέσεις.
Η ορχηστρική μουσική του Ιταλού βιρτουόζου, και πιο συγκεκριμένα τα κοντσέρτα του για βιολί, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον από το θέμα της τεχνικής αρτιότητας που πρέπει να διαθέτει ο βιολονίστας. Το αξιοσημείωτο σε αυτές τις συνθέσεις είναι ότι τα μέρη του βιολιού έμειναν άγνωστα μέχρι την παρουσίασή τους από τον ίδιο τον Παγκανίνι. Μέχρι το θάνατό του είχαν εκδοθεί μόνο 2 από αυτά. Στις μέρες μας έχουν δημοσιευθεί συνολικά 6 κοντσέρτα, αν και στα 2 τελευταία λείπουν τα ορχηστρικά μέρη.
Το πρώτο κοντσέρτο γράφτηκε το 1817-18. Σε αυτή τη σύνθεση φαίνεται ξεκάθαρα η μελωδικότητα του συνθέτη και οι επιρροές του από την ιταλική όπερα. Αποτελείται από τα εξής μέρη: α) Allegro maestoso, β) Adagio και γ) Rondo: Allegro spirituoso
Το 1826 είναι το έτος της σύνθεσης του τρίτου κοντσέρτου του Νίκολο Παγκανίνι. Ο ίδιος επιθυμούσε να πρωτοπαρουσιαστεί το έργο αυτό στην Ιταλία, αλλά κατά πάσα πιθανότητα η πρεμιέρα έγινε στη Βιέννη, τον Ιούλιο του 1828. Η συγκεκριμένη σύνθεση αποτελείται από 3 μέρη τα οποία είναι: α) Introduzione: Andante – Allegro marziale β) Adagio. Cantabile Spianato και γ) Polacca: Andantino vivace
ΑΠΟ ΤΟ http://www.musicheaven.gr/
Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009
MODEST MUSSORGSKY - ΜΟΝΤΕΣΤ ΜΟΥΣΟΡΓΚΣΚΙ
Μόντεστ Μουσόργκσκι
(21 Μαρτίου 1839 - 28 Μαρτίου 1881)
Ήταν Ρώσος μουσουργός.Θεωρείται ένας από τους πιο άξιους εκπροσώπους της ρώσικης εθνικής σχολής στη ρομαντική περίοδο. Ασχολήθηκε και με την μουσική για πιάνο αλλά και με συμφωνικά έργα καθώς και με τη φωνητική μουσική και την όπερα. Μερικά από τα έργα του έμειναν ημιτελή (μερικά από αυτά ολοκλήρωσε ή ενορχήστρωσε ο σύγχρονός του Ρίμσκυ-Κόρσακωφ με ικανοποιητικό τρόπο). Από τα πιο γνωστά του έργα είναι η όπερα "Μπορίς Γκοντούνωφ" (ειδικά η έκδοση της που αποτελεί δημιουργία του Ρίμσκυ-Κόρσακωφ) και η σουίτα για πιάνο "Πίνακες από μία Έκθεση" (υπάρχει και όμορφη ενορχήστρωσή της από τον Μωρίς Ραβέλ).
Η μουσική του Μουσόργκσκι έχει όλα αυτά τα στοιχεία της ρώσικης εθνικής σχολής, τον ρομαντισμό, την καλυμμένη μελαγχολία και την στοχαστική διάθεση, αλλά συχνά ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία της και την ενεργητικότητά της. "Δύσκολα" και βαριά περάσματα μπορούν τελικά να "διαμορφωθούν" σε χαρούμενες μελωδίες που όμως συνήθως διαρκούν λίγο. Στο πιο γνωστό έργο του συνθέτη, τους "Πίνακες από μία Έκθεση", όλοι τελικά οι πίνακες εμφανίζονται σταδιακά στα μάτια μας μέσω της πειστικής διάθεσης και της "ρομαντικής εγρήγορσης" που διαπνέει η σύνθεση σε όλη της τη διάρκεια. Οι διάφορες πρωτοτυπίες του συνθέτη έχουν επηρεάσει μεταγενέστερους ρώσους συνθέτες.
Αρκετή ποικιλία υπάρχει στο έργο του, πάντως μερικά έργα είναι τελειωμένα ή ενορχηστρωμένα από άλλους μουσουργούς - Συμφωνική μουσική : "Μία νύχτα στο φαλακρό βουνό", 3 συμφωνικές μινιατούρες. Εργα για πιάνο : 2 σονάτες, "Αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας", "Πίνακες από μία έκθεση". Φωνητική μουσική : 64 μελωδίες και τραγούδια σε 3 κύκλους : "Τα παιδικά", "Χωρίς ήλιο", "Τραγούδια και χοροί του θανάτου", 5 τραγούδια σε ποίηση Τολστόι, η νύχτα (ποίηση Πούσκιν), η επιθυμία (ποίηση Χάινε), τραγούδι του Μεφιστοφελή (ποίηση Γκαίτε), έργα για χορωδία κλπ. Οπερες : Μπορίς Γκουντούνωφ, Κοβάντσινα (τελειωμένη από τον Ρίμσκυ Κόρσακωφ).
ΑΠΟ ΤΟ http://www.artissimo.gr/
(21 Μαρτίου 1839 - 28 Μαρτίου 1881)
Ήταν Ρώσος μουσουργός.Θεωρείται ένας από τους πιο άξιους εκπροσώπους της ρώσικης εθνικής σχολής στη ρομαντική περίοδο. Ασχολήθηκε και με την μουσική για πιάνο αλλά και με συμφωνικά έργα καθώς και με τη φωνητική μουσική και την όπερα. Μερικά από τα έργα του έμειναν ημιτελή (μερικά από αυτά ολοκλήρωσε ή ενορχήστρωσε ο σύγχρονός του Ρίμσκυ-Κόρσακωφ με ικανοποιητικό τρόπο). Από τα πιο γνωστά του έργα είναι η όπερα "Μπορίς Γκοντούνωφ" (ειδικά η έκδοση της που αποτελεί δημιουργία του Ρίμσκυ-Κόρσακωφ) και η σουίτα για πιάνο "Πίνακες από μία Έκθεση" (υπάρχει και όμορφη ενορχήστρωσή της από τον Μωρίς Ραβέλ).
Η μουσική του Μουσόργκσκι έχει όλα αυτά τα στοιχεία της ρώσικης εθνικής σχολής, τον ρομαντισμό, την καλυμμένη μελαγχολία και την στοχαστική διάθεση, αλλά συχνά ξεχωρίζει για την πρωτοτυπία της και την ενεργητικότητά της. "Δύσκολα" και βαριά περάσματα μπορούν τελικά να "διαμορφωθούν" σε χαρούμενες μελωδίες που όμως συνήθως διαρκούν λίγο. Στο πιο γνωστό έργο του συνθέτη, τους "Πίνακες από μία Έκθεση", όλοι τελικά οι πίνακες εμφανίζονται σταδιακά στα μάτια μας μέσω της πειστικής διάθεσης και της "ρομαντικής εγρήγορσης" που διαπνέει η σύνθεση σε όλη της τη διάρκεια. Οι διάφορες πρωτοτυπίες του συνθέτη έχουν επηρεάσει μεταγενέστερους ρώσους συνθέτες.
Αρκετή ποικιλία υπάρχει στο έργο του, πάντως μερικά έργα είναι τελειωμένα ή ενορχηστρωμένα από άλλους μουσουργούς - Συμφωνική μουσική : "Μία νύχτα στο φαλακρό βουνό", 3 συμφωνικές μινιατούρες. Εργα για πιάνο : 2 σονάτες, "Αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας", "Πίνακες από μία έκθεση". Φωνητική μουσική : 64 μελωδίες και τραγούδια σε 3 κύκλους : "Τα παιδικά", "Χωρίς ήλιο", "Τραγούδια και χοροί του θανάτου", 5 τραγούδια σε ποίηση Τολστόι, η νύχτα (ποίηση Πούσκιν), η επιθυμία (ποίηση Χάινε), τραγούδι του Μεφιστοφελή (ποίηση Γκαίτε), έργα για χορωδία κλπ. Οπερες : Μπορίς Γκουντούνωφ, Κοβάντσινα (τελειωμένη από τον Ρίμσκυ Κόρσακωφ).
ΑΠΟ ΤΟ http://www.artissimo.gr/
Παρασκευή 23 Οκτωβρίου 2009
FRANZ LEHAR - ΡΑΝΤΣ ΛΕΧΑΡ
Φραντς Λέχαρ
Ο Φραντς Λέχαρ (Franz Lehar, 30 Απριλίου 1870 - 24 Οκτωβρίου 1948) ήταν Αυστριακός μουσικοσυνθέτης και ο περιφημότερος μετά τον Γιόχαν Στράους.
Γεννήθηκε στην Ουγγαρία και πέθανε στην Αυστρία. Ξεκίνησε ως βιολιστής και αργότερα ανέλαβε διευθυντής στρατιωτικής μπάντας για να αφοσιωθεί τελικά με τη σύνθεση και ειδικά της οπερέτας.
Η οπερέτα που τον καθιέρωσε διεθνώς και η οποία κατέληξε να θεωρείται πρότυπο πάνω στο οποίο ασχολήθηκαν όλοι οι νεότεροι σε αυτό το μουσικό είδος ήταν η «Εύθυμη χήρα» (1905). Χαρακτηριστικό της μουσικής του Λέχαρ θεωρείται το πλήθος των ιδεών που αναπτύσσεται αβίαστα σε μια συμπαθητική μελωδική γραμμή.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ο Φραντς Λέχαρ (Franz Lehar, 30 Απριλίου 1870 - 24 Οκτωβρίου 1948) ήταν Αυστριακός μουσικοσυνθέτης και ο περιφημότερος μετά τον Γιόχαν Στράους.
