Τρίτη 17 Νοεμβρίου 2015

H Πύλη του Χωροχρόνου


Η σκάλα σε καταπίνει και σε ξεβράζει στη δεκαετία του 70. Φοράς καρώ φούστα, έχεις μακριά μαλλιά και αγαπάς πάντα ένα μόνο αγόρι. Αυτό που φαίνεται λιγότερο.
Ακούς Ραφαέλλα Καρρά και είσαι η πιο καλή μαθήτρια.
Τα βράδια σου είναι πάντα μια άλλη ζωή που κανείς δεν την ξέρει. Γίνεσαι καλή ηθοποιός, καλή στην απώθηση, κακή στη διαχείριση καταστάσεων.
Στη δεκαετία του 80 ψάχνεις διακαώς να μάθεις να περπατάς. Μαθαίνεις στη δεκαετία του 90, μετά την μεγάλη απόρριψη και την πρώτη αγάπη και μετά με τον μεγάλο έρωτα. Μαθαίνεις μόνη σου έτσι κι αλλιώς.
Η σκάλα σε καταπίνει και σε βγάζει τώρα πια σε ένα μέρος άξενο, που δεν είναι δικό σου. Εκεί που ψάχνεις συνέχεια να βρεις το χέρι της. Να θυμηθείς την υφή που είχε το δέρμα της. Κατεβαίνεις πάντα, αλλά δεν θέλεις να στρίψεις δεξιά πια.
Κάνε υπομονή. Μια μέρα θα την ανέβεις και θα φύγεις οριστικά.

Σάββατο 20 Δεκεμβρίου 2014

Οικολογικές ανησυχίες



Έχω λίγο καιρό που έχω σταματήσει να διαβάζω ο,τιδήποτε. Εννοώ συστηματικά, όπως έκανα παλιά, όχι βλακείες στα πεταχτά δεξιά και αριστερά. Είναι ένα είδος παραίτησης, μια κούραση που τη βρίσκω φυσική και κάπως απαραίτητη, σαν να πρέπει να καταλαγιάσουν μέσα τα ήδη διαβασμένα, σαν να πρέπει τα ήδη διαβασμένα να συναντηθούν με όσα βίωσα ή βιώνω. Επί της ουσίας τέλος πάντων δεν ένιωθα την ανάγκη. 

Σκέφτομαι όμως τον τελευταίο καιρό ότι αν κάτι μου λείπει περισσότερο αναγνωστικά είναι η ποίηση κι έτσι φέτος ζήτησα από τον Άγιο Βασίλη να μου φέρει το "Σύρε καλέ την άλυσον" της Γλυκερίας Μπασδέκη. Αισθάνομαι ότι θέλω να μάθω πάλι να διαβάζω και πρέπει να ξεκινήσω από τα βασικά αλφαβητάρια. 



Τον Σεπτέμβριο που μας πέρασε συμπληρώθηκαν δύο χρόνια από το θάνατο της μαμάς μου. Δεν έχει αλλάξει τίποτα ουσιαστικά στον τρόπο που προσεγγίζω αυτή την απώλεια μέσα μου. Η πληγή είναι ακόμη ανοικτή, απλώς δεν μιλώ γι'αυτήν παρά ελάχιστα, σε ελάχιστους. Αυτοί οι ελάχιστοι νιώθουν το ίδιο για τις δικές τους απώλειες κι έτσι καταλαβαινόμαστε χωρίς να λέμε πολλά. Μόνο λίγες φράσεις αναγνώρισης αρκούν. Η ύπαρξη των άλλων λειτουργεί για μένα κατευναστικά και παρηγορητικά: με βεβαιώνει ότι δεν έχω τρελαθεί, ότι δεν είναι υπερβολική, ότι δεν είμαι εγωίστρια. Το λέω αυτό γιατί κάποτε αναρωτήθηκα -επειδή είμαι ένα άτομο κατεξοχήν υπερβολικό- μήπως όλη αυτή η αντίδρασή μου συνάγεται από μια ανάγκη μου να τραβώ την προσοχή στον εαυτό μου. 

