Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Personal. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Personal. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Το Βιβλίο Άλγεβρας Της Β’ Λυκείου

Τι εκπληκτικά πράγματα ανακαλύπτεις ανύποπτος! 

Η Ελένη (αλλαγμένο όνομα) μαθήτρια Β’ λυκείου, προσπαθεί για τα μαθηματικά στις πανελλήνιες του χρόνου. Επίσης ταλέντο στο σχεδίασμα, αυτοδίδακτη όμως καλό χέρι, σχεδιάζει πανέμορφα κ περνά ώρες στο σχολείο σχεδιάζοντας αντί να παρακολουθεί το μάθημα. Τα βιβλία κ τα τετράδιά της γεμάτα ωραία σχέδια, είναι προικισμένη 

Η Ελένη αρχίζει να απολαμβάνει τα παρατημένα μαθηματικά της, να της γίνονται όλο κ πιο ευχάριστα, βρίσκει έναν φίλο εκεί που κάποτε είχε έναν εχθρό. Εύχομαι το καλύτερο γι’ αυτήν 

Έχουμε καθιερώσει να κλείνουμε το μάθημα μ’ ένα μαθηματικό παιχνιδάκι που κ η ίδια περιμένει κ απολαμβάνει. Είδαμε πολλά, κάποια στιγμή της έδειξα τον μαγικό αριθμό Φι κ τη Χρυσή Αναλογία, εξάλλου μπορεί να την ενδιαφέρει ως σχεδιάστρια. Είπαμε για τους αρχαίους που κρατούσαν τον αριθμό μυστικό, για τον Πλάτωνα που τον έκρυβε στα έργα του, για τον Φειδία από το όνομά του καθιερώθηκε ο αριθμός ως Φι, για την ακολουθία Φιμπονάτσι (κι άλλο Φι!), για το Χρυσό Ορθογώνιο, για αρχιτέκτονες, ζωγράφους, γλύπτες, σχεδιαστές, μάστορες της Ιταλικής Αναγέννησης που έκρυβαν τον μαγικό αριθμό στα έργα τους, για Χρυσά Ορθογώνια που έχουμε προσπεράσει ανύποπτοι, για πάμπολλους εκδότες τότε που τύπωναν το κείμενο πάνω στο Χρυσό Ορθογώνιο, ίσως κ σήμερα 

Είπαμε να δοκιμάσουμε το τυπωμένο κείμενο ενός βιβλίου, το πρώτο διαθέσιμο ήταν το σχολικό βιβλίο άλγεβρας της Β’ λυκείου της. Μετρήσαμε προσεκτικά το πλάτος με τον χάρακα, 12,5 εκ. Υπολογίσαμε τη Χρυσή Αναλογία = 20 εκ. Με χάρακα μετρήσαμε προσεκτικά το μήκος του τυπωμένου κειμένου… 

Βγήκε ένα τέλειο 20 εκ. 

Το Χρυσό Ορθογώνιο κρυμμένο στο βιβλίο άλγεβρας της Β’ λυκείου! Μείναμε άφωνοι κ οι δυο για μια στιγμή, λες κ ανακαλύψαμε το τρικ ενός ταχυδακτυλουργού 

Πολύ χαίρομαι που τα μαθηματικά συνεχίζουν να παραμένουν μαγικά έστω κ με υπόγειο, λαθραίο τρόπο! Τις καλύτερές μου ευχές για την Ελένη κ τη ζωή της

Η Κακότυχη Χώρα

Η Κακότυχη Χώρα των περίπου 60.000.000 κατοίκων δεν πρέπει να έχει πια ούτε μια οικογένεια χωρίς κάποιον που φυλακίστηκε, βασανίστηκε, δολοφονήθηκε, κρατήθηκε, ξυλοκοπήθηκε, διώχθηκε, «ευθυγραμμίστηκε» (ίσως οι Ινδιάνοι των βουνών της, αυτοί γλίτωσαν τις ευλογίες του πολιτισμού)

Επίσης, χωρίς κάποιον που εξαφανίστηκε κ κανείς δεν ξανάκουσε γι’ αυτόν: το εθνικό της σπορ. Η Κακότυχη Χώρα είναι διαβόητη για τον τουρισμό κ την πορνεία της, όμως παγκόσμια πρωταθλήτρια στο εθνικό της σπορ: κάποια στιγμή εξαφανίζεσαι, κανείς δεν ξανακούει για σένα. Κάποτε ήσουν άνθρωπος, πλέον παντοτινό ερωτηματικό

Όσοι φλερτάρετε με την ιδέα να πάτε στην Κακότυχη Χώρα για τουρισμό ή πορνεία, με τη σειρά σας να την τουριστέψετε ή να την πορνέψετε, έχετε υπόψη ότι το εθνικό της σπορ μπορεί να συμπεριλάβει τους πάντες. Η σφηκοφωλιά του παλατιού δε θα λογαριάσει κανέναν

Όμως αυτά δε θα σας τα πει η πρεσβεία 

Το έκτρωμα του τουρισμού στηρίζεται στο «εγώ είμαι περισσότερο άνθρωπος από σένα». Με υπηρετείς, σε πληρώνω, σου δίνω φιλοδώρημα, δουλειά, χωρίς εμένα δεν υπάρχεις, είσαι χαμάλης, νιώθω αριστοκράτης για λίγο, να λες κ ευχαριστώ. Το έκτρωμα της πορνείας στηρίζεται στο «εγώ είμαι περισσότερο άνθρωπος από σένα», είσαι σκλαβάκι, σε πληρώνω, νιώθω αφέντης για λίγο, προστακτική, να λες κ ευχαριστώ

Κι όμως δεν είν’ έτσι! Είναι το ίδιο άνθρωποι όσο κ εμείς! Ακόμα κ αν αυτό κάνει όλος ο κόσμος, τουρισμό κ πορνεία, σημαίνει ότι όλος ο κόσμος κάνει λάθος

 

 

 

Ήμουν εκεί, τα είδα με τα μάτια μου. Περνούσαμε μπροστά απ’ τους στρατιώτες με τ' αυτόματα, κινδύνευες αν φορούσες κόκκινη μπλούζα, φόβος μην ανοίξουν πυρ, μη μας σταματήσουν, μην ψάξουν την τσάντα, μη χτυπήσουν την πόρτα τρεις η ώρα τη νύχτα, μην, μην, μην, μην…. Είκοσι λεπτά μετά μαθαίναμε ότι οι στρατιώτες ανοίξαν πυρ εκεί που πιο πριν περάσαμε, το αίμα ποτάμι, CNN, Al Jazeera, τρέμαμε σαν ψάρια, κοιμόμασταν με κατσαρίδες, πείνα, 40 πυρετός

 

 

Στην πλειοψηφία τους ήταν απλοί άνθρωποι, σαν κ εσάς, σαν κ εμένα. Αδερφοί κ αδερφές μου. Στην πλειοψηφία τους ασήμαντοι, μικροκάτι, μεροκαματιάρηδες, αγρότες, χωρικοί, γράφω κ κλαίω. Εξαιρετικά μη-βίαιοι, ξεκινήσαμε να τα βάλουμε μαζί σας κ τα όπλα μας τραγούδι, χορός, πλάκα, χιούμορ. Ούτε αυτό δε σεβαστήκατε. Μας στείλατε τους στρατιώτες με τ' αυτόματα. Δε θέλαμε ν’ ανατρέψουμε το σύστημα ή τον καπιταλισμό ή την παγκόσμια επανάσταση ή την αταξική κοινωνία. Μόνο ζητήσαμε μια απλή κ τίμια ζωή. Ούτε αυτό δε μας άφησε η σφηκοφωλιά του παλατιού

Αυτά δε θα σας τα πει η πρεσβεία της Κακότυχης Χώρας. Μήπως η πρεσβεία της Κακότυχης Χώρας δεν είν’ η καλύτερη πρεσβεία για την Κακότυχη Χώρα;  

Λέγομαι Ηλίας Μπένης 
Τη διεύθυνσή μου πανεύκολα θα εντοπίσετε 
Το ταϊλανδικό μου όνομα πανεύκολα θα βρείτε 
Τα στοιχεία μου πανεύκολα θα μάθετε, κάντε μου ό,τι κρίνετε πως πρέπει να μου κάνετε 
Περήφανα ταγμένος με τους Κόκκινους της Ταϊλάνδης, αδέρφια που χύσαν αίμα, δεν αλλάζω πια, ως το θάνατο ορκισμένος เสื้อแดง
 
Και μ’ αγάπη τεράστια για συγκεκριμένους πολιτικούς εχθρούς – εκλεκτοί, λίγοι, εχθροί μεν αλλά αγαπημένοι


Ακούς την Κραυγή του Κόσμου;   

 
 
 
Την Αλήθεια κ Σήμερα!
 

Ο Ηλίθιος του Ντοστογιέφσκι

Mικρός φόρος τιμής:

Ο Φώτης εμφανίστηκε στους δρόμους του Βόλου τη δεκαετία του ’70. Μόνιμα άπλυτος, ξερακιανός, αξύριστος, ακούρευτος, στη μικρή κοινωνία του Βόλου όλα γίνονται γνωστά: παλιός τσαγκάρης και πωλητής παπουτσιών, κάπου στα 40 του έκλεισε το μαγαζί, έφτιαξε ένα καλύβι σ’ έναν λόφο έξω απ’ την πόλη, ζούσε με τα νυχτοπούλια και τ’ αλανιάρικα σκυλιά, περιδιάβαινε την πόλη του Βόλου και μιλούσε με τον κόσμο: ’Γεια σου Φώτη’, ’Γεια σου φίλε μου’. Ένας απ’ τους διάφορους λοξούς που περπατούσαν ατέλειωτα την πόλη.

Πρώτη φορά το άκουσα απ’ τον πατέρα μου τη δεκαετία του ’80, κάποτε είπα: ’...ο Φώτης, ο τρελός που περπατά στην πόλη κ.λπ.’. Ο πατέρας μου νευρίασε: ’Γιατί τον λες τρελό! Πες ιδιόρρυθμος. Τι σ’ ενοχλεί ο Φώτης; Δεν ενοχλεί κανέναν’

Eίχε δίκιο. Χρειάστηκε χρόνος να το καταλάβω, ξεγελούσε η εμφάνισή του Φώτη (άπλυτος, ακούρευτος κ.λπ.). Όμως ποτέ δεν πίεζε, δε ζητούσε τίποτα, μόνο αν εσύ του προσέφερες. Πάντα ευγενικός και φιλικός: ’γεια σου φίλε μου’. Ικανός να πεθάνει απ’ την πείνα παρά να σε πιέσει ζητώντας κάτι.    

Κατόπιν άρχισα να τ’ ακούω από όλο και περισσότερους Βολιώτες: ’Μην τον λες τρελό! Ποιον ενοχλεί ο Φώτης; Δεν ενοχλεί κανέναν!’ Πολλοί χαιρόμασταν να τον συναντάμε στο δρόμο, να τον κερνάμε κάνα φρούτο, κάνα γλυκό, κάνα κουλούρι (χωρίς ο ίδιος να ζητήσει) και να μιλάμε λίγο μαζί του. Αυτός δίδασκε για την αγάπη του Θεού, για την ομορφιά του κόσμου. Κάποιες ταβέρνες του κλείναν το μάτι, ’έλα τ’ απόγευμα που θα φύγει ο κόσμος, κάτσε στη γωνιά, θα σου δώσω φαγητό’. Έγινε ένοχο μυστικό πολλών μας: χαιρόμασταν να τον συναντάμε, να μιλάμε μαζί του, να τον κερνάμε ό,τι έχουμε (χωρίς αυτός να ζητήσει), ’γεια σου Φώτη!’, ’γεια σου φίλε μου!’      

Μικρή αποκάλυψη: έχω ενδείξεις ότι τη δεκαετία του ’80, η τοπική Νέα Δημοκρατία έκανε απόπειρα να προσεταιριστεί τον Φώτη και την αυξανόμενη συμπάθειά του στους Βολιώτες. Νομίζω, τα παράτησε όχι επειδή ο Φώτης ήταν αριστερός αλλά επειδή ήταν εντελώς ηλίθιος. Δεν καταλάβαινε για πιο λόγο να ωφεληθεί. Αν τον αναδείκνυες θα αδιαφορούσε. Αν του ’δινες λεφτά θα τα μοίραζε. Του 'φτανε να θαυμάζει το όμορφο ηλιοβασίλεμα (αυτά δεν τα καταλαβαίνουν οι Νέες Δημοκρατίες του κόσμου τούτου). Μιλάμε για τον Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι! Ο ίδιος δεν συνειδητοποίησε τίποτα (όμως μη χαίρεστε εσείς οι αριστεροί: έχετε ανάγνωση για Ηλίθιους του Ντοστογιέφσκι;... α μάλιστα, δεν έχετε)

Στα παραπάνω το ’ηλίθιος’ να εκληφθεί παράσημο, τιμητικό.

Μια νύχτα καθόμαν σ’ ένα πάρκο με την παιδική φίλη μου τη Λ. Μέσ’ στο σκοτάδι πλησιάζει μια μορφή. Η Λ. τεντώθηκε: ’κάποιος έρχεται...’. Κοιτάζω: ’είν’ ο Φώτης’. Η Λ. χαλάρωσε: ’α εντάξει, αν είν’ ο Φώτης δεν ανησυχώ!’. Αυτός έκανε τη βόλτα του, πέρασε, χαιρετηθήκαμε (’γεια σου Φώτη!’, ’γεια σας φίλοι μου!’) και συνέχισε.

Εκεί ήταν που άρχισα να παρατηρώ πόσο καλή παρουσία ήταν ο Φώτης στις κυρίες παρόλη την αγριάδα της εμφάνισής του. Οι κυρίες αισθάνονταν άνετα με τον Φώτη, κι αυτός πάντα αβρός, τις έδινε και λουλούδια

Να καταθέσω κάτι. Το 2011 ήμαν στην Ασία και διάβαζα για την κρίση στην Ελλάδα. Ένα βράδυ αναρωτήθηκα: ’τι να κάνει άραγε ο Φώτης; Άραγε ζει;’ Έψαξα στο ίντερνετ, δε βρήκα τίποτα. Ζωντανός ή νεκρός δεν ξέρω, καταλαβαίνω πως η Ελλάδα περνά δύσκολες στιγμές.  

Μετά έναν χρόνο, το 2012, αναρωτήθηκα πάλι, ’τι να κάνει ο Φώτης;’. Ψάχνω στο ίντερνετ, βρίσκω ένα σωρό άρθρα σε Βολιώτικες εφημερίδες, βιντεάκια στο YouTube, συνεντεύξεις δημοσιογράφων, τεκμήρια διάφορα:

1) "Καλημέρα ομορφούλα. Το πρόσωπό σου είναι πιο λαμπερό από τον ήλιο. Χρόνια πολλά και να ξέρεις ότι στους δρόμους της πατρίδας μας κυκλοφορούν εκατομμύρια άγγελοι... Εκατομμύρια! Να το θυμάσαι". 

2) "Κυρία, στο δρόμο προχθές περπατούσα με τη μητέρα μου και ένας φτωχός μας έδωσε λεφτά!"