Γεννήθηκε στην Ουγγαρία και πέθανε στην Αυστρία. Ξεκίνησε ως βιολιστής και αργότερα ανέλαβε διευθυντής στρατιωτικής μπάντας για να αφοσιωθεί τελικά με τη σύνθεση και ειδικά της οπερέτας.
Η οπερέτα που τον καθιέρωσε διεθνώς και η οποία κατέληξε να θεωρείται πρότυπο πάνω στο οποίο ασχολήθηκαν όλοι οι νεότεροι σε αυτό το μουσικό είδος ήταν η «Εύθυμη χήρα» (1905). Χαρακτηριστικό της μουσικής του Λέχαρ θεωρείται το πλήθος των ιδεών που αναπτύσσεται αβίαστα σε μια συμπαθητική μελωδική γραμμή.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009
FRANZ LISZT - ΦΡΑΝΤΣ ΛΙΣΤ
Φραντς Λιστ
Ο Φραντς Λιστ (Franz ή Ferenc Liszt, 22 Οκτωβρίου 1811 - 31 Ιουλίου 1886) ήταν Ούγγρος ρομαντικός συνθέτης και πιανίστας. Μαζί με τον Φρεντερίκ Σοπέν, θεωρούνται οι σημαντικότεροι ρομαντικοί συνθέτες για πιάνο και δύο από τους σπουδαιότερους πιανίστες της εποχής.
Βίος
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1811 στο Ράιντινγκ της Ουγγαρίας, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Οι γονείς του ήταν γερμανικής καταγωγής και ο συνθέτης μεγάλωσε με μητρική γλώσσα τα γερμανικά. Από μικρός έδειξε το ταλέντο του στο πιάνο και σύντομα η οικογένειά του μετακόμισε στη Βιέννη για να λάβει συστηματική διδασκαλία. Εκεί πήρε μαθήματα πιάνου από τον συνθέτη Καρλ Τσέρνυ (Carl Czerny) και σύνθεσης από τον συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι. Το 1822 έδωσε την πρώτη του συναυλία και εντυπωσίασε το κοινό. Στη δεύτερη συναυλία του, το 1823, ανάμεσα στους ενθουσιασμένους ακροατές ήταν και ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Τον Δεκέμβριο του 1823 η οικογένεια Λιστ μετακόμισε στο Παρίσι, επίκεντρο τότε της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής. Εκεί ο Λιστ δεν μπόρεσε να σπουδάσει στο Κονσερβατουάρ, γιατί δεν ήταν δυνατή η εγγραφή αλλοδαπών, αυτό όμως δεν είχε τελικά αρνητικές επιπτώσεις στην εκπαίδευσή του: συνέχισε όμως να μελετά με δασκάλους ή αυτοδίδακτος. Παράλληλα με τις σπουδές του έκανε πολλές περιοδείες για ρεσιτάλ στη Γαλλία και την Αγγλία και έγινε σύντομα γνωστός και αγαπητός στα ευρωπαϊκά σαλόνια.
Στο Παρίσι γνώρισε πολλές προσωπικότητες του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου, όπως τους Βίκτωρ Ουγκό, Λαμαρτίνο, Χάινριχ Χάινε, Βιτσέντζο Μπελίνι, Τζοακίνο Ροσίνι, Φρεντερίκ Σοπέν. Οι συνθέτες που θαύμαζε ήταν ο Εκτόρ Μπερλιόζ, ο Φρεντερίκ Σοπέν και ο Νικολό Παγκανίνι. Εκεί επίσης γνώρισε και δέχθηκε επίδραση από τις σοσιαλιστικές ιδέες του Σαιντ-Σιμόν και του Λαμεναί.
Το 1827, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά έπειτα από σύντομη ασθένεια. Ο Λιστ έμεινε τότε χωρίς υποστήριξη και έπρεπε να φροντίσει μόνος για την συνέχιση των σπουδών και της καριέρας του. Άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου και μάλιστα ερωτεύτηκε μια μαθήτριά του, αλλά η οικογένειά της απαγόρευσε τη συνέχιση της σχέσης τους. Λϊγο καιρό μετά ο συνθέτης πέρασε μια φάση θρησκοληψίας (για δεύτερη φορά, είχε εκδηλώσει και παλιότερα αυτήν την επιθυμία, αλλά το απέτρεψε ο πατέρας του). Για αρκετό καιρό διέκοψε τις δημόσιες εμφανίσεις και τα ίχνη του χάθηκαν. Λέγεται ότι ο ιερέας Λαμεναί, στενός φίλος της οικογένειας, τον βοήθησε να ξεπεράσει την κρίση.
Το 1833 στο σπίτι του Φρεντερίκ Σοπέν γνωρίστηκε με την κόμισσα Μαρί ντ΄ Αγκού, η οποία τον ερωτεύτηκε και εγκατέλειψε τον σύζυγό της για να τον ακολουθήσει. Μαζί έζησαν ως το 1844 στην Ελβετία και την Ιταλία και απέκτησαν 3 παιδιά. Εκείνη τη χρονιά το ζευγάρι χώρισε. Αργότερα η κόμισσα έγινε συγγραφέας με το ψευδώνυμο Daniel Stern.
Ως το 1847 ο Λιστ είχε αποκτήσει τεράστια φήμη ως πιανίστας. Αυτός ήταν μάλιστα που καθιέρωσε τον όρο "ρεσιτάλ" και σε αυτόν οφείλεται εν πολλοίς η συνήθεια να ερμηνεύονται τα σολιστικά έργα χωρίς παρτιτούρα στις συναυλίες. Είχε την ικανότητα να συναρπάζει το κοινό με το εξαιρετικά δεξιοτεχνικό και εντυπωσιακό παίξιμό του, όπως έκανε στο βιολί το ίνδαλμά του, ο Νικολό Παγκανίνι.
Από το 1848 ως το 1861 έζησε μόνιμα στη Βαϊμάρη (όπου είχε διοριστεί αρχιμουσικός το 1844), μαζί με τη νέα σύντροφό του Καρολίνα Ιβανόφσκα, εν διαστάσει σύζυγο του Ρώσου πρίγκηπα Ζάιν-Βιτγκενστάιν. Καθώς από το 1847 είχε εγκαταλείψει την καρίερα του πιανίστα για να αφοσιωθεί στη σύνθεση, δραστηριοποιήθηκε πλέον ως αρχιμουσικός δίνοντας πολλές συναυλίες και παράλληλα οργάνωσε την καλλιτεχνική ζωή της πόλης και προσέφερε υποστήριξη σε πολλούς νέους συνθέτες, ένας από τους οποίους ήταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Λιστ από την κόμισσα ντ΄ Αγκού, Κόζιμα. Ο Λιστ διηύθυνε τις πρώτες εκτελέσεις έργων του Βάγκνερ, όπως τα Ταγχώυζερ και Ιπτάμενος Ολλανδός. Άλλοι συνθέτες τους οποίους υποστήριξε ήταν οι Αλεξάντρ Μποροντίν,Καμίγ Σαιν-Σανς, Μπέντριχ Σμέτανα. Εκείνη την περίοδο ολοκλήρωσε και κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του όπως τα δύο κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα και τη σονάτα για πιάνο.
Το 1861 η σύντροφός του Καρολίνα πήγε στην Ιταλία για να ζητήσει από τον πάπα να εγκρίνει το διαζύγιό της με τον πρίγκηπα Ζάιν-Βιτγκενστάιν ώστε να παντρευτεί με τον συνθέτη. Ο Λιστ την ακολούθησε το 1862, για να εμπνευστεί και να γράψει θρησκευτική μουσική. Το ζευγάρι τελικά δεν παντρεύτηκε ποτέ, επειδή αρχικά το Βατικανό δεν έδινε την έγκριση και έπειτα επειδή μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου της Καρολίνας η οικογένειά της είχε αντιρρήσεις. Ο συνθέτης τελικά εντάχθηκε στον ιερατικό κλάδο το 1865.
Το 1869 διορίστηκε σύμβουλος στη βασιλική αυλή της Ουγγαρίας και από τότε ζούσε εναλλάξ στη Ρώμη, στη Βαϊμάρη και τη Βουδαπέστη, ενώ παράλληλα έκανε περιοδίες. Το 1873 οι Ούγγροι τον ανακήρυξαν εθνικό ήρωα και το 1876 του ανέθεσαν τη διεύθυνση της Μουσικής Ακαδημίας της Βουδαπέστης.
Στις 21 Ιουλίου του 1886 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε συναυλία στο Λουξεμβούργο. Έπειτα επισκέφθηκε όπως κάθε χρόνο το Φεστιβάλ του Μπαϋρόιτ. Αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και τελικά πέθανε λίγες μέρες μετά την άφιξή του στο Μπαϋρόιτ, στις 31 Ιουλίου.
Έργο
Το έργο του είναι πλούσιο: περιλαμβάνει έργα για ορχήστρα, για πιάνο και ορχήστρα, χορωδιακά και έργα για σόλο πιάνο. Τα τελευταία είναι και τα πιο δεξιοτεχνικά, αφού ο ίδιος, με την εκπληκτική τεχνική του, εκμεταλλεύτηκε όλες τις δυνατότητες του οργάνου. Στα έργα του εναλλάσσονται στιγμές υπερβολικής δεξιοτεχνίας με στιγμές λυρισμού και ποιητικότητας και εμφανίζονται πολλές αρμονικές και μορφολογικές καινοτομίες.
Καινοτομίες
Ενδεικτικά παραδείγματα των μορφολογικών καινοτομιών του είναι τα 2 κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα και η σονάτα για πιάνο. Το πρώτο κοντσέρτο, σε μι ύφεση μείζονα, το επεξεργαζόταν από το 1830 αλλά παρουσίασε την τελική μορφή του το 1855. Δεν ακολουθεί την παραδοσιακή δομή του κοντσέρτου, αλλά τα μέρη του ουσιαστικά είναι ενιαία και επεξεργάζεται σ' αυτά το ίδιο θεματικό υλικό. Εξαιρετικά προκλητική για την εποχή ήταν η χρήση του τρίγωνου στο τρίτο μέρος. Το δεύτερο κοντσέρτο, σε λα μείζονα, το επεξεργαζόταν στο διάστημα 1839-1861. Ούτε αυτό ακολουθεί την παραδοσιακή δομή. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σονάτα για πιάνο σε σι μείζονα, που ολοκληρώθηκε το 1853 και παρουσιάστηκε στο κοινό το 1858. Αυτά τα έργα αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία από τους κριτικούς και μόνο τον 20ο αι. καθιερώθηκαν στο πιανιστικό ρεπερτόριο.