Συνειδητοποίησα λοιπόν ότι εμείς οι ελάχιστοι (η Ελ., ο Κ., η Λ. κι άλλοι λίγοι ακόμη που έχουμε συναντηθεί με έναν τρόπο) συνεχίζουμε να ζούμε ανάμεσά σας με το δικό μας τρόπο. Είμαστε μια ιδιότυπη ομάδα που προσποιείται πετυχημένα ότι λειτουργεί και ζει κανονικά, γελάει και είναι διασκεδαστική, ενώ μέσα της ξέρει ότι ένα κομμάτι της ζωής της θα είναι διαρκώς στα απωλεσθέντα. Αλλά πάλι, ίσως έτσι πρέπει να είναι: κανείς δεν θέλει να είναι διαρκώς αντιμέτωπος με το φανερό πένθος. Ούτε κι εγώ η ίδια δεν το ανέχομαι για πολύ. Το πένθος εσωτερικεύεται, μοιράζεται για λίγο, επιστρέφει στη θέση του μέσα σου. Μόνο που δραπετεύει πότε-πότε εκεί που δεν το περιμένεις, σε οδηγεί σε σκοτεινές βεράντες και τουαλέτες στη δουλειά για να κλάψεις χωρίς να σε βλέπουν. 
Το πένθος μας είναι ένα ιδιότυπο οικόσιτο κατοικίδιο. 


Ο Π. ανθίζει διαρκώς μέρα τη μέρα. Και γίνεται ένα παιδί ιδιαίτερο, καλοσυνάτο αλλά και πειραχτήρι: πότε-πότε είναι ένας επαναστάτης που ψάχνει αιτία, κι άλλοτε γίνεται ένας γάτος που το μόνο που θέλει είναι να κάτσει επάνω μου, στο κάθισμα που το σώμα μου φτιάχνει μόνο για εκείνον. Αναρωτιόμαστε διαρκώς αν τον διαπαιδαγωγούμε σωστά. Είναι σωστό να είναι τόσο ευγενικός; Είναι σωστό να του θυμίζουμε διαρκώς ότι δεν πρέπει να ενοχλεί τους άλλους; Τι νόημα έχει σε αυτή την κοινωνία που θα κλιθεί να επιβιώσει; Μήπως όλα αυτά τον οδηγήσουν στην απομόνωση, ή σε φοβίες; Έπειτα σκέφτομαι ότι δεν μπορεί να γίνει αλλιώς, το παιδί σου είναι προϊόν των πιστεύω και των επιλογών σου. Δεν ξέρω πόσο μπορείς να καταπιεστείς να είσαι κάτι άλλο για να μεγαλώσεις κάπως αλλιώς, "πιο σωστά" το παιδί σου. Ποιο είναι το "πιο σωστά" άλλωστε; Κάποτε πίστευα ακράδαντα ότι το πιο σημαντικό πράγμα που χρειάζεται ένα παιδί όταν μεγαλώνει είναι η διαρκής απεριόριστη αγάπη και ένα αίσθημα ασφάλειας. Όποτε έχω αμφιβολίες αν κάνω κάτι σωστά, επιστρέφω στη βάση αυτή και βλέπω ότι δεν την έχουμε παραβιάσει. Παίρνω κουράγιο και συνεχίζω. 



Τον περασμένο Σεπτέμβριο-Οκτώβριο συνέβη κάτι ακόμα. Το καταγράφω εδώ για να μην ξεχάσω πότε έγινε, γιατί ξεχνάω εύκολα το πότε συμβαίνουν τα πράγματα. Πιέστηκα τόσο πολύ στη δουλειά και στις άλλες υποχρεώσεις μου, ώστε όταν προέκυψε η επόμενη περίοδος και μια νέα ισορροπία, αποφάσισα να αλλάξω κάποια πράγματα. Θυμήθηκα την χαμένη μου αυτοπειθαρχία κι αποφάσισα να διεκδικήσω το σώμα μου από την περίοδο του πένθους, θυμήθηκα πώς να διεκδικώ πράγματα στη δουλειά, προσπαθώ να μην έχω διαρκώς τύψεις. Δεν είναι εύκολο, αλλά είναι μια αρχή. Μεγαλώνω κιόλας, κάτι πρέπει να αλλάζω στον εαυτό μου, δεν είναι δυνατόν να μην απενοχοποιείσαι μεγαλώνοντας, απλώς να φορτώνεσαι κιλά, χρόνια και ρυτίδες. 




