The March to the Far Right /της Κάθριν Μάγερ *
©
Time10/09/2009
Το ωραίο με τους ιδεολόγους είναι πως καταφέρνουν να παρωδούν τον εαυτό τους καλύτερα από κάθε κωμικό. Ο Νικ Γκρίφιν (Nick Griffin), ηγέτης του «βρετανικού εθνικού κόμματος» (ΒΝΡ) κάθεται τώρα εμπρός στο μεταλλικό νερό του, σε ένα λόμπι ξενοδοχείου, και μου συγκρίνει τον εαυτό του με το Μαχάτμα Γκάντι (Mahatma Gandhi). Στόχος του BNP είναι «να στείλει σπίτι τους» όλους τους μη-λευκούς Βρετανούς. Στις εσωκομματικές συγκεντρώσεις του BNP, ο Γκρίφιν -που έχει ήδη καταδικαστεί το 1998 για υποδαύλιση φυλετικού μίσους- ενημερώνει τα μέλη του πως οι άρρενες μουσουλμάνοι της Βρετανίας συνωμοτούν για να ατιμάσουν ανήλικες Βρετανίδες, και τεκμηριώνει τα λεγόμενά του με «στατιστικές» του τύπου: «σε αυτή τη χώρα υπάρχουν σαράντα φορές περισσότερες πιθανότητες τα ρατσιστικά εγκλήματα να έχουν δράστη ένα μέλος μειονοτικής ομάδας και θύμα ένα λευκό, παρά το ανάποδο». Δε χρειάζεται να πούμε πως δε βλέπω πολύ καλά πού ακριβώς έγκειται η ομοιότητά του με τον ινδικό μη-βίαιο εθνικισμό. Μου εξηγεί πως συγγενεύουν διαμέσου της ιδεολογίας του «αναδιανεμητισμού» (distributism) που εναντιώνεται τόσο στο ισχυρό κράτος όσο και στην παντοδυναμία των επιχειρήσεων, κι επηρέασε καθοριστικά τους δύο άνδρες, πάντα σύμφωνα με τον Γκρίφιν. «Ο αναδιανεμητισμός οδήγησε τον Γκάντι κι εμένα σε πολύ παρόμοιες κατευθύνσεις με τις ιδιομορφίες μας βέβαια» επιμένει. «Δεν πρόκειται να φορέσω κελεμπία, αν αυτό είναι που σας ανησυχεί».
Στη διαδρομή προς το χώρο που θέλουμε να τον φωτογραφήσουμε (ένα γραφικό τοπίο του Ουέλσπουλ μιας εμπορικής κωμόπολης κοντά στο σπίτι του, στην ουαλική ύπαιθρο), ο πενηντάχρονος αποδεικνύει πόσο δημοφιλής είναι,. Τα εργατικά προάστια των μεγάλων πόλεων αποτελούν τη βασική δεξαμενή των ψήφων του, αλλά ο Γκρίφιν γίνεται δεκτός σαν ήρωας και σε αυτή την καταπράσινη και γαλήνια περιοχή. «Πάνω τους, μάγκα!», του φωνάζει ένας θαυμαστής του, που για να εκφράσει τον ενθουσιασμό του αναγκάζεται να σκύψει επικίνδυνα από το μπαλκόνι του, την ίδια ώρα που ένας ηλικιωμένος σπεύδει με εντυπωσιακή σβελτάδα για να κερδίσει μια χειραψία με το ίνδαλμά του και οι περαστικοί αυτοκινητιστές κορνάρουν σε ένδειξη επιδοκιμασίας.
Αυτήν την εποχή, τα ακροδεξιά κόμματα προκαλούν χειροκροτήματα σε ουκ ολίγες περιοχές της Ευρώπης. Στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, σχεδόν ένα εκατομμύριο Βρετανοί υπερψήφισαν το BNP, χαρίζοντάς του τους δύο πρώτους ευρωβουλευτές του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε χρηματοδότηση και νομιμοποίηση. Στην Ολλανδία, το «κόμμα ελευθερίας» (PVV) του Γκέερτ Βίλντερς (Geert Wilders) ξεπέρασε στις τοπικές ευρωεκλογές τους κεντρώους ανταγωνιστές του -και κατέλαβε τη δεύτερη θέση.