3) Ο Φώτης στο λεωφορείο μοιράζει λουλούδια στις κυρίες

4) Μιλά για τη ζωή του

Κοίτα να δεις, οι Βολιώτες ανακάλυψαν τον Φώτη! Φυσικά, τον ξέραν χρόνια όμως πάντα ως συμπαθητικό σκυλάκι που το χαϊδεύεις, παίζεις λίγο και μετά τ’ αφήνεις, έχεις σημαντικότερα πράγματα.

Ξαφνικά, μέσ’ στην κρίση, οι Βολιώτες ανακάλυψαν μεγαλείο στον Φώτη! Εγώ τα ’χω όλα, σπίτι, δουλειά, χρήματα, γυναίκα, παιδί, μαγαζί, αυτοκίνητο, όμως χαρούμενος δεν είμαι. Αυτός δεν έχει τίποτα όμως είναι χαρούμενος. Τι δεν πάει καλά;

Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε το Πάσχα του 2017 στο νοσοκομείο του Βόλου. Μια μέρα τον Φώτη τον βρήκαν αναίσθητο από εγκεφαλικό. Είχαμε τη μαμά στον ένα θάλαμο που πέθαινε, στο διπλανό θάλαμο ο Φώτης πέθαινε κι αυτός ("τι πιθανότητες έχει;" ρωτούσα τις νοσοκόμες, "ακόμα κι αν τη βγάλει καθαρή απ’ το εγκεφαλικό, τόσο γέρος άνθρωπος πρακτικά δε ζει πολύ" λέγαν). Εκείνο το Πάσχα του ’17 έμεινε αξέχαστο. "Πώς πάει, βρε Φώτη;" τον έλεγα, "δες κάγκελα! Κάγκελα! Παντού κάγκελα!" χτυπούσε το δάχτυλο στα σίδερα του νοσοκομειακού κρεβατιού, "θέλω να γυρίσω στο τσαρδάκι μου!"

Το νοσοκομείο υπήρξε εμπειρία φυλακής για τον Φώτη. Ξυπνώ και βλέπω κάγκελα γύρω στερεωμένα και με ορούς ιατρικούς τα χέρια τρυπημένα. Δεν πρέπει να πεθαίνει έτσι ο κόσμος, νοσοκομεία, φάρμακα, ιατρικά μηχανήματα. Σεβαστείτε τον θάνατο του άλλου! Δεν καταλαβαίνετε ότι τον βασανίζετε; Φάρμακα, νοσοκομεία, ιατρικά μηχανήματα κ.λπ. είν' εκτρώματα, τερατουργίες

Ο ίδιος αλλιώς ονειρευόταν τον θάνατό του, όχι σε ιατρική φυλακή μετά από 40 χρόνια ελευθερίας. Οι νοσοκόμες αναγκάζονταν να τον ταΐζουν ηρεμιστικά να καλμάρει, "που είν' ο Θεός;" τις ρωτούσε, "ο Θεός είναι παντού" δίναν αυτές την τυπική απάντηση, "όχι, εκεί είν' ο Θεός!" έλεγε κι έδειχνε το Πήλιο στο παράθυρο

Μια μέρα θύμωσε τόσο που θέλησε να ευχηθεί σ’ όλους τους ασθενείς του νοσοκομείου, τον πήρα με τον ορό και γυρνούσαμε τους θαλάμους έναν έναν, αυτός ευχόταν σε κάθε ασθενή. Μιλάμε για τέτοιο θυμό! Χώρια που μας δίδαξε ότι τις κυρίες πρέπει να τις φιλάμε πάντα τρις, ποτέ εις ("μια φορά για τον Πατέρα, μια για τον Υιό και μια για το Άγιο Πνεύμα"). Για να το λέει ο Φώτης κάτι ξέρει, του έχω εμπιστοσύνη.         

Μετά δυο μέρες, γράψαν οι τοπικές εφημερίδες ότι ο Φώτης διαμετακομίστηκε. Άρχισε να πλακώνει κόσμος στο νοσοκομείο, πολλοί θέλαν να του φέρουν κάποιο δωράκι, κάποιο φρούτο, να κουβεντιάσουν λίγο μαζί του. Ο Φώτης μετακόμισε στο διάδρομο μιλώντας ατέλειωτα με τον κόσμο που ερχόταν να τον δει. Ήταν σχεδόν θρησκευτικό το φαινόμενο, κάποια στιγμή έπιασα έναν σκανδαλισμένο τραυματιοφορέα να λέει σ’ έναν παππού:

- Τώρα δηλαδή γιατί ήρθες;   

- Να του πω μια καλημέρα.

- Βρες πνευματικό! Αυτός μπορεί να σε σώσει απ’ την αμαρτία, ο Φώτης δεν μπορεί να σε σώσει απ’ την αμαρτία.  

- Μα να του πω μια καλημέρα θέλω και να καθίσω λίγο μαζί του!

Ο παθολόγος του νοσοκομείου και πατέρας διακεκριμένου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ φρόντισε φυσικά να βγάλει φωτογραφία αγκαλιά με τον Φώτη, να τη δημοσιεύσει στις εφημερίδες διαβεβαιώνοντας πως έχει την καλύτερη περίθαλψη και φροντίδα (την ίδια στιγμή που ο Φώτης ήταν παρατημένος στο φουαγιέ του νοσοκομείου κ αναίσθητος απ’ τα ηρεμιστικά). Βέβαια, φωτογραφίζω... Μισή ντροπή δική μου, μισή ντροπή δική του. Λέγομαι Ηλίας Μπένης, αν είναι να ψηφίσετε Νέα Δημοκρατία τότε χίλιες φορές να ψηφίσετε ΣΥΡΙΖΑ, όμως ορισμένα πράγματα πρέπει να μένουν έξω από κομματικές εκμεταλλεύσεις.

Ο Φώτης δεν κατάλαβε τίποτα. Τουλάχιστον χάρηκε με τον κόσμο που ήρθε να τον δει, δίδαξε για ομορφιά, για τους αγγέλους που είναι παντού, για την αγάπη του Θεού (επίσης για τις κυρίες που πρέπει να φιλιούνται τρις, ποτέ εις) κι όλο νοσταλγούσε το τσαρδάκι του.

Κατόπιν τον πάρκαραν σε γηροκομείο του Βόλου. Ήταν πια στα τελευταία του. Πληροφορήθηκα το φινάλε στις εφημερίδες: ο κόσμος συνέχισε να πηγαίνει στο γηροκομείο να μιλήσει με τον Φώτη και να καθίσει λίγο μαζί του, οι υπάλληλοι του γηροκομείου συγκινήθηκαν με τα μαθήματα που δίδασκε δεξιά κι αριστερά μέχρι τις τελευταίες του ώρες

Σίγουρα ο ίδιος ονειρευόταν διαφορετικό θάνατο, όχι τη φυλακή που έζησε, όμως ακόμα και τη φυλάκισή του ο Φώτης την έκανε δημιουργική (μπράβο Φώτη). Μετά από λίγο πέθανε. Η τοπική Μητρόπολη φρόντισε να εκμεταλλευτεί κι αυτή τον θάνατό του – κατά τη γνώμη μου, ντροπή της.        

Ο θάνατος του Φώτη

Οι Βολιώτες τον ξέρετε. Όσοι δεν τον ξέρετε, κάντε το πείραμα, ρωτήστε όποιον (παλιό) Βολιώτη θέλετε για τον Φώτη: παρατηρήστε πώς μαλακώνει το πρόσωπό του, με πόση συμπάθεια τον θυμάται.  

Να βάλω σ’ όλους σας το Τεστ του Φώτη: στη χώρα της φέτας και του ελαιόλαδου, στη χώρα της γαλανόλευκης, μπορείτε να σκεφτείτε έναν άνθρωπο που δεν γκρινιάζει και δε νευριάζει; Που όλα τα βλέπει όμορφα; Έναν εντελώς Ηλίθιο του Ντοστογιέφσκι; Ακριβέστερη διατύπωση: έχετε ζήσει οτιδήποτε άλλο στους Έλληνες εκτός από μόνιμη γκρίνια, θυμό, οργή, μεμψιμοιρία, σκύλιασμα, τσατίλα, άγχος, παράπονα, πείσμα; Γαλανόλευκη η θωριά σου και φαντάζεις μέσ’ στο νου, σαν τη μίρλα σαν τα νεύρα του πελάου και τ’ ουρανού    

Οι Βολιώτες μπορείτε να θυμηθείτε μια φορά τον Φώτη να γκρινιάζει ή να θυμώνει; Όχι έτσι;... Ούτε εγώ μπορώ. 

Ο Φώτης επί 40 χρόνια έζησε σ’ έναν όμορφο κόσμο. Σ’ έναν κόσμο που όλα ήταν θαυμαστά, γεμάτα αγγέλους, όλα δώρα (εσείς πώς καταδεχτήκατε να ζήσετε σ’ ασχημοκόσμο;). Στον πλανήτη του Φώτη όλοι είναι φίλοι κι όλα είναι προσφορές, τα ’χουμε για να τα μοιράζουμε. Έζησε τη ζωή που ήθελε, ακριβώς όπως την ήθελε (πώς χαθήκαν αυτά για το 99,99% του ελληνικού πληθυσμού; εσείς ζήσατε τη ζωή που θέλατε;...)

Πόσος κόσμος πήρε ανάσα, πόσοι χαμογέλασαν, πόσες κυρίες πήραν τα πάνω τους, πόσοι ανακάλυψαν διαμάντια στα σκουπίδια, πόσοι ήρωες του Αρκά απαρνήθηκαν την αφ’ υψηλού ειρωνεία τους, πόσοι πονηρεμένοι αφέλεψαν, πόσοι περπατημένοι αθώεψαν, πόσοι Καρυωτάκηδες γίναν Διονύσιοι Σολωμοί έστω για μια στιγμή: αν η πόλη του Βόλου είναι ό,τι είναι ΚΑΙ ΟΧΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΗ, οφείλεται στην καθημερινή γιατρειά που δωρεάν προσέφερε ο Φώτης επί 40 χρόνια.

Μέσ’ στην πάνδημη βρωμιά της βολιώτικης πόλης, με δήμαρχο την Αυτού Μεγαλειότης (ξέρετε ποιος ειν’ ο δήμαρχος Βόλου), κάποτε στάθηκε μια γωνίτσα καθαρή: ο Φώτης μας υιοθέτησε όλους, έκανε ό,τι μπορούσε για μας. Αν οι Βολιώτες έχουμε μια μικρούλα ελπίδα να σωθούμε (αν την έχουμε κιόλας, δεν είμαι σίγουρος...), το χρωστάμε στον Φώτη. 

Τι τράβηξε, μόνο ο ίδιος ξέρει. Τι σαγόνια τον δάγκωσαν, βελόνες τον τρύπησαν, φτώχεια, πόνος, φόβος, πείνα, κρύο... Τα ’ζησε στο πετσί του και, προς τιμήν του, δεν τα φόρτωσε σε κανέναν, τα πέρασε ολομόναχος.

Να βρει τη χαρά και την ξεκούραση που τόσο πολύ του αξίζουν.

Ο Κεραυνός

Ένα πολύ δύσκολο θέμα, δεν ξέρω αν έχω το ανάστημα να το πιάσω. Οπότε, θ’ αφήσω άλλους να μιλήσουν. Θ’ αναφερθώ σε ακραίες περιπτώσεις - δε μ' ενδιαφέρουν οι στοχαστές αλλά οι άνθρωποι που ένιωσαν στο πετσί τους τι πα να πει βρωμιά και τρόμος, κατήφορος και προσβολές

 

1. Η Ανηθικότητα της Συγχώρεσης

Ο Jean Amery (1912 – 1978) ήταν αυστριακός εβραϊκής καταγωγής. Στη ναζιστική κατοχή έφτιαξε μια αντιστασιακή οργάνωση στο Βέλγιο μαζί μ’ άλλους πιτσιρικάδες, η Γκεστάπο τους εντόπισε γρήγορα, πέρασε από στρατόπεδα βασανισμών, τελικά κατέληξε στο Άουσβιτς (και Μπούχενβαλντ, Μπέργκεν–Μπέλσεν). Κατάφερε να επιζήσει και περιγράφει τα βιώματά του στο βιβλίο At the Mind’s Limits, που θεωρείται από τα σημαντικότερα ντοκουμέντα του Ολοκαυτώματος, μπορείτε να το κατεβάσετε σε pdf εδώ (προσοχή: θέλει γερό στομάχι, εγώ δεν κατάφερα να το φτάσω ως το τέλος). Δυο δεκαετίες μετά την απελευθέρωσή του, ο Amery δημοσίευσε ακόμα ένα κείμενο να εξηγήσει τη άσβεστη πίκρα του για τους Γερμανούς:  

Στα χρόνια μετά το 1945, οι επιζώντες σαν κι αυτόν ένιωσαν μια πρωτόγνωρη έξαρση. Όχι μόνο η ανακούφιση της απελευθέρωσης αλλά κι η αίσθηση ότι είναι ενωμένοι, μαζί με τον υπόλοιπο Δυτικό κόσμο, στην καταδίκη του Ναζισμού. Ο ίδιος ο Amery (Εβραίος, αντιστασιακός, πρώην φυλακισμένος του Άουσβιτς) πρώτη φορά στη ζωή του έπαψε να νιώθει μειονότητα. Θυμηθείτε ότι τότε ήταν που ξεκίνησε κι η περίφημη συλλογική ενοχή των Γερμανών, ο Amery το παραδέχεται: «ομολογώ ότι δεν έχω κανένα πρόβλημα αν σύσσωμο το γερμανικό έθνος αισθάνεται ενοχές». 

Όμως πολύ γρήγορα άρχισε να καταλαγιάζει η συζήτηση περί συλλογικής ενοχής. Οι επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης άρχισαν ν’ ακούν όλο και περισσότερο ότι κολλάνε στο παρελθόν, είναι εκδικητικοί, πεισμωμένοι κ.λπ. O Amery ανακάλυψε ότι ξανάρχισε να νιώθει μειονότητα. Με δικά του λόγια: 

Συνεχίζουν να παραμένουν τα σκληρά συναισθήματά μου για τη Γερμανία. Αυτά τα 12 χρόνια του Χίτλερ συνεχίζω να τα καταλογίζω στον βιομηχανικό παράδεισο της νέας Ευρώπης, αλλά και στο μεγαλείο της Δύσης όλης

Ο Amery τελικά αυτοκτόνησε το 1978 κρατώντας την πίκρα του ως το τέλος, αρνούμενος να συγχωρέσει τη Γερμανία. Μ’ ενδιαφέρουν οι σκέψεις του. Δεν ήταν τυφλωμένος απ’ το μίσος, αντίθετα, βρίσκω το σκεπτικό του καθαρό και διεισδυτικό. 