***
Η ανάρτηση εικονογραφείται με πίνακες ενός από τους πιο αγαπημένους μου ζωγράφους, του Carl Larsson. Νομίζω ότι κατά βάθος θα ήθελα να ζω μέσα στους πίνακές του, που απεικονίζουν τη ζωή της οικογένειάς του. Οπότε ίσως κατά βάθος να ήθελα να είμαι παιδί του. Τώρα που το σκέφτομαι μάλλον θα ήθελα να είμαι αυτό το παιδί. 











Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2014

Όλα τα παυσίπονα του κόσμου

Προχτές στη δουλειά ήρθε ένας κύριος θαυμάσιος. Ήταν γύρω στα 70 μάλλον, πολύ ευγενικός, κοντούλης, λεπτός στο παρουσιαστικό και τους τρόπους του, σαν Άγγλος ευγενής. Φορούσε ένα λεπτό κοστούμι tweed και μια γραβάτα ανοικτή πράσινη, στο χρώμα που έχει το παγωτό φιστίκι. Αισιόδοξη γραβάτα.


Για κακή του τύχη εκείνη την ώρα μου τηλεφώνησε το ανθρωπόμορφο ον από το οποίο παίρνω εντολές και τον άφησα υποχρεωτικά να περιμένει. Του έλεγα όμως διαρκώς να καθίσει, να μην είναι όρθιος, του έκανα νόημα και του ζήτησα πολλές φορές συγγνώμη που περίμενε. Περίμενε τελικά όρθιος, υπομονετικά. 

Ζητούσε κάτι για το οποίο δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, ούτε μπορούσα να τον εξυπηρετήσω, πολύ απλά γιατί το σύστημα που είχε δει στο Λονδίνο δεν προβλέπεται στην Ελλάδα. Αντί να θυμώσει, μου είπε ότι θα επανέλθει με τη σκέψη του περισσότερο τεκμηριωμένη και θα έλθει πάλι να με βρει. Θα τον απογοητεύσω πάλι, αλλά περιμένω να τον ξαναδώ. Αν και, για το καλό μου, ελπίζω να μη με βρει εδώ.
Πριν φύγει, γύρισε και με κοίταξε στα μάτια. Χαμογελούσε και σκέφτηκα πόσο τυχεροί είναι οι άνθρωποι που τους αγκαλιάζει με αυτό το βλέμμα κάθε μέρα. 



Τις νύχτες στη γειτονιά μου αλυχτάει σαν σκυλί ένας άνθρωπος. Δεν έχω δει ποτέ το πρόσωπό του, ακούω μόνο τη φωνή του. Μου είναι άγνωστος, αν και έχω υπολογίσει σε πιο διαμέρισμα μένει. 
Είναι ο πιο φάλτσος άνθρωπος του κόσμου. Αλλά κι ο πιο επίμονος. Σχεδόν κάθε βράδυ (πάντα μα πάντα τα Σαββατοκύριακα) τραγουδάει λαϊκά τραγούδια με καραόκε. Το τραγουδάει είναι ευφημισμός. 
Είναι τόσο φάλτσος που δεν καταλαβαίνει κανείς πιο τραγούδι είναι, μερικές φορές αν έχω κέφι τον αφουγκράζομαι και βάζω στοίχημα με τον εαυτό μου να δω αν θα καταλάβω ποιο τραγούδι είναι αυτό που κακοποιεί. Μέχρι και ο Π. τον έχει μάθει τώρα. "Πάλι ο φάλτσος τραγουδάει" μου λέει και χαμογελάμε με κατανόηση. 


Φεύγω από τη δουλειά, ανηφορίζω, βαριές σκέψεις, κακή διάθεση. Σηκώνω το βλέμμα και βλέπω ένα κομμάτι χαρτί στον τοίχο έξω από μια πολυκατοικία. 

Κηδεύομεν σήμερον
ετών 13
η μητέρα
ο φίλος. 