Παντού στην Ευρώπη, μία ομάδα κομμάτων, που έχουν μεταξύ τους τόσες διαφορές όσες και οι χώρες όπου πολιτεύονται, αλλά και κοινά στοιχεία (τον κραυγαλέο εθνικισμό και τη διάθεση εκτοπισμού κάθε μειονοτικής ομάδας, που τις θεωρούν ως μεγάλη απειλή) εμφάνισαν εκλογικές επιτυχίες στην Αυστρία, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Δανία, τη Γαλλία, τη Φιλανδία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Λετονία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία. Τα εκλογικά σώματα στράφηκαν ενάντια στα κατεστημένα κόμματα, ιδιαίτερα εκείνα που θεωρήθηκαν περισσότερο υπεύθυνα για την οικονομική κρίση και την εξαφάνιση των θέσεων εργασίας.
Δεν επρόκειτο απλά για ένα κύμα διαμαρτυρίας, αν και πολλοί πολιτικοί του κέντρου έσπευσαν να απαξιώσουν τη σημασία του εκλογικού αποτελέσματος. Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε κι άλλοτε την εμφάνιση ακροδεξιών κομμάτων, που παράκμαζαν λόγω αυτοκαταστροφικών εσωκομματικών διαφωνιών κι ανοργανωσιάς. Σήμερα όμως, για κόμματα σαν το BNP, τα παθήματα έγιναν μαθήματα: είναι πια πιο πονηρεμένα και καταφέρνουν να συνδέουν τον παραδοσιακό τους ακτιβισμό στη βάση με την αξιοποίηση του διαδικτύου, στο πρότυπο της προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα (Obama). Η θέση τους στο πολιτικό φάσμα είναι ιδεώδης προκειμένου να αξιοποιήσουν την απογοήτευση από την παραδοσιακή πολιτική, που εκφράζεται με την κατάρρευση της συμμετοχής στις ευρωπαϊκές και τις βουλευτικές εκλογές και τον αποδεκατισμό του αριθμού των μελών των μεγάλων κομμάτων. Με την παγκόσμια οικονομία να παραπαίει και τις δυτικές χώρες να προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ των παλιών πολιτών τους και των νεοφερμένων μεταναστών, κανείς δε θα έπρεπε να εκπλήσσεται από την ικανότητα των ακροδεξιών κομμάτων να προσελκύουν ολοένα και περισσότερους ψηφοφόρους.
Για όσους ανησυχούν πως όλα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε καταστροφή, το επείγον ζήτημα είναι πώς να καμφθεί αυτή η άνοδος:
- Να οδηγηθεί η άκρα δεξιά σε επικοινωνιακή ασφυξία; Δύσκολο, καθώς διαθέτει πια δημοκρατική εντολή.
- Να αντιμετωπιστεί με ολομέτωπες, ανοικτές επιθέσεις; Υπάρχει ο φόβος να θεωρηθεί μάρτυρας, ένα θύμα που προσπαθούν να της κλείσουν το στόμα για να σταματήσει να λέει «αλήθειες».
- Να αναδειχθεί ο ρατσισμός της, που συχνά καλύπτεται πίσω από τον πατριωτισμό; Μοιάζει καλή στρατηγική, αλλά βασίζεται στην (αμφίβολη) υπόθεση εργασίας πως το κοινό επιλέγει τα ακροδεξιά κόμματα χωρίς να τα γνωρίζει, και όχι διότι ακριβώς ο λόγος τους αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή του.
- Να «κλαπεί» η θεματολογία τους, και να υιοθετηθούν εξίσου σκληρές θέσεις ενάντια στην μετανάστευση; Μοιάζει να συνθηκολογούμε άνευ όρων με τις ιδέες ακριβώς που υποτίθεται πως θέλουμε να εξουδετερώσουμε.
Προκειμένου να δούμε εκ του σύνεγγυς αυτό το πρόβλημα, το περιοδικό «τάιμ» εξετάζει τέσσερα κόμματα: το BNP, το γαλλικό «εθνικό μέτωπο» (FN), το ουγγρικό «κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία» (Jobbik) και το PVV. Θα δούμε τις -κάποτε πολύκροτες- ιδεολογικές και πολιτικές τους θέσεις και τα λάθη των πολιτικών τους αντιπάλων, που επέτρεψαν στην άκρα δεξιά να αυξήσει την επιρροή της.
