Ο αγνός «Αετός του Σουλίου» που χαρακτηρίστηκε «Λεωνίδας της Νεότερης Ελλάδας»!
Όταν ο Λόρδος Βύρων έφτασε στο
Μεσολόγγι την 5η Ιανουαρίου 1824, μέσα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα που
του επιφύλαξε ο λαός και η πολιτική ηγεσία, εκείνος κατευθύνθηκε πρώτα
στο μνήμα του Μάρκου Μπότσαρη, όπου δακρυσμένος ορκίστηκε στη μνήμη του
άδολου πολεμιστή να δώσει ακόμα και τη ζωή του για την ελευθερία της
Ελλάδας.
Αυτός ήταν ο σουλιώτης ηγέτης Μάρκος Μπότσαρης που τόσο ενέπνευσε τις πρώτες στιγμές της εθνικής μας παλιγγενεσίας και σφράγισε με τον πρώιμο χαμό του τη μοίρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Κι αυτό γιατί τον θαύμαζαν όλοι, εντός και εκτός ελλαδικών τειχών, και όλοι ήθελαν ηρωικό χαμό σαν τον δικό του!
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, για παράδειγμα, συμπολεμιστής του Μπότσαρη σε πλειάδα μαχών, δεν έκρυβε τον σεβασμό του για τον στρατηγό των Σουλιωτών: «Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νου που δεν είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σαν του Χριστού. Εμείς όλοι ούτε στο δάχτυλό του δεν φθάνουμε». Ο Καραϊσκάκης θρήνησε αργότερα την άψυχη σορό του μεγάλου αγωνιστή στο Μοναστήρι του Προυσού με τη σπαρακτική οιμωγή του: «Ωρέ, σαν τον Μάρκο ήρωα γυιό, μάνα δεν ματαγεννάει».
Αλλά και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αγαπούσε και σεβόταν ιδιαίτερα τον νεότερό του Μπότσαρη, καθώς αυτός ήταν που εισηγήθηκε πρώτος στην Επαναστατική Κυβέρνηση να του αναθέσει τη στρατηγία των επιχειρήσεων της Δυτικής Ελλάδας. Και βέβαια όλοι ξέρουμε τι έκανε ο Μπότσαρης όταν ονομάστηκε στρατηγός του ελληνικού ξεσηκωμού: αφού ασπάστηκε το δίπλωμα της στρατηγίας, το έσκισε χίλια κομμάτια λέγοντας στους συμπολεμιστές του καπεταναίους: «Σας ορκίζομαι πως κανένα άλλο αξίωμα δεν θέλω από κείνο που είχανε οι πρόγονοί μας κι εσείς οι ίδιοι έχετε. Εμάς, αδέλφια, δεν μας απομένει τίποτα να μοιράσουμε ανάμεσά μας. Το μόνο κοινό που έχουμε είναι η τιμή και η δόξα. Να, ο εχθρός μάς περιμένει»!
Μια από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές της εθνικής μας παλιγγενεσίας, που τα έξοχα στρατιωτικά του προσόντα ξεπερνιόνταν μόνο από το ήθος και τη μεγαλοψυχία του, έμελλε να πρωταγωνιστήσει στις μάχες των πρώτων κρίσιμων ετών της Ελληνικής Επανάστασης, από το 1821-1823 κοντολογίς, αν και η κληρονομιά του θα ήταν διαχρονική.
Το είχε πει εξάλλου προφητικά λες για κείνον ο πολύπειρος στρατιωτικά Αλή Πασάς των Ιωαννίνων: «Εκειός εκεί ο σιωπηλός θα φάει πολλή Τουρκιά». Αλλά και ο κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που τόση εκτίμηση και θαυμασμό έτρεφε για τον πολεμιστή του Σουλίου, έσπευσε να αδελφοποιηθεί μαζί του, γινόμενος «μπουραζέρης» του την 28η Μαΐου 1822.
Η καθολικά αναγνωρίσιμη μορφή του μαχητή της ελευθερίας ενσάρκωσε το πρόσωπο του σουλιώτη αγωνιστή και χάρισε στον ελληνικό ξεσηκωμό την ευρωπαϊκή αναγνώριση που τόσο αποζητούσε, παραμένοντας ως το ηρωικό τέλος αμερόληπτος και άδολος…
Πρώτα χρόνια
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννιέται το 1790 στο Σούλι ως ο δευτερότοκος γιος του αγωνιστή Κίτσου Μπότσαρη, ηγετικής μορφής της γνωστής φάρας των Μποτσαραίων. Μπαρουτοκαπνισμένος από τα γεννοφάσκια του, ο αγωνιστής έζησε την αυτοκτονία του πατριάρχη της φαμίλιας Γιώργη Μπότσαρη, ο οποίος μετάνιωσε πικρά την εσφαλμένη του απόφαση να αποσύρει τους Μποτσαραίους από το Σούλι λίγα χρόνια πριν από την τελική επίθεση του Αλή Πασά στο μαρτυρικό χωριό το 1803, κάτι που προσυπέγραψε την πτώση του Σουλίου.
Η οικογένεια περιπλανιέται στην Ήπειρο και σε ηλικία 14 ετών, ο Μάρκος θα βιώσει τραυματικά τον αποδεκατισμό της ευρύτερης οικογένειας, όταν τον Απρίλιο του 1804 στο βυζαντινό μοναστήρι του Σέλτσου της Άρτας οι διωκόμενοι Μποτσαραίοι έπεσαν έπειτα από ηρωική αντίσταση 4 μηνών στις δυνάμεις των Τουρκαλβανών που τους κυνηγούσαν λυσσαλέα. Πολύ λίγοι (περίπου 60 νοματαίοι) γλίτωσαν τη σφαγή στα απροσπέλαστα φαράγγια του Αχελώου και έπειτα από πολλές περιπέτειες κατέφυγαν στην Πάργα, μεταξύ αυτών ο πατέρας Κίτσος και ο Μάρκος.
Από κει πέρασαν οι διασωθέντες Σουλιώτες στην Κέρκυρα και τους Παξούς, προσπαθώντας να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους και να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Ο Μάρκος ενηλικιώνεται το 1808 και κατατάσσεται αμέσως στα γαλλικά στρατεύματα των Ιονίων Νήσων (το λεγόμενο «Αλβανικό Σύνταγμα»), αποδεικνύοντας από την πρώτη στιγμή τόσο τα ηγετικά του χαρίσματα όσο και τον απαράμιλλο ηρωισμό του. Διακρίνεται στις μάχες κατά των Άγγλων και σε ηλικία 22 ετών θα βρεθεί στον βαθμό του ταγματάρχη (εκατόνταρχος)!