Ο κρατούμενος στα χέρια του βασανιστή μετατρέπεται σε απλό αντικείμενο (έμφαση δική μου): 

Τότε ξαφνικά ένιωσα το πρώτο χτύπημα. Το οποίο περιείχε στον πυρήνα του όλα όσα ακολούθησαν. Λένε για ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Δεν ξέρω τι ακριβώς είναι αυτό. Λένε ότι στα βασανιστήρια κάποιος χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του. Δεν ξέρω αν χάνει την ανθρώπινη αξιοπρέπειά του, αυτό που ξέρω σίγουρα είναι ότι χάνει οριστικά την εμπιστοσύνη του στο κόσμο που ζούμε

Τα βασανιστήρια, η λέξη από το Λατινικό torquere, "συστρέφω". Μια μικρή πίεση με το εργαλείο που κρατά ο βασανιστής είναι αρκετή για να κάνει τον άλλον –ο οποίος μπορεί να ξέρει όλον τον Χέγκελ και τον Καντ, τις εννιά συμφωνίες του Μπετόβεν– να γίνει ένα ζώο που ουρλιάζει καθώς το σφάζουν

Όποιος έχει κατακλυστεί από τον πόνο των βασανιστηρίων βιώνει το σώμα του όπως ποτέ άλλοτε. Μόνο στα βασανιστήρια γίνεται ολοκληρωτική η μεταμόρφωση ενός προσώπου σε σάρκα: εύθραυστος μπροστά στη βία, ουρλιάζοντας από τον πόνο, μην ελπίζοντας σε καμία βοήθεια, ανίκανος για οποιαδήποτε αντίσταση, ο βασανιζόμενος γίνεται απλώς ένα σώμα και τίποτα άλλο. Στο τέλος απομένει με την εξίσωση: Σώμα = Πόνος = Θάνατος

Ας το σκεφτούμε αυτό όσοι απολαύσαμε ανέσεις, χορτάσεις, ερωτοπραξίες, διακοπές, πολυτέλειες, εκτεταμένη υγεία & ευεξία, εκτεταμένη ασφάλεια κ.λπ., καταστάσεις στις οποίες ισχύει Σώμα = Απόλαυση. Την ίδια στιγμή, για κάποιον άλλον ισχύει: Σώμα = Πόνος = Θάνατος. 

Το τσάκισμα των βασανιστηρίων δεν επανορθώνεται ποτέ, το θύμα μένει για πάντα ψυχικά παραπληγικό (έμφαση δική μου): 

Όποιος έχει υποστεί βασανιστήρια δεν θα είναι ποτέ πια ο ίδιος άνθρωπος. Η ντροπή της ζημιάς που έπαθε δε διαγράφεται. Η εμπιστοσύνη του στον κόσμο που ζούμε κατάρρευσε ήδη με το πρώτο χτύπημα που δέχθηκε, μέχρι που στο τέλος χάθηκε οριστικά, μετά από όλη τη σειρά των βασανιστηρίων του. Σταματάει να βλέπει έναν κόσμο στον οποίο υπάρχει ελπίδα

Ποιο το νόημα της ποινής (συνοψίζω τις σκέψεις του): 

Η ποινή, με κάποιον τρόπο, ενοποιεί τον εγκληματία με το θύμα, κλείνει το χάσμα ανάμεσά τους, την ανισότητα των εμπειριών τους, επιτρέποντας στον εγκληματία να δει την αλήθεια των πράξεών του. Αφυπνίζει τον εγκληματία σε μια πραγματικότητα χωρίς δικαιοσύνη, την πραγματικότητα που βίωσε το θύμα, εκεί που προηγουμένως ο εγκληματίας υπήρξε βολεμένος σ’ έναν εύτακτο κόσμο. 

 


 

Ότι η συγχώρεση μπορεί να είναι ανήθικη: 

Πέρασα δυο δεκαετίες να σκέφτομαι αυτά που τράβηξα. Πιστεύω ότι η συγχώρεση που προκύπτει από την κοινωνική πίεση είναι ανήθικη, να συγχωρείς φτηνά και νωθρά. Έχω δικαίωμα να διαφωνώ με τη φυσική ροή των πραγμάτων, ακόμα και με τη γιατρειά που φέρνει ο χρόνος. «Περασμένα ξεχασμένα»: αυτή η φράση είναι εχθρός προς την ηθική και τη διάνοια. 

Η δύναμη να αντισταθείς στο «περασμένα ξεχασμένα» περιλαμβάνει τη διαμαρτυρία, την επανάσταση απέναντι στην πραγματικότητα. Θες ν’ ακυρωθεί ο χρόνος, να μείνει καρφωμένος ο εγκληματίας σ’ αυτό που έκανε: μόνο έτσι υπάρχει περίπτωση εγκληματίας και θύμα να συναντηθούν μαζί, άνθρωπος προς άνθρωπο. 

Ο Amery δείχνει να τα έχει περισσότερο με τον κόσμο (φιλικά διακείμενο κατά τ’ άλλα) παρά με τους πρώην Ναζί βασανιστές του. Με τον πραγματιστικό κόσμο που σχολίαζε: «ας τα ξεχάσουμε αυτά, τώρα κοιτάμε μπροστά, εξάλλου η μεταπολεμική Γερμανία δεν είναι το ίδιο με τη Ναζιστική Γερμανία». Με τον ανίδεο, έως ξενέρωτο κόσμο που του έλεγε: «είσαι κολλημένος, εκδικητικός, η πίκρα σου είναι λαχτάρα για εκδίκηση». 

Η διατήρηση της πίκρας δεν είναι λαχτάρα για εκδίκηση. Είναι λαχτάρα για έναν σύντροφο μέσ' στη μοναξιά: 

Έψαξα καλά τον εαυτό μου, δεν είναι ακριβώς ότι θέλω εκδίκηση ή εξιλέωση ή αποζημίωση. Η εμπειρία που πέρασα ήταν μια τεράστια μοναξιά που δε μ’ έχει αφήσει μέχρι σήμερα. Όταν ο Wajs, ο άνθρωπος των SS, στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα, εκείνη τη στιγμή ένιωσε την αλήθεια των εγκλημάτων του. Εκείνη τη στιγμή ήταν μαζί μου, δίπλα μου –κι εγώ δεν ήμουν ολομόναχος με το φτυάρι της καταναγκαστικής εργασίας. Θέλω να πιστεύω ότι τη στιγμή της εκτέλεσής του βρήκα έναν σύντροφο μέσ’ στη μοναξιά μου: κάποιον που ήθελε όσο κι εγώ να γυρίσει πίσω ο χρόνος, να ξεγίνουν αυτά που γίναν τότε. 

Το μόνο σχόλιό μου, πολύ αμφιβάλω ότι ο άνθρωπος των SS ένιωσε την αλήθεια των εγκλημάτων του τη στιγμή της εκτέλεσής του. Μακάρι αλλά αμφιβάλω. Ποιο πιθανό ότι θα ένιωθε απόλυτα δικαιολογημένος, κατάφωρα αδικημένος, ή θα ‘χε παραλύσει απ’ το φόβο, ή θα έβγαλε μια τελευταία κραυγή αφοσίωσης στον Φύρερ.  

 

2. Ο Παραλογισμός της Συγχώρεσης 

Ο Vladimir Jankelevitch (1903 – 1985) ήταν Γάλλος, εβραϊκής καταγωγής, που έδρασε στην αντίσταση. Μπορεί να μην πέρασε την κόλαση του Amery, όμως κάτι έμαθε από τη διαρκή αγωνία, το κυνήγημα, τον καθημερινό φόβο Εβραίων κι αντιστασιακών στην κατεχόμενη Γαλλία. Τουλάχιστον είναι κάποιος που μπορεί να σταθεί κοντά στον Amery. Συνοψίζω μερικά λόγια του από το βιβλίο του Forgiveness που, όπως λέει κι ο τίτλος, μιλά για συγχώρεση:   

Ο Jankelevitch συμφωνεί, η διατήρηση της πίκρας είναι 100% ορθολογική και δικαιολογημένη. Νόμος της φύσης. Οπότε, κάτι που πάει κόντρα σ’ αυτό, δεν μπορεί παρά να είναι αφύσικο. Παράλογο έως εκτρωματικό, ήλιος που ανατέλλει απ' τη Δύση, πέτρα που πέφτει στον ουρανό αντί να πέσει στη γη. Ας ονομάσουμε «συγχώρεση» το παράλογο που πάει κόντρα στους νόμους της φύσης. 

Αυτό το παράλογο έχει κάτι να κάνει με το θαυμαστό ή το μυστηριώδες. Δεν έχει τίποτα να κάνει με κατανόηση κι ορθολογική σκέψη. Ας πούμε, είναι σαν η κα. Μέρκελ να ξυπνά ένα πρωί και να λέει στην Ελλάδα της κρίσης: «Όλο το χρέος σας διαγραμμένο, δε χρωστάτε τίποτα, ούτε ευρώ». Γιατί; Έτσι, χωρίς γιατί. Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί. Τόσο ανορθόλογη είναι η συγχώρεση. 

Η συγχώρεση πάει κόντρα σε Δαρβίνους, Άνταμ Σμιθ, Μαρξ, Χομπς, κόντρα σε «μεγιστοποιητές χρησιμότητας» (Δαρβίνος και διάφοροι εξελικτικοί), σε «φυσικές πλεονεξίες του ανθρώπου» (Άνταμ Σμιθ), σε «φυσικές τάσεις του ανθρώπου για ισχύ» (Χομπς), σε «ανθρώπους = σύνολα των κοινωνικών τους σχέσεων» (Μαρξ). Ο ευρωπαϊκός στοχασμός του 18ου–21ου αιώνα δεν έχει καμία πειστική ανάγνωση για τη συγχώρεση. Ο τέλειος παραλογισμός. 

Η συγχώρεση δεν ψάχνει για αιτιολογήσεις. Δεν αιτολογείται από τίποτα στον κόσμο. 

Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες, γιατί... (οτιδήποτε)». Αυτό δεν είναι συγχώρεση. 

Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες, παρόλο που... (οτιδήποτε)». Αν περιλαμβάνει «παρόλο που» τότε δεν είναι συγχώρεση. 

Δεν είναι «σε συγχωρώ για το κακό που ‘μου κανες, πέρασε καιρός, περασμένα–ξεχασμένα». Αν στηρίζεται στο πέρασμα του χρόνου τότε δεν είναι συγχώρεση.

Δεν είναι καν «σε συγχωρώ για το κακό που μου ‘κανες». Ούτε αυτό είναι συγχώρεση. Εφόσον συνεχίζει να υπάρχει το «εγώ, με την ελεύθερη βούλησή μου, σε συγχωρώ». Δεν είναι στο χέρι μας να συγχωρέσουμε. Δεν εξαρτάται από μας. Είναι Κεραυνός παραλογισμού που χτυπάει κάποια στιγμή και μετά τρελαίνεσαι. Αν, μάλιστα, ρίξεις μια ματιά σ’ ένα ρολόι, μπορείς ακόμα και να σημειώσεις τη στιγμή του Κεραυνού. 

Η συγχώρεση είναι: «Μου 'κανες μεγάλο κακό... (ΜΠΑΜ! χτυπά κεραυνός)... ποιο κακό; Για ποιο πράμα μιλάς; Δεν καταλαβαίνω». Κάτι τέτοιο είναι η συγχώρεση. Γιατί να συγχωρέσω; Χωρίς γιατί. Γιατί έτσι. Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί. Ξυπνά η κα. Μέρκελ ένα πρωί και λέει: «δε χρωστάτε τίποτα». 

Δεν είναι «ο ένοχος έχει ελαφρυντικά, γι’ αυτό τον συγχωρώ». Αυτό δεν είναι συγχώρεση. Είναι: «με χτυπά ένας Κεραυνός, οπότε ο ένοχος παύει να ‘ναι ένοχος». 

Είναι αισχρό να βαφτίζεται «συγχώρεση» κάτι που στηρίζεται στο περασμένα–ξεχασμένα, ασέβεια προς τον πόνο του αθώου, ο οποίος ΠΟΤΕ δε διαγράφεται. Το αίμα του Άβελ φωνάζει στα ουράνια και ζητά δικαίωση. Η συγχώρεση είναι πιο συγγενική με το «δεν ξεχνώ» παρά με το «περασμένα–ξεχασμένα». Διότι πάντα το αίμα του αθώου θα κραυγάζει, πάντα το έγκλημα θα παραμένει, και (ΜΠΑΜ! κεραυνός)... ποιο έγκλημα; Για ποιο πράμα μιλάς; Τα λες περίεργα και δε σε καταλαβαίνω. 

Αν δε σου είναι σκάνδαλο, αν δε σε ξεπερνά, τότε δεν είναι συγχώρεση. 

Η κατανόηση κι η συγχώρεση είναι αμοιβαίως αποκλειόμενες. Είναι σα να λέμε π.χ. «μονοκύτταρος ελέφαντας»: αν είναι ελέφαντας δεν μπορεί να είναι μονοκύτταρος, αν είναι μονοκύτταρος δεν μπορεί να είναι ελέφαντας. Αν περιλαμβάνει κατανόηση τότε δεν είναι συγχώρεση• αν είναι συγχώρεση τότε έχει στον πυρήνα της μια στάλα τέλειου παραλογισμού. 

Σταματώ εδώ, ο Jankelevitch δεν πέρασε τα βάσανα του Amery. Παρατηρήστε ότι οι δύο άντρες δε διαφωνούν καθόλου. Συμφωνούν 100%. Κι όμως αν συναντιόντουσαν, δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. 

 

3. Η Πραγματικότητα της Συγχώρεσης 

Ο Viktor Frankl (1905 – 1997) ήταν αυστριακός Εβραίος που πέρασε κι αυτός απ’ το Άουσβιτς. Δυστυχώς (ή ευτυχώς) δεν ήταν στοχαστής, οπότε στο βιβλίο του Man’s Search for Meaning (1946) περιγράφει τις εμπειρίες του χωρίς φιλοσοφίες ή συμπεράσματα. Η μαρτυρία του έχει βάρος επειδή υπήρξε συγκρατούμενος του Jean Amery που είδαμε πιο πάνω, οι δυο άντρες γνωρίστηκαν στο Άουσβιτς. Ο ένας έμεινε με την πίκρα σ’ όλη την υπόλοιπη ζωή του (Amery), ο άλλος φανερώνει κάτι διαφορετικό (Frankl). Όμως ας τα πει με τα δικά του λόγια. Ο Viktor Frankl περιγράφει την κορυφαία του στιγμή στο Άουσβιτς:   

Νωρίς το πρωί έπρεπε να βαδίσουμε ως το χώρο εργασίας. Φωνάζαν: «Απόσπασμα, εμπρός μαρς! Αριστερό–2–3–4! Αριστερό–2–3–4! Αριστερό–2–3–4! Βγάλτε τα πηλίκια!» Ακόμα αντηχούν στ’ αυτιά μου αυτές οι λέξεις. Με τη διαταγή «βγάλτε τα πηλίκια!» περνούσαμε απ’ την πύλη του στρατοπέδου και μας εξετάζαν με φακούς. Όποιος δεν περπατούσε ζωηρά, έτρωγε κλωτσιά. Ακόμα χειρότερα πάθαινε όποιος δεν άντεχε το κρύο και κατέβαζε το πηλίκιο στ’ αυτιά πριν δοθεί η άδεια. 

