STRINA
Τον 8ο αι π.Χ. άποικοι από την Ελλάδα φθάνουν στα παράλια της Μεσημβρινής Ιταλίας και τις Σικελίας (Μεγάλη Ελλάδα). Το ήδη υπάρχον ελληνικό στοιχείο της Κάτω Ιταλίας τονώθηκε με την εγκατάσταση νέων αποίκων κατά τη Βυζαντινή περίοδο.
Τα Κάλαντα αυτά, από το ελληνόφωνο χωριό Σαλέντο, λέγονται και \"Στρίνα\": Το νόμισμα των καλαντιστών λέγονταν στα βυζαντινά χρόνια «ευαρχισμός» ή «Στρίνα», από το λατινικό strena (στα λατινικά σημαίνει αίσιος οιωνός, αλλά και δώρο της πρωτοχρονιάς, ή «επινομίς» όπως το έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες - κοινώς μπουναμάς). Πολυπληθής μπάντα μεταφέρει το μήνυμα της Γέννησης από γειτονιά σε γειτονιά, ευλογώντας τη γη ώστε να είναι γόνιμη, αλλά και την πόρτα του σπιτιού, τη μάνα, τα παιδιά και τον αφέντη φυσικά, τον τζενεράλη.
Στρίνα
Άρτε που εστά(έφθασα) στην ώρια(ωραία) μασσαρία(αγρόκτημα)
Βλοώ(ευλογώ) την πόρτα με το λιbιdάρι(κατώφλι)
Βλοώ τη μάνα μ΄όλο το παιδία
Κι απόι(ύστερα) το τσούρη(πατέρας) που ΄ναι o τζενεράλη(αφέντης)
Κι απόι το τσούρη που ΄ναι o τζενεράλη
Ήρταμο να σας φέρμε την Αστρίνα(κάλαντα)
Κορλιάνα που τη μάτε σε τολό,
Ε να μας δώκει πρέστο μα το πρίμα
Ήρταμο να σας φέρμε την Αστρίνα
Απόι(ύστερα) ‘γω βλοώ και το μερτσάλι(τσαπί)
Την κάτσα(σουρωτήρι), την σκουνdέdα(σκάλα), το ροδούλι(χτυπητήρι τυριού)
Και τη σβαρτή, βαρτή μερτσήν αγάλη(χωρίς γάλα)
Ήρταμα να της κάμαν αλλεγκρία(χαρά)
Ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Αποστόλου Αρβανιτόπουλου, σχετικό με τα έθιμα του χριστουγεννιάτικου δέντρου και των καλάνδων, μας σώζει ο Φίλιππος Βρετάκος στο βιβλίο του "Οι δώδεκα μήνες του έτους και αι κυριώτεραι εορταί των":
"Το χριστουγεννιάτικον δένδρον συμβολίζει
την αιωνιότητα της ζωής, διότι δεν γηράσκει και δεν χάνει, επομένως,
την νεότητά του. Περί τούτου, ως εθίμου, ο αείμνηστος καθηγητής μου
Αποστολ. Αρβανιτόπουλος ("Κληρονομία του αρχαίου κόσμου", εφημερίς
"Εθνος", 31 Δεκεμ.1937) αναφέρει τα εξής: "Το δένδρον όμως των
Χριστουγέννων δεν το ευρίσκω, εγώ τουλάχιστον, ως ξενικήν συνήθειαν, ως
νομίζεται γενικώς, αλλ' εν μέρει ως αρχαίαν ελληνικήν. Είναι, δηλαδή,
υπολείμματα της περιφήμου "ειρεσιώνης", και της "ικετηρίας" των αρχαίων
Ελλήνων, και μάλιστα των αρχαίων Αθηναίων. Ήσαν δε η μεν Ικετηρία κλάδος
ελαίας, από του οποίου εκρέμων ποκάρια μαλλιού, και έφερον αυτόν όσοι
ήθελον να ικετεύσουν τον Θεόν ομαδικώς, δια την απαλλαγήν του τόπου από
δεινού τινός κακού, π.χ. από νοσήματος, πανώλους, χολέρας ή ομοίου. Ως
επί το πολύ, όμως, εβάσταζε την Ικετηρίαν άνθρωπος, ο οποίος ήθελε να
τεθή υπό την προστασίαν θεού και της ανωτέρας αρχής, για να προβή εις
αποκαλύψεις εναντίον ισχυρών ανθρώπων ή αρχόντων.