Πέρα από στρατιωτική ευφυΐα, ο Μπότσαρης διακρινόταν και από πολιτικά χαρίσματα, προβλέποντας διορατικά σε σωζόμενη χειρόγραφη προκήρυξή του ότι «Όπου κυματίζει η Αγγλική σημαία, οι λαοί είναι δούλοι»…
Μετά την ήττα του Βοναπάρτη και την αποχώρηση των Γάλλων από τα Ιόνια Νησιά (1814), ο Μπότσαρης ιδιωτεύει στην Κέρκυρα και παντρεύεται τη Χρυσούλα, θυγατέρα του πρεβεζιάνου αρματολού Χριστάκη Καλόγερου. Το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο και τρεις κόρες.
Παρά την περιορισμένη του μόρφωση (είχε μάθει γραφή και ανάγνωση στο Βουλγαρέλι της Άρτας κατά το διάστημα 1800-1803), ο Μπότσαρης έγραψε το 1809 ελληνο-αλβανικό λεξικό, προβλέποντας λες τα όσα θα ακολουθούσαν. Το «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανιτικοίς Απλής» (που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων) συνέβαλε τα μέγιστα στη γλωσσική συνεννόηση των δύο λαών, κάτι που επέτρεψε τη στρατιωτική συνεργασία Ελλήνων και Αλβανών της Ηπείρου κατά του οθωμανικού ζυγού…
Σούλι και Αλή Πασάς
Έχοντας επιστρέψει από το 1813 στην Ήπειρο, έζησε να δει τη δολοφονία του πατέρα του από τον αρματολό Γώγο Μπακόλα τον Ιανουάριο του 1814 (αργότερα αδελφώθηκε μαζί του ιπποτικά για το καλό του ένοπλου αγώνα!). Πλέον οι Μποτσαραίοι ήταν εγκατεστημένοι στον Κακόλακκο Πωγωνίου και ο Μάρκος διορίστηκε κάποια στιγμή αρχηγός της περιοχής από τον Αλή Πασά. Επόμενος σταθμός το 1818-1819, όταν ο Μάρκος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ήταν πια έτοιμος να αναλάβει δράση!
Κι έτσι τον Νοέμβριο του 1820, με τον θείο του Νότη και άλλους σουλιώτες αγωνιστές στο πλευρό του, πολέμησε στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων που πολιορκούσαν τον ανυπότακτο Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έχοντας λάβει τη διαβεβαίωση ότι μετά την πτώση του Αλή Πασά οι Σουλιώτες θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους. Οι σουλιώτες μαχητές καταφτάνουν έξω από τα πολιορκημένα Γιάννενα ως σύμμαχοι των οθωμανικών στρατευμάτων κατά του άσπονδου εχθρού τους Αλή Πασά, έχοντας αξιώσει όπως είπαμε ως αντάλλαγμα την επιστροφή τους στο Σούλι, το οποίο έλεγχαν τα στρατεύματα του επικηρυγμένοι πια Πασά των Ιωαννίνων.
Και τότε ο Μπότσαρης έκανε την κίνηση-ματ! Καθώς οι τούρκοι πασάδες κωλυσιεργούσαν στην εκπλήρωση της δέσμευσής τους, ο Μάρκος εκμεταλλευόμενος την εμφύλια διαμάχη των Οθωμανών αλλάζει στρατόπεδο! Συνεννοείται μυστικά με τον απελπισμένο και πολιορκημένο στο κάστρο των Ιωαννίνων Αλή Πασά τον Δεκέμβριο του 1820 και συντάσσεται με τις δικές του πια δυνάμεις, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα τι άλλο, την άμεση επανεγκατάσταση των Σουλιωτών στα πάτρια εδάφη. Ήταν άλλη μια απόδειξη της διπλωματικής του οξυδέρκειας!
Οι πηγές της εποχής ιστορούν μάλιστα ότι η αποχώρηση του σουλιώτικου σώματος από το στρατόπεδο του σουλτάνου δεν έγινε κρυφά αλλά «μέρα μεσημέρι», με τα λάβαρα να κυματίζουν και τον Μάρκο Μπότσαρη επικεφαλής να προκαλεί με το σπαθί στο χέρι μεγαλόφωνα και ονομαστικά σε προσωπική μονομαχία τους αρχηγούς των οθωμανικών και αλβανικών δυνάμεων, οι οποίοι παρακολουθούσαν αμήχανα. Κανείς δεν τόλμησε να τα βάλει μαζί του και κάποιος από αυτούς, εκφράζοντας τη συνολική απροθυμία για μια τέτοια φονική μονομαχία, του αντιγύρισε: «Αν είσαι εσύ τρελλός, ωρέ Μάρκο, εμείς δεν τρελλαθήκαμε ακόμη»!
Όπως παρατηρούν πολλοί ιστορικοί, μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, οι Σουλιώτες με την πράξη τους αυτή ήταν οι πρώτοι που έδωσαν ουσιαστικά το έναυσμα για τον αγώνα της εθνεγερσίας. Η επίσημη συμφωνία Μπότσαρη-Αλή Πασά υπογράφηκε στις 15 Ιανουαρίου 1821 και ο Μάρκος μέτρησε ξακουστές νίκες, όπως στους Καμψάδες και τα Πέντε Πηγάδια, και κατέλαβε πολλά φρούρια, όπως της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας.
Με την ολοκλήρωση του επαναπατρισμού των Σουλιωτών στα γνώριμα λημέρια τους, ο Μπότσαρης οργανώνει τους συμπατριώτες του για μακροχρόνιο πόλεμο, διαβλέποντας τις ανάγκες του καιρού. Πρώτη δουλειά, η σύσταση αντι-οθωμανικής συμμαχίας με επιφανείς μουσουλμάνους αλβανούς οπλαρχηγούς, παλιούς συμμάχους του Αλή Πασά. Η συμμαχία επισημοποιείται τον Σεπτέμβριο του 1821 με την προσχώρηση κορυφαίων αρτινών και ακαρνάνων οπλαρχηγών και προβλέπει τη συγκέντρωση των δυνάμεων του συνασπισμού στο Κομπότι και το Πέτα, με άμεσο στόχο την πολιορκία και κατάληψη της Άρτας. Τον Οκτώβριο του 1821 πραγματοποιείται στο κεφαλοχώρι Πέτα γενική συνέλευση οπλαρχηγών (Σουλιωτών, Αλβανών και Ελλήνων της Άρτας και της Ακαρνανίας), μεταξύ των οποίων και οι Καραϊσκάκης και Μακρυγιάννης, όπου επαναβεβαιώθηκε ο «ακατάλυτος δεσμός» τους στον κοινό αγώνα κατά του οθωμανού δυνάστη.