Βαδίζαμε στο σκοτάδι, πάνω από βράχους και λακούβες. Οι φρουροί φωνάζαν όλη ώρα και μας οδηγούσαν με τους υποκόπανους. Κάποιοι, πολύ κουρασμένοι, στηρίζονταν στο μπράτσο του διπλανού τους. Δε μιλούσαμε σχεδόν καθόλου, μας τρυπούσε ο παγωμένος αέρας. Ξαφνικά ο διπλανός μου, με το στόμα χωμένο στο γιακά, ψιθύρισε: «Ε ρε και να μας βλέπαν τώρα οι γυναίκες μας! Ελπίζω αυτές να ‘ναι καλύτερα στο δικό τους στρατόπεδο και να μην ξέρουν τι τραβάμε». Μου ήρθε στο μυαλό η γυναίκα μου. Σερνόμασταν για μίλια, στηρίζοντας ο ένας τον άλλον, τραβώντας ο ένας τον άλλον, παραπατώντας πάνω σε παγωμένα σημεία, δε λέγαμε κουβέντα όμως ξέραμε κι οι δυο: ο καθένας σκεφτόταν τη γυναίκα του. Πού και πού κοιτούσα τον ουρανό καθώς έσβηναν τ’ αστέρια, το πρώτο φως της αυγής έβγαινε πίσω απ’ τα σύννεφα. 

Όμως η εικόνα της γυναίκας μου είχε καρφωθεί ξεκάθαρη στο μυαλό μου. Την άκουσα να μου μιλά, είδα το χαμόγελό της, το τίμιο κι ενθαρρυντικό βλέμμα της. Είτε πραγματική είτε όχι, αυτή η εικόνα ήταν πιο φωτεινή κι απ’ τον ήλιο που ανέτειλε. 

Τότε ξαφνικά μια σκέψη με καθήλωσε: πρώτη φορά στη ζωή μου είδα την αλήθεια σ’ αυτό που τραγούδησαν τόσοι ποιητές, κήρυξαν τόσοι στοχαστές. Ότι η αγάπη είναι ο τελικός κι υψηλότερος στόχος του ανθρώπου. Τότε κατάλαβα το νόημα του μεγαλύτερου μυστικού της ανθρώπινης ποίησης, σκέψης, πίστης. Ότι η σωτηρία του ανθρώπου γίνεται μέσα στην αγάπη και δια της αγάπης. Το κατάλαβα πώς γίνεται, ένας άνθρωπος που τα ‘χει χάσει όλα, παρόλα αυτά μπορεί να είναι ευτυχισμένος έστω και για μια μικρή στιγμή, με τη σκέψη της αγαπημένης του. Ακόμα και στην απόλυτη ένδεια και στην απόλυτη ανημπόρια, όταν το μόνο που μπορεί να κάνει είναι ν’ αντέξει τα βάσανά του με σωστό τρόπο –με τιμητικό τρόπο– ακόμα και τότε ένας άνθρωπος μπορεί να βρει πλήρωση στη λατρεμένη ανάμνηση της αγαπημένης του. 

Πρώτη φορά στη ζωή μου μπόρεσα να καταλάβω το νόημα των λέξεων: «οι άγγελοι είναι χαμένοι μέσ' στη διαρκή ενατένιση μιας άπειρης δόξας». Μπροστά μου ένας άντρας σκόνταψε κι όσοι ακολουθούσαμε πέσαμε πάνω του. Ο φρουρός έτρεξε και μας ξανάβαλε σε σειρά με το μαστίγιο. Για λίγα λεπτά οι σκέψεις μου διακόπηκαν. Όμως γρήγορα η ψυχή μου ξαναβρήκε τον δρόμο σ’ έναν άλλο κόσμο, άφησε πίσω την πραγματικότητα του φυλακισμένου, συνέχισα τη συνομιλία με την αγαπημένη μου. Τη ρώτησα διάφορα και μου απάντησε• μετά με ρώτησε αυτή και της απάντησα εγώ. 

«Στοπ!». Φτάσαμε στο χώρο εργασίας. Όλοι τρέξαμε στο μισοσκόταδο να βρούμε κάποιο σκεπάρνι ή φτυάρι της προκοπής. «Δε μπορείτε να βιαστείτε, ρε γουρούνια;». Γρήγορα πήραμε τις θέσεις της προηγούμενης μέρας στο χαντάκι που σκάβαμε. Το παγωμένο χώμα ράγιζε κάτω απ’ τα χτυπήματα των σκεπαρνιών κι έβγαζε σπίθες. Όλοι δουλεύαμε σιωπηλοί, το μυαλό μας παγωμένο. 

Το δικό μου μυαλό είχε κολλήσει στην εικόνα της γυναίκας μου. Σκέφτηκα ότι δεν ήξερα καν αν ήταν ζωντανή. Το μόνο που ήξερα καλά, ότι η αγάπη φτάνει πιο πέρα από τη φυσική ύπαρξη της αγαπημένης. Βρίσκει το νόημά της στο πνεύμα, στον εσωτερικό άνθρωπο. Είτε υπάρχει είτε όχι, είτε είναι ζωντανή είτε όχι, με κάποιον τρόπο αυτά χάνουν τη σημασία τους. Δεν ήξερα αν η γυναίκα μου ζούσε και δεν είχα τρόπο να το μάθω, κατά τη διάρκεια της φυλάκισής μας δεν είχαμε αλληλογραφία ή ειδήσεις, αλλά εκείνη τη στιγμή ήταν αδιάφορο. Δε μ’ ένοιαζε καν να μάθω, τίποτα δεν μπορούσε ν’ αγγίξει τη δύναμη της αγάπης μου, τις σκέψεις μου, την εικόνα της αγαπημένης μου. Ακόμα και να ‘ξερα τότε τον θάνατό της [μετά την απελευθέρωσή του, ο Viktor Frankl έμαθε ότι η γυναίκα του είχε ήδη πεθάνει], πιστεύω ότι θα συνέχιζα να θαυμάζω την εικόνα της στο μυαλό μου, αδιάφορος γι’ αυτήν την πληροφορία, πιστεύω ότι η μεταξύ μας κουβέντα θα συνέχιζε να είναι το ίδιο καθαρή και να με γεμίζει με την ίδια ικανοποίηση. 

«Βάλε με σφραγίδα πάνω στην καρδιά σου, αγάπη δυνατή σαν τον θάνατο». 

Ό,τι κι αν σημαίνουν τα παραπάνω. Μεταφέρω τα λόγια του Frankl. Να είστε 100% σίγουροι ότι υπάρχουν πολλά περισσότερα που δε μας τα λέει, τα κρατά για τον εαυτό του (και τη γυναίκα του). Δημοσιευμένο βιβλίο, γράφει μόνο αυτά που μπορούν να ειπωθούν στους τουρίστες (εμείς είμαστε οι τουρίστες), όχι τα σημαντικότερα.

Είναι δυο πολύ διαφορετικά βιβλία αυτό του Amery κι αυτό του Frankl. Όμως ως προς το ύφος, όχι ως προς τα βιώματα και τα ιστορικά ντοκουμέντα. Η κόλαση του Άουσβιτς ήταν κοινή και για τους δυο. Στο βιβλίο του Frankl απουσιάζει η πίκρα. Διαφαίνεται κάτι αντίθετο (όμως πριν βιαστούμε να μέμψουμε τον Amery, μην ξεχνάμε ότι πάντα μπορεί να μας πει: «έλα πρώτα να τραβήξεις αυτά που τράβηξα εγώ και τα λέμε μετά»). 

Ας πούμε, φαίνεται στη συμπάθεια με την οποία ο Frankl μιλά για τους λίγους δεσμοφύλακες που προσπαθούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Ήταν λίγοι. Όμως είναι φανερό στο γράψιμό του ότι τους θυμάται με ωραίο τρόπο. 

Μπορώ να το βεβαιώσω και προσωπικά. Όλοι εσείς που διαβάζετε χρόνια το μπλογκ, πιστεύω πια γνωριζόμαστε μεταξύ μας, ξέρετε ποιος είμαι, ποιος ήταν ο θείος μου. Τον έχετε δει ένα σωρό φορές στην TV, σε αφιερώματα κατά την επέτειο της χούντας. Μου έχει περιγράψει την εμπειρία της φυλακής. Ανάμεσα στ’ άλλα, και τους λίγους δεσμοφύλακες που κοιτούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Να κάνουν τα στραβά μάτια, πως δε βλέπουν, πως δεν καταλαβαίνουν – όσο τους έπαιρνε φυσικά, είχαν ν’ αναφερθούν σε ανωτέρους. Τεσπά, τους λίγους που προσπαθούσαν να μην τυραννήσουν τους κρατούμενους παραπάνω απ’ όσο ήδη τυραννιούνται. Λοιπόν, αυτούς τους λίγους δεσμοφύλακες ο θείος μου τους θυμόταν με συμπάθεια. Μιλούσε γι’ αυτούς σχεδόν σα να ‘ταν φίλοι του. 

Αυτό ακριβώς και στο βιβλίο του Frankl. Με πόση συμπάθεια θυμάται τους λίγους δεσμοφύλακες, μάγειρες, εργοδηγούς κ.α. που προσπαθούσαν να διευκολύνουν τους κρατούμενους. Φαίνεται στο γράψιμό του. Όπως επίσης κι η απουσία πίκρας. Περιγράφει τους τυράννους και τους βασανιστές του ουδέτερα, σα να ήταν υπνοβάτες, μεθυσμένοι, μικρά παιδιά, άνθρωποι που δεν καταλαβαίνουν τι κάνουν. 

Παρατηρήστε ότι κι ο Amery με τον Frankl δε μοιάζει να διαφωνούν σε κάτι. Όμως σίγουρα δε θα μπορούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Καταλαβαίνω ότι ο Frankl χτυπήθηκε από Κεραυνό εκείνο το χάραμα, στο χαντάκι της καταναγκαστικής εργασίας. Και μετά τίποτα δεν ήταν ίδιο. Καλύτερα να τον αφήσω να το πει με τις δικές του λέξεις: 

Δεν κρατώ κακία σε κανέναν που μου ‘κανε κακό. Και δεν ξεχνώ κανέναν που μου έκανε έστω και το παραμικρότερο καλό. 

Θα το ‘θελα αυτό επιγραφή στην κορφή του βουνού της Σαμοθράκης, εκεί που ο Ποσειδώνας παρακολουθούσε τον Τρωικό πόλεμο (ίσως μου τη βιδώσει και το κάνω μια μέρα, δεν είναι κακή ιδέα) 

*   *   * ΄

Κλείνω μ’ ένα ποίημα του Τίτου Πατρίκιου: 

Είμαστε φάτσα με φάτσα 
Με τον εχθρό μου. 
Ένα γραφείο μονάχα μας χωρίζει 
Σα χαράκωμα ή σαν τάφος. 
Πίσω απ' τις αξιοπρεπείς μας μάσκες 
Από πολύ βαθιά ανεβαίνει και μας καίει το μίσος. 
 
Και να που τούτη τη στιγμή, 
Τώρα που παίζεται η ζωή μου, 
Ανακαλύπτω στη μορφή του πως 
Θα μπορούσα να τον είχα αγαπήσει. 
Να που τούτη τη στιγμή ανακαλύπτει στη μορφή μου 
Πως θα μπορούσε να με είχε αγαπήσει.

Ζόμια

Μια μικρή παρουσίαση για τη δουλειά του James C. Scott. Δε λέω ότι ο άνθρωπος και το έργο του είναι σε όλα τέλεια, όμως κατά την ασιατική μου εμπειρία σκόνταψα πάνω σε κάποιες ιδέες του, και πραγματικά τις βρήκα χρήσιμες για την κατανόηση του ασιατικού (κι όχι μόνο) φαινομένου. 

Ας ξεκινήσουμε μ’ ένα παράδειγμα: 

 


 

Αυτός είναι ένας τυπικός χάρτης, συγκεκριμένα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κατά την περίοδο της ακμής της (16ος – 17ος αιώνας). Έχουμε δει μπόλικους τέτοιους χάρτες κρατών, αυτοκρατοριών, πολιτισμών κ.λπ. σε βιβλία σχολικά και πανεπιστημιακά, και μάθαμε να τους πιστεύουμε (πήρα τον εν λόγω χάρτη από τη Wikipedia, τυχαίο παράδειγμα είναι, θα μπορούσε οποιοσδήποτε άλλος). 

Κι όμως, όλοι αυτοί οι χάρτες παραπλανούν. 

Δε μας δείχνουν πόσοι πολλοί άνθρωποι ζούσαν τότε, ουσιαστικά, εκτός του οργανωμένου κράτους, όποιο και να ‘ταν αυτό, παρόλο που τυπικά εντάσσονταν στην επικράτειά του, στη γραμμοσκιασμένη περιοχή του χάρτη. Έρημοι, αγριότοποι, δάση, βουνά, ζούγκλες: όλα αυτά ήταν φυσικά καταφύγια για διάφορους εξωκρατικούς, που συνήθως βαφτίζονταν «άγριοι», «βάρβαροι», «πρωτόγονοι», «ανυπότακτοι», «φυλές των βουνών», «απολίτιστοι», κι άλλα τέτοια που δε συνάδουν με προγράμματα της κυβέρνησης Μητσοτάκη. 

Επίσης, οι χάρτες αυτοί δε μας λένε πόσοι πολλοί άνθρωποι... έφευγαν! Απλά έφευγαν από τις πόλεις του οργανωμένου κράτους, με τις ιεραρχίες, τις φορολογίες, τις γραφειοκρατίες, τις υποχρεωτικές στρατεύσεις, τους θεσμούς και τις αστυνομίες τους, πήγαιναν στα φυσικά καταφύγια κι έχτιζαν μια διαφορετική ζωή εκεί: «Τουλάχιστον αυτοί σώθηκαν από τις ευλογίες του πολιτισμού!» 

Κανονικά, όλοι αυτοί οι χάρτες θα έπρεπε να είχαν ξεθωριασμένα μπαλώματα μέσα στις επικράτειές τους για τα φυσικά καταφύγια που προσέφεραν άσυλο σε εξωκρατικούς. Επίσης, θα έπρεπε να είχαν βελάκια από τις πόλεις προς τα μπαλώματα: ροές ανθρώπων που, σε βάθος αιώνων, αρνιόντουσαν τις ευλογίες του πολιτισμού. Μόνο έτσι οι χάρτες δε θα παραπλανούσαν. 

Ορόσημο στην αναγνώριση αυτής της παραπλάνησης ήταν το έτος 2009, τότε που βγήκε το βιβλίο του James C. Scott: The Art of Not Being Governed. Σ’ αυτό, ο συγγραφέας ασχολείται με τους ορεσίβιους της ΝΑ Ασίας, τους «Ινδιάνους» του τόπου, που ακόμα και σήμερα ζούνε στις ζούγκλες των ατέλειωτων οροσειρών που σχηματίζουν τα Ιμαλάια. Δεν είναι πρωτόγονοι που έχασαν το τρένο του πολιτισμού• αντίθετα, πρέπει να τους δούμε ως απογόνους φυγάδων, που δέχτηκαν τη σκληρή ζωή της ζούγκλας προκειμένου να ξεφύγουν από τις πόλεις των πεδιάδων και τις κυβερνήσεις τους. Μέσα σε πολλούς αιώνες, οι Ινδιάνοι αυτοί ανέπτυξαν γλώσσες, οικονομίες, καλλιέργειες, ανιμισμούς και τρόπους ζωής κατάλληλους ώστε να κρατήσουν μακριά το οργανωμένο κράτος από τα χωριά τους. Μ’ άλλα λόγια... 