Η ειρεσιώνη,
όμως, είχε πολύ μεγάλην αναλογίαν και προς τα κάλανδα και προς το
δένδρον των Χριστουγέννων, διότι ήτο και αυτή κλάδος ελαίας ή δάφνης επί
του οποίου εκρεμώντο ομοίως έρια λευκά ή πορφυρά, αλλά και καρποί και
κολλύραι (κουλούρες) κ.τ.λ., εκ δώρων προερχόμενα. Τον κλάδον αυτόν
περιέφερον τα παιδιά καθ'ομάδας από τας οικίας, και έψαλλον εγκωμιαστικά
άσματα υπέρ της ευτυχίας του οικογενειάρχου και των μελών της
οικογενείας του' εζήτουν δε και την αμοιβή των, διότι "τα είπαν", να
τους δώση έκαστος "ό,τι προαιρείται", χωρίς να εκφράσουν κατ'ουδένα
τρόπον την αγανάκτησίν των, αν δεν τους έδιδον τίποτε, ενώ σήμερον
εκφράζουν' διαφορά πολιτισμού.
Η Ειρεσιώνη
αυτή εψάλλετο κατά διαφόρους εποχάς του έτους, όπως και σήμερον τα
κάλανδα (Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Θεοφανίων, Λαζάρου, Σταυρώσεως,
κλπ). Και δη κατά τα Θαργήλια (Μάιον), Πυανόψια (Οκτώβριον), προς τιμήν
του Απόλλωνος, του Ηλίου, των Ωρών, κλπ εις των οποίων τους ναούς και τα
ιερά κατετίθετο. Πολλά εκ των παιδίων, ή πάντα, έφερον τον κλάδον
τούτον εις την οικίαν των και τον εκρέμων εις την θύραν' εκεί έμενεν
όλον το έτος, κατά δε το τέλος εκαίετο μεν ο περσινός κλάδος, εκρεμάτο
δε ο νέος, όπως ο "Μάϊς" σήμερον' συνέβαινε δε τούτον και κατά τον αυτόν
Θαργηλιώνα (Μάϊον) μήνα. [...]
Αλλά το σπουδαιότατον είναι, ότι εν εκ
των περισωθέντων αρχαίων δημωδών ασμάτων, τα οποία έψαλλον τα παιδιά
κατά την αρχαιότητα, έχει όλον το χρώμα και την υφήν και τας εννοίας, τα
οποία έχουν τα πολυποίκιλα κατά τόπους νεοελληνικά κάλανδα. Ιδού δε η
απόδειξις: έψαλλον, δηλαδή, τα παιδιά εκείνα των αρχαίων Ελλήνων εις
στίχους ωραιοτάτου δακτυλικού εξαμέτρου ως εξής***:
Ήτοι: Εφθάσαμεν εις το αρχοντικόν του
μεγάλου αφεντικού, ο οποίος έχει μεν μεγάλην δύναμην και τρομεράν φωνήν,
είναι δε πάντοτε ευτυχισμένος' αι σεις, οι πόρτες του σπιτιού, ανοίξατε
μόναι σας! Διότι μπαίνει μέσα εις στο σπίτι ο Πλούτος με αφθονίαν και
μαζί με τον Πλούτον η χαρά και η Ευθυμίαν, γεμάτες από καλούδια, και η
καλή Ομόνοια και Ησυχία' άμποτε δε να είναι τα δοχεία σας και τα
τσουκάλια σας γεμάτα και πάντοτε να ανακατεύεται εις την σκάφην σας, που
ζυμώνετε, ζυμάρι άφθονον και ωραίον.