Η ελληνο-αλβανική συμμαχία προκαλεί ωστόσο τη δυσφορία της πολιτικής ηγεσίας του εθνικού μας ξεσηκωμού (και κυρίως του πανταχού παρόντα Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου), οι οποίοι σαμποτάρουν την ένωση και καταφέρνουν τελικά να τη διαλύσουν (με αιχμή του δόρατος τις σφαγές αλβανών αμάχων και τη σύληση των τζαμιών από κείνους τους Έλληνες που αντιτάσσονταν στην ελληνο-αλβανική σύμπραξη)…
Η Ελληνική Επανάσταση
Με το επίσημο ξέσπασμα του Αγώνα του 1821, ο Μάρκος Μπότσαρης πήρε μέρος στις νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (Ιούλιος του 1821) και στην Πλάκα (Σεπτέμβριος του 1821) εναντίον του Τοπάλ Αλή Πασά, αλλά και στα Δερβιζανά εναντίον του Τουρκομακεδόνων του Καπλάν Μπέη (Οκτώβριος του 1822).
Και βέβαια πρωτοστάτησε στην άλωση της Άρτας (Νοέμβριος του 1821) επιδεικνύοντας όλες αυτές τις αρετές που θα τον έκαναν σύμβολο του ελληνικού αγώνα. Ο Κ. Βακαλόπουλος παρατηρεί στο ιστορικό σύγγραμμά του «Ήπειρος»: «Η πολιορκία της Άρτας ξεκίνησε στα μέσα Νοεμβρίου 1821. Υπήρξε ένας ανελέητος και φονικός αγώνας, μια τρομερή αντιπαράθεση μεταξύ 4.000 επιτιθεμένων Ελλήνων και Αλβανών απέναντι σε 12.000 αμυνόμενους Τούρκους, κατά την οποία οι Σουλιώτες έδειξαν για μια ακόμη φορά την απαράμιλλη αυτοθυσία τους και, αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση των Τούρκων, τους υποχρέωσαν να περιοριστούν στο κάστρο της Άρτας».
Όλες οι ιστορικές πηγές συμφωνούν ότι η στρατηγική δεινότητα και η αεικίνητη δράση του Μάρκου Μπότσαρη στον πολύμηνο αυτό πόλεμο (Δεκέμβριος 1820-Σεπτέμβριος 1822), ο αποκαλούμενος «τρελός ηρωισμός» του, η άφταστη πολεμική τακτική του, τα ιδιοφυή στρατιωτικά τεχνάσματα και οι τεράστιες απώλειες πού προκάλεσε στον εχθρό ήταν που εκτόξευσαν τη φήμη του ως στρατιωτικού ηγέτη. Η επαναστατημένη Ελλάδα είχε πια τον στρατιωτικό της ηγέτη! Παρά τις φρικαλεότητες κατά του μουσουλμανικού αλβανικού στοιχείου, οι αλβανοί σύμμαχοι του Μπότσαρη δεν σταμάτησαν να τον σέβονται και να τον εκτιμούν, μην αμφισβητώντας ποτέ την πρωτοκαθεδρία του στις κοινές πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Οθωμανών. Όταν μάλιστα διαλύθηκε η ελληνο-αλβανική συμμαχία, οι Αλβανοί τήρησαν την μπέσα που είχαν δώσει και ενημέρωσαν ιπποτικά τον Μάρκο Μπότσαρη ότι από κείνη τη στιγμή θα λογίζονταν αντίπαλοι.
Οι ηρωικοί Σουλιώτες, παρά την απρόοπτη και δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, δεν δίστασαν να συνεχίσουν σχεδόν μόνοι τους το βαρύ επαναστατικό έργο που είχαν αναλάβει και οι μάχες εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων αλλά και των πρώην συμμάχων τους, των μουσουλμάνων αλβανών μισθοφόρων, συνεχίστηκαν ακατάπαυστες. Οι Οθωμανοί είχαν εντωμεταξύ αιχμαλωτίσει την οικογένειά του, που παρέμενε στον Κακκόλακο. Κι έτσι τον Μάρτιο του 1822 ο Μπότσαρης πήγε μαζί με άλλους σουλιώτες οπλαρχηγούς στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση, καταφέρνοντας να απελευθερώσει τελικά την οικογένειά του (την αντάλλαξε με τα χαρέμια που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821). Αφού φυγάδευσε τη φαμίλια του στην Ανκόνα της Ιταλίας, ο Μάρκος παρέμεινε στην Πελοπόννησο και ακολούθησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην εκστρατεία του στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Ο Μάρκος, ως μπροστάρης των Σουλιωτών, ήταν πια πολυπαινεμένος στις τέσσερις γωνιές της χώρας και οι ηχηρότατες νίκες του κατά των Οθωμανών έκαναν τον γύρο της επαναστατημένης Ελλάδας. Αναφέρουμε ενδεικτικά: στους Κουμτζιάδες αιφνιδίασε και διέλυσε μεγάλη τουρκική εφοδιοπομπή, στα Πέντε Πηγάδια με τετρακόσιους Σουλιώτες παρέσυρε σε ενέδρα και συνέτριψε δύναμη χιλιάδων Τούρκων, στη Ρηνιάσα κατέλαβε με αιφνιδιασμό και χωρίς απώλειες το ομώνυμο φρούριο, στο χωριό Βαργιάδες εκδίωξε τους Οθωμανούς που το είχαν μόλις καταλάβει, στους Δραμεσούς αντιμετώπισε 2.000 Γενίτσαρους και τους διέλυσε, στην Πλάκα έτρεψε σε φυγή μεγάλο τουρκικό στρατιωτικό σώμα και τα πολεμικά ανδραγαθήματά του δεν έχουν κυριολεκτικά τέλος! Για τη μάχη στο Κομπότι εναντίον ισχυρού τουρκικού σώματος ιππικού, ο Φ. Πουκεβίλ διηγείται στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»: «Ο Μάρκος Μπότσαρης εις την μάχην αυτήν ηνδραγάθησε τόσον, ώστε, όταν ηθέλησε μετά την μάχην να αποθέση την αιμοσταγή σπάθην του, παρετήρησαν ότι η παλάμη του είχε κολλήσει από το αίμα εις την λαβήν της»!