Τίποτα άλλο. Η Μητέρα και ο Φίλος. Και ποιος Καβάφης να σηκωθεί να την παρηγορήσει, ποιός ήλιος να φωτίσει πλέον τη ζωή της. Η μητέρα, τελευταία φορά μητέρα στο γαμωκηδειόχαρτο. 


Είναι θαύμα πώς καμιά φορά άγνωστοι άνθρωποι έρχονται από το πουθενά να σώσουν τη μέρα σου. Ακούνε προσεκτικά τι τους λες (ή έστω προσποιούνται επιτυχημένα), έστω κι αν συναντηθήκατε τυχαία, έστω κι αν σε λίγο πάλι θα χωρίσετε. Συναντιόμαστε στο δρόμο, στις συγκοινωνίες, στο facebook, στον προθάλαμο του οδοντίατρου διαρκώς με άγνωστους ανθρώπους. Και μερικοί μας χαρίζουν ένα μικρούτσικο τοσοδούλι κομμάτι από τη ζωή τους και παίρνουν ένα κομματάκι από τη δική μας. Σήμερα ας πούμε, ένας ταξιτζής μου έλεγε για την 6χρονη κόρη του, του έλεγα κι εγώ για τον Π. - όλα σε πέντε λεπτά διαδρομή. 

Οι μικρές συγκεκομμένες παυσίπονες συζητήσεις μας έχουν την αξία που έχει ένα αληθινό χάδι.






Δευτέρα 8 Σεπτεμβρίου 2014

Οι διακοπές του κυρίου Heatherley

Έγινε πια πολύ δύσκολο να είμαι ειλικρινής, να γράφω αυτά ή για αυτά που σκέφτομαι. 
Αισθάνομαι ότι δεν μπορώ να ανοίξω το στόμα μου, δεν μπορώ να καταγράψω τα πράγματα που αληθινά με απασχολούν. Αλλά θέλω να συνεχίσω να προσπαθώ να το καταφέρω. Θα προσπαθήσω σιγά-σιγά, όπως μαθαίνουν τα παιδιά να τρώνε, να περπατάνε. Θα προσπαθήσω πάλι να γράφω σιγά-σιγά. 

Ένα πρώτο συμπέρασμα από την περασμένη διετία είναι ότι το πένθος τρώγεται. Ένα άλλο συμπέρασμα είναι ότι το πένθος δεν περνάει, υπάρχει. Είναι μια νέα κατάσταση που σε χαρακτηρίζει πια οριστικά. Όπως όταν χάνεις ένα χέρι ή έχεις κάνει εγχείρηση ανοικτής καρδιάς. Ποτέ δεν θα είσαι όπως ήσουν, θα είσαι πάντα αυτός που πρέπει να προσέχει γιατί έχει κάνει εγχείρηση. Έτσι έγινα κι γώ. Κάπως σαν διαβητικός που δεν πρέπει να φάει ζάχαρη. Εγώ δεν πρέπει να συγκινηθώ, δεν μπορώ να συζητήσω για τη μαμά μου παρά μόνο για λίγα λεπτά, πολύ λίγα. Όμως με τον καιρό έμαθα να το λέω. Δηλαδή τολμώ πια να λέω στους συνομιλητές μου ότι δεν θέλω να το συζητήσω περισσότερο, ας αλλάξουμε συζήτηση κλπ. Ε, κι αυτό είναι κάτι, είναι ας πούμε ένα κέρδος, ξέρω γω. 

Στο μεταξύ ο κ. Π. μεγαλώνει και επικοινωνεί ολοένα και περισσότερο, εξελίσσεται με ραγδαίους ρυθμούς. Εχτές του έδωσα να φάει λίγη σοκολάτα κι όπως καθόμασταν δίπλα-δίπλα μου είπε "λατρεύω να κάθομαι κοντά σου και να τρώω σοκολάτα". Τι απλό πράγμα, λίγες λέξεις και γεμίζεις αγάπη μονομιάς. Ο κ. Π. πρωταγωνιστεί. Ανακαλύπτει το άλλο φύλο, ανακαλύπτει την απόλαυση του να κάνεις αυτό που δεν πρέπει, "είμαι σκάνδαλος μαμά, είμαι ζημιάρης". Αλλά είναι πάντα ένα τρυφερό ήσυχο παιδί, έχει καλά αισθήματα, είναι πολύ ευγενικός. Αγκαλιές, αγάπες, φιλιά, πειράγματα, ο καλύτερος μπαμπάς του κόσμου. Σπίτι γεμάτο. 
Δεν είμαι αγνώμων, είμαι απλώς λυπημένη. Ας πούμε ότι υπάρχει μια πολλή μεγάλη χαρά που καλύπτει σαν ζεστή κουβέρτα το κρύο σώμα της λύπης. 