Σε κάποια από τα τελευταία έργα του, όπως τα "Μεφίστο Βαλς", "Μακάβριο Τσάρντας" και "Ατονική Μπαγκατέλλα" υπάρχουν και στοιχεία μοντερνισμού.
Μια άλλη καινοτομία του είναι η επινόηση του "συμφωνικού ποιήματος", έργου "περιγραφικού" εμπνευσμένου από τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική ή και προσωπικά βιώματα. Ο Λιστ συνέθεσε 13 συμφωνικά ποιήματα αλλά και σε άλλα έργα του θέλησε να αποδώσει εντυπώσεις και βιώματα. Το πιο χαρακτηριστικό από αυτά είναι το σύνολο έργων για πιάνο "Χρόνια Προσκυνήματος", που διαιρείται σε τρια βιβλία: Ελβετία, Βενετία-Νάπολη και Ρώμη. Σε αυτά περιγράφει μουσικά τις εντυπώσεις του από την παραμονή του σε αυτά τα μέρη, με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως Οι καμπάνες της Γενεύης, Τα συντριβάνια της Βίλα ντ' Έστε κ.α.
Έμπνευση από τη λογοτεχνία
Σε πολλές συνθέσεις του εμπνεύστηκε από λογοτεχνικά έργα. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι συμφωνίες του Φάουστ, της οποίας τα τρία μέρη έχουν τα ονόματα "Φάουστ", "Μαργαρίτα", "Μεφιστοφελής", από τους ήρωες του Γκαίτε και Δάντης, που είναι εμπνευσμένη από την Κόλαση του Δάντη, του αγαπημένου του συγγραφέα. Άλλα έργα εμπνευσμένα από την ποίηση είναι οι 6 Consolations για πιάνο, σε ποίηση του Saint- Beuve, οι Θρησκευτικές και ποιητικές αρμονίες για πιάνο, σε ποίηση του Λαμαρτίνου, τα 3 Όνειρα Αγάπης, σε στίχους των Ludwich Uhland (1787-1862) και Ferdinand Freiligrath (1810-1876), τα Σονέτα του Πετράρχη από τη σειρά Χρόνια Προσκυνήματος.
Έμπνευση από την ουγγρική τσιγγάνικη και λαϊκή μουσική
Ο Λιστ αγαπούσε πολύ τη μουσική των τσιγγάνων της Ουγγαρίας, τη θεωρούσε συνδεδεμένη με τις αναμνήσεις κάθε Ούγγρου και τις ένδοξες μνήμες της πατρίδας του και βάσισε πολλά έργα του σε μελωδίες από λαϊκά τραγούδια και χορούς. Τα πιο διάσημα απ' αυτά είναι οι 19 Ουγγρικές Ραψωδίες για πιάνο, 6 από τις οποίες μεταγράφηκαν αργότερα για ορχήστρα. Άλλα έργα στα οποία επεξεργάζεται υλικό από λαϊκά τραγούδια είναι τα :Ιστορικά Ουγγρικά Πορτραίτα, 5 Ουγγρικά Λαϊκά Τραγούδια για πιάνο και το Ουγγρικό εμβατήριο επίθεσης.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ο Φραντς Λιστ (Franz ή Ferenc Liszt, 22 Οκτωβρίου 1811 - 31 Ιουλίου 1886) ήταν Ούγγρος ρομαντικός συνθέτης και πιανίστας. Μαζί με τον Φρεντερίκ Σοπέν, θεωρούνται οι σημαντικότεροι ρομαντικοί συνθέτες για πιάνο και δύο από τους σπουδαιότερους πιανίστες της εποχής.
Βίος
Γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1811 στο Ράιντινγκ της Ουγγαρίας, κοντά στα σύνορα με την Αυστρία. Οι γονείς του ήταν γερμανικής καταγωγής και ο συνθέτης μεγάλωσε με μητρική γλώσσα τα γερμανικά. Από μικρός έδειξε το ταλέντο του στο πιάνο και σύντομα η οικογένειά του μετακόμισε στη Βιέννη για να λάβει συστηματική διδασκαλία. Εκεί πήρε μαθήματα πιάνου από τον συνθέτη Καρλ Τσέρνυ (Carl Czerny) και σύνθεσης από τον συνθέτη Αντόνιο Σαλιέρι. Το 1822 έδωσε την πρώτη του συναυλία και εντυπωσίασε το κοινό. Στη δεύτερη συναυλία του, το 1823, ανάμεσα στους ενθουσιασμένους ακροατές ήταν και ο Λούντβιχ βαν Μπετόβεν.
Τον Δεκέμβριο του 1823 η οικογένεια Λιστ μετακόμισε στο Παρίσι, επίκεντρο τότε της καλλιτεχνικής και πνευματικής ζωής. Εκεί ο Λιστ δεν μπόρεσε να σπουδάσει στο Κονσερβατουάρ, γιατί δεν ήταν δυνατή η εγγραφή αλλοδαπών, αυτό όμως δεν είχε τελικά αρνητικές επιπτώσεις στην εκπαίδευσή του: συνέχισε όμως να μελετά με δασκάλους ή αυτοδίδακτος. Παράλληλα με τις σπουδές του έκανε πολλές περιοδείες για ρεσιτάλ στη Γαλλία και την Αγγλία και έγινε σύντομα γνωστός και αγαπητός στα ευρωπαϊκά σαλόνια.
Στο Παρίσι γνώρισε πολλές προσωπικότητες του πνευματικού και καλλιτεχνικού χώρου, όπως τους Βίκτωρ Ουγκό, Λαμαρτίνο, Χάινριχ Χάινε, Βιτσέντζο Μπελίνι, Τζοακίνο Ροσίνι, Φρεντερίκ Σοπέν. Οι συνθέτες που θαύμαζε ήταν ο Εκτόρ Μπερλιόζ, ο Φρεντερίκ Σοπέν και ο Νικολό Παγκανίνι. Εκεί επίσης γνώρισε και δέχθηκε επίδραση από τις σοσιαλιστικές ιδέες του Σαιντ-Σιμόν και του Λαμεναί.
Το 1827, κατά τη διάρκεια μιας περιοδείας, ο πατέρας του πέθανε ξαφνικά έπειτα από σύντομη ασθένεια. Ο Λιστ έμεινε τότε χωρίς υποστήριξη και έπρεπε να φροντίσει μόνος για την συνέχιση των σπουδών και της καριέρας του. Άρχισε να παραδίδει μαθήματα πιάνου και μάλιστα ερωτεύτηκε μια μαθήτριά του, αλλά η οικογένειά της απαγόρευσε τη συνέχιση της σχέσης τους. Λϊγο καιρό μετά ο συνθέτης πέρασε μια φάση θρησκοληψίας (για δεύτερη φορά, είχε εκδηλώσει και παλιότερα αυτήν την επιθυμία, αλλά το απέτρεψε ο πατέρας του). Για αρκετό καιρό διέκοψε τις δημόσιες εμφανίσεις και τα ίχνη του χάθηκαν. Λέγεται ότι ο ιερέας Λαμεναί, στενός φίλος της οικογένειας, τον βοήθησε να ξεπεράσει την κρίση.
Το 1833 στο σπίτι του Φρεντερίκ Σοπέν γνωρίστηκε με την κόμισσα Μαρί ντ΄ Αγκού, η οποία τον ερωτεύτηκε και εγκατέλειψε τον σύζυγό της για να τον ακολουθήσει. Μαζί έζησαν ως το 1844 στην Ελβετία και την Ιταλία και απέκτησαν 3 παιδιά. Εκείνη τη χρονιά το ζευγάρι χώρισε. Αργότερα η κόμισσα έγινε συγγραφέας με το ψευδώνυμο Daniel Stern.
Ως το 1847 ο Λιστ είχε αποκτήσει τεράστια φήμη ως πιανίστας. Αυτός ήταν μάλιστα που καθιέρωσε τον όρο "ρεσιτάλ" και σε αυτόν οφείλεται εν πολλοίς η συνήθεια να ερμηνεύονται τα σολιστικά έργα χωρίς παρτιτούρα στις συναυλίες. Είχε την ικανότητα να συναρπάζει το κοινό με το εξαιρετικά δεξιοτεχνικό και εντυπωσιακό παίξιμό του, όπως έκανε στο βιολί το ίνδαλμά του, ο Νικολό Παγκανίνι.
Από το 1848 ως το 1861 έζησε μόνιμα στη Βαϊμάρη (όπου είχε διοριστεί αρχιμουσικός το 1844), μαζί με τη νέα σύντροφό του Καρολίνα Ιβανόφσκα, εν διαστάσει σύζυγο του Ρώσου πρίγκηπα Ζάιν-Βιτγκενστάιν. Καθώς από το 1847 είχε εγκαταλείψει την καρίερα του πιανίστα για να αφοσιωθεί στη σύνθεση, δραστηριοποιήθηκε πλέον ως αρχιμουσικός δίνοντας πολλές συναυλίες και παράλληλα οργάνωσε την καλλιτεχνική ζωή της πόλης και προσέφερε υποστήριξη σε πολλούς νέους συνθέτες, ένας από τους οποίους ήταν ο Ρίχαρντ Βάγκνερ, ο οποίος παντρεύτηκε την κόρη του Λιστ από την κόμισσα ντ΄ Αγκού, Κόζιμα. Ο Λιστ διηύθυνε τις πρώτες εκτελέσεις έργων του Βάγκνερ, όπως τα Ταγχώυζερ και Ιπτάμενος Ολλανδός. Άλλοι συνθέτες τους οποίους υποστήριξε ήταν οι Αλεξάντρ Μποροντίν,Καμίγ Σαιν-Σανς, Μπέντριχ Σμέτανα. Εκείνη την περίοδο ολοκλήρωσε και κάποια από τα σπουδαιότερα έργα του όπως τα δύο κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα και τη σονάτα για πιάνο.