Επόμενος σταθμός ο Ιούνιος του 1822, όταν ο Μπότσαρης κατευθύνεται με 1.200 αγωνιστές από το Κομπότι στο Σούλι, αν και στη μάχη της Πλάκας στα τέλη του μήνα οι υπέρτερες δυνάμεις του Κιουταχή τους τρέπουν σε φυγή. Κι έτσι στις 4 Ιουλίου, ο Μπότσαρης με τα 32 παλικάρια του παίρνει μέρος στην τελική -και καταστροφική- Μάχη του Πέτα, που θα σημάνει την οριστική παράδοση του Σουλίου στους Οθωμανούς.
Παρά την ήττα, το όνομά του ήταν πια φόβητρο για τους Οθωμανούς, γι’ αυτό και στις 12 Οκτωβρίου 1822 η Επαναστατική Κυβέρνηση τον προήγαγε στη θέση του στρατηγού της Στερεάς, μια απόφαση που δεν ήρθε ωστόσο χωρίς αντιδράσεις. Τότε ήταν που έσκισε όπως είπαμε το χαρτί του διορισμού του, λέγοντας περίφημα: «Όποιος είναι άξιος, παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό».
Η ανιδιοτέλεια και η προσήλωσή του στην ελευθερία της πατρίδας δεν είχαν ενδεχομένως όμοιό τους. Άλλη μια ξακουστή επίδειξη της ανδρείας του ήταν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822), όταν με το στρατιωτικό του δαιμόνιο παρέσυρε τον κατακτητή σε ψεύτικες συνομιλίες δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους! Το δημοτικό μας τραγούδι διέσωσε τα γεγονότα με πιστότητα: «Ο Bάλτος επροσκύνησε και όλο το Ξηρομέρος / το Μεσολόγγι το μικρό, αυτό δεν προσκυνάει / γιατί ’ναι ο Μάρκο Μπότσαρης, με τα Σουλιωτοπαίδια». Πολύ αργότερα πληροφορήθηκαν οι διασωθέντες Τουρκαλβανοί ότι εκείνα τα τρομερά Σουλιωτοπαίδια που είχε υπό τις διαταγές του ο δαιμόνιος Μάρκος και σκιάχτηκαν να τους επιτεθούν ήταν όλα κι όλα 35 παλικάρια! Έκτοτε η μορφή τού Μάρκου Μπότσαρη κυριαρχεί στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων και η φήμη του ως ηγέτη αποκτά ευρωπαϊκές διαστάσεις…
Ένδοξος θάνατος
Παροιμιωδώς ολιγόλογος και σεμνός άντρας, λιτός στην εμφάνιση και ελάχιστα κοινωνικός, ο Μπότσαρης λατρεύονταν τόσο από τούς συμπολεμιστές του όσο και από τον απλό λαό, καθώς ενσάρκωνε όλες τις αρετές του αγνού πολεμιστή της ελευθερίας.
Η μεγαλοσύνη του Μπότσαρη ως στρατιωτικού ηγέτη επικυρώθηκε τις παραμονές του θανάτου του, ενόψει της επελαύνουσας προς το Καρπενήσι μεγάλης τουρκαλβανικής στρατιάς των 4.000 αντρών του Μουσταή Πασά της Σκόδρας, όταν συνέλαβε τη μεγαλοφυή στρατηγική έμπνευση να την προσβάλλει με νυχτερινό αιφνιδιασμό καθ’ οδόν για το Καρπενήσι. Καλοκαίρι του 1823, νύχτα 8ης προς 9η Αυγούστου, ο Μπότσαρης επιτέθηκε με τους 350 Σουλιώτες του κατά των αντρών του Μουσταή Πασά στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, πετυχαίνοντας τον στρατηγικό αιφνιδιασμό του.
Ο Μάρκος λαβώθηκε στην κοιλιά, αν και το τραύμα δεν τον σταμάτησε από το να κατευθυνθεί στη σκηνή του πασά για να τον αιχμαλωτίσει! Το βόλι όμως από τον αφρικανό υποτακτικό του Μουσταή τον βρήκε στο μάτι και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Ο μεγάλος μας αγωνιστής άφησε την τελευταία του πνοή λίγο αργότερα. Η είδηση του χαμού του ήταν τέτοια που οι αγωνιστές του, αν και νικούσαν, διέκοψαν τη μάχη για να παραλάβουν τη σορό του.
Μεταφέροντας τον νεκρό Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι, η πομπή σταμάτησε στη Μονή Προυσού, όπου βρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος, χτυπημένος από φυματίωση. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας: «Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω». Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου 1823 με πάσα επισημότητα, καλυμμένος με κυανή χλαμύδα, και η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου.
Τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ύμνησε η λαϊκή και η έντεχνη μούσα, τόσο εντός Ελλάδας όσο και στο εξωτερικό. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός τον έκλαψε στο ποίημα «Εις Μάρκο Μπότσαρη», όπως έκανε και ο Βίκτορ Ουγκό στα «Ανατολίτικά» του.
Ο επίλογος του χαμού του Μάρκου Μπότσαρη ήρθε την επομένη της άλωσης του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του 1826. Την ώρα που οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ και οι Τουρκαλβανοί του Κιουταχή διαγωνίζονταν άγρια για την λαφυραγωγία του Μεσολογγίου, οι αιγύπτιοι στρατιώτες εντόπισαν το μνήμα του Μάρκου και αποπειράθηκαν να το συλήσουν. Και τότε οι αλβανοί μαχητές προτείνοντας τα καρυοφύλλια και τα γιαταγάνια τους προστάτευσαν τον τάφο του αγωνιστή από τη βεβήλωση, δηλώνοντας ότι δεν θα επέτρεπαν τη μετά θάνατον προσβολή της μνήμης ενός τέτοιου άντρα-πολεμιστή! Θρυλείται ότι ο ακόμα και ο Μουσταής Πασάς αναφώνησε πως «Θα ήθελα να έχω την παλληκαριά του»…
Αυτός ήταν ο σουλιώτης ηγέτης Μάρκος Μπότσαρης που τόσο ενέπνευσε τις πρώτες στιγμές της εθνικής μας παλιγγενεσίας και σφράγισε με τον πρώιμο χαμό του τη μοίρα του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων. Κι αυτό γιατί τον θαύμαζαν όλοι, εντός και εκτός ελλαδικών τειχών, και όλοι ήθελαν ηρωικό χαμό σαν τον δικό του!