Στο μεταξύ έχω τη βάσιμη υποψία ότι δεν κάνω ποτέ διακοπές, νομίζω ότι ζω σε μια διαρκή κούραση. Μάλλον αυτό το περνάνε όλοι όσοι έχουν μικρά παιδιά. Μάλλον αυτό το περνάνε και όσοι έχουν τόσο ηλίθια δουλειά σαν τη δική μου. Το τελευταίο διάστημα νιώθω ότι βράζω σαν καζάνι κι όποιος κάνει το λάθος και ανοίξει το καπάκι, θα είναι όπως σε κάτι ταινίες: θα δει ας πούμε έναν κρατήρα ηφαιστείου και θα βράζει η λάβα. 
Την προηγούμενη εβδομάδα είχα φτάσει σε τόσο μεγάλο σημείο υπερέντασης που είχα ταχυκαρδίες και τέτοιο εκνευρισμό που δεν μπορούσα να κοιμηθώ, δεν μπορούσα να ηρεμήσω στο σπίτι. Όλα αυτά γιατί κρατιέμαι να μην πω αυτά που σκέφτομαι, γιατί πρέπει να κρατηθώ προκειμένου να μπορέσω να δρομολογήσω ψύχραιμα και οργανωμένα τη διαφυγή μου από εκεί που δουλεύω τώρα. Αυτή την εβδομάδα ευτυχώς αισθάνομαι καλύτερα γιατί έχω πάρει την απόφαση να τελειώσω με αυτή την κατάσταση και θα κάνω ό,τι πρέπει για να το καταφέρω. Στο μεταξύ έχω περάσει σ'αυτό το στάδιο που στήνω στο μυαλό μου σενάρια για να παρηγορηθώ όπου οι κακοί κατατροπώνονται με φαντασμαγορικό τρόπο. 


Samuel Butler, Mr Heatherley's Holiday: An Incident in Studio Life. 1874

Ο Samuel Butler ζωγραφίζει τον κο Heatherley, διευθυντή της καλλιτεχνικής σχολής της Newman Street στην οποία φοιτούσε ο Butler. O κος Heatherley ήταν διάσημος για το γεγονός ότι δεν πήγαινε ποτέ του διακοπές. Εδώ εικονίζεται να επιδιορθώνει έναν σκελετό που χρησιμοποιούσαν οι μαθητευόμενοι ζωγράφοι στα μαθήματά τους. 

Πέμπτη 3 Απριλίου 2014

Αθηναϊκό πρωϊνό. Τρία στιγμιότυπα.

Πρωί-πρωί στο πλάϊ της Κουμουνδούρου αποφεύγω στο τσακ σφοδρό τρακάρισμα με άκρως αισιόδοξη και πιθανόν αγαθών προθέσεων κυρία: το συμπεραίνω από το γεγονός ότι παραβίασε stop και βγήκε με ταχύτητα, έπειτα δε τα έχασε και σταμάτησε κόντρα στη μέση του δρόμου. Έστριψα το τιμόνι και την απέφυγα στο τσακ, ανέβηκε η πίεση, αλλά έκανα και άσκηση αυτοελέγχου διότι μόνον την κόρναρα, ενώ σε άλλη περίπτωση θα την έβριζα, θα την μούτζωνα κλπ.

Λίγο αργότερα, ανεβαίνοντας πεζή την Τοσίτσα, νέος ατυχής και δυστυχής με προσεγγίζει με θαυμασμό για την τσάντα μου -και όχι επειδή είναι μια ωραιότατη floral, αλλά φοβάμαι για το πενιχρό περιεχόμενο του πορτοφολιού. Απέφυγα την συνάντηση δι'ελιγμών για να καταλήξω επιτέλους στο γραφείο.