Το 1861 η σύντροφός του Καρολίνα πήγε στην Ιταλία για να ζητήσει από τον πάπα να εγκρίνει το διαζύγιό της με τον πρίγκηπα Ζάιν-Βιτγκενστάιν ώστε να παντρευτεί με τον συνθέτη. Ο Λιστ την ακολούθησε το 1862, για να εμπνευστεί και να γράψει θρησκευτική μουσική. Το ζευγάρι τελικά δεν παντρεύτηκε ποτέ, επειδή αρχικά το Βατικανό δεν έδινε την έγκριση και έπειτα επειδή μετά τον θάνατο του πρώην συζύγου της Καρολίνας η οικογένειά της είχε αντιρρήσεις. Ο συνθέτης τελικά εντάχθηκε στον ιερατικό κλάδο το 1865.
Το 1869 διορίστηκε σύμβουλος στη βασιλική αυλή της Ουγγαρίας και από τότε ζούσε εναλλάξ στη Ρώμη, στη Βαϊμάρη και τη Βουδαπέστη, ενώ παράλληλα έκανε περιοδίες. Το 1873 οι Ούγγροι τον ανακήρυξαν εθνικό ήρωα και το 1876 του ανέθεσαν τη διεύθυνση της Μουσικής Ακαδημίας της Βουδαπέστης.
Στις 21 Ιουλίου του 1886 έκανε την τελευταία του δημόσια εμφάνιση σε συναυλία στο Λουξεμβούργο. Έπειτα επισκέφθηκε όπως κάθε χρόνο το Φεστιβάλ του Μπαϋρόιτ. Αντιμετώπιζε προβλήματα υγείας σε όλη τη διάρκεια του ταξιδιού και τελικά πέθανε λίγες μέρες μετά την άφιξή του στο Μπαϋρόιτ, στις 31 Ιουλίου.
Έργο
Το έργο του είναι πλούσιο: περιλαμβάνει έργα για ορχήστρα, για πιάνο και ορχήστρα, χορωδιακά και έργα για σόλο πιάνο. Τα τελευταία είναι και τα πιο δεξιοτεχνικά, αφού ο ίδιος, με την εκπληκτική τεχνική του, εκμεταλλεύτηκε όλες τις δυνατότητες του οργάνου. Στα έργα του εναλλάσσονται στιγμές υπερβολικής δεξιοτεχνίας με στιγμές λυρισμού και ποιητικότητας και εμφανίζονται πολλές αρμονικές και μορφολογικές καινοτομίες.
Καινοτομίες
Ενδεικτικά παραδείγματα των μορφολογικών καινοτομιών του είναι τα 2 κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα και η σονάτα για πιάνο. Το πρώτο κοντσέρτο, σε μι ύφεση μείζονα, το επεξεργαζόταν από το 1830 αλλά παρουσίασε την τελική μορφή του το 1855. Δεν ακολουθεί την παραδοσιακή δομή του κοντσέρτου, αλλά τα μέρη του ουσιαστικά είναι ενιαία και επεξεργάζεται σ' αυτά το ίδιο θεματικό υλικό. Εξαιρετικά προκλητική για την εποχή ήταν η χρήση του τρίγωνου στο τρίτο μέρος. Το δεύτερο κοντσέρτο, σε λα μείζονα, το επεξεργαζόταν στο διάστημα 1839-1861. Ούτε αυτό ακολουθεί την παραδοσιακή δομή. Το ίδιο συμβαίνει και με τη σονάτα για πιάνο σε σι μείζονα, που ολοκληρώθηκε το 1853 και παρουσιάστηκε στο κοινό το 1858. Αυτά τα έργα αντιμετωπίστηκαν με δυσπιστία από τους κριτικούς και μόνο τον 20ο αι. καθιερώθηκαν στο πιανιστικό ρεπερτόριο.
Σε κάποια από τα τελευταία έργα του, όπως τα "Μεφίστο Βαλς", "Μακάβριο Τσάρντας" και "Ατονική Μπαγκατέλλα" υπάρχουν και στοιχεία μοντερνισμού.
Μια άλλη καινοτομία του είναι η επινόηση του "συμφωνικού ποιήματος", έργου "περιγραφικού" εμπνευσμένου από τη λογοτεχνία, τη ζωγραφική ή και προσωπικά βιώματα. Ο Λιστ συνέθεσε 13 συμφωνικά ποιήματα αλλά και σε άλλα έργα του θέλησε να αποδώσει εντυπώσεις και βιώματα. Το πιο χαρακτηριστικό από αυτά είναι το σύνολο έργων για πιάνο "Χρόνια Προσκυνήματος", που διαιρείται σε τρια βιβλία: Ελβετία, Βενετία-Νάπολη και Ρώμη. Σε αυτά περιγράφει μουσικά τις εντυπώσεις του από την παραμονή του σε αυτά τα μέρη, με χαρακτηριστικούς τίτλους όπως Οι καμπάνες της Γενεύης, Τα συντριβάνια της Βίλα ντ' Έστε κ.α.
Έμπνευση από τη λογοτεχνία
Σε πολλές συνθέσεις του εμπνεύστηκε από λογοτεχνικά έργα. Τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι συμφωνίες του Φάουστ, της οποίας τα τρία μέρη έχουν τα ονόματα "Φάουστ", "Μαργαρίτα", "Μεφιστοφελής", από τους ήρωες του Γκαίτε και Δάντης, που είναι εμπνευσμένη από την Κόλαση του Δάντη, του αγαπημένου του συγγραφέα. Άλλα έργα εμπνευσμένα από την ποίηση είναι οι 6 Consolations για πιάνο, σε ποίηση του Saint- Beuve, οι Θρησκευτικές και ποιητικές αρμονίες για πιάνο, σε ποίηση του Λαμαρτίνου, τα 3 Όνειρα Αγάπης, σε στίχους των Ludwich Uhland (1787-1862) και Ferdinand Freiligrath (1810-1876), τα Σονέτα του Πετράρχη από τη σειρά Χρόνια Προσκυνήματος.
Έμπνευση από την ουγγρική τσιγγάνικη και λαϊκή μουσική
Ο Λιστ αγαπούσε πολύ τη μουσική των τσιγγάνων της Ουγγαρίας, τη θεωρούσε συνδεδεμένη με τις αναμνήσεις κάθε Ούγγρου και τις ένδοξες μνήμες της πατρίδας του και βάσισε πολλά έργα του σε μελωδίες από λαϊκά τραγούδια και χορούς. Τα πιο διάσημα απ' αυτά είναι οι 19 Ουγγρικές Ραψωδίες για πιάνο, 6 από τις οποίες μεταγράφηκαν αργότερα για ορχήστρα. Άλλα έργα στα οποία επεξεργάζεται υλικό από λαϊκά τραγούδια είναι τα :Ιστορικά Ουγγρικά Πορτραίτα, 5 Ουγγρικά Λαϊκά Τραγούδια για πιάνο και το Ουγγρικό εμβατήριο επίθεσης.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009
NORBERT SCHULTZE - ΝΟΡΜΠΕΡΤ ΣΟΥΛΤΖΕ
Νόρμπερτ Σούλτζε
Ο συνθέτης Νόρμπερτ Σούλτζε γεννήθηκε στο Μπραουνσβάϊχ της Γερμανίας στις 26 Ιανουαρίου του 1911. Έγραψε μουσική για παιδικά μιούζικαλ και πολλά τραγούδια, αλλά στην ιστορία θα μείνει για ένα, τη «Λιλή Μαρλέν».Πρόκειται για ένα τραγούδι, που επηρέασε τους στρατιώτες που πολεμούσαν και από τις δύο πλευρές των χαρακωμάτων κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Μιλούσε για ένα στρατιώτη, που άφησε πίσω στην πατρίδα την αγαπημένη του Λιλή Μαρλέν για να πάει να πολεμήσει στο μέτωπο.Οι Ναζί το απαγόρευσαν, παρότι ο Σούλτσε τους υπηρέτησε πιστά, ενώ οι άγγλοι αξιωματικοί «έβγαζαν σπυράκια» ακούγοντας τους άνδρες τους να το τραγουδούν στα γερμανικά. Γι' αυτό ανέθεσαν σ' ένα στιχουργό να γράψει την αγγλική εκδοχή του τραγουδιού, που μεταδόθηκε από το ΒΒC. Η «Λιλή Μαρλέν» πρωτοτραγουδήθηκε από τη Λάλε Άντερσεν το 1941 και στη συνέχεια ερμηνεύτηκε από αναρίθμητες τραγουδίστριες. Ανάμεσά τους, η Μάρλεν Ντίτριχ, η Εντίθ Πιάφ και η Γκρέτα Γκάρμπο.Ο συνθέτης της «Λιλή Μαρλέν» Νόρμπερτ Σούλτσε πέθανε πλήρης ημερών στις 14 Οκτωβρίου του 2002.