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, για παράδειγμα, συμπολεμιστής του Μπότσαρη σε πλειάδα μαχών, δεν έκρυβε τον σεβασμό του για τον στρατηγό των Σουλιωτών: «Ο Μάρκος ήταν τρανός. Είχε νου που δεν είχε άλλος. Είχε καρδιά λιονταριού και γνώμη δίκαιη σαν του Χριστού. Εμείς όλοι ούτε στο δάχτυλό του δεν φθάνουμε». Ο Καραϊσκάκης θρήνησε αργότερα την άψυχη σορό του μεγάλου αγωνιστή στο Μοναστήρι του Προυσού με τη σπαρακτική οιμωγή του: «Ωρέ, σαν τον Μάρκο ήρωα γυιό, μάνα δεν ματαγεννάει».
Αλλά και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος αγαπούσε και σεβόταν ιδιαίτερα τον νεότερό του Μπότσαρη, καθώς αυτός ήταν που εισηγήθηκε πρώτος στην Επαναστατική Κυβέρνηση να του αναθέσει τη στρατηγία των επιχειρήσεων της Δυτικής Ελλάδας. Και βέβαια όλοι ξέρουμε τι έκανε ο Μπότσαρης όταν ονομάστηκε στρατηγός του ελληνικού ξεσηκωμού: αφού ασπάστηκε το δίπλωμα της στρατηγίας, το έσκισε χίλια κομμάτια λέγοντας στους συμπολεμιστές του καπεταναίους: «Σας ορκίζομαι πως κανένα άλλο αξίωμα δεν θέλω από κείνο που είχανε οι πρόγονοί μας κι εσείς οι ίδιοι έχετε. Εμάς, αδέλφια, δεν μας απομένει τίποτα να μοιράσουμε ανάμεσά μας. Το μόνο κοινό που έχουμε είναι η τιμή και η δόξα. Να, ο εχθρός μάς περιμένει»!
Μια από τις αγνότερες και ηρωικότερες μορφές της εθνικής μας παλιγγενεσίας, που τα έξοχα στρατιωτικά του προσόντα ξεπερνιόνταν μόνο από το ήθος και τη μεγαλοψυχία του, έμελλε να πρωταγωνιστήσει στις μάχες των πρώτων κρίσιμων ετών της Ελληνικής Επανάστασης, από το 1821-1823 κοντολογίς, αν και η κληρονομιά του θα ήταν διαχρονική.
Το είχε πει εξάλλου προφητικά λες για κείνον ο πολύπειρος στρατιωτικά Αλή Πασάς των Ιωαννίνων: «Εκειός εκεί ο σιωπηλός θα φάει πολλή Τουρκιά». Αλλά και ο κατά είκοσι χρόνια μεγαλύτερός του Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, που τόση εκτίμηση και θαυμασμό έτρεφε για τον πολεμιστή του Σουλίου, έσπευσε να αδελφοποιηθεί μαζί του, γινόμενος «μπουραζέρης» του την 28η Μαΐου 1822.
Η καθολικά αναγνωρίσιμη μορφή του μαχητή της ελευθερίας ενσάρκωσε το πρόσωπο του σουλιώτη αγωνιστή και χάρισε στον ελληνικό ξεσηκωμό την ευρωπαϊκή αναγνώριση που τόσο αποζητούσε, παραμένοντας ως το ηρωικό τέλος αμερόληπτος και άδολος…
Πρώτα χρόνια
Ο Μάρκος Μπότσαρης γεννιέται το 1790 στο Σούλι ως ο δευτερότοκος γιος του αγωνιστή Κίτσου Μπότσαρη, ηγετικής μορφής της γνωστής φάρας των Μποτσαραίων. Μπαρουτοκαπνισμένος από τα γεννοφάσκια του, ο αγωνιστής έζησε την αυτοκτονία του πατριάρχη της φαμίλιας Γιώργη Μπότσαρη, ο οποίος μετάνιωσε πικρά την εσφαλμένη του απόφαση να αποσύρει τους Μποτσαραίους από το Σούλι λίγα χρόνια πριν από την τελική επίθεση του Αλή Πασά στο μαρτυρικό χωριό το 1803, κάτι που προσυπέγραψε την πτώση του Σουλίου.
Η οικογένεια περιπλανιέται στην Ήπειρο και σε ηλικία 14 ετών, ο Μάρκος θα βιώσει τραυματικά τον αποδεκατισμό της ευρύτερης οικογένειας, όταν τον Απρίλιο του 1804 στο βυζαντινό μοναστήρι του Σέλτσου της Άρτας οι διωκόμενοι Μποτσαραίοι έπεσαν έπειτα από ηρωική αντίσταση 4 μηνών στις δυνάμεις των Τουρκαλβανών που τους κυνηγούσαν λυσσαλέα. Πολύ λίγοι (περίπου 60 νοματαίοι) γλίτωσαν τη σφαγή στα απροσπέλαστα φαράγγια του Αχελώου και έπειτα από πολλές περιπέτειες κατέφυγαν στην Πάργα, μεταξύ αυτών ο πατέρας Κίτσος και ο Μάρκος.
Από κει πέρασαν οι διασωθέντες Σουλιώτες στην Κέρκυρα και τους Παξούς, προσπαθώντας να ξαναφτιάξουν τις ζωές τους και να ανασυντάξουν τις δυνάμεις τους. Ο Μάρκος ενηλικιώνεται το 1808 και κατατάσσεται αμέσως στα γαλλικά στρατεύματα των Ιονίων Νήσων (το λεγόμενο «Αλβανικό Σύνταγμα»), αποδεικνύοντας από την πρώτη στιγμή τόσο τα ηγετικά του χαρίσματα όσο και τον απαράμιλλο ηρωισμό του. Διακρίνεται στις μάχες κατά των Άγγλων και σε ηλικία 22 ετών θα βρεθεί στον βαθμό του ταγματάρχη (εκατόνταρχος)!
Πέρα από στρατιωτική ευφυΐα, ο Μπότσαρης διακρινόταν και από πολιτικά χαρίσματα, προβλέποντας διορατικά σε σωζόμενη χειρόγραφη προκήρυξή του ότι «Όπου κυματίζει η Αγγλική σημαία, οι λαοί είναι δούλοι»…
Μετά την ήττα του Βοναπάρτη και την αποχώρηση των Γάλλων από τα Ιόνια Νησιά (1814), ο Μπότσαρης ιδιωτεύει στην Κέρκυρα και παντρεύεται τη Χρυσούλα, θυγατέρα του πρεβεζιάνου αρματολού Χριστάκη Καλόγερου. Το ζευγάρι απέκτησε έναν γιο και τρεις κόρες.