Σε ένα από τα πιο περίεργα ασανσέρ της πόλης μας (κάποτε πρέπει να γράψω μια σειρά κειμένων μόνο για τα εξωφρενικά που μου συμβαίνουν σε αυτό το ασανσέρ) μπαίνει μαζί μου φουριόζα μια γυναίκα που βλέπω για πρώτη φορά στη ζωή μου. Με χαιρετά θερμά με το ονόμά μου "την κουβέντα σου είχαμε χτες με το Γιώργο (ευτυχώς κατάλαβα ποιόν Γιώργο λέει) άντε να πιούμε πια εκείνο το καφεδάκι που λέγαμε". Της μιλάω σαν να την γνωρίζω χρόνια, με θέρμη, φυσικά αρπάζομαι από τον Γιώργο με τον οποίο είμαστε συντοπίτες, Τρικαλινοί κι οι δυό, και εν τέλει σχολιάζουμε και τους "κάτω από το αυλάκι" που δεν έχουν την εγκαρδιότητα που έχουν οι άνθρωποι από τη Βόρεια Ελλάδα.
Πιο κατάλληλη κατάληξη στη συζήτηση δεν θα μπορούσε να υπάρξει. 

Κοιτάω το ρολόϊ μου. Είναι μόλις 9.30. 



Τρίτη 25 Μαρτίου 2014

Δύο μεγάλοι κόκκινοι ελέφαντες

Το μόνο ενδιαφέρον πράγμα που βλέπαμε από το παράθυρό μας ήταν δύο μεγάλοι κατακόκκινοι ελέφαντες. Ήταν ολόιδιοι, σαν δίδυμοι, και στέκονταν διαρκώς στην ίδια θέση. Στην αρχή μας κίνησαν την περιέργεια (γιατί στέκονταν εκεί; ποιός τους άφησε;) έπειτα τους συνηθίσαμε. Με έναν τρόπο η παρουσία τους ήταν παρήγορη. Ήταν κάθε πρωί εκεί όταν τραβούσαμε τις κουρτίνες και η σουρεαλιστική τους παρουσία μας υπενθύμιζε ότι όλα μπορούν να συμβούν. 

Όταν ο Π. μπόρεσε να σηκωθεί από το κρεβάτι του, ανέβαινε στο χαμηλό περβάζι του παραθύρου και τους κοίταγε κι αυτός. Του έλεγα ότι κοκκίνισαν γιατί έφαγαν πολλές ντομάτες και πολλές φράουλες, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν έχω ιδέα γιατί κοκκίνισαν οι ελέφαντες. Δεν έχω ιδέα γιατί βρίσκονταν εκεί, από πού ήρθαν και που θα πήγαιναν μετά, τι περίμεναν κάθε μέρα έξω από το νοσοκομείο. 






Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2014

To υπόγειο



Aν άρχιζε ο Θεός μια μέρα να μετράει όσα έφτιαξε,
άστρα, πουλιά, σπόρους, βροχές, μητέρες, λόφους,
θα τέλειωνε ίσως κάποτε. Eγώ κάθομαι εδώ, ολομόναχος,
μέσα σε τούτο το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
και μετράω τα σφάλματα που έκανα, τις μάχες που έδωσα,
τις δίψες, τις παραχωρήσεις,
μετράω τις κακίες μου, κάποτε θαυμαστές, τις καλωσύνες μου
συχνά επηρμένες, μετράω, μετράω, δίχως ποτέ μου
να τελειώνω ― α, εσείς,
εσείς ταπεινώσεις, αλτήρες της ψυχής μου,
βαθύ, θρεπτικό ψωμί, αιώνιε πόνε μου,
όλη η δροσιά του μέλλοντος τραγουδάει μες στις κλειδώσεις μου
την ίδια ώρα που μου στρίβει το λαρύγγι η πείνα χιλιάδων
    φτωχών προγόνων,
κι ω ήττες, συντρόφισσές μου, που μέσα σε μια στιγμή
με λυτρώσατε απ' τους αιώνιους φόβους της ήττας.