ΑΠΟ ΤΟ www.istoria.exnet.gr
Σάββατο 10 Οκτωβρίου 2009
ANTON BRUCKNER - ΑΝΤΟΝ ΜΠΡΟΥΚΝΕΡ
Άντον Μπρούκνερ
Ο Γιόζεφ Άντον Μπρούκνερ (Josef Anton Bruckner, Ansfelden 4 Σεπτεμβρίου 1824 - Βιέννη 11 Οκτωβρίου 1896) ήταν Αυστριακός συνθέτης και οργανίστας. Είναι γνωστός για τις συμφωνίες του και την εκκλησιαστική του μουσική. Η αναγνώριση του ως συνθέτη άργησε να έρθει, ενώ αποτέλεσε σημείο αναφοράς πολλών συνθετών των επόμενων γενεών. Η μουσική του είναι πρωτότυπη (παρόλο που μαρτυρά την επιρροή των Βάγκνερ και Μπετόβεν) και εύκολα αναγνωρίσιμη λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών όπως π.χ. η συχνή και πολύ πρωτότυπη χρήση των χάλκινων πνευστών. Ο Μπρούκνερ ήταν επίσης γνωστός ως δάσκαλος και είχε ορισμένους φανατικούς οπαδούς στο ωδείο της Βιέννης, στο οποίο δίδαξε τα χρόνια 1868-1891. Ανάμεσα σε αυτούς τους οπαδούς συγκαταλέγονται ο Γκούσταβ Μάλερ (1860-1911) και ο Χούγκο Βολφ (1860-1903).
Ο Μπρούκνερ υστερούσε σε αυτοπεποίθηση και αυτός ήταν ο λόγος που συχνά υπέκυπτε σε παροτρύνσεις "φίλων" να διορθώνει τις συμφωνίες του έτσι ώστε να τις κάνει πιο προσιτές προς το κοινό, πράγμα το οποίο δεν πετύχαινε και έτσι κατέληγε να αναλώνει πολύ χρόνο σε διορθώσεις. Η πρώτη του διεθνής αναγνώριση ως συνθέτη ήρθε το 1884, μετά από την πρώτη εκτέλεση έβδομης συμφωνίας σε μι μείζονα, η οποία είναι και το πιο γνωστό έργο του. Στη Βιέννη είχε δύο παντοτινούς αντιπάλους: τη φιλαρμονική ορχήστρα της Βιέννης που είχε απορρίψει τη δεύτερη συμφωνία σε ντο ελάσσων (1871) ως «αδύνατη να παιχθεί» και την τρίτη σε ρε ελάσσων (1873) ως «δυσνόητη», και τον σκληρό μουσικοκριτικό και φανατικά «αντιβαγκνερικό» Έντουαρντ Χάνσλικ (Eduard Hanslick, 1825-1904) που σαμπόταρε τις εκτελέσεις έργων του Μπρούκνερ.
Πρώτα χρόνια και καταγωγή
Ο Μπρούκνερ καταγόταν από φτωχούς επαρχιώτες, ενώ ο παππούς και ο πατέρας του (από τον οποίο πήρε τις πρώτες μουσικές γνώσεις) ήταν δάσκαλοι σε σχολεία της επαρχίας. Ο πατέρας του πέθανε το 1837 και ο Μπρούκνερ έγινε χορωδός στο μοναστήρι του Αγίου Φλώριαν. Τα χρόνια 1840-1855 εργάστηκε ως δάσκαλος σε χωριά που βρισκόταν στα σύνορα με τη Βοημία, στον Άγιο Φλώριαν και στο Λιντς. Το 1855 διορίστηκε πρώτος οργανίστας στο καθεδρικό ναό του Λιντς και γρήγορα απέκτησε παγκόσμια φήμη ως οργανίστας, ενώ παράλληλα έπαιρνε ιδιαίτερα μαθήματα σύνθεσης από τον Ζίμον Ζέχτερ και τον Όττο Κίτσλερ (που ήταν δέκα χρόνια νεότερός του). Ο τελευταίος ήταν που τον ενθάρρυνε να στραφεί προς τον Βάγκνερ, του οποίου η επιρροή υπήρξε καθοριστική για το έργο του. Το 1867 υπέστη νευρικό κλονισμό από υπερκόπωση. Όταν τον επόμενο χρόνο ανάρρωσε έφυγε για τη Βιέννη, όπου διορίστηκε καθηγητής εκκλησιαστικού οργάνου και θεωρητικών στο ωδείο. Μαθητής του υπήρξε ο Μάλερ.
Τελευταία χρόνια
Από το 1892 ο Μπρούκνερ αντιμετώπιζε καρδιακά προβλήματα τα οποία τον έκαναν αδύναμο και σε ορισμένες φάσεις ανήμπορο να αναπνεύσει. Το τελευταίο του έργο υπήρξε η ένατη συμφωνία σε ρε ελάσσων η οποία έμεινε και ημιτελής κατά τον θάνατό του το 1896. Κατόπιν επιθυμίας του τάφηκε στον Άγιο Φλώριαν, κάτω από το εκκλησιαστικό όργανο.
Συμφωνίες
Ο Μπρούκνερ έγραψε 11 συμφωνίες, από τις οποίες οι πρώτες δύο έμειναν αναρίθμητες. Ακολουθεί κατάλογος των συνφωνιών που έγραψε ο Μπρούκνερ:
Συμφωνία σε φα ελάσσων. Επονομαζόμενη "μαθητική συμφωνία" από τον ίδιο. 1863.
Συμφωνία σε ρε ελάσσων. "Νούμερο 0". 1865.
Συμφωνία αρ.1 σε ντο ελάσσων. "Λιντς". Έκδοση Λιντς 1868, έκδοση Βιέννης 1891.
Συμφωνία αρ. 2 σε ντο ελάσσων. "Η συμφωνία των παύσεων". 1871
Συμφωνία αρ. 3 σε ρε ελάσσων. "Συμφωνία Βάγκνερ". Α' έκδοση 1873, Β' έκδοση 1877 και Γ' έκδοση 1889.
Συμφωνία αρ. 4 σε μι-ύφεση μείζονα. "Ρομαντική". Α' έκδοση 1874, Β' έκδοση 1878-1880 και Γ' έκδοση 1888.
Συμφωνία αρ. 5 σε σι-ύφεση μείζονα. 1875-1878
Συμφωνία αρ. 6 σε λα μείζονα. 1879-1881
Συμφωνία αρ. 7 σε μι μείζονα. 1881-1884
Συμφωνία αρ. 8 σε ντο ελάσσων. "Αποκαλυπτική". Α' έκδοση 1887, Β' έκδοση 1890.
Συμφωνία αρ. 9 σε ρε ελάσσων. Ημιτελής (χωρίς φινάλε). 1888-1896.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ο Γιόζεφ Άντον Μπρούκνερ (Josef Anton Bruckner, Ansfelden 4 Σεπτεμβρίου 1824 - Βιέννη 11 Οκτωβρίου 1896) ήταν Αυστριακός συνθέτης και οργανίστας. Είναι γνωστός για τις συμφωνίες του και την εκκλησιαστική του μουσική. Η αναγνώριση του ως συνθέτη άργησε να έρθει, ενώ αποτέλεσε σημείο αναφοράς πολλών συνθετών των επόμενων γενεών. Η μουσική του είναι πρωτότυπη (παρόλο που μαρτυρά την επιρροή των Βάγκνερ και Μπετόβεν) και εύκολα αναγνωρίσιμη λόγω ορισμένων χαρακτηριστικών όπως π.χ. η συχνή και πολύ πρωτότυπη χρήση των χάλκινων πνευστών. Ο Μπρούκνερ ήταν επίσης γνωστός ως δάσκαλος και είχε ορισμένους φανατικούς οπαδούς στο ωδείο της Βιέννης, στο οποίο δίδαξε τα χρόνια 1868-1891. Ανάμεσα σε αυτούς τους οπαδούς συγκαταλέγονται ο Γκούσταβ Μάλερ (1860-1911) και ο Χούγκο Βολφ (1860-1903).
Ο Μπρούκνερ υστερούσε σε αυτοπεποίθηση και αυτός ήταν ο λόγος που συχνά υπέκυπτε σε παροτρύνσεις "φίλων" να διορθώνει τις συμφωνίες του έτσι ώστε να τις κάνει πιο προσιτές προς το κοινό, πράγμα το οποίο δεν πετύχαινε και έτσι κατέληγε να αναλώνει πολύ χρόνο σε διορθώσεις. Η πρώτη του διεθνής αναγνώριση ως συνθέτη ήρθε το 1884, μετά από την πρώτη εκτέλεση έβδομης συμφωνίας σε μι μείζονα, η οποία είναι και το πιο γνωστό έργο του. Στη Βιέννη είχε δύο παντοτινούς αντιπάλους: τη φιλαρμονική ορχήστρα της Βιέννης που είχε απορρίψει τη δεύτερη συμφωνία σε ντο ελάσσων (1871) ως «αδύνατη να παιχθεί» και την τρίτη σε ρε ελάσσων (1873) ως «δυσνόητη», και τον σκληρό μουσικοκριτικό και φανατικά «αντιβαγκνερικό» Έντουαρντ Χάνσλικ (Eduard Hanslick, 1825-1904) που σαμπόταρε τις εκτελέσεις έργων του Μπρούκνερ.
Πρώτα χρόνια και καταγωγή
Ο Μπρούκνερ καταγόταν από φτωχούς επαρχιώτες, ενώ ο παππούς και ο πατέρας του (από τον οποίο πήρε τις πρώτες μουσικές γνώσεις) ήταν δάσκαλοι σε σχολεία της επαρχίας. Ο πατέρας του πέθανε το 1837 και ο Μπρούκνερ έγινε χορωδός στο μοναστήρι του Αγίου Φλώριαν. Τα χρόνια 1840-1855 εργάστηκε ως δάσκαλος σε χωριά που βρισκόταν στα σύνορα με τη Βοημία, στον Άγιο Φλώριαν και στο Λιντς. Το 1855 διορίστηκε πρώτος οργανίστας στο καθεδρικό ναό του Λιντς και γρήγορα απέκτησε παγκόσμια φήμη ως οργανίστας, ενώ παράλληλα έπαιρνε ιδιαίτερα μαθήματα σύνθεσης από τον Ζίμον Ζέχτερ και τον Όττο Κίτσλερ (που ήταν δέκα χρόνια νεότερός του). Ο τελευταίος ήταν που τον ενθάρρυνε να στραφεί προς τον Βάγκνερ, του οποίου η επιρροή υπήρξε καθοριστική για το έργο του. Το 1867 υπέστη νευρικό κλονισμό από υπερκόπωση. Όταν τον επόμενο χρόνο ανάρρωσε έφυγε για τη Βιέννη, όπου διορίστηκε καθηγητής εκκλησιαστικού οργάνου και θεωρητικών στο ωδείο. Μαθητής του υπήρξε ο Μάλερ.