Και άλλα πολλά παρακολουθούν τα ανωτέρω
εις το αρχαίον περισωθέν άσμα, πολύ ανάλογα οφθαλμοφανώς προς τας ευχάς
και τους επαίνους, οι οποίοι περιέχονται εις τα διάφορα σημερινά κάλανδα
των παιδιών του Ελληνικού Λαού. [...]""
(*** αναφέρονται στους "Ομήρου βίους")
Το "Νεώτερον Εγκυκλοπαιδικόν λεξικόν "Ηλίου"", αναφέρει, μεταξύ άλλων, στο λήμμα "κάλανδα":
"[...]Το έθιμον ίσως να είναι συνέχεια της περιφοράς της αρχαίας ειρεσιώνης υπό παίδων ή και ένωσις συνηθειών περισσοτέρας της μίας αρχαίων εορτών, διότι οι αποτελούντες τα άδοντα συγκροτήματα περιέρχονται τας οικίας συχνά, κρατούντες ράβδους κεκοσμημένας, όπως περίπου οι αρχαίοι θύρσοι των διονυσιακών εορτών και φανούς πολυχρώμους ή εσωτερικώς φωτιζόμενα ομοιώματα πλοίων, με άνοιγμα απομιμούμενον αστέρα, από όπου μόνον χύνεται το φως κ.λ.π..[...]
Φαίνεται πάντως ότι η συνήθεια υφίστατο και προ της βυζαντινής εποχής, και ίσως είχε συνδυασθή η χαρά για την γέννησιν του Σωτήρος, η οποία προ του 4ου αιώνος επανηγυρίζετο την 1ην του έτους, με τας ελπίδας και τας ευχάς του νέου έτους, τας οποίας συνήθιζον οι Ρωμαίοι, και με τον τρόπον του εορτασμού, που ήτο αρχαίος ελληνικός.[...]"
Και μιας και αναφέραμε την αρχαία Ειρεσιώνη, ας κλείσω με το τραγούδι της που μας διασώζει ο Πλούταρχος ("Βίοι Παράλληλοι, Θησεύς 22"):
Δηλαδή (σε απόδοση Ανδρέου Πουρνάρα):
(*Οι φωτογραφίες από τα βιβλία του Γ.Μέγα "Ελληνικές γιορτές και έθιμα της λαϊκής λατρείας" και του Δ.Λουκάτου "Χριστουγεννιάτικα και των εορτών")
Καλά και φωτεινά Χριστούγεννα, με υγεία κι αγάπη για όλους! Εύχομαι από καρδιάς σε όλους και όλους η Αστρίνα (το αστέρι) να φωτίσει το πνεύμα και την ψυχή μας...
Τὰ Κάλαντα εἶναι ἔθιμο ποὺ διατηρεῖται ἀμείωτο ἀκόμα καὶ σήμερα μὲ τὰ παιδιὰ νὰ γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι σὲ ζεύγη ἢ καὶ περισσότερα καὶ νὰ τραγουδοῦν τὰ κάλαντα συνοδεύοντας τὸ τραγούδι τους μὲ τὸ τρίγωνο ἢ ἀκόμα καὶ κιθάρες, ἀκορντεόν, λύρες, ἢ φυσαρμόνικες. Τὰ παιδιὰ γυρνοῦν ἀπὸ σπίτι σὲ σπίτι, χτυποῦν τὴν πόρτα καὶ ρωτοῦν: «Νὰ τὰ ποῦμε;». Ἂν ἡ ἀπάντηση ἀπὸ τὸν νοικοκύρη ἢ τὴν νοικοκυρὰ εἶναι θετική, τότε τραγουδοῦν τὰ κάλαντα γιὰ μερικὰ λεπτὰ τελειώνοντας μὲ τὴν εὐχὴ «Καὶ τοῦ Χρόνου. Χρόνια Πολλά». Ὁ νοικοκύρης τὰ ἀνταμοίβει μὲ κάποιο χρηματικὸ ποσό, ἐνῶ παλιότερά τους πρόσφερε μελομακάρονα ἢ κουραμπιέδες. Κάλαντα λέγονται τὴν παραμονὴ τῶν Χριστουγέννων, τῆς Πρωτοχρονιᾶς καὶ τῶν Φώτων καὶ εἶναι διαφορετικὰ γιὰ κάθε γιορτή.