Καλωσήρθατε στη Ζόμια! Στην αναρχική χώρα για την οποία δε μάθατε ποτέ!  

Κι ο λόγος που δε μάθατε ποτέ για τη Ζόμια είναι ότι κι οι ίδιοι οι Ζόμιοι δε θέλουν να μάθετε για τη χώρα τους...

 

Η Ζόμια, το πιο όμορφο μέρος του κόσμου

 

Η Ζόμια σήμερα μοιράζεται σε 9 επίσημα κράτη (Βιρμανία, Ταϊλάνδη, Λάος, Νότια Κίνα, Βιετνάμ, περιοχές του Μπαγκλαντές, Καμπότζη, περιοχές του Νεπάλ και του Μπουτάν), έχει περίπου το μέγεθος της Ευρώπης κι ενδεχομένως πάνω από 100.000.000 πληθυσμό (ο ακριβής πληθυσμός της Ζόμιας είναι κρατικό μυστικό που δεν αποκαλύπτεται σε μας τους ξένους), ενώ είναι έντονα ορεινή: Εδώ επάνω στα βουνά δε δίνω διάρα τσακιστή για ό,τι έχει κερδηθεί, για ό,τι έχει πια χαθεί.  

Κατά τον James C. Scott, οι Ζόμιοι απέφυγαν το οργανωμένο κράτος επί 2.000 χρόνια (μήπως και περισσότερα;). Η Ζόμια είναι η μόνη χώρα στον κόσμο που δεν είναι χώρα: δεν έχει πρωτεύουσα, σημαία, εθνικό ύμνο, επίσημο νόμισμα (αντί γι’ αυτό έχει δώρα: Gift Economy), δεν έχει σαφώς οριοθετημένα σύνορα, δεν εκπροσωπείται στον ΟΗΕ, δεν αναγνωρίζεται καν απ’ αυτόν. Το διαβατήριο στη Ζόμια είναι η εμπιστοσύνη: ο τρόπος για να πάρεις βίζα, άδεια μετακίνησης κι άδεια παραμονής είναι να κερδίσεις την εμπιστοσύνη των τοπικών Ζόμιων. Οι οποίοι έχουν «όση ιστορία χρειάζονται» για ν’ αποφεύγουν το οργανωμένο κράτος, και την υπόλοιπη τη συμπληρώνουν με έναν ΑΣΤΕΙΡΕΥΤΟ πλούτο προφορικών παραδόσεων.  

Κάτι ξέρω απ’ αυτόν τον πλούτο. Ήμουν την Άνοιξη του 2014 σε μια μάζωξη ηλικιωμένων αρχηγών Καρέν από πολλά μέρη της Ταϊλάνδης, με σκοπό να συγκεντρώσουν τη διασπαρμένη τους προφορική παράδοση – στη γλώσσα Καρέν ονομάζεται Μπο Τα. Είχα αναφέρει σχετικά εδώ. Ήταν γοητευτικό να βλέπεις να σχηματίζεται σιγά–σιγά μια μεγάλη εικόνα μέσα από μύθους, θρύλους, παραμύθια κι ιστορίες διαφόρων περιοχών. Κάτι συναρπαστικό γεννιόταν. Όμως πριν προλάβει να μεταφραστεί αυτή η εικόνα στα επίσημα Ταϊλανδικά και στα Αγγλικά, την έπνιξε το πραξικόπημα του 2014. Μπορεί και να χάθηκε για πάντα. Τα γνωμικά κι οι παροιμίες που αναφέρω στο παραπάνω λινκ είναι ό,τι πρόλαβα να σώσω.    

Περίπτωση Ζόμιας ήταν κι η εμπειρία του Κροπότκιν κατά τις γεωγραφικές του αποστολές στη Σιβηρία το 1864: «Οι χωρικοί στα χωριά που πήγε βοηθούσαν συνεχώς ο ένας τον άλλον κατά την πάλη τους με το αδυσώπητο περιβάλλον της Σιβηρίας. Πολύ περισσότερο, ο Κροπότκιν παρατήρησε μια συσχέτιση αυτής της αλληλοβοήθειας με την απόσταση του χωριού από εκεί που έφταναν τα χέρια της κυβέρνησης. Στη Σιβηρία έχασα όποια πίστη είχα προηγουμένως στην κρατική πειθαρχία» (από εδώ).    

*   *   *

Στα καθ’ ημάς, θα πρέπει να δούμε την ελληνική Ζόμια στους παλιούς Βλάχους και στους Σαρακατσαναίους: 

Στου γύρ’ζμα ιμένα μ’ έπιασαν αυτοίνοι (οι αντάρτες). Ήταν μπλούκι μιγάλου. 

- Πού πας; Μου ‘παν. 

- Α! Ιδώ. Έχου κι κάτι πράματα. 

- Σι θέλουμε. Θα σι πάρουμι κουντά μας. Θα μας πας ικεί. Απ’ τ’ Κούστια πίσου, σια κει στου Μακρίνου. 

Μιτά ιγώ τ’ς είπα να φύγου, να πάου στα πρόβατα. 

- Όχι. Θα κάτσεις ιδώ. 

Έκατσα πόση ώρα. Τι να κάμου τώρα, σκέφτουμαν. Δε μπόρ’γα να φύγου. Μι φύλαγαν τέσσερις. 

- Τώρα, λέου ιγώ. Διψάου. Θέλου νιρό. Να πάου να πιού λίγου νιρό ικεί πέρα. 

- Σύρι, μ’ λέει. 

Πήγα μοναχός μ’, ικεί είχι λόγγου. Ουξιές. Πήγα κει να πιού νιρό. Έσκυψα κι έκανα ότι έπ’να νιρό. Σ’κώθ’κα κουντά. Έκαμα λίγου λουξά κι έφ’κα. 

- Τι να κάμου τώρα; Πού να πάου; Κι πού θα πέσου; Κάνου σια παν’. Ξέφ’κα απ’ του δρόμου κι πάου σ’ ένα γκριμό. Διάφ’κι νύχτα πουλλή. Έκατσα να πλαϊάσου. Του προυί έφιξι. Ικεί ήβρα ένα πεύκου πισμένου. 

- Τώρα τι να κάμου; Θα κάτσου. Έκατσα. Μες του κάτσ’μου πο ‘κανα, έφτασι κι μια αρκούδα ικεί σι μένα. Μόλις μ’ είδι, λάκ’σι, έφ’κι. Σ’κώθ’κι κι έφ’κι. Πάει κατά διαόλ’. Φοβήθ’κα. Τι να ‘κανα; Δε μπόρ’γα να κάμου κι τίπουτα. Έφ’κα κι ‘γω, κουντά απού κει. Παραπέρα βρίσκου έναν βλάχου μι τα πρόβατα, τουν Ξένου. Ήμασταν κι συγγινείς. 

(από εδώ, σελ. 4, διηγείται ο Παντελής Θανασούλας, Σαρακατσαναίος. Ο τόπος είναι τα βουνά των Ιωαννίνων κι ο χρόνος είναι 1946 ή 1947)  

Απ’ όσο ξέρω, οι Σαρακατσαναίοι ενσωματώθηκαν τελειωτικά στο ελληνικό κράτος τη δεκαετία του ’60, ενώ ακόμα και σήμερα στην Αλβανία οι Βλάχοι θεωρούνται ξεχωριστή φυλή («στη χώρα μου έχουμε τόσο τοις εκατό Αλβανούς, τόσο τοις εκατό Έλληνες και τόσο τοις εκατό Βλάχους») 

Θα πρέπει να δούμε την ελληνική Ζόμια στους Κλέφτες και Λήσταρχους. Ο πατέρας μου, μικρό παιδί, θυμόταν τον παππού μου να ετοιμάζεται για ταξίδι με το φορτηγό στο Πήλιο ν’ αγοράσει ξυλεία σε κάποιο χωριό (τέλη δεκαετίας του ’40), κι έκανε τους λογαριασμούς του: «θα δώσω τόσα στον παραγωγό, τόσα για μεροκάματα στους εργάτες, τόσα για διανυκτέρευση στα Χάνια, τόσα για βενζίνη και τόσα στα παιδιά». Τα ταξίδια τότε στο Πήλιο ήταν περιπέτεια, ενώ τα εν λόγω «παιδιά» ήταν οι λήσταρχοι της εποχής. Οι οποίοι, με τον καιρό, είχαν γίνει φίλοι με τον παππού, πίναν κρασί μαζί, ο παππούς τους έδινε κάποιο «δώρο», αυτοί τον ξεπροβοδούσαν και του εύχονταν «καλή συνέχεια!». Οι δρόμοι του Πηλίου πρέπει να είχαν λήσταρχους κάπου μέχρι και τη δεκαετία του ’50 (πάντως στα 1923, ο επικηρυγμένος Θωμάς Γκαντάρας, ο ληστής, αποφασίζει να φωτογραφηθεί).  

Θα πρέπει επίσης να δούμε την ελληνική Ζόμια στους Ορεινούς της Κρήτης, στους Ορεινούς της Ζακύνθου – που ζούσαν σκληρή αλλά ανυπότακτη ζωή και περιφρονούσαν τους σέμπρους, τους κολίγους του νησιού, οι οποίοι ήταν υποτακτικοί σε κάποιον αφέντη (η Ζάκυνθος είχε κατάλοιπα αριστοκρατίας μέχρι κι αρχές δεκαετίας ’80, οι παλιοί σέμπροι υποκλίνονταν στον γιο του αφέντη μέχρι και τα πρώτα χρόνια της Αλλαγής. Κατόπιν ήρθε το ΠΑΣΟΚ κι ο τουρισμός) 

*   *   *

Κατά τον James C. Scott, η Ζόμια δεν υπάρχει πια, την πάτησε το τρένο. Σήμερα υπάρχουν μόνο μισοσβησμένα κάρβουνα από κάτι που κάποτε ήταν φωτιά. Θα πρέπει ν' αντισταθούμε στον πειρασμό να θεωρήσουμε ότι η Ζόμια υπάρχει ακόμα, και να χρησιμοποιήσουμε την ιδέα μόνο για ανάλυση και κατανόηση άλλων εποχών και καταστάσεων. Πάντα κατά τον James C. Scott. 

Θα ήθελα να μην είναι έτσι. Mε θλίβει, όμως έχω μάθει να περιμένω πάντα το χειρότερο, ποτέ το καλύτερο. Στοιχημάτιζε πάντα στο χειρότερο και δε θα χάσεις. Με τα λόγια του Carl Jung: «Είναι απατηλό το αίσθημα της έξαρσης, ότι οι σύγχρονοι άνθρωποι είμαστε το αποκορύφωμα της ιστορίας, η εκπλήρωση και το τελικό προϊόν αμέτρητων γενεών. Είμαστε η απογοήτευση πανάρχαιων ελπίδων και προσδοκιών» (από εδώ)

 


 

Οι κυβερνήσεις με τα ελικόπτερα, τους δορυφόρους και την τεχνολογία τους μπορούν πλέον να φτάσουν παντού και να ξεχυθούν στον εσωτερικό αποικισμό τους. Να εκπολιτίσουν τους πρωτόγονους, να γράψουν την ιστορία όπως θέλουν, να μετατρέψουν τους αγριότοπους σε κήπους (αν όχι σε γήπεδα γκολφ): «Κοίτα αυτό το μέρος! Κάποτε ήταν αγριότοπος, τώρα έγινε κήπος. Δεν αισθάνεσαι περήφανος;»  

*   *   *

Όποιος ενδιαφέρεται για το The Art of Not Being Governed του James C. Scott, μπορώ να του το στείλω ηλεκτρονικά.

Ο εθνικός ύμνος της αντιγνωμίας (στίχοι: Splitting the Sky, απαγγελία: aConcernedHuman, μουσική: Ron Bankley)   

 

 

Άσκηση 14

Κοιτούσα ό,τι μου 'μεινε από τις χρονιές που δίδαξα στο Κοινωνικό Φροντιστήριο του Βόλου. Ένα απ' αυτά είναι και η Άσκηση 14, σελ. 176, του σχολικού βιβλίου στα μαθηματικά κατεύθυνσης. Την ξανάδα πρόσφατα και την παραθέτω αυτούσια από το σχολικό:

 


Πήγα να τους την κάνω στην τάξη αλλά τσατίστηκα και σταμάτησα. «Παιδιά, συγνώμη, έχει κάποια σφάλματα η εκφώνηση της άσκησης, κάντε έναν κόπο να τα διορθώσετε στο βιβλίο σας». Οπότε μας έμεινε η Άσκηση 14, σελ. 176, διορθωμένη: 

 

14. Ένας αγρότης τσιφλικάς θέλει να προσλάβει εργάτες σκλαβάκια για να μαζέψουν 12500 κιλά ντομάτες. Κάθε εργάτης σκλαβάκι μαζεύει 125 κιλά την ώρα και πληρώνεται 6 ευρώ την ώρα τη βδομάδα. Για το συντονισμό και επιστασία των εργατών σκλάβων ο αγρότης τσιφλικάς θα προσλάβει και έναν επιστάτη τσιράκι το οποίο θα πληρώνει 10 ευρώ την ώρα. Ο αγρότης τσιφλικάς, επιπλέον, θα πληρώσει στο σωματείο των εργατών (ΣΤΟ ΠΟΙΟ;) εισφορά 10 ευρώ για τον επιστάτη το τσιράκι και κάθε εργάτη σκλαβάκι. Να βρείτε πόσους εργάτες πόσα σκλαβάκια πρέπει να προσλάβει ο αγρότης τσιφλικάς για να του κοστίσει το ελάχιστο δυνατόν και ποιο θα είναι το ελάχιστο κόστος. 

 

Τα παιδιά γελούσαν, ήταν Γ’ Λυκείου ακόμα (τώρα που το ξανακοιτάζω, αναρωτιέμαι αν ξέραν τη λέξη τσιφλικάς). Η Δ. που ήταν μεταλυκειακή, δούλευε χρόνια και ξανάδινε πανελλήνιες, δε γελούσε τόσο πολύ. «Παιδιά, έτσι είναι», τους λέει κάποια στιγμή, «αλήθεια, σκλαβάκι σ’ έχουν» 

Ένα άλλο ωραίο είχε βγει απροσχεδίαστα όταν κάναμε την έννοια της Συνάρτησης Θέσης, το είχα αναφέρει εδώ. Δηλαδή, την πρώτη φορά βγήκε απροσχεδίαστα. Κατόπιν ήταν προμελετημένο, καρφωτό και δουλεμένο! Το 'χα κατά νου και περίμενα να φτάσουμε στο συγκεκριμένο σημείο της ύλης.




Η 32η Αρνητική Ομολογία

Μια ανάρτηση για την Αρχαία Αίγυπτο, ελπίζω να μην τη μετανιώσω: 

Περάσαν κιόλας 6 χρόνια, ε; Ήταν Ιούλιος 2015 που ο Τσίπρας ανήγγειλε το διαβόητο δημοψήφισμά του. Όλοι το θυμόμαστε. Είχα μόλις γυρίσει απ’ την Ασία, προσπαθούσα ακόμα να προσαρμοστώ στη χώρα της φέτας και του ελαιόλαδου (ακόμα μου ξέφευγαν ασιατικές λέξεις καθώς μιλούσα) και ξαφνικά ακούμε όλοι... δημοψήφισμα! 