Τελευταία χρόνια
Από το 1892 ο Μπρούκνερ αντιμετώπιζε καρδιακά προβλήματα τα οποία τον έκαναν αδύναμο και σε ορισμένες φάσεις ανήμπορο να αναπνεύσει. Το τελευταίο του έργο υπήρξε η ένατη συμφωνία σε ρε ελάσσων η οποία έμεινε και ημιτελής κατά τον θάνατό του το 1896. Κατόπιν επιθυμίας του τάφηκε στον Άγιο Φλώριαν, κάτω από το εκκλησιαστικό όργανο.
Συμφωνίες
Ο Μπρούκνερ έγραψε 11 συμφωνίες, από τις οποίες οι πρώτες δύο έμειναν αναρίθμητες. Ακολουθεί κατάλογος των συνφωνιών που έγραψε ο Μπρούκνερ:
Συμφωνία σε φα ελάσσων. Επονομαζόμενη "μαθητική συμφωνία" από τον ίδιο. 1863.
Συμφωνία σε ρε ελάσσων. "Νούμερο 0". 1865.
Συμφωνία αρ.1 σε ντο ελάσσων. "Λιντς". Έκδοση Λιντς 1868, έκδοση Βιέννης 1891.
Συμφωνία αρ. 2 σε ντο ελάσσων. "Η συμφωνία των παύσεων". 1871
Συμφωνία αρ. 3 σε ρε ελάσσων. "Συμφωνία Βάγκνερ". Α' έκδοση 1873, Β' έκδοση 1877 και Γ' έκδοση 1889.
Συμφωνία αρ. 4 σε μι-ύφεση μείζονα. "Ρομαντική". Α' έκδοση 1874, Β' έκδοση 1878-1880 και Γ' έκδοση 1888.
Συμφωνία αρ. 5 σε σι-ύφεση μείζονα. 1875-1878
Συμφωνία αρ. 6 σε λα μείζονα. 1879-1881
Συμφωνία αρ. 7 σε μι μείζονα. 1881-1884
Συμφωνία αρ. 8 σε ντο ελάσσων. "Αποκαλυπτική". Α' έκδοση 1887, Β' έκδοση 1890.
Συμφωνία αρ. 9 σε ρε ελάσσων. Ημιτελής (χωρίς φινάλε). 1888-1896.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Δευτέρα 6 Ιουλίου 2009
FREDERIC CHOPIN - ΦΡΕΝΤΕΡΙΚ ΣΟΠΕΝ
Φρεντερίκ Σοπέν
(1 Μαρτίου 1810 - 17 Οκτωβρίου 1849)
Γεννήθηκε στη Βαρσοβία από Πολωνίδα μητέρα και Γάλλο πατέρα, ο οποίος δίδασκε στην Πολωνία τη γαλλική γλώσσα. Ήδη σε ηλικία οκτώ ετών έδωσε ο Σοπέν δημόσια κοντσέρτα για πιάνο. Στα είκοσι χρόνια του ήταν παγκόσμια γνωστός ως βιρτουόζος πιανίστας. Μετά την επανάσταση του 1830 στην Πολωνία εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σύντομα συνδέθηκε με άλλους διάσημους καλλιτέχνες (Μπερλιόζ, Μπαλζάκ, Λίστ κ.ά.) αλλά και με μία ποιήτρια που παρουσιαζόταν με το αντρικό όνομα Γεώργιος Σάνδης (George Sand, πραγματικό όνομα Aurore Dupin). Αυτές και άλλες γνωριμίες τού άνοιξαν τις πόρτες στα σαλόνια του Παρισιού. Το χειμώνα του 1838 εγκαταστάθηκε με τη Σάνδη στην ισπανική Μαγιόρκα, λόγω φυματιώσεως. Το τελευταίο του ταξίδι ως βιρτουόζος πραγματοποίησε ο Σοπέν στην Αγγλία το 1848, ήδη ανεπανόρθωτα άρρωστος. Ένα χρόνο μετά πέθανε!
Ο Σοπέν συνέθεσε αποκλειστικά έργα για πιάνο, κοντσέρτα, σονάτες, πρελούδια, βαλς, μπαλάντες, εμπνεύσεις, σπουδές κ.ά. τα οποία είναι επηρεασμένα από την πολωνική πατρίδα του και συνδυάζει σ' αυτά πνευματικότητα και έντονα συναισθηματική εκφραστικότητα με ρομαντική ευαισθησία και ανάλαφρη διάθεση. Το πιανιστικό στιλ του Σοπέν, μαζί με αυτό των Λιστ και Ραχμάνινωφ, επηρέασε τη μουσική ζωή και τους συνθέτες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
ΑΠΟ ΤΟ http://sfrang.com
(1 Μαρτίου 1810 - 17 Οκτωβρίου 1849)
Γεννήθηκε στη Βαρσοβία από Πολωνίδα μητέρα και Γάλλο πατέρα, ο οποίος δίδασκε στην Πολωνία τη γαλλική γλώσσα. Ήδη σε ηλικία οκτώ ετών έδωσε ο Σοπέν δημόσια κοντσέρτα για πιάνο. Στα είκοσι χρόνια του ήταν παγκόσμια γνωστός ως βιρτουόζος πιανίστας. Μετά την επανάσταση του 1830 στην Πολωνία εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου σύντομα συνδέθηκε με άλλους διάσημους καλλιτέχνες (Μπερλιόζ, Μπαλζάκ, Λίστ κ.ά.) αλλά και με μία ποιήτρια που παρουσιαζόταν με το αντρικό όνομα Γεώργιος Σάνδης (George Sand, πραγματικό όνομα Aurore Dupin). Αυτές και άλλες γνωριμίες τού άνοιξαν τις πόρτες στα σαλόνια του Παρισιού. Το χειμώνα του 1838 εγκαταστάθηκε με τη Σάνδη στην ισπανική Μαγιόρκα, λόγω φυματιώσεως. Το τελευταίο του ταξίδι ως βιρτουόζος πραγματοποίησε ο Σοπέν στην Αγγλία το 1848, ήδη ανεπανόρθωτα άρρωστος. Ένα χρόνο μετά πέθανε!
Ο Σοπέν συνέθεσε αποκλειστικά έργα για πιάνο, κοντσέρτα, σονάτες, πρελούδια, βαλς, μπαλάντες, εμπνεύσεις, σπουδές κ.ά. τα οποία είναι επηρεασμένα από την πολωνική πατρίδα του και συνδυάζει σ' αυτά πνευματικότητα και έντονα συναισθηματική εκφραστικότητα με ρομαντική ευαισθησία και ανάλαφρη διάθεση. Το πιανιστικό στιλ του Σοπέν, μαζί με αυτό των Λιστ και Ραχμάνινωφ, επηρέασε τη μουσική ζωή και τους συνθέτες μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα.
ΑΠΟ ΤΟ http://sfrang.com
Παρασκευή 5 Ιουνίου 2009
IGOR STRAVINSKY - ΙΓΚΟΡ ΣΤΡΑΒΙΝΣΚΙ
Ιγκόρ Φιοντόροβιτς Στραβίνσκι
(17 Ιουνίου(π.ημ. 5 Ιουνίου 1882 - 6 Απριλίου 1971)
Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι γεννήθηκε στο Ορανίενμπαουμ, θέρετρο κοντά στην Αγια Πετρούπολη, το 1882. 0 πατέρας του ήταν τραγουδιστής, σολίστ της Αυτοκρατορικής Όπερας της Πετρούπολης. Στα δέκα του χρόνιο ξεκίνησε μαθήματα πιάνου. Το 1901 ξεκίνησε σπουδές νομικής στην Πετρούπολη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα θεωρίας της μουσικής. Ο σημαντικότερος δάσκαλός του ήταν ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ, με τον οποίο ξεκίνησε ιδιαίτερα μαθήματα το 1903 και έμεινε δίπλα του ως το 1908.
Το πρώτο του σημαντικό έργο είναι Το πουλί της φωτιάς, ένα μπαλέτο που γράφτηκε κατά παραγγελία του Ντιάγκιλεφ για τα Ρωσικά Μπαλέτα και παρουσιάστηκε το 1910 στο Παρίσι. Η επιτυχία του έργου τον έκανε διεθνώς γνωστό. Το 1911 γράφει το μπαλέτο Πετρούσκα, όπου, όπως και στο προηγούμενο μπαλέτο του, τα ρωσικά λαϊκά στοιχεία μετασχηματίζονται σε έργα αμιγώς μοντέρνα. Ωστόσο, η καθιέρωση του Στραβίνσκι ως ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του θα έρθει με το τρίτο μπαλέτο του, την Ιεροτελεστία της Άνοιξης (1913) το οποίο, εξ αιτίας και του περίφημου σκανδάλου που προκλήθηκε στην πρεμιέρα του, έγινε ένα από τα ορόσημα στην ιστορία της μουσικής.
Με το ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου Πολέμου, που θα αναστείλει τις δραστηριότητες των Ρωσικών Μπαλέτων, θα εγκατασταθεί στην Ελβετία και θα γράψει εκεί μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, με θέματα παρμένα κυρίως από τη ρωσική Λαϊκή παράδοση: Το αηδόνι (1914), Η αλεπού (1915), Γάμοι (1914-23), Η Ιστορία του Στρατιώτη (1918), Συμφωνία για πνευστά (1920), Μάβρα (1922). Δε θα επιστρέψει στη Ρωσία μέχρι το 1962.