Ἡ λέξη κάλαντα προέρχεται ἀπὸ τὴ λατινικὴ «calenda», ποὺ σημαίνει ἀρχὴ τοῦ μήνα. Πιστεύεται ὅτι ἡ ἱστορία τους προχωρεῖ πολὺ βαθιὰ στὸ παρελθὸν καὶ συνδέεται μὲ τὴν Ἀρχαία Ἑλλάδα. Βρῆκαν, μάλιστα, ἀρχαία γραπτὰ κομμάτια παρόμοια μὲ τὰ σημερινὰ κάλαντα (Εἰρεσιώνη στὴν ἀρχαιότητα). Τὰ παιδιὰ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης κρατοῦσαν ὁμοίωμα καραβιοῦ ποὺ παρίστανε τὸν ἐρχομὸ τοῦ θεοῦ Διόνυσου. Ἄλλοτε κρατοῦσαν κλαδὶ ἐλιᾶς ἢ δάφνης, στὸ ὁποῖο κρεμοῦσαν κόκκινες καὶ ἄσπρες κλωστές. Στὶς κλωστὲς ἔδεναν τὶς προσφορὲς τῶν νοικοκύρηδων. | Τὸ τραγούδι τῆς Εἰρεσιώνης τῆς ἐποχῆς τοῦ Ὁμήρου, τὸ
ἀπαντᾶμε σήμερα μὲ μικρὲς παραλλαγὲς στὰ κάλαντα τῆς Θράκης: «Στο
σπίτι ἐτοῦτο ποὔρθαμε τοῦ πλουσιονοικοκύρη ν᾿ ἀνοίξουνε οἱ πόρτες του νὰ μπεῖ ὁ πλοῦτος μέσα νὰ μπεῖ ὁ πλοῦτος κι ἡ χαρὰ κι ἡ ποθητὴ εἰρήνη καὶ νὰ γεμίσουν τὰ σταμνιὰ μέλι, κρασὶ καὶ λάδι κι ἡ σκάφη τοῦ ζυμώματος μὲ φουσκωτὸ ζυμάρι». |
Aνακάλυψα πρόσφατα και μοιράζομαι μαζί σας, τα :
Βυζαντινά κάλαντα Χριστουγέννων
(Σιναΐτικη ἀλφαβητικὴ
ἀκροστοιχίδα)
Ἦχος α´. Ρυθμὸς τετράσημος.
Ἄναρχος Θεὸς
καταβέβηκεν καὶ ἐν τῇ
Παρθένῳ κατώκοισεν
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρερου ρερου ρεμ
χαῖρε Ἄχραντε.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρερου ρερου ρεμ
χαῖρε Ἄχραντε.
Βασιλεὺς τῶν ὅλων καὶ
Κύριος ἦλθε τὸν Ἀδὰμ ἀναπλάσασθαι
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρε και τενενά
χαῖρε Δέσποινα.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρε και τενενά
χαῖρε Δέσποινα.
Γηγενεῖς σκιρτάτε καὶ
χαίρεσθε, τάξεις τῶν ἀγγέλων εὐφραίνεσθε
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρερου ρερου ρεμ
χαῖρε Ἄχραντε.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρερου ρερου ρεμ
χαῖρε Ἄχραντε.
Δεῦτε ἐν
σπηλαίῳ θεάσασθαι, κείμενον ἐν φάτνῃ τὸν Κύριον
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρε και τενενα
χαῖρε Δέσποινα.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρε και τενενα
χαῖρε Δέσποινα.
Ἐξ ἀνατολῶν
μάγοι ἔρχονται δῶρα προσκομίζουσι ἄξια.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρερου ρερου ρεμ
χαῖρε Ἄχραντε.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρερου ρερου ρεμ
χαῖρε Ἄχραντε.
Ζητοῦν προσκυνήσαι τὸν Κύριον, τὸν ἐν τῷ
σπηλαίῳ τικτόμενον.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρε τε και τενενα
χαῖρε Δέσποινα.