Αντιμετωπίζοντας το ΙσλάμΤον περασμένο Δεκέμβριο, ο Βίλντερς επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ, για να μιλήσει σε ένα συνέδριο με θέμα «αντιμετωπίζοντας την τζιχάντ». «Τα δόγματα του ήρεμου παρελθόντος είναι άχρηστα για το θυελλώδες παρόν», τόνισε. «Οι απαιτήσεις της συγκυρίας είναι εξαιρετικά υψηλές, και οφείλουμε να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων». Αν έχετε ξανακούσει κάπου αυτά τα λόγια, είναι γιατί αποτελούν κατά λέξη επανάληψη μιας ομιλίας του Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln) κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, εδώ κι ενάμισι αιώνα.
Το τελευταίο καιρό, ο σαρανταπεντάχρονος, χαρισματικός και δεινός ομιλητής Βίλντερς, διαβλέπει μια άλλου είδους σύγκρουση: εκείνη μεταξύ των Ολλανδών μουσουλμάνων και των υπόλοιπων συμπατριωτών τους. Στη ρίζα της επιχειρηματολογίας του βρίσκονται οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και ο επακόλουθος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», δύο γεγονότα που δημιούργησαν τη δηλητηριώδη εκείνη ατμόσφαιρα που επέτρεψε στην άκρα δεξιά να ευδοκιμήσει, στην Ολλανδία αλλά κι αλλού.
Οι Ολλανδοί που υπερηφανεύονταν για την ανεκτικότητά τους και τη διάθεσή τους να ενσωματώνουν τους ξένους, σοκαρίστηκαν όταν συνειδητοποίησαν πως πολυάριθμοι μουσουλμάνοι στην Ολλανδία ένιωθαν περιθωριοποιημένοι, δακτυλοδεικτούμενοι και -το χειρότερο- ένιωθαν πολιτική συγγένεια με τους «τζιχαντιστές». Όπως στη Βρετανία, όπου τα τελευταία χρόνια αποδείχτηκε πως υπεύθυνοι για «τυφλές» τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις ήταν μουσουλμάνοι που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βρετανία, η περιθωριοποίηση των ισλαμικών πληθυσμών δεν εκφράζεται μόνο διαμέσου της οργής των τρομοκρατών, αλλά και της ευκολίας με την οποία οι πιο μετριοπαθείς μουσουλμάνοι ασπάζονται τις διάφορες «θεωρίες συνωμοσίας», σύμφωνα με τις οποίες οι δυτικές κυβερνήσεις είναι οι μόνες υπεύθυνες για όλα τα δεινά του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου! Οι Ολλανδοί πολίτες άρχισαν να «κουμπώνονται» απέναντι στους μουσουλμάνους γείτονές τους, χολωμένοι που εντέλει η περίφημη ολλανδική φιλοξενία δεν είχε χρησιμεύσει σε τίποτα.
Όσο είναι δύσκολο να γεφυρωθούν παρόμοια χάσματα αμοιβαίας δυσπιστία, άλλο τόσο είναι εύκολο -και πολιτικά ελκυστικό- να γίνουν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Ο Βίλντερς καλλιεργεί εδώ και καιρό τους φόβους του κοινού για τον ισλαμικό «εσωτερικό εχθρό», αν και μόνο το 5% του ολλανδικού πληθυσμού (περί τις 850,000 άτομα) είναι μουσουλμάνοι. Αλλά οι μουσουλμάνοι είναι εξαιρετικά ορατοί, καθώς συγκεντρώνονται στα αστικά κέντρα και παρουσιάζουν γεννητικότητα πολύ υψηλότερη των υπόλοιπων Ολλανδών. «Το Ισλάμ φιλοδοξεί να κυριαρχήσει σε κάθε πλευρά της κοινωνίας μας», λέει ο Βίλντερς. «Δε θέλει ούτε να ενταχθεί κοινωνικά, ούτε να ενσωματωθεί».