Για την επαναλειτουργία των Ρωσικών Μπαλέτων θα γράψει τον Πουλτσινέλα (1920), μια μεταγραφή σε προσωπικό ύφος ενός έργου του 18°" αιώνα που αποδίδεται στον Περγκολέζι. Με το έργο αυτό ξεκινάει η δεύτερη σημαντική περίοδος στη συνθετική πορεία του Στραβίνσκι, η νεοκλασική. Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται στη Γαλλία (θα πάρει τη γαλλική υπηκοότητα το 1934).
Τα επόμενα είκοσι χρόνια ο Στραβίνσκι στρέφεται στις μουσικές μορφές του παρελθόντος, χρησιμοποιώντας τις στο πλαίσιο των δικών του αισθητικών επιδιώξεων. Σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου είναι ο Οιδίπους Τύραννος (1927), ένα ογκώδες ορατόριο βασισμένο στο έργο του Σοφοκλή, σε μια μεταγραφή από τον Ζαν Κοκτώ στα λατινικά, ο Απόλλων Μουσηγέτης (1928), ένα έργο για έγχορδα στο στιλ του Λουλί, το τελευταίο από τα μπαλέτα του που θα παρουσιάσει ο Ντιάγκιλεφ, το μπαλέτο Το φιλί της νεράιδας (1928), αφιερωμένο στη μνήμη του Τσαϊκόφσκι, που έγινε πια ο αγαπημένος του Ρώσος συνθέτης, η Συμφωνία των Ψαλμών (1930), ένα σχεδόν επικό έργο πάνω σε κείμενα των Ψαλμών, που σηματοδοτεί την επανασύνδεση του με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ταυτόχρονα, από τη δεκαετία του '30 αρχίζει να συνθέτει ολοένα και περισσότερη οργανική μουσική: Κοντσέρτο για βιολί (1931), Κοντσέρτο για δυο πιάνα (1935), Κοντσέρτο "Dumbarton Oaks" (1937-8), Συμφωνία σε Ντο (1938), Συμφωνία σε. τρία μέρη (1945). Παράλληλα, ξεκινάει μια άλλη σημαντική και μακροχρόνια συνεργασία του στο χώρο του χορού, αυτή τη φορά με τον Ζορζ Μπαλανσίν, για τον οποίο θα γράψει τα μπαλέτα Περσεφόνη (1934), Jeu de Cartes (1937), Ορφέας (1946), Αγών (1957).
Το 1938 ο Στραβίνσκι θα χτυπηθεί από το διαδοχικό θάνατο, μέσα σε μερικούς μήνες, της κόρης, της γυναίκας και της μητέρας του. Μπροστά στην απειλή του πολέμου, πικραμένος από την Γαλλία και με τον θάνατο των αγαπημένων του να τον βαραίνει, φεύγει για την Αμερική μαζί με τη μέλλουσα δεύτερη σύζυγό του Βέρα, όπου και θα μείνει μέχρι το θάνατο του, παίρνοντας μάλιστα και την αμερικανική υπηκοότητα, το 1945.
Το 1940 εγκαθίσταται στο Χόλιγουντ, όπου του γίνονται αρκετές προτάσεις για να γράψει μουσική για τον κινηματογράφο, χωρίς όμως να καταλήξουν ποτέ σε συμφωνία. Στο τέλος της δεκαετίας του '40 αφιερώθηκε στο Rake’s Progress (Η καριέρα του ασώτου, 1951), την τελευταία του όπερα, γραμμένη στο ύφος των κωμωδιών του Μότσαρτ, σε Λιμπρέτο του Ώντεν.
Η τελευταίο στροφή στην καριέρα του Στραβίνσκι έγινε στη συνέχεια, όταν άρχισε να μελετά τη σειριακή μουσική και ειδικά το έργο του Άντον Βέμπερν, συνθέτοντας με την τεχνική αυτή μια σειρά από έργα, κυρίως θρησκευτικής έμπνευσης: Canticum Sacrum (1955), Threni (1958), Requiem Canticles (1966), κ.ά.
0 Στραβίνσκι συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του να διευθύνει έργο του σε συναυλίες και να το ηχογραφεί. Εξέδωσε επίσης βιβλία αισθητικής, απομνημονεύματα και συνομιλίες. Πέθανε στις 6 Απριλίου 1971, στη Νέα Υόρκη και τάφηκε, όπως είχε ζητήσει, στη Βενετία, στο νησάκι San Michele, δίπλα στον τάφο του Ντιάγκιλεφ.
ΑΠΟ ΤΟ http://www.provoleas.gr/
(17 Ιουνίου(π.ημ. 5 Ιουνίου 1882 - 6 Απριλίου 1971)
Ο Ιγκόρ Στραβίνσκι γεννήθηκε στο Ορανίενμπαουμ, θέρετρο κοντά στην Αγια Πετρούπολη, το 1882. 0 πατέρας του ήταν τραγουδιστής, σολίστ της Αυτοκρατορικής Όπερας της Πετρούπολης. Στα δέκα του χρόνιο ξεκίνησε μαθήματα πιάνου. Το 1901 ξεκίνησε σπουδές νομικής στην Πετρούπολη, ενώ παράλληλα παρακολουθούσε μαθήματα θεωρίας της μουσικής. Ο σημαντικότερος δάσκαλός του ήταν ο Νικολάι Ρίμσκι-Κόρσακοφ, με τον οποίο ξεκίνησε ιδιαίτερα μαθήματα το 1903 και έμεινε δίπλα του ως το 1908.
Το πρώτο του σημαντικό έργο είναι Το πουλί της φωτιάς, ένα μπαλέτο που γράφτηκε κατά παραγγελία του Ντιάγκιλεφ για τα Ρωσικά Μπαλέτα και παρουσιάστηκε το 1910 στο Παρίσι. Η επιτυχία του έργου τον έκανε διεθνώς γνωστό. Το 1911 γράφει το μπαλέτο Πετρούσκα, όπου, όπως και στο προηγούμενο μπαλέτο του, τα ρωσικά λαϊκά στοιχεία μετασχηματίζονται σε έργα αμιγώς μοντέρνα. Ωστόσο, η καθιέρωση του Στραβίνσκι ως ενός από τους σημαντικότερους συνθέτες της εποχής του θα έρθει με το τρίτο μπαλέτο του, την Ιεροτελεστία της Άνοιξης (1913) το οποίο, εξ αιτίας και του περίφημου σκανδάλου που προκλήθηκε στην πρεμιέρα του, έγινε ένα από τα ορόσημα στην ιστορία της μουσικής.
Με το ξέσπασμα του Α Παγκοσμίου Πολέμου, που θα αναστείλει τις δραστηριότητες των Ρωσικών Μπαλέτων, θα εγκατασταθεί στην Ελβετία και θα γράψει εκεί μερικά από τα σημαντικότερα έργα του, με θέματα παρμένα κυρίως από τη ρωσική Λαϊκή παράδοση: Το αηδόνι (1914), Η αλεπού (1915), Γάμοι (1914-23), Η Ιστορία του Στρατιώτη (1918), Συμφωνία για πνευστά (1920), Μάβρα (1922). Δε θα επιστρέψει στη Ρωσία μέχρι το 1962.
Για την επαναλειτουργία των Ρωσικών Μπαλέτων θα γράψει τον Πουλτσινέλα (1920), μια μεταγραφή σε προσωπικό ύφος ενός έργου του 18°" αιώνα που αποδίδεται στον Περγκολέζι. Με το έργο αυτό ξεκινάει η δεύτερη σημαντική περίοδος στη συνθετική πορεία του Στραβίνσκι, η νεοκλασική. Την ίδια χρονιά εγκαθίσταται στη Γαλλία (θα πάρει τη γαλλική υπηκοότητα το 1934).
Τα επόμενα είκοσι χρόνια ο Στραβίνσκι στρέφεται στις μουσικές μορφές του παρελθόντος, χρησιμοποιώντας τις στο πλαίσιο των δικών του αισθητικών επιδιώξεων. Σημαντικότερα έργα αυτής της περιόδου είναι ο Οιδίπους Τύραννος (1927), ένα ογκώδες ορατόριο βασισμένο στο έργο του Σοφοκλή, σε μια μεταγραφή από τον Ζαν Κοκτώ στα λατινικά, ο Απόλλων Μουσηγέτης (1928), ένα έργο για έγχορδα στο στιλ του Λουλί, το τελευταίο από τα μπαλέτα του που θα παρουσιάσει ο Ντιάγκιλεφ, το μπαλέτο Το φιλί της νεράιδας (1928), αφιερωμένο στη μνήμη του Τσαϊκόφσκι, που έγινε πια ο αγαπημένος του Ρώσος συνθέτης, η Συμφωνία των Ψαλμών (1930), ένα σχεδόν επικό έργο πάνω σε κείμενα των Ψαλμών, που σηματοδοτεί την επανασύνδεση του με την Ορθόδοξη Εκκλησία.
Ταυτόχρονα, από τη δεκαετία του '30 αρχίζει να συνθέτει ολοένα και περισσότερη οργανική μουσική: Κοντσέρτο για βιολί (1931), Κοντσέρτο για δυο πιάνα (1935), Κοντσέρτο "Dumbarton Oaks" (1937-8), Συμφωνία σε Ντο (1938), Συμφωνία σε. τρία μέρη (1945). Παράλληλα, ξεκινάει μια άλλη σημαντική και μακροχρόνια συνεργασία του στο χώρο του χορού, αυτή τη φορά με τον Ζορζ Μπαλανσίν, για τον οποίο θα γράψει τα μπαλέτα Περσεφόνη (1934), Jeu de Cartes (1937), Ορφέας (1946), Αγών (1957).