ερου ρεμ ερου ρεμ ρερου ρε τε και τενενα
χαῖρε Δέσποινα.
Ἡ ἀστὴρ τοὺς μάγους ὁδήγησεν
ἄνω τοῦ σπηλαίου τοὺς ἔφερεν
Θεὸς Βασιλεὺς
προαιώνιος τίκτεται ἐκ κόρης
Θεόπαιδος.
Ἱδὼν ὁ Ἡρῴδης ἐθαύμασε τὴν ὑπὸ τῶν μάγων ἀκρίβειαν.
Κράζει καὶ βοᾶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς τοὺς δοξολογοῦντας τὸν Κύριον.
Λέγετε σοφοὶ καὶ διδάσκαλοι ἄρα που γεννᾶται ὁ Κύριος.
Ἱδὼν ὁ Ἡρῴδης ἐθαύμασε τὴν ὑπὸ τῶν μάγων ἀκρίβειαν.
Κράζει καὶ βοᾶ πρὸς τοὺς ἱερεῖς τοὺς δοξολογοῦντας τὸν Κύριον.
Λέγετε σοφοὶ καὶ διδάσκαλοι ἄρα που γεννᾶται ὁ Κύριος.
Μάγοι τῶν κηρύττουν καὶ λέγουσι Βασιλέα μέγα καὶ
Κύριον.
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε, τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε, τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Νῦν Ἡρῴδης σήμερον ἤκουσεν
ἀληθείας θαῦμα κι ἐθαύμασεν
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε, τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε, τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Ξένον καὶ παράδοξον ἄκουσμα,
τὴν ὑπὸ τῶν μάγων ἀκρίβειαν
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Ὁ μακροθυμήσας καὶ Κύριος, σώσαι τοὺς εἰς Σε καταφεύγοντας
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Τεριριριρεμ τεριριριρεμ τεμ και ανανες
χαῖρε ἄχραντε τεμ καὶ νενενὰ χαῖρε Δέσποινα.
Ποιμένες ἰδόντες ἐδόξαζον,
δόξα ἐν ὑψίστοις ἐκραύγαζον.
Ῥῆμα Ἰωσὴφ νύκτα ἤκουσεν ἄγγελος Κυρίου ἐλάλησε.
Σήμερον γεννᾶται ὁ Κύριος καὶ πᾶσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται.
Τρεῖς τὰς ὑποστάσεις ἐγνώκαμεν· Πατέρα, Υἱόν, Πνεῦμα Ἅγιον.
Ῥῆμα Ἰωσὴφ νύκτα ἤκουσεν ἄγγελος Κυρίου ἐλάλησε.
Σήμερον γεννᾶται ὁ Κύριος καὶ πᾶσα ἡ κτίσις ἀγάλλεται.
Τρεῖς τὰς ὑποστάσεις ἐγνώκαμεν· Πατέρα, Υἱόν, Πνεῦμα Ἅγιον.
Ὑπὸ ἀρχαγγέλων
ὑμνούμενον καὶ τῶν
Σεραφεὶμ δοξαζόμενον.
Ερου ρεμ ερου ρεμ ερου ερου ρεμ
χαῖρε ἄχραντε.
Ερου ρεμ ερου ρεμ ερου ερου ρεμ
χαῖρε ἄχραντε.
Φῶς ἐν τῷ σπηλαίῳ ἐπέφανεν καὶ
τὸν κόσμον ὅλον ἐφώτισε
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.
Ψάλλοντες Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν τὸν ἐν τῷ
σπηλαίῳ τικτόμενον.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.
Ὢ παρθενομήτορ καὶ Δέσποινα· σῷζε
τοὺς εἰς Σὲ καταφεύγοντας.
Ερου ρεμ ερου ρεμ ερου ερου ρεμ χαίρε άχραντε.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.
Ερου ρεμ ερου ρεμ ερου ερου ρεμ χαίρε άχραντε.
Ἅγιος, Ἅγιος, Ἅγιος ὑπάρχεις καὶ Κύριος.