Eίμαι κι εγώ ένας Θεός μες στο δικό του σύμπαν, σε τούτο
το υγρό υπόγειο, έξω βρέχει,
ένα σύμπαν ανεξιχνίαστο κι ανεξάντλητο κι απρόβλεπτο,
ένας Θεός καθόλου αθάνατος,
γι' αυτό και τρέμοντας από έρωτα για κάθε συγκλονιστική
κι ανεπανάληπτη στιγμή του.

Λειβαδίτης Tάσος, Το υπόγειο


Πέρασα μια μακρά περίοδο υπέρμετρης ενεργητικότητας εδώ και ενάμιση χρόνο, μια περίοδο που ήθελα να κάνω αν γινόταν συγχρόνως τα πάντα, προσπαθούσα να κρατώ τον εαυτό μου διαρκώς απασχολημένο -έκανα διαλέξεις, πήγα σε συνέδρια, έγραφα, έγραφα, έγραφα (από τηλεοπτικό σενάριο μέχρι επιστημονικό κείμενο, από μπουρδολογίες στη δουλειά μέχρι τα άρθρα της στήλης μου)- πέρασα πλέον σε μιά φάση καινούργια που νιώθω ότι τίποτα πια δεν με ενθουσιάζει και δεν με ενδιαφέρει να κυνηγήσω, να επιδιώξω και να προσπαθήσω. Το βράδυ, όταν ησυχάζει το σπίτι, ενώ "κανονικά" θα έγραφα ή θα διάβαζα ή θα έβλεπα κάτι ή θα κένταγα λίγο, τώρα ολοένα και συχνότερα διαπιστώνω ότι πραγματικά και ουσιαστικά ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΚΑΝΩ ΤΙΠΟΤΑ. Το γράφω έτσι με μεγάλα γράμματα γιατί αν με βλέπατε τώρα που το γράφω θα σας το έλεγα με έμφαση. 
Δεν θέλω να κάνω τίποτα. Απολύτως τίποτα. Δεν με ενδιαφέρει να στήσω, να δημιουργήσω, να οργανώσω, να διορθώσω απολύτως τίποτα. 
Τίποτα. 

Το μόνο που πραγματικά με ευχαριστεί να κάνω, το μόνο που θέλω στ'αλήθεια αυτή τη στιγμή είναι να κάθομαι δίπλα στον Π. να μετράμε τα δάκτυλά μας και να βγαίνουν πάντα πέντε, να διαβάζουμε βιβλία πηδώντας σελίδες, να τραγουδάμε βγάζοντας τα πνευμόνια μας "το καλύτερο παιδί του κόσμου ΕΙΣΑΙΑΙΑΙΑΙΑΙ ΕΣΥΥΥΥΥΥΥ", να κρατιόμαστε οι δυό μας από το χέρι και να περπατάμε προς τα εκεί που θέλει εκείνος. Να τον βοηθάω να είναι ανεξάρτητος σιγά-σιγά, να με παίρνει αγκαλιά εκεί που δεν το περιμένω, να με κοιτάει με αστραφτερά μάτια, να ζωγραφίζουμε την παλάμη του επάνω σε ένα χαρτί. Να ακούμε τραγούδια και να βλέπουμε την Πέππα το γουρουνάκι που έχει έναν αδελφό τον Τζώρτζ, τη μαμά γουρουνίτσα και τον μπαμπά γουρουνάκι. Να πηγαίνουμε στο σούπερ μάρκετ και να ρίχνει εκείνος τα ψώνια στο καρότσι, να διαλέγει μήλα και πορτοκάλια, να φωνάζει από την καρδιά του και περήφανος "γειά σας" σε όλο τον κόσμο - στον κόσμο που τον νομίζει καλό. Να πετάμε πετραδάκια με τις ώρες σε λακούβες με νερό, να μυρίζουμε τα λουλούδια, να κοιτάμε έκπληκτοι τις πεταλούδες, να παρατηρούμε τα μυρμήγκια. 
Θέλω μόνο ό,τι θέλει εκείνος.