Το 1938 ο Στραβίνσκι θα χτυπηθεί από το διαδοχικό θάνατο, μέσα σε μερικούς μήνες, της κόρης, της γυναίκας και της μητέρας του. Μπροστά στην απειλή του πολέμου, πικραμένος από την Γαλλία και με τον θάνατο των αγαπημένων του να τον βαραίνει, φεύγει για την Αμερική μαζί με τη μέλλουσα δεύτερη σύζυγό του Βέρα, όπου και θα μείνει μέχρι το θάνατο του, παίρνοντας μάλιστα και την αμερικανική υπηκοότητα, το 1945.
Το 1940 εγκαθίσταται στο Χόλιγουντ, όπου του γίνονται αρκετές προτάσεις για να γράψει μουσική για τον κινηματογράφο, χωρίς όμως να καταλήξουν ποτέ σε συμφωνία. Στο τέλος της δεκαετίας του '40 αφιερώθηκε στο Rake’s Progress (Η καριέρα του ασώτου, 1951), την τελευταία του όπερα, γραμμένη στο ύφος των κωμωδιών του Μότσαρτ, σε Λιμπρέτο του Ώντεν.
Η τελευταίο στροφή στην καριέρα του Στραβίνσκι έγινε στη συνέχεια, όταν άρχισε να μελετά τη σειριακή μουσική και ειδικά το έργο του Άντον Βέμπερν, συνθέτοντας με την τεχνική αυτή μια σειρά από έργα, κυρίως θρησκευτικής έμπνευσης: Canticum Sacrum (1955), Threni (1958), Requiem Canticles (1966), κ.ά.
0 Στραβίνσκι συνέχισε μέχρι το τέλος της ζωής του να διευθύνει έργο του σε συναυλίες και να το ηχογραφεί. Εξέδωσε επίσης βιβλία αισθητικής, απομνημονεύματα και συνομιλίες. Πέθανε στις 6 Απριλίου 1971, στη Νέα Υόρκη και τάφηκε, όπως είχε ζητήσει, στη Βενετία, στο νησάκι San Michele, δίπλα στον τάφο του Ντιάγκιλεφ.
ΑΠΟ ΤΟ http://www.provoleas.gr/
Τετάρτη 3 Ιουνίου 2009
JOHANN STRAUSS - ΓΙΟΧΑΝ ΣΤΡΑΟΥΣ
Γιόχαν Στράους
(25 Οκτωβρίου 1825 - 3 Ιουνίου 1899)
O Γιόχαν Στράους, «βασιλιάς του βαλς», [Waltz king] γεννήθηκε το 1825 στην Βιέννη. Πατέρας του ήταν ο Γιόχαν Στράους ο πρεσβύτερος [Johann Strauss the elder], συνθέτης ιδιαίτερα αγαπητός. Όμως, δεν επιθυμούσε να ακολουθήσει ο γιος του την ίδια σταδιοδρομία. Ο νεαρός επέμεινε και σύντομα οι Βιεννέζοι του έδειξαν την αγάπη τους. Γεμάτος αυτοπεποίθηση ο γιος Στράους περιόδευσε σε πολλές χώρες και στα μέσα της δεκαετίας του 1860 ήταν ήδη διασημότερος από τον πατέρα του. Την εποχή εκείνη την Ευρώπη σάρωναν οι οπερέτες του Όφενμπαχ [Offenbach]. Επηρεασμένος, ο Στράους δοκίμασε τις δικές του δυνάμεις πρώτα με τις Εύθυμες Κυράδες της Βιέννης [Die lustigen Weiber von Wien], που δεν παρουσιάστηκαν ποτέ, και στην συνέχεια με τον Ίντιγκο και τους 40 κλέφτες [Indigo und die vierzig Räuber] (1871) που δόθηκε με τεράστια επιτυχία το 1871. Στην Παρισινή εκδοχή του ίδιου έργου ενέταξε το βαλς Στον ωραίο γαλάζιο Δούναβη [An der schönen blauen Donau]. Ακολούθησαν πολλές οπερέτες, μεταξύ των οποίων το Ρωμαϊκό Καρναβάλι [Carneval in Rom] (1873), η Νυχτερίδα [Die Fledermaus] (1874), το δημοφιλέστατο στις ΗΠΑ Δαντελένιο μαντήλι της Βασίλισσας [Das Spitzentuch der Königin] (1880), Μία Νύχτα στην Βενετία [Eine Nacht in Venedig] (1883) και ο Βαρόνος Ατσίγγανος [Der Zigeunerbaron] (1885). Το 1899, διασημότατος και καταξιωμένος, ο Στράους πέθανε στην γενέτειρά του Βιέννη. Σε μία έρευνα που διεξήχθη το 1890, εννέα χρόνια πριν τον θάνατό του Στράους, ο Αυστριακός συνθέτης αναδείχθηκε ως μία από τις τρεις σημαντικότερες προσωπικότητες της υφηλίου, πλάι στην βασίλισσα Βικτόρια και τον Μπίσμαρκ. Ελάχιστοι μουσικοί είχαν την ευτυχία να υμνηθούν τόσο από συναδέλφους τους όσο αυτός. Όμως ήταν ο Γκούσταβ Μάλερ εκείνος που έκανε στον Στράους το μεγαλύτερό δώρο: στις 13 Μαρτίου 1894 ο συνθέτης και αρχιμουσικός διηύθυνε τη Νυχτερίδα στην Όπερα του Αμβούργου, επικυρώνοντας την ποιότητα της μουσικής, δίνοντας στο έργο τα διαπιστευτήρια για διεθνή σταδιοδρομία στις μεγαλύτερες σκηνές του κόσμου, και χαρίζοντάς του δημοτικότητα που παραμένει μέχρι σήμερα αμείωτη. Ακολούθησαν ο Ρίχαρντ Στράους (Βερολίνο 1899), ο Μπρούνο Βάλτερ (Ζάλτσμπουργκ 1926)… [Richard Strauss, Bruno Walter]. Ακόμα και το Τρίτο Ράιχ δεν μπόρεσε να αγνοήσει την τεράστια επιτυχία της μουσικής: ανακαλύπτοντας την εβραϊκή καταγωγή του δημοφιλέστερου γερμανόφωνου συνθέτη οι ναζί δήμευσαν το αρχείο στο οποίο υπήρχε η σχετική πιστοποίηση και το αντικατέστησαν το επίμαχο τεκμήριο με άλλο, πλαστογραφημένο. Όχι πως ο Στράους θα είχε αντίρρηση: προκειμένου να νυμφευτεί την κατά τριάντα χρόνια νεώτερη τελευταία του σύζυγο και να μην διωχθεί ως δίγαμος, είχε απαρνηθεί την αυστριακή υπηκοότητα αλλά και τον καθολικισμό!
ΑΠΟ ΤΟ http://www.athens24.gr/
ΑΠΟ ΤΟ http://www.athens24.gr/
Σάββατο 25 Απριλίου 2009
PIOTR TCHAIKOVSKY - ΠΙΟΤΡ ΤΣΑΙΚΟΦΣΚΙ
Πιότρ Τσαϊκόφσκι
Ο Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι (7 Μαΐου, 1840 – 6 Νοεμβρίου, 1893 (Γρηγ. Ημ.)/ 25 Απριλίου, 1840 – 25 Οκτωβρίου, 1893 (Ιουλ. Ημ.)) ήταν ρώσος συνθέτης της ρομαντικής εποχής. Γεννημένος σε μία ρώσικη επαρχία, ο Τσαϊκόφσκι ήταν ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Αγαπούσε πολύ την μητέρα του και επηρεάστηκε βαθειά στα 14 χρόνια του, οταν αυτή πέθανε από χολέρα.
Ο Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε στο Βότκινσκ, από πατέρα Ρώσο και μητέρα Γαλλίδα. Σε ηλικία 10 ετών έγραψε την πρώτη του μουσική σύνθεση, αλλά η εξαιρετική του κλίση φανερώθηκε πολύ αργότερα. Μετά τις σπουδές του στη Νομική σχολή, διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1860 και τον επόμενο χρόνο άρχισε να μελετά αρμονία και αντίστιξη. Το 1862 γράφτηκε στο Ωδείο της Πετρούπολης και ένα χρόνο αργότερα παραιτήθηκε από την εργασία του για να αφοσιωθεί στη μουσική. Ο Τσαϊκόφσκι συνέθεσε πολλά μουσικά έργα, όπως τον Καρυοθραύστη και τη Λίμνη των Κύκνων.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Ο Πιότρ Ιλίτς Τσαϊκόφσκι (7 Μαΐου, 1840 – 6 Νοεμβρίου, 1893 (Γρηγ. Ημ.)/ 25 Απριλίου, 1840 – 25 Οκτωβρίου, 1893 (Ιουλ. Ημ.)) ήταν ρώσος συνθέτης της ρομαντικής εποχής. Γεννημένος σε μία ρώσικη επαρχία, ο Τσαϊκόφσκι ήταν ένας πολύ ευαίσθητος άνθρωπος. Αγαπούσε πολύ την μητέρα του και επηρεάστηκε βαθειά στα 14 χρόνια του, οταν αυτή πέθανε από χολέρα.
Ο Τσαϊκόφσκι γεννήθηκε στο Βότκινσκ, από πατέρα Ρώσο και μητέρα Γαλλίδα. Σε ηλικία 10 ετών έγραψε την πρώτη του μουσική σύνθεση, αλλά η εξαιρετική του κλίση φανερώθηκε πολύ αργότερα. Μετά τις σπουδές του στη Νομική σχολή, διορίστηκε στο Υπουργείο Εξωτερικών το 1860 και τον επόμενο χρόνο άρχισε να μελετά αρμονία και αντίστιξη. Το 1862 γράφτηκε στο Ωδείο της Πετρούπολης και ένα χρόνο αργότερα παραιτήθηκε από την εργασία του για να αφοσιωθεί στη μουσική. Ο Τσαϊκόφσκι συνέθεσε πολλά μουσικά έργα, όπως τον Καρυοθραύστη και τη Λίμνη των Κύκνων.
ΑΠΟ ΤΗ ΒΙΚΙΠΑΙΔΕΙΑ
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)