==================================
Άναρχος Θεός καταβέβηκεν
και εν τη Παρθένω κατώκησεν
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαί
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε
Δέξαι Βηθλεεμ τον Δεσπότην σου, Βασιλέα πάντω και Κύριον
Εξ ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζοντες άξια
Ζητούν προσκυνήσαι τον Κύριον, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ήνεγγεν αστήρν μάγους οδηγών, ένδον του σπηλαίου εκόμισεν
Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται εκ κόρης Θεόπαιδος
Ιδών ο Ηρώδης ως έμαθεν, όλω εξεπλάγη ο δείλαιος
Κράζει και βοά προς τους ιερείς, τους δοξολογούντας τον Κύριον
Λέγετε σοφοί και διδάκαλοι άρα που γεννάται ο Κύριος;
Μέγα και φρικτόν το τεράστιον, ο εν ουρανοίς επεδήμησεν
Νύκτα Ιωσήφ ρήμα ήκουσε, άγγελος Κυρίου ελάλησεν
Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις άρρητος
Ο μακροθυμίσας και εύσπλαχνος, πάντων υπομένει τα πταίσματα
Πάλιν ουρανοί ανεώχθησαν άγγλοι αυτού ανυμνήτωσαν
Ρήτορες ελθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν και ένδοξον
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται και πανηγύρίζει κι ευφραίνεται
Τάξεις των αγγέλων εξέστησαν επί το παράδοξον θέαμα
Ύμνους και δεήσεις ανέμελπον των πάντων δεσπότην και άνακτα
Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν τω σκότει επέλαμψε
Χαίρουσα η φύσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται
Ψάλλοντες Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ω Παρθενομήτορ και Δέσποινα, σώζε του εις Σε καταφεύγοντας.
Βασιλεύς των όλων και Κύριος, ήλθε τον Αδάμ αναπλάσασθαί
Γηγενείς σκιρτάτε και χαίρεσθε, τάξεις των αγγέλων ευφραίνεσθε
Δέξαι Βηθλεεμ τον Δεσπότην σου, Βασιλέα πάντω και Κύριον
Εξ ανατολών Μάγοι έρχονται, δώρα προσκομίζοντες άξια
Ζητούν προσκυνήσαι τον Κύριον, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ήνεγγεν αστήρν μάγους οδηγών, ένδον του σπηλαίου εκόμισεν
Θεός, βασιλεύς προαιώνιος, τίκτεται εκ κόρης Θεόπαιδος
Ιδών ο Ηρώδης ως έμαθεν, όλω εξεπλάγη ο δείλαιος
Κράζει και βοά προς τους ιερείς, τους δοξολογούντας τον Κύριον
Λέγετε σοφοί και διδάκαλοι άρα που γεννάται ο Κύριος;
Μέγα και φρικτόν το τεράστιον, ο εν ουρανοίς επεδήμησεν
Νύκτα Ιωσήφ ρήμα ήκουσε, άγγελος Κυρίου ελάλησεν
Ξένον και παράδοξον άκουσμα και η συγκατάβασις άρρητος
Ο μακροθυμίσας και εύσπλαχνος, πάντων υπομένει τα πταίσματα
Πάλιν ουρανοί ανεώχθησαν άγγλοι αυτού ανυμνήτωσαν
Ρήτορες ελθόντες προσέπεσον βασιλέα μέγαν και ένδοξον
Σήμερον η κτίσις αγάλλεται και πανηγύρίζει κι ευφραίνεται
Τάξεις των αγγέλων εξέστησαν επί το παράδοξον θέαμα
Ύμνους και δεήσεις ανέμελπον των πάντων δεσπότην και άνακτα
Φως εν τω σπηλαίω ανέτειλε και τοις εν τω σκότει επέλαμψε
Χαίρουσα η φύσις αγάλλεται και πανηγυρίζει κι ευφραίνεται
Ψάλλοντες Χριστόν, τον Θεόν ημών, τον εν τω σπηλαίω τικτόμενον
Ω Παρθενομήτορ και Δέσποινα, σώζε του εις Σε καταφεύγοντας.