Ενθουσιάστηκα. Επιτέλους, μια ευκαιρία να σταθούμε ήρωες! Να κρατήσουμε μεγάλες στάσεις ακόμα κι αν το πληρώσουμε με τη ζωή μας. Δούλεψα για το ΟΧΙ κι έπιανα κουβέντα ακόμα και με κόσμο στο παγκάκι, στο δρόμο, στο καφενείο, παντού: όλους μας έκαιγε το θέμα. Ήμουν θερμός κι υποθέτω ότι θα επηρέασα αρκετούς. Πάντως πρώτη φορά έζησα τέτοια Ελλάδα εκείνη τη βδομάδα πριν το δημοψήφισμα, μου φαινόταν σαν η χώρα να ‘χε γίνει μια μεγάλη παρέα, ακόμα και με τους ψηφοφόρους του ΝΑΙ. 

Η ανάρτηση είναι για την Αρχαία Αίγυπτο, δεν είναι πολιτική 

Μιλώντας με κόσμο του ΟΧΙ, άκουγα συχνά μια νοοτροπία: «οι Γερμανοί μας θέλουν σκλάβους τους!» και δε μου άρεσε. Άκουγα και μια άλλη νοοτροπία: «Λίγο να τους κουνηθούμε, οι Ευρωπαίοι θα τρομάξουν, η ευρωζώνη θα διαλυθεί, οι αγορές θα τρελαθούν κ.λπ. τελικά θα υποχωρήσουν!» (όχι με τέτοια λόγια φυσικά). Ούτε αυτό μου άρεσε. Προσπαθούσα να τους πω ότι μπορεί να χρειαστεί και να πεινάσουμε, να δούμε τιμές να εκτοξεύονται, να εξαφανιστούν βασικότατα είδη, ακόμα και να βρεθούμε νεκροί μια μέρα σε κάποιο παγκάκι. Ας είμαστε προετοιμασμένοι για όλα. Άρχισα σιγά–σιγά να σχηματίζω την αίσθηση ότι δεν είναι όλοι οι ψηφοφόροι του ΟΧΙ μέρος της λύσης, ούτε όλοι οι ψηφοφόροι του ΝΑΙ μέρος του προβλήματος. Στο κάτω–κάτω, δεν μπορώ να κατηγορήσω κάποιον που ψηφίζει ΝΑΙ επειδή φοβάται, όλοι φοβόμασταν τότε. 

Τη συνέχεια την ξέρουμε όλοι. Όπως είπε η κα. Μέρκελ αμέσως μετά το δημοψήφισμα: «Μάθαμε το αποτέλεσμα, τώρα ο κ. Τσίπρας πρέπει να μας εξηγήσει τι σημαίνει αυτό το αποτέλεσμα». 

Και ο κ. Τσίπρας μας εξήγησε... 

Μας είπε ότι «το ΟΧΙ ήταν ένα γαμώτο», το ‘λεγε συχνά τότε στις συνεντεύξεις του, «το 62% ήταν το γαμώτο του λαού» (τι άθλια έκφραση!) 

Δε βρέθηκε κάποιος να του υποδείξει ότι το Σύνταγμα προβλέπει τα δημοψηφίσματα να γίνονται μόνο «για κρίσιμα εθνικά θέματα ή για σοβαρά κοινωνικά ζητήματα»;... Όχι για να βγει ένα γαμώτο (το ‘χει πει ακριβώς έτσι ο Τσίπρας σε συνέντευξή του). Οπότε, αν φτιάξεις το τρεχαγύρευε δημοψήφισμά σου και το κάνεις να γίνει για «το γαμώτο του λαού» είσαι έως και αντισυνταγματικός. Πέντε χρόνια μετά, ο Τσίπρας συνέχισε να το λέει!... Πέντε χρόνια που δε διάβασε το Σύνταγμα της χώρας του  

Η ανάρτηση είναι ιστορική, για την Αρχαία Αίγυπτο.

Όμως τα σημάδια ήταν εκεί, μπροστά μας. Δεν τα βλέπαμε τότε – εγώ, τουλάχιστον, δεν τα ‘βλεπα μέσα στη θέρμη μου. Όχι μόνο το εξαιρετικά αόριστο, μη–δεσμευτικό ερώτημα του δημοψηφίσματος, πήγαμε στην κάλπη και δεν ξέραμε τι ακριβώς ψηφίζουμε (θυμάστε; Πρέπει να γίνει αποδεκτό το σχέδιο συμφωνίας το οποίο κατέθεσαν η ΕΕ, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ στο Eurogroup της 25/06/15 και αποτελείται από δύο μέρη κ.λπ.). Κυρίως ήταν το προηγούμενο του ΣΥΡΙΖΑ στο ουδέποτε διεξαχθέν δημοψήφισμα του Παπανδρέου, Νοέμβρης 2011, τότε που σπάσαν τα νεύρα του και πέταξε ένα πυροτέχνημα για δημοψήφισμα. Λοιπόν, η αντίδραση του ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του Τσίπρα ήταν υπερβολικά... διστακτική και πολιτικάντικη. «Κάλπες εκλογών, όχι κάλπες δημοψηφίσματος», «προσωπικές επιδιώξεις του κ. Παπανδρέου», τέτοια έλεγαν (θυμίζω ότι στην αρχή κι ο ΓΑΠ σχεδίαζε το δημοψήφισμά του μ’ ένα αντίστοιχα μη–δεσμευτικό ερώτημα όπως αυτό του Τσίπρα, όμως οι Βρυξέλλες του αγρίεψαν: «το δημοψήφισμά σου θα είναι ΝΑΙ ή ΟΧΙ στο ευρώ, μόνο έτσι!»). 

Αυτό έπρεπε να μας είχε χτυπήσει καμπανάκι πως όποιο και να ‘ναι το αποτέλεσμα, αν ο Τσίπρας στριμωχτεί, θα βρει τρόπο να το κάνει: «έλα μωρέ, ένα ξέσπασμα ήταν, μην το κάνουμε θέμα, να βγει ένα γαμώτο».  

 

 παιδικό παιχνιδάκι του Τσίπρα ήταν τελικά το δημοψήφισμα 
 

Η ανάρτηση είναι για την Αρχαία Αίγυπτο, δεν είναι πολιτική. Πραγματικά δεν είναι, από ηθική σκοπιά κάνω κριτική, όχι από πολιτική. 

Τελικά τι απέμεινε από το δημοψήφισμα για κρίσιμα εθνικά θέματα για τρα–λα–λα λαϊκά γαμώτο; Σε μένα τουλάχιστον: 
- Καταρρακώθηκε η εκτίμησή μου για τον Τσίπρα (όχι ότι πιο πριν ήταν στα ύψη) 
- Εξατμίστηκε εντελώς το ενδιαφέρον μου για την ελληνική πολιτική 
- Μου ‘μεινε η εβδομάδα πριν το δημοψήφισμα! Αυτήν τη νοσταλγώ. Τέτοια αίσθηση ότι μας δένουν όλους κοινοί δεσμοί αγωνίας δεν έχω ξαναζήσει στην Ελλάδα. Ήταν καταπληκτικό πόσο μπορούσες να πιάσεις κουβέντα με όλους, και με τον άνθρωπο στο δρόμο, έκανα διάφορους άτυπους φίλους τότε, όλοι είχαμε αγωνία και φόβο. 
- Μου ‘μεινε μια συμπάθεια για τον Βαρουφάκη. Τουλάχιστον αυτός καταλάβαινε ότι άμα το ξεκίνησε, οφείλει να το τραβήξει ως το τέρμα, μην ξεφτιλίσει τις λέξεις «κρίσιμο εθνικό θέμα». 
- Αν θέλω όμως να ‘μαι δίκαιος, πρώτα και καλύτερα καταρρακώθηκε η εκτίμησή μου για τον κόσμο της Ελλάδας. Τον εντελώς ανηρωικό κόσμο αυτής της χώρας («ανηρωικός»: δική μου λέξη, το αντίθετο του «ηρωικός»). Δηλαδή, αποστρέφομαι τη Μέρκελ και τον Τσίπρα, οφείλω όμως να τους αναγνωρίσω ότι διάβασαν τους Έλληνες καλύτερα από μένα. Κατάλαβαν ότι είναι τσάμπα μάγκες, επομένως δε διακινδυνεύουν πραγματικά μ’ αυτούς. 
 
Μύθος του Αισώπου Νο 131: Ο Κυνηγός κι ο Ξυλοκόπος 
Ένας Κυνηγός έψαχνε να βρει ίχνη Λέοντα. Πέφτει πάνω σ’ έναν Ξυλοκόπο στο δάσος 
- «Να σε ρωτήσω, έχεις δει εδώ κοντά ίχνη Λέοντα;» 
- «Ναι, έχω» 
- «Μπορείς να μου τα δείξεις;» 
- «Φυσικά. Αν θες, να σου δείξω και τον ίδιο τον Λέοντα» 
Ο Κυνηγός χλώμιασε: «Σ’ ευχαριστώ, όμως μόνο ίχνη Λέοντα σου ζήτησα, όχι τον ίδιο τον Λέοντα» 

Καμιά φορά αναρωτιέμαι: αν τον Τσίπρα τότε τον έπιανε μια έκλαμψη ηρωισμού και το τραβούσε ως το τέρμα, πόσοι απ’ το 62% που ψήφισαν ΟΧΙ θα δέχονταν να πληρώσουν τον λογαριασμό της επιλογής τους στις αναπόφευκτες αντιξοότητες που θα ακολουθούσαν; (ίσως ΠΟΛΥ σφοδρές αντιξοότητες). Πόσοι απ’ αυτούς που ήταν σίγουροι: «έλα μωρέ, λίγο να τους κουνηθούμε, οι αγορές / η Ευρωζώνη / το ΔΝΤ κ.λπ. θα τρελαθούν»; Πόσα παιδάκια Δημοτικού θα άκουγα γύρω μου να γκρινιάζουν: «εντάξει, ψηφίσαμε ΟΧΙ, όμως μόνο ίχνη Λέοντα ψάχναμε, τώρα γιατί μας δίνουν τον ίδιο τον Λέοντα;». Υποψιάζομαι, πάρα πολλά παιδάκια Δημοτικού... Το υποψιάστηκε κι ο Τσίπρας κι απεδείχθη εύστοχος. Έδωσε στον ανηρωικό κόσμο της χώρας αυτό ακριβώς που ζητούσε, «το γαμώτο του λαού», τίποτα περισσότερο. Ο κόσμος τον ψήφισε για πρωθυπουργό (τότε), τον ξαναψήφισε τον Σεπτέμβρη του 2015, κύλισε ο τέντζερης και βρήκε το καπάκι, εγώ τι θέλω κι ανακατεύομαι; 

*  *  *  *  * 

Στα Βιβλία των Νεκρών της Αρχαίας Αιγύπτου υπάρχει το σημείο της Αρνητικής Ομολογίας. Όταν μετά θάνατον παρουσιαστούμε μπροστά στους 42 θεούς–κριτές του Κάτω Κόσμου, θα τους χαιρετίσουμε έναν–έναν και θα τους προσφέρουμε δώρα. Όχι χρήματα, κοσμήματα, χρυσάφι, οι θεοί δε νοιάζονται γι’ αυτά. Άλλου είδους δώρα θα τους προσφέρουμε (αν έχουμε). Από το Βιβλίο του Άνι:  

3. Σε χαιρετώ, Fenti, που έρχεσαι από την πόλη της Κhemenu. Ποτέ δεν έκλεψα. 
8. Σε χαιρετώ, Neba, που έρχεσαι και φεύγεις. Ποτέ δεν είπα ψέματα. 
12. Σε χαιρετώ, Hraf-haf, που έρχεσαι από τη σπηλιά σου. Ποτέ δεν έκανα κανέναν να κλάψει. 
14. Σε χαιρετώ, Ta-retiu, που έρχεσαι από τη νύχτα. Ποτέ δεν επιτέθηκα σε κανέναν.  
 
Ήταν ο τρόπος των αρχαίων Αιγυπτίων να μας διδάξουν: «ζήσε τη ζωή σου έτσι ώστε να μπορείς να λες: εγώ αυτό δεν το κάνω». Πρέπει να μπορούμε να το λέμε, ορισμένα πράγματα στη ζωή ΔΕΝ ΤΑ ΚΑΝΟΥΜΕ, τελεία & παύλα. Να μπορούμε να λέμε ότι δεν εξαπατούμε, δε δολοφονούμε, δε συκοφαντούμε, δεν κάνουμε τον άλλον να κλάψει κ.α. Γιατί δεν τα κάνουμε; Χωρίς γιατί! Γιατί έχει η γάτα ένα αυτί. Πες ότι θα σταθείς κάποια στιγμή μπροστά στους θεούς και πρέπει να ‘χεις δώρα, πες το έτσι. 
Πάνω εκεί, μένοντας στο Βιβλίο του Άνι, υπάρχει η 32η Αρνητική Ομολογία: 

32. Σε χαιρετώ, Neb-abui, που έρχεσαι από την πόλη της Sauti. Ποτέ δεν πολλαπλασίασα τα λόγια μου

«Πολλαπλασιάζω τα λόγια μου» σήμαινε, στην Αρχαία Αίγυπτο, πάω να κάνω το άσπρο μαύρο με βερμπαλισμούς, δικηγορισμούς, υπεκφυγές, ελιγμούς, να κρύψω αυτά που δε με συμφέρουν ή να μειώσω τη σημασία τους κ.λπ. 

Λοιπόν, όταν ο Αλέξης Τσίπρας κληθεί να δώσει την 32η Αρνητική Ομολογία, δεν θα μπορέσει να προσφέρει αυτό το δώρο... (όμως και για τον κόσμο της Ελλάδας τι να πω; μια χαρά δέχτηκε τον λεκτικό πολλαπλασιασμό του πρωθυπουργού του... ούτε αυτοί, νομίζω, θα έχουν πολύ θάρρος όταν σταθούν μπροστά στον Neb-abui που έρχεται από την πόλη της Sauti...) 

 

The Bangles, Walk Like an Egyptian

 

Οι Ημιδιάφανοι

Είχα μείνει έκπληκτος πριν εννιά χρόνια, όταν μου εξήγησαν την έννοια του ίου μπονγκ βία στα Βιετναμέζικα:

– «Δυστυχισμένοι άνθρωποι, οι ίου μπονγκ βία... Βλέπουν τα φαντάσματα. Εμείς δεν τα βλέπουμε, όμως οι ίου μπονγκ βία τα βλέπουν συνέχεια και υποφέρουν» 
– «Και τι σημαίνει το ίου μπονγκ βία;» 
– «Σημαίνει: αυτός που έχει αδύναμο ίσκιο» 

Έπαθα σοκ! Ακριβώς αυτό που λέμε κι εμείς στα Ελληνικά: αλαφροΐσκιωτος! Παραδοσιακά, αυτός που βλέπει τις νεράιδες. Και έχει αδύναμο, αλαφρύ ίσκιο• περνάει το φως του ήλιου μέσα του, είναι ημιδιάφανος. Να κάτι ακόμα που συνδέει Βιετνάμ και Ελλάδα (πέρα από τον Θείο Χο που λέγεται ότι πέρασε από την Έδεσσα): και οι δύο χώρες έχουν την ίδια έκφραση για τον ημιδιάφανο άνθρωπο. Αυτόν που έχει μόνο το 50% στον κόσμο μας, στον κόσμο που ο κορωνοϊός, η κυβέρνηση Μητσοτάκη κ.λπ. είναι σημαντικά θέματα. Το άλλο 50% το έχει... κάπου αλλού.