Παρά την περιορισμένη του μόρφωση (είχε μάθει γραφή και ανάγνωση στο Βουλγαρέλι της Άρτας κατά το διάστημα 1800-1803), ο Μπότσαρης έγραψε το 1809 ελληνο-αλβανικό λεξικό, προβλέποντας λες τα όσα θα ακολουθούσαν. Το «Λεξικό της Ρομαϊκοίς και Αρβανιτικοίς Απλής» (που σώζεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη των Παρισίων) συνέβαλε τα μέγιστα στη γλωσσική συνεννόηση των δύο λαών, κάτι που επέτρεψε τη στρατιωτική συνεργασία Ελλήνων και Αλβανών της Ηπείρου κατά του οθωμανικού ζυγού…
Σούλι και Αλή Πασάς
Έχοντας επιστρέψει από το 1813 στην Ήπειρο, έζησε να δει τη δολοφονία του πατέρα του από τον αρματολό Γώγο Μπακόλα τον Ιανουάριο του 1814 (αργότερα αδελφώθηκε μαζί του ιπποτικά για το καλό του ένοπλου αγώνα!). Πλέον οι Μποτσαραίοι ήταν εγκατεστημένοι στον Κακόλακκο Πωγωνίου και ο Μάρκος διορίστηκε κάποια στιγμή αρχηγός της περιοχής από τον Αλή Πασά. Επόμενος σταθμός το 1818-1819, όταν ο Μάρκος μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και ήταν πια έτοιμος να αναλάβει δράση!
Κι έτσι τον Νοέμβριο του 1820, με τον θείο του Νότη και άλλους σουλιώτες αγωνιστές στο πλευρό του, πολέμησε στο πλευρό των σουλτανικών δυνάμεων που πολιορκούσαν τον ανυπότακτο Αλή Πασά στα Ιωάννινα, έχοντας λάβει τη διαβεβαίωση ότι μετά την πτώση του Αλή Πασά οι Σουλιώτες θα ξαναγυρνούσαν στην πατρίδα τους. Οι σουλιώτες μαχητές καταφτάνουν έξω από τα πολιορκημένα Γιάννενα ως σύμμαχοι των οθωμανικών στρατευμάτων κατά του άσπονδου εχθρού τους Αλή Πασά, έχοντας αξιώσει όπως είπαμε ως αντάλλαγμα την επιστροφή τους στο Σούλι, το οποίο έλεγχαν τα στρατεύματα του επικηρυγμένοι πια Πασά των Ιωαννίνων.
Και τότε ο Μπότσαρης έκανε την κίνηση-ματ! Καθώς οι τούρκοι πασάδες κωλυσιεργούσαν στην εκπλήρωση της δέσμευσής τους, ο Μάρκος εκμεταλλευόμενος την εμφύλια διαμάχη των Οθωμανών αλλάζει στρατόπεδο! Συνεννοείται μυστικά με τον απελπισμένο και πολιορκημένο στο κάστρο των Ιωαννίνων Αλή Πασά τον Δεκέμβριο του 1820 και συντάσσεται με τις δικές του πια δυνάμεις, λαμβάνοντας ως αντάλλαγμα τι άλλο, την άμεση επανεγκατάσταση των Σουλιωτών στα πάτρια εδάφη. Ήταν άλλη μια απόδειξη της διπλωματικής του οξυδέρκειας!
Οι πηγές της εποχής ιστορούν μάλιστα ότι η αποχώρηση του σουλιώτικου σώματος από το στρατόπεδο του σουλτάνου δεν έγινε κρυφά αλλά «μέρα μεσημέρι», με τα λάβαρα να κυματίζουν και τον Μάρκο Μπότσαρη επικεφαλής να προκαλεί με το σπαθί στο χέρι μεγαλόφωνα και ονομαστικά σε προσωπική μονομαχία τους αρχηγούς των οθωμανικών και αλβανικών δυνάμεων, οι οποίοι παρακολουθούσαν αμήχανα. Κανείς δεν τόλμησε να τα βάλει μαζί του και κάποιος από αυτούς, εκφράζοντας τη συνολική απροθυμία για μια τέτοια φονική μονομαχία, του αντιγύρισε: «Αν είσαι εσύ τρελλός, ωρέ Μάρκο, εμείς δεν τρελλαθήκαμε ακόμη»!
Όπως παρατηρούν πολλοί ιστορικοί, μεταξύ αυτών και ο Κωνσταντίνος Βακαλόπουλος, οι Σουλιώτες με την πράξη τους αυτή ήταν οι πρώτοι που έδωσαν ουσιαστικά το έναυσμα για τον αγώνα της εθνεγερσίας. Η επίσημη συμφωνία Μπότσαρη-Αλή Πασά υπογράφηκε στις 15 Ιανουαρίου 1821 και ο Μάρκος μέτρησε ξακουστές νίκες, όπως στους Καμψάδες και τα Πέντε Πηγάδια, και κατέλαβε πολλά φρούρια, όπως της Ρηγιάσας και της Ρινιάσσας.
Με την ολοκλήρωση του επαναπατρισμού των Σουλιωτών στα γνώριμα λημέρια τους, ο Μπότσαρης οργανώνει τους συμπατριώτες του για μακροχρόνιο πόλεμο, διαβλέποντας τις ανάγκες του καιρού. Πρώτη δουλειά, η σύσταση αντι-οθωμανικής συμμαχίας με επιφανείς μουσουλμάνους αλβανούς οπλαρχηγούς, παλιούς συμμάχους του Αλή Πασά. Η συμμαχία επισημοποιείται τον Σεπτέμβριο του 1821 με την προσχώρηση κορυφαίων αρτινών και ακαρνάνων οπλαρχηγών και προβλέπει τη συγκέντρωση των δυνάμεων του συνασπισμού στο Κομπότι και το Πέτα, με άμεσο στόχο την πολιορκία και κατάληψη της Άρτας. Τον Οκτώβριο του 1821 πραγματοποιείται στο κεφαλοχώρι Πέτα γενική συνέλευση οπλαρχηγών (Σουλιωτών, Αλβανών και Ελλήνων της Άρτας και της Ακαρνανίας), μεταξύ των οποίων και οι Καραϊσκάκης και Μακρυγιάννης, όπου επαναβεβαιώθηκε ο «ακατάλυτος δεσμός» τους στον κοινό αγώνα κατά του οθωμανού δυνάστη.