Οι παραδοσιακά «χαλαρές» πολιτικές μετανάστευσης της Ολλανδίας «σκλήρυναν» ήδη από το 2002, όταν εξελέγη ο συντηρητικός κυβερνητικός συνασπισμός του Γιαν Πέτερ Μπάλκενμπέντε (Jan Peter Balkenende). Ο ηγέτης του PVV προτείνει ακόμα πιο ριζοσπαστικές θέσεις: ζητά να σταματήσει κάθε μετανάστευση από μη-δυτικά κράτη, να απαγορευτεί το Κοράνι και να επαναπατρίζονται όσοι μουσουλμάνοι παραβαίνουν το νόμο. Η ρητορική του θυμίζει σε πολλά τον Πιμ Φόρτουιν (Pim Fortuyn) τον Ολλανδό πολιτικό που δολοφονήθηκε το 2002, λίγες μόλις μέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές που θα του έδιναν αναμφίβολα αρκετή επιρροή για να προωθήσει δυναμικά τις αντι-μεταναστευτικές του θέσεις. Ο σκηνοθέτης Τέο Βαν Γκογκ (Theo van Gogh) φίλος και συμπατριώτης του Φόρτουιν, ετοίμαζε μια ταινία για τη δολοφονία του φίλου του όταν δολοφονήθηκε κι εκείνος με τη σειρά του, το 2004. Ο δολοφόνος του, ένας Ολλανδός μουσουλμάνος μαροκινής καταγωγής, προφανώς είχε εξοργιστεί από την «υποταγή», το κινηματογραφικό του λιβελλογράφημα ενάντια στο Ισλάμ. Στο τόπο του εγκλήματος ο δολοφόνος άφησε ένα χαρτί, που έγραφε «σαΐφου ντιν αλ-μουβαχίντ» (που σημαίνει «ενωμένο ξίφος της πίστης»). Πριν λίγους μήνες, ο Βίλντερς έλαβε κι εκείνος ένα απειλητικό σημείωμα με το ίδιο μήνυμα. Τώρα βρίσκεται υπό αστυνομική προστασία, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. «Έχασα την ελευθερία μου», λέει ο Βίλντερς. «Το αντίτιμο της πολιτικής μου ήταν πολύ μεγάλο».
Έχει αναμφισβήτητα δίκιο: ο Βίλντερς αναγκάζεται να κοιμάται κάθε βράδυ σε διαφορετικό σπίτι. Από την άλλη, αυτή η εικόνα του ψυχωμένου αντιστασιακού, που λέει την αλήθεια πάντα έτοιμος να πληρώσει το όποιο κόστος, αποδείχτηκε για τον Βίλντερς πανίσχυρο εκλογικό όπλο. «Ο Βίλντερς λέει αυτά που οι άλλοι δεν τολμάνε ούτε να ξεστομίσουν», μας διαβεβαιώνει ο Γκιλ Τίμερμανς (Gil Timmermans), ένας τριανταεννιάχρονος μηχανικός αυτοκινήτων που ψήφισε PVV. «Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά αν οι μουσουλμάνοι συνεχίσουν να κάνουν τα δικά τους, αυτό θα σημάνει το τέλος του ολλανδικού τρόπου ζωής».
Το στοίχημα της καθημερινότηταςΟι εθνικιστές αναφέρονται συχνά στη ν ανάγκη διατήρησης της εθνικής τους ταυτότητας. Μόνο που οι «ταυτότητες» στις οποίες αναφέρονται ως επί το πλείστον είναι μυθικές κατασκευές. Οι πιο ενθουσιώδεις οπαδοί του BNP βρίσκονται ανάμεσα σε σωρούς από κουτάκια μπίρας, στα φτωχόσπιτα της βόρειας Αγγλίας, κι είναι άνθρωποι που ουδέποτε γνώρισαν κανενός είδους «ένδοξο παρελθόν». Δεν είναι τυχαίο που στις ίδιες ακριβώς περιοχές είναι οξυμένη η απογοήτευση από τις κατεστημένες πολιτικές, που εντάθηκε μάλιστα μετά από το πρόσφατο σκάνδαλο με τις δαπάνες των βουλευτών.
Στα 12 χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία, το «εργατικό κόμμα» ανέβασε μεν το βιοτικό επίπεδο πολλών φτωχών οικογενειών, αλλά η Βρετανία παραμένει μια από τις αναπτυγμένες χώρες με τις μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες. Εντωμεταξύ οι «εργατικοί» ανακαινίστηκαν και μετατράπηκαν σε «νέους εργατικούς», σε ένα κόμμα δηλαδή που απευθυνόταν κυρίως στη μεσαία τάξη και παραμελούσε την παραδοσιακή του εργατική βάση, που ένιωθε πως το κόμμα