Πώς να μεταφραστεί το αλαφροΐσκιωτος / ίου μπονγκ βία στα Αγγλικά; Δε νομίζω ότι μεταφράζονται. Το Google Translate δίνει moonstruck για το αλαφροΐσκιωτος, ενώ μια τυπική αγγλική μετάφραση του ίου μπονγκ βία (”yếu bóng vía” στα Βιετναμέζικα) βρίσκω να είναι “Be paranoid”... Δε με ικανοποιούν, ούτε το ένα ούτε το άλλο. Ας βάλω λίγο Διονύσιο Σολωμό: 

– «Αλαφροΐσκιωτε καλέ, για πες απόψε τι 'δες;»
– «Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια! 
Γύρου σε κάτι ατάραχο π' ασπρίζει μες στη λίμνη, 
Μονάχο ανακατώθηκε το στρογγυλό φεγγάρι, 
Κι όμορφη βγαίνει κορασιά ντυμένη με το φως του!» 
 

* * * * * 

Νομίζω ότι και στον αρχαίο κόσμο είχαν το θρύλο των μονοσάνδαλων. Πιο γνωστή είναι η ιστορία του Ιάσονα, που κατά την επίσκεψή του στον Πελία έχασε το ένα σανδάλι στις λάσπες του ποταμού κ.λπ. Όμως νομίζω ότι πρέπει να ήταν διαδεδομένη έκφραση στον αρχαίο κόσμο – ας πούμε, κι ο Εμπεδοκλής θρυλείτο μονοσάνδαλος

Νομίζω ότι μονοσάνδαλος στους αρχαίους ήταν αυτός που πατάει μόνο με το ένα του σανδάλι στο δικό μας κόσμο, τον κόσμο του Μητσοτάκη, του κορωνοϊού κ.λπ. Το άλλο του σανδάλι πατάει... κάπου αλλού (έτσι νομίζω τουλάχιστον, αν κάνω λάθος και κάποιος ξέρει καλύτερα, ας με διορθώσει).
Ήταν ο τρόπος των αρχαίων να εκφράσουν τους ημιδιάφανους ανθρώπους, τους ίου μπονγκ βία

* * * * *

Ας κλείσουμε την ανάρτηση με λίγο Ξυλούρη: 

 

 

 

Το Ετήσιο, Κατανυκτικό Καταρολόγιο

Πολλές φορές τραγουδάμε ένα χαρούμενο τραγούδι, παρασυρόμαστε από τη μουσική και δεν προσέχουμε τα λόγια. Μπορεί να το μουρμουρίζουμε ασύγνωστα, αφηρημένα, ακόμα και για χρόνια ή δεκαετίες: το τραγουδάμε χωρίς να το τραγουδάμε.

Μέχρι που κάποτε προσέχουμε πραγματικά, για πρώτη φορά, τι λέει το τραγούδι. Και σοκαριζόμαστε. Οι κατάμαυροι στίχοι δεν ταιριάζουν καθόλου με την ανύποπτα χαρούμενη μουσικούλα. Πέσαμε σε παγίδα, αποκοιμηθήκαμε...

Το έχω πάθει με το Moonlight Shadow του Μike Oldfield, μεγάλη επιτυχία όταν ήμουν σχολείο. Ένα κεφάτο, ζωηρό, χαρούμενο τραγουδάκι:




Ναι, όμως έχετε προσέξει ποτέ τα λόγια;...

Οι Deathlike Silence τα πρόσεξαν. Κι ερμηνεύουν το τραγούδι έτσι ώστε να μας υποδείξουν την παγίδα που πέφταμε όταν το μουρμουρίζαμε απρόσεχτα:




Φυσικά, καταλάβατε ότι αναφέρομαι στο φετινό κουφό, κλωνοποιημένο Πάσχα. Και στο δημοφιλέστερο top hit της Μεγάλης Βδομάδας: Αι Γενεαί Πάσαι.
Δεν βάζω βιντεάκι, το ξέρουμε όλοι, το 'χουμε τραγουδήσει (κατανυκτικά) πολλές φορές από μικρά παιδιά στον Επιτάφιο Θρήνο - μαζί με τον Πέτρο Γαϊτάνο, τη Χάρις Αλεξίου, τον Λουκιανό Κηλαηδόνη, την Ειρήνη Παπά, τη Μαρία Φαραντούρη, τον Σταμάτη Σπανουδάκη, τον Βαγγέλη Παπαθανασίου και δεν ξέρω ποιους άλλους (στην TV ο απαραίτητος Γιώργος Παπαστεφάνου). Πολύ γλυκιά μελωδία. Και πολύ κατανυκτική. Τόσο κατανυκτική που σε αποκοιμίζει.

Ναι, όμως έχετε προσέξει ποτέ τα λόγια;...

Κατά τον Σολομώντα, βόθρος βαθύς το στόμα Εβραίων παρανόμων
Εβραίων παρανόμων εν σκολιαίς πορείαις τρίβολοι και παγίδες
Ους έθρεψε τω μάννα, φέρουσι τω Σωτήρι χολήν άμα και όξος
Ω της παραφροσύνης και της χριστοκτονίας της των προφητοκτόνων! 
Ούς έθρεψε το μάννα, εκίνησαν την πτέρναν, κατά του ευεργέτου κ.λπ. κ.λπ.

Κάθε Μεγάλη Παρασκευή, στην εκφορά του Επιταφίου, εκατομμύρια συνέλληνες τραγουδάμε κατανυκτικά κι απρόσεχτα αυτό το καταρολόγιο για τους Εβραίους. Μια ολόκληρη χώρα που αναδύει, σαν εθνικό θυμίαμα, κατανυκτική απέχθεια για τους Εβραίους - δηλ. για τον λαό του Κυρίου μας, που ποτέ δεν αρνήθηκε την εβραϊκή παράδοσή Του.

Μπρρρ... ω γλυκύ μου ρίγος

Και μάλιστα, όσο καταλαβαίνω, το Αι Γενεαί Πάσαι πρέπει να είναι λαϊκός χριστιανισμός. Δηλαδή, δεν είναι προϊόν υψηλών ιεραρχικών κύκλων, κάποιων Χριστόδουλων και Ιερώνυμων της παλιάς εποχής που, υποθέτω, όλοι τους απαξιώνουμε. Όχι! Νομίζω, είναι απ' τα κόκαλα βγαλμένο των Ελλήνων τα ιερά...

Απλοί Τρόποι (Κώστας Χατζόπουλος)

Περνάνε τα χρόνια και το ποίημα δε χάνει τίποτα από τη γοητεία του. Συνεχίζει να είναι το αγαπημένο μου.

είναι πιο όμορφοι οι άγνωστοι πάντα γιαλοί...

Ο ποιητής λέγεται Κώστας Χατζόπουλος (1868 - 1920), σχετικά άγνωστος ποιητής των αρχών του 20ου αιώνα. Το ποίημα, νομίζω, τυπικά τιτλοφορείται "Απλοί Τρόποι"

τι γυρεύεις; τι θέλεις; μη κι εσύ το γνωρίζεις;...

Το τραγούδι βγήκε από μόνο του μέσα σε λίγα λεπτά, όταν θέλησε να βγει. Τα λόγια στην περιγραφή του βίντεο:




Λίγη κατανόηση για τον ερμηνευτή: δεν είμαι τραγουδιστής. Είμαι απλά ένας άνθρωπος που τραγουδάει. Βοήθησε κι ο ηχολήπτης (χίλια ευχαριστώ).
Κι αν το σφάλμα είναι δικό μου, δείξτε καλοσύνη.

κι ό,τι σ' έχει μαγέψει, κι ό,τι σου 'χει γελάσει, μόνος το 'χεις κερδίσει; μοναχός ετοιμάσει;...

Το τραγούδι προστατεύεται από οινοπνευματικά δικαιώματα: επιτρέπεται η αναπαραγωγή, το κλέψιμο, η αντιγραφή, υπό τον όρο ότι θα πιείτε ένα ποτήρι στην υγειά του ποιητή και στη δική μου (για κλέψιμο θα πιείτε 2 ποτήρια και θα είναι προϊόν απόσταξης, όχι ζύμωσης)

μη θαρρείς το πανί σου πως μπορείς να βαστάξεις, όπου θέλει το κύμα μαζί του θ' αράξεις...

Παραδόξως όλα θα πάνε καλά

Επιστροφή Της Φύσης

Βόλος, νεκρή πόλη - όπως όλες - λόγω μέτρων κορωνοϊού...

Kι αναπάντεχα, προχθές τα χαράματα, από το μπαλκόνι μου ακούω το τρ-ρ-ρ-ρ-ρ-ρ-ρ-ρ του δρυοκολάπτη! (χτυπούν το δέντρο με το ράμφος να βγουν τα μυρμήγκια)
Φαντάζομαι, δεν σας ακούγεται εντυπωσιακό, όμως σε άλλες εποχές έπρεπε ν' ανέβεις 100ντάδες μέτρα στο Πήλιο να δεις δρυοκολάπτη.

Και πριν τρία βράδια, βλέπω κουνάβι ή νυφίτσα (μέσ' στο σκοτάδι δεν μπορούσα να διακρίνω καλά) μέσα σε κάτι θάμνους στη Νέα Ιωνία!

Και χθες βράδυ, κατά τις 23:00, πρώτη φορά συναπαντιέμαι με σκιουράκι σε αρκετά κεντρικό σημείο του Βόλου! (έξω από την εκκλησία του Αγ. Νεκταρίου). Φουντωτή ουρά, τριγωνικό μουσούδι, ολόγκριζο, κυματιστή ενιαία κίνηση από το στόμα ως την άκρη της ουράς, κάνει ακόμα και τη γάτα να μοιάζει άχαρη, χοντροκομμένη. Πέρασε μπροστά μου και διέσχισε τον δρόμο με το πάσο του, μ' έκανε να ζηλέψω που δεν έχω ουρά.

Το Πήλιο κατεβαίνει στον νεκρό κορωνοΒόλο... Επιστροφή στη φύση.

Ελπίζω οι δρυοκολάπτες, τα κουνάβια, τα σκιουράκια, οι αλεπούδες, οι τσαλαπετεινοί του Πηλίου να ανακαταλάβουν την πόλη. Για βαρύ πυροβολικό, μπορούμε να φέρουμε τους λύκους, τ' αγριογούρουνα, τους ασβούς, όταν ζεστάνει ο καιρός και τις οχιές. Για ενισχύσεις, μπορούμε να καλέσουμε αρκούδες απ' τον Όλυμπο και το Μαυροβούνι. Νομίζω ότι την έχουμε την πόλη.

Επιστροφή της φύσης.

...

Πριν λίγο είδα άνθρωπο να σκοτώνεται μπροστά στα μάτια μου. Πέντε-έξι μέτρα μπροστά μου.

Ωχ...

Εδώ το κορμί, εκεί το μηχανάκι, αλλού η μια παντόφλα, αλλού η άλλη.

Προσέχτε, ρε παιδιά, πώς οδηγείτε. Κράνος, ζώνη, και συντηρητικότητα Εστίας. Όχι αναποδογυρισμένες παντόφλες στη μέση του δρόμου, όχι τέτοια πράματα.

Λερώνει, γαμώτο


Όλοι Γότθοι (Το Μπιμπερό Του Ντιντερό)

Όλοι Γότθοι (Το Μπιμπερό του Ντιντερό) τώρα και στο YouTube!

Από εκεί που σταμάτησε ο Ρουσσώ ως εκεί που τελειώνει ο δυτικός πολιτισμός. Κοινωνικό Συμβόλαιο Reloaded, κατάθεση ψυχής σε σκληρό νόμισμα, μια γροθιά σε όλα τα πολιτικά κατεστημένα, ένα καρκίνωμα στο σώμα του καπιταλισμού.



Ιδιοποιηθείτε το και μεταλαμπαδεύστε το, η ιδιοκτησία είναι κλοπή. Τα παιδιά θα το λατρέψουν, οι φίλοι θα σας αγαπήσουν, οι γείτονες θα ζηλέψουν. Από ανθρώπους με μεράκι για ανθρώπους με γούστο

Πλατωνισμός Και Μπεπεγκριλλοϊσμός

Διαβάζω το The Black Swan του Nassim Nicholas Taleb (έχει μεταφραστεί στα ελληνικά;), το οποίο νομίζω πως έχει ήδη αρχίσει να παίρνει διαστάσεις κλασικού, βρίσκω συνέχεια αναφορές στις ιδέες του, ολοένα και περισσότερες. Κάτι άλλο όμως μου κάνει εντύπωση: ο Taleb γράφει όπως κι εγώ! Έχουμε το ίδιο στιλ• ένα προβοκατόρικο, λαϊκίστικο, μπεπεγκριλλοϊκό ύφος γραψίματος, αναμιγνύοντας συνεχώς το σοβαρό με το χιουμοριστικό, παραθέτοντας τα πιο ετερόκλητα παραδείγματα, κυνηγώντας τον ηχηρό τίτλο και μη χάνοντας ευκαιρία για σαρκασμό όλων όσων αντιπαθούμε. Τον νιώθω!

Έπαθα πλάκα όμως όταν είδα ότι έχουμε γράψει και (περίπου) την ίδια έκφραση! Παραθέτω από τη σελίδα 83 (αγγλική έκδοση του 2010, Penguin Books):


I kept reading in various texts that the cortex is where animals do their ‘thinking’, and that the creatures with the largest cortex have the highest intelligence – we humans have the largest cortex, followed by bank executives, dolphins, and our cousins the apes 


Μόλις το διάβασα, κατάλαβα αμέσως σε ποια φάση ήταν όταν το έγραφε. Πριν περίπου τρία χρόνια, είχα γράψει κι εγώ σ’ αυτό το κείμενο:


... το αντίστοιχο αυτού του συστήματος στην τεχνολογία της Φύσης είναι ο εγκεφαλικός νεοφλοιός. Αν και υφίσταται στοιχειωδώς σε όλα τα θηλαστικά (πλην του Γεράσιμου Γιακουμάτου, φυσικά) κ.λπ. 