Η ελληνο-αλβανική συμμαχία προκαλεί ωστόσο τη δυσφορία της πολιτικής ηγεσίας του εθνικού μας ξεσηκωμού (και κυρίως του πανταχού παρόντα Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου), οι οποίοι σαμποτάρουν την ένωση και καταφέρνουν τελικά να τη διαλύσουν (με αιχμή του δόρατος τις σφαγές αλβανών αμάχων και τη σύληση των τζαμιών από κείνους τους Έλληνες που αντιτάσσονταν στην ελληνο-αλβανική σύμπραξη)…
Η Ελληνική Επανάσταση
Με το επίσημο ξέσπασμα του Αγώνα του 1821, ο Μάρκος Μπότσαρης πήρε μέρος στις νικηφόρες μάχες στο Κομπότι της Άρτας (Ιούλιος του 1821) και στην Πλάκα (Σεπτέμβριος του 1821) εναντίον του Τοπάλ Αλή Πασά, αλλά και στα Δερβιζανά εναντίον του Τουρκομακεδόνων του Καπλάν Μπέη (Οκτώβριος του 1822).
Και βέβαια πρωτοστάτησε στην άλωση της Άρτας (Νοέμβριος του 1821) επιδεικνύοντας όλες αυτές τις αρετές που θα τον έκαναν σύμβολο του ελληνικού αγώνα. Ο Κ. Βακαλόπουλος παρατηρεί στο ιστορικό σύγγραμμά του «Ήπειρος»: «Η πολιορκία της Άρτας ξεκίνησε στα μέσα Νοεμβρίου 1821. Υπήρξε ένας ανελέητος και φονικός αγώνας, μια τρομερή αντιπαράθεση μεταξύ 4.000 επιτιθεμένων Ελλήνων και Αλβανών απέναντι σε 12.000 αμυνόμενους Τούρκους, κατά την οποία οι Σουλιώτες έδειξαν για μια ακόμη φορά την απαράμιλλη αυτοθυσία τους και, αφού εξουδετέρωσαν την αντίσταση των Τούρκων, τους υποχρέωσαν να περιοριστούν στο κάστρο της Άρτας».
Όλες οι ιστορικές πηγές συμφωνούν ότι η στρατηγική δεινότητα και η αεικίνητη δράση του Μάρκου Μπότσαρη στον πολύμηνο αυτό πόλεμο (Δεκέμβριος 1820-Σεπτέμβριος 1822), ο αποκαλούμενος «τρελός ηρωισμός» του, η άφταστη πολεμική τακτική του, τα ιδιοφυή στρατιωτικά τεχνάσματα και οι τεράστιες απώλειες πού προκάλεσε στον εχθρό ήταν που εκτόξευσαν τη φήμη του ως στρατιωτικού ηγέτη. Η επαναστατημένη Ελλάδα είχε πια τον στρατιωτικό της ηγέτη! Παρά τις φρικαλεότητες κατά του μουσουλμανικού αλβανικού στοιχείου, οι αλβανοί σύμμαχοι του Μπότσαρη δεν σταμάτησαν να τον σέβονται και να τον εκτιμούν, μην αμφισβητώντας ποτέ την πρωτοκαθεδρία του στις κοινές πολεμικές επιχειρήσεις κατά των Οθωμανών. Όταν μάλιστα διαλύθηκε η ελληνο-αλβανική συμμαχία, οι Αλβανοί τήρησαν την μπέσα που είχαν δώσει και ενημέρωσαν ιπποτικά τον Μάρκο Μπότσαρη ότι από κείνη τη στιγμή θα λογίζονταν αντίπαλοι.
Οι ηρωικοί Σουλιώτες, παρά την απρόοπτη και δυσάρεστη αυτή εξέλιξη, δεν δίστασαν να συνεχίσουν σχεδόν μόνοι τους το βαρύ επαναστατικό έργο που είχαν αναλάβει και οι μάχες εναντίον των σουλτανικών στρατευμάτων αλλά και των πρώην συμμάχων τους, των μουσουλμάνων αλβανών μισθοφόρων, συνεχίστηκαν ακατάπαυστες. Οι Οθωμανοί είχαν εντωμεταξύ αιχμαλωτίσει την οικογένειά του, που παρέμενε στον Κακκόλακο. Κι έτσι τον Μάρτιο του 1822 ο Μπότσαρης πήγε μαζί με άλλους σουλιώτες οπλαρχηγούς στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια από την προσωρινή κυβέρνηση, καταφέρνοντας να απελευθερώσει τελικά την οικογένειά του (την αντάλλαξε με τα χαρέμια που είχαν αιχμαλωτιστεί κατά την άλωση της Τριπολιτσάς στις 23 Σεπτεμβρίου 1821). Αφού φυγάδευσε τη φαμίλια του στην Ανκόνα της Ιταλίας, ο Μάρκος παρέμεινε στην Πελοπόννησο και ακολούθησε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο στην εκστρατεία του στη Δυτική Στερεά Ελλάδα.
Ο Μάρκος, ως μπροστάρης των Σουλιωτών, ήταν πια πολυπαινεμένος στις τέσσερις γωνιές της χώρας και οι ηχηρότατες νίκες του κατά των Οθωμανών έκαναν τον γύρο της επαναστατημένης Ελλάδας. Αναφέρουμε ενδεικτικά: στους Κουμτζιάδες αιφνιδίασε και διέλυσε μεγάλη τουρκική εφοδιοπομπή, στα Πέντε Πηγάδια με τετρακόσιους Σουλιώτες παρέσυρε σε ενέδρα και συνέτριψε δύναμη χιλιάδων Τούρκων, στη Ρηνιάσα κατέλαβε με αιφνιδιασμό και χωρίς απώλειες το ομώνυμο φρούριο, στο χωριό Βαργιάδες εκδίωξε τους Οθωμανούς που το είχαν μόλις καταλάβει, στους Δραμεσούς αντιμετώπισε 2.000 Γενίτσαρους και τους διέλυσε, στην Πλάκα έτρεψε σε φυγή μεγάλο τουρκικό στρατιωτικό σώμα και τα πολεμικά ανδραγαθήματά του δεν έχουν κυριολεκτικά τέλος! Για τη μάχη στο Κομπότι εναντίον ισχυρού τουρκικού σώματος ιππικού, ο Φ. Πουκεβίλ διηγείται στην «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως»: «Ο Μάρκος Μπότσαρης εις την μάχην αυτήν ηνδραγάθησε τόσον, ώστε, όταν ηθέλησε μετά την μάχην να αποθέση την αιμοσταγή σπάθην του, παρετήρησαν ότι η παλάμη του είχε κολλήσει από το αίμα εις την λαβήν της»!
Επόμενος σταθμός ο Ιούνιος του 1822, όταν ο Μπότσαρης κατευθύνεται με 1.200 αγωνιστές από το Κομπότι στο Σούλι, αν και στη μάχη της Πλάκας στα τέλη του μήνα οι υπέρτερες δυνάμεις του Κιουταχή τους τρέπουν σε φυγή. Κι έτσι στις 4 Ιουλίου, ο Μπότσαρης με τα 32 παλικάρια του παίρνει μέρος στην τελική -και καταστροφική- Μάχη του Πέτα, που θα σημάνει την οριστική παράδοση του Σουλίου στους Οθωμανούς.