Περίπου η ίδια έκφραση! Ένα άλλο κοινό χαρακτηριστικό μας είναι ότι κι οι δυο φιλοσοφούμε με βάση τις εμπειρίες μας, διαβάζουμε διάφορους στοχαστές να δούμε ποιοι έχουν κινηθεί σε παρόμοιες γραμμές με μας, το παίζουμε ερασιτέχνες φιλόσοφοι, όπως επίσης ότι κι οι δυο καταλήξαμε πως η ρίζα του κακού ανάγεται τελικά στον Πλάτωνα. Τα προβλήματα που δημιούργησαν οι ιδέες αυτού του ανθρώπου συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να καταδυναστεύουν όλους. Ο ορισμός του πλατωνισμού (platonicity) που δίνει ο Taleb, στην εισαγωγή του βιβλίου, είναι: Our tendency to mistake the map for the territory, to focus on pure and well-defined “forms” … With these ideas and crisp constructs inhabit our minds, we privilege them over other less elegant objects, those with messier and less tractable structures. Platonicity is what makes us think that we understand more than we actually do

Κάτι που θα μπορούσα να είχα γράψει κι εγώ. Ο δικός μου ορισμός θα πήγαινε κάπως σαν: πλατωνισμός είναι η αυθαίρετη αξίωση πως πίσω από το χάος των φαινομένων υπάρχει μια θεμελιώδης θεωρητική οντότητα, την οποία αν κανείς συλλάβει, θα εξηγήσει κατόπιν όλη τη φαινομενική πολυπλοκότητα. Στην επιστήμη, πλατωνισμός είναι η πεποίθηση πως η έρευνα μπορεί να γίνει πάνω σε αφηρημένα μοντέλα, που θεωρητικοποιούν το υπό μελέτη αντικείμενο, το παίρνουν από τους πραγματικούς ανθρώπους στον πραγματικό κόσμο και το εισάγουν σε άνετο περιβάλλον γραφείου. Δηλαδή, μην αφήνεις τα ενοχλητικά εμπειρικά δεδομένα να σου χαλάσουν τις τόσο όμορφες θεωρίες αφού, στο δρόμο που χάραξε ο Πλάτωνας, εσύ έχεις ήδη συλλάβει την Ιδέα.

Ή με δυο λόγια, ένας ακόμα πιο συνοπτικός ορισμός: πλατωνισμός είναι να κάνεις επιστήμη από την ησυχία του γραφείου σου, με τον καφέ και το κλιματιστικό σου. Χαίρομαι όταν διαπιστώνω ότι αυτά που βλέπω εγώ τα βλέπουν κι άλλοι, ότι δεν είμαι μόνος.

Διαλογισμοί Για Τον Διαλογισμό

Από παλιά είχα πρόβλημα να συσχετίσω τον Βουδισμό της Ταϊλάνδης, όπως ερμηνεύεται από τους μοναχούς ή από εγκυκλοπαιδικά άρθρα, με τον καθημερινό Βουδισμό, όπως μου τον εξήγησαν φίλοι και γνωστοί και όπως τον παρατηρούσα στην πράξη. Θα μπορούσα να το παραλληλίσω με τη γλώσσα• με κάποιον που, στα χρόνια του ’60, ήθελε να μάθει τη γλώσσα της Ελλάδας για να έρθει στη χώρα. Ο άνθρωπος αυτός θα πληροφορούταν ότι η επίσημη γλώσσα του βασιλείου της Ελλάδος, τότε, ήταν μια κάποια καθαρεύουσα. Θα την μάθαινε, λοιπόν, και κατόπιν θα ανακάλυπτε ότι αυτό που μιλάνε οι άνθρωποι στον δρόμο ήταν... αρκετά διαφορετικό. Και παρόλο που πάντα υφίσταται μια εκκλησία από σχολεία, πανεπιστήμια, τηλεπαρουσιαστές ειδήσεων, αυτόματους διορθωτές του Microsoft Word κ.λπ., που προσπαθούν να επιβάλουν τη «σωστή» γλώσσα και προφορά, αυτό που μιλάει ο καθημερινός άνθρωπος θα είναι πάντα διαφορετικό. Η γλώσσα είναι δημοκρατική. Οι πιτσιρικάδες επινοούν τους δικούς τους όρους, η σύγχρονη διάδοση των Αγγλικών επηρεάζει όλες τις γλώσσες, η επαρχία Α χρησιμοποιεί διαφορετική προφορά από την επαρχία Β, νέες λέξεις και εκφράσεις προκύπτουν συνεχώς από ποδοσφαιρόφιλους ή ομάδες επαγγελματιών ή κομπιουτεράδες ή…

Ένας φιλόλογος θα είχε ενστάσεις και θα το θεωρούσε απόκλιση από το σωστό. Όμως ένας γλωσσολόγος θα ήταν ουδέτερος και θα αποδεχόταν κάθε γλωσσικό φαινόμενο, αρκεί να ήταν αρκετά διαδεδομένο. Στο κάτω-κάτω, πολλές γλωσσικές αποκλίσεις προκύπτουν εσκεμμένα, για να τονιστούν οι διαφορές από την τυραννική ορθοδοξία. Η γλώσσα δεν είναι μόνο εργαλείο επικοινωνίας, είναι και εργαλείο διαφοροποίησης. Υπάρχει κάτι πολύ οικείο στη γλώσσα – στην καθημερινή γλώσσα, αυτήν που όντως μιλιέται – και οι φιλόλογοι δεν μπορούν να το πάρουν, όσο και να προσπαθούν. Αυτό συμβαίνει και με τη θρησκεία, στη δική μου οπτική.

Οπότε λοιπόν, προτείνω ότι περιορίζοντας μια οποιαδήποτε θρησκεία στο δογματικό – θεολογικό της μέρος είναι σαν να περιορίζουμε μια γλώσσα στην εκδοχή της που εκφωνείται στα δελτία ειδήσεων και να μη βλέπουμε ότι αυτό που ονομάζουμε «γλώσσα» είναι μια ολόκληρη σειρά από παραλλαγές, ζωντανή και συνεχώς μεταβαλλόμενη, όπου μια από τις λειτουργίες της είναι να αντανακλά διαφορές ανάμεσα σε πληθυσμιακές ομάδες στη βάση γεωγραφικών, ταξικών, επαγγελματικών, γενεαλογικών κ.λπ. παραγόντων. Δε βλέπω κάποια θρησκευτική παραλλαγή ως «ανώτερη» ή «σωστή» σε αντιδιαστολή με κάποια άλλη «κατώτερη»• είμαι γλωσσολόγος της θρησκείας, αποδέχομαι τα πάντα. Στο κάτω-κάτω, αυτό που ονομάζουμε Χριστιανισμός, όπως επίσης κι ένα μεγάλο μέρος αυτού που ονομάζουμε Ινδουϊσμός, ξεκίνησαν στις εποχές τους ως «κατώτερες» παραλλαγές ενός ήδη καθιερωμένου «ανώτερου».

Από τη σκοπιά αυτή, ακόμα κι ο Ανώτατος Πατριάρχης της Ταϊλάνδης δεν είναι περισσότερο αρμόδιος να μιλήσει για τον Βουδισμό απ’ ό,τι ένας τυχαίος άνθρωπος στο δρόμο. Ο πρώτος ξέρει κάτι για το «σωστό» περιεχόμενο του ταϊλανδικού Βουδισμού, για τη θρησκεία όπως θα έπρεπε να είναι• ο δεύτερος ξέρει κάτι για το πραγματικό περιεχόμενο, τον ταϊλανδικό Βουδισμό στην πράξη.

Οπότε λοιπόν από τη δική μου οπτική γωνία δεν υπάρχει «Ταϊλανδικός Βουδισμός», υπάρχουν ταϊλανδοί Βουδιστές. Δεν υπάρχουν πλατωνικές Ιδέες, αγνές κι ανεξάρτητες• οι ιδέες είναι οι φορείς τους. Άνθρωποι, δηλαδή, μέσα σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, που υιοθετούν κάποιες από αυτές σύμφωνα με τις ανάγκες τους, τις ενισχύουν, τις αλλάζουν, τις αναποδογυρίζουν, κάποιες φορές τους αλλάζουν και τα φώτα. Σ’ αυτήν και στις επόμενες δημοσιεύσεις θα προσπαθήσω να συνοψίσω την κατανόησή μου για τον ταϊλανδικό Βουδισμό (παράδοση Τεραβάντα) όπως τον παρατήρησα στην πράξη και όπως μου τον εξήγησαν φίλοι και γνωστοί.





Διαλογισμός Και Ουΐσκι

Οι (Βουδιστές) Ταϊλανδοί κάνουν διαλογισμό ως μέσο για να επιτύχουν τη φώτιση και να απελευθερωθούν από την έμφυτη οδύνη της κοσμικής ζωής. Στη θεωρία όλα αυτά. Διότι στην πράξη, διαλογισμό κάνει μόνο αυτός που τύφλωσε τον κύκλωπα Πολύφημο: ο κανένας – κι αν μιλάμε για τακτικό, καθημερινό διαλογισμό, θα ήμουν ακόμα πιο σίγουρος να τονίσω τη λέξη «κανένας». Υποθέτω ότι η τακτική πρακτική του διαλογισμού είναι περιορισμένη στους μοναχούς και σε μια μικρή μειονότητα λαϊκών, τους οποίους πάντως εγώ δεν έτυχε ποτέ να συναντήσω. Μια φίλη παρατήρησε κάποτε: «Το ξέρω ότι πρέπει να κάνω διαλογισμό κάθε βράδυ. Αλλά συνήθως νιώθω τόσο κουρασμένη απ’ τη δουλειά, που το ουΐσκι φαντάζει πιο ελκυστικό».

Οπότε λοιπόν, ποιοι είναι οι διαλογιστές; Πέρα από τους μοναχούς, τους επαγγελματίες του διαλογισμού, ποιοι είναι οι λαϊκοί που διαλογίζονται σε καθημερινή βάση; Δεν εντόπισα ακόμα κοινωνιολογικές έρευνες για την Ταϊλάνδη που να εξετάζουν τη διαλογιστική πράξη στον πληθυσμό, βρήκα όμως μία του 2007 για τις ΗΠΑ. Το Τμήμα Υγείας και Κοινωνικών Υπηρεσιών προσδιορίζει σε 9,4% το ποσοστό των ενηλίκων που έκαναν διαλογισμό τους προηγούμενους 12 μήνες ως θεραπευτική πρακτική. Μιλάμε φυσικά για ΗΠΑ, όπως επίσης για τον διαλογισμό ως πρακτική χαλάρωσης ή βελτίωσης της υγείας. Όμως οι υψηλότερες, πνευματικές επιδιώξεις του διαλογισμού δεν αποκλείονταν από την έρευνα και, στο φινάλε, είναι μέχρι στιγμής η πρώτη έρευνα που μπόρεσα να βρω που δείχνει τα ταξικά χαρακτηριστικά του διαλογισμού. Αν κάποιος έχει κάτι άλλο υπ’ όψη, θα του ήμουν ευγνώμων.

Τα ενδιαφέροντα αποτελέσματα της έρευνας, λοιπόν, είναι ότι η πρακτική εναλλακτικών θεραπειών ολιστικού χαρακτήρα (mind-body therapies: διαλογισμός, γιόγκα, τάι τσι, ύπνωση, ασκήσεις αναπνοής κ.λπ.) αυξάνει με το επίπεδο του εισοδήματος, με το μορφωτικό επίπεδο και με τη δυνατότητα άσκησης κάποιας σωματικής δραστηριότητας στον ελεύθερο χρόνο (πίνακας 7, σελ. 14-16). Τα ποσοστά των «φτωχών» και των «σχεδόν φτωχών» που ακολουθούν ολιστικές θεραπείες είναι 16,5% και 16,0% αντίστοιχα, όμως όταν πηγαίνουμε στους «όχι φτωχούς», το ποσοστό κάνει ένα σημαντικό άλμα στο 21,6%. Τα ποσοστά αυξάνουν επίσης με το μορφωτικό επίπεδο (από το 7,6%, άνθρωποι χωρίς καν γυμνασιακή εκπαίδευση, στο 34,2%, κάτοχοι μάστερ και PhD). Τέλος, η έρευνα υποδεικνύει ότι η πρακτική ολιστικών θεραπειών προϋποθέτει το Δικαίωμα στην Τεμπελιά (9,4% διαδεδομένες ανάμεσα σε ανθρώπους χωρίς δυνατότητα σωματικής δραστηριότητας στον ελεύθερο χρόνο, ενώ κάνουνε άλμα στο 22,4% γι’ αυτούς που ασκούνται μη-τακτικά και στο 27,5% γι’ αυτούς που ασκούνται τακτικά).

Θα προσέθετα επίσης ότι όλα αυτά επιβεβαιώνονται από τις παρατηρήσεις μου στην ταϊλανδική κοινωνία. Δέχομαι τις επιφυλάξεις για τη χρήση της συγκεκριμένης έρευνας προκειμένου να βγάλουμε συμπεράσματα για τον Βουδισμό της Ταϊλάνδης, όμως θα ήθελα να την κρατήσω ως ένδειξη – όχι απόδειξη, απλή ένδειξη – ότι ο διαλογισμός μοιάζει να είναι σαν το κούρεμα του γκαζόν: χαρακτηριστικό της μεσαίας τάξης (ενός υψηλά μορφωμένου κομματιού της που δουλεύει 8ωρο και 5ήμερο). Αφήνει απ’ έξω τον ωκεανό της κατώτερης τάξης στην Ταϊλάνδη και απευθύνεται σε μορφωμένους ανθρώπους με ικανοποιητικό εισόδημα που απολαμβάνουν το δικαίωμα στην τεμπελιά – και, φυσικά, σε μοναχούς. Υπό το πρίσμα της επόμενης ανάρτησης για τον ταϊλανδικό Βουδισμό, θα μπορούσαμε να δούμε τον διαλογισμό ως ένα ακόμη σύμβολο με σκοπό να διαφοροποιήσει τους μοναχούς από τους λαϊκούς, να παρουσιάσει τη Σάνγκα ως «ζωντανή υπόμνηση του αδύνατου», κατά την όμορφη έκφραση του E. Leach. Το ουΐσκι είναι ο διαλογισμός του φτωχού, το μέσο για την απελευθέρωση από την οδύνη.


(η φωτο από εδώ)


Στο Φινάλε

Μετά από όλα αυτά, τι δικαιούμαστε να συμπεράνουμε περί των υψηλών, πνευματικών ισχυρισμών του διαλογισμού; Τίποτα, να πούμε την αλήθεια. Δε δικαιούμαστε να συμπεράνουμε τίποτα. Όμως, προσωπικά, θα ήμουν πολύ πιο πεπεισμένος για τη θρυλούμενη φώτιση που επιφέρει ο διαλογισμός, αν η πρακτική του ήταν αταξική. Αν οι φτωχοί τέλειωναν τις δουλειές της ημέρας και δεν έβλεπαν την ώρα και τη στιγμή να καθίσουν σε στάση λωτού, να πούνε το μάντρα και να παρακολουθήσουν την αναπνοή τους. Όμως φαίνεται ότι η κούραση, η νευρικότητα και η κατάθλιψη που συνοδεύουν τη φτώχεια αποτελούν ανασταλτικούς παράγοντες για την απελευθέρωση από τον κόσμο της οδύνης. Αντιθέτως, μοιάζει ότι ο Βούδας κακώς δεν συμπεριέλαβε στην Ευγενή Οκταπλή Ατραπό την οικονομική ασφάλεια και τον ελεύθερο χρόνο των μεσοταξικών μορφωμένων διαλογιστών: είναι προϋποθέσεις φώτισης. Η νιρβάνα είναι ταξική.


(to be continued)