Παρά την ήττα, το όνομά του ήταν πια φόβητρο για τους Οθωμανούς, γι’ αυτό και στις 12 Οκτωβρίου 1822 η Επαναστατική Κυβέρνηση τον προήγαγε στη θέση του στρατηγού της Στερεάς, μια απόφαση που δεν ήρθε ωστόσο χωρίς αντιδράσεις. Τότε ήταν που έσκισε όπως είπαμε το χαρτί του διορισμού του, λέγοντας περίφημα: «Όποιος είναι άξιος, παίρνει το δίπλωμα μεθαύριο μπροστά στον εχθρό».
Η ανιδιοτέλεια και η προσήλωσή του στην ελευθερία της πατρίδας δεν είχαν ενδεχομένως όμοιό τους. Άλλη μια ξακουστή επίδειξη της ανδρείας του ήταν στην πρώτη πολιορκία του Μεσολογγίου (Οκτώβριος-Δεκέμβριος 1822), όταν με το στρατιωτικό του δαιμόνιο παρέσυρε τον κατακτητή σε ψεύτικες συνομιλίες δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο στους πολιορκημένους να ενισχύσουν τις οχυρώσεις τους! Το δημοτικό μας τραγούδι διέσωσε τα γεγονότα με πιστότητα: «Ο Bάλτος επροσκύνησε και όλο το Ξηρομέρος / το Μεσολόγγι το μικρό, αυτό δεν προσκυνάει / γιατί ’ναι ο Μάρκο Μπότσαρης, με τα Σουλιωτοπαίδια». Πολύ αργότερα πληροφορήθηκαν οι διασωθέντες Τουρκαλβανοί ότι εκείνα τα τρομερά Σουλιωτοπαίδια που είχε υπό τις διαταγές του ο δαιμόνιος Μάρκος και σκιάχτηκαν να τους επιτεθούν ήταν όλα κι όλα 35 παλικάρια! Έκτοτε η μορφή τού Μάρκου Μπότσαρη κυριαρχεί στις στρατιωτικές επιχειρήσεις των επαναστατημένων Ελλήνων και η φήμη του ως ηγέτη αποκτά ευρωπαϊκές διαστάσεις…
Ένδοξος θάνατος
Παροιμιωδώς ολιγόλογος και σεμνός άντρας, λιτός στην εμφάνιση και ελάχιστα κοινωνικός, ο Μπότσαρης λατρεύονταν τόσο από τούς συμπολεμιστές του όσο και από τον απλό λαό, καθώς ενσάρκωνε όλες τις αρετές του αγνού πολεμιστή της ελευθερίας.
Η μεγαλοσύνη του Μπότσαρη ως στρατιωτικού ηγέτη επικυρώθηκε τις παραμονές του θανάτου του, ενόψει της επελαύνουσας προς το Καρπενήσι μεγάλης τουρκαλβανικής στρατιάς των 4.000 αντρών του Μουσταή Πασά της Σκόδρας, όταν συνέλαβε τη μεγαλοφυή στρατηγική έμπνευση να την προσβάλλει με νυχτερινό αιφνιδιασμό καθ’ οδόν για το Καρπενήσι. Καλοκαίρι του 1823, νύχτα 8ης προς 9η Αυγούστου, ο Μπότσαρης επιτέθηκε με τους 350 Σουλιώτες του κατά των αντρών του Μουσταή Πασά στο Κεφαλόβρυσο του Καρπενησίου, πετυχαίνοντας τον στρατηγικό αιφνιδιασμό του.
Ο Μάρκος λαβώθηκε στην κοιλιά, αν και το τραύμα δεν τον σταμάτησε από το να κατευθυνθεί στη σκηνή του πασά για να τον αιχμαλωτίσει! Το βόλι όμως από τον αφρικανό υποτακτικό του Μουσταή τον βρήκε στο μάτι και τον τραυμάτισε θανάσιμα. Ο μεγάλος μας αγωνιστής άφησε την τελευταία του πνοή λίγο αργότερα. Η είδηση του χαμού του ήταν τέτοια που οι αγωνιστές του, αν και νικούσαν, διέκοψαν τη μάχη για να παραλάβουν τη σορό του.
Μεταφέροντας τον νεκρό Μπότσαρη προς το Μεσολόγγι, η πομπή σταμάτησε στη Μονή Προυσού, όπου βρισκόταν ο Καραϊσκάκης κατάκοιτος, χτυπημένος από φυματίωση. Αυτός τον ασπάστηκε λέγοντας: «Άμποτε ήρωα Μάρκο, κι εγώ από τέτοιο θάνατο να πάω». Ο νεκρός μεταφέρθηκε στο Μεσολόγγι στις 10 Αυγούστου 1823 με πάσα επισημότητα, καλυμμένος με κυανή χλαμύδα, και η νεκρώσιμη ακολουθία τελέστηκε στον ιερό ναό Αγίου Νικολάου.
Τον θάνατο του Μάρκου Μπότσαρη ύμνησε η λαϊκή και η έντεχνη μούσα, τόσο εντός Ελλάδας όσο και στο εξωτερικό. Ο εθνικός μας ποιητής Διονύσιος Σολωμός τον έκλαψε στο ποίημα «Εις Μάρκο Μπότσαρη», όπως έκανε και ο Βίκτορ Ουγκό στα «Ανατολίτικά» του.
Ο επίλογος του χαμού του Μάρκου Μπότσαρη ήρθε την επομένη της άλωσης του Μεσολογγίου, τον Απρίλιο του 1826. Την ώρα που οι Αιγύπτιοι του Ιμπραήμ και οι Τουρκαλβανοί του Κιουταχή διαγωνίζονταν άγρια για την λαφυραγωγία του Μεσολογγίου, οι αιγύπτιοι στρατιώτες εντόπισαν το μνήμα του Μάρκου και αποπειράθηκαν να το συλήσουν. Και τότε οι αλβανοί μαχητές προτείνοντας τα καρυοφύλλια και τα γιαταγάνια τους προστάτευσαν τον τάφο του αγωνιστή από τη βεβήλωση, δηλώνοντας ότι δεν θα επέτρεπαν τη μετά θάνατον προσβολή της μνήμης ενός τέτοιου άντρα-πολεμιστή! Θρυλείται ότι ο ακόμα και ο Μουσταής Πασάς αναφώνησε πως «Θα ήθελα να έχω την παλληκαριά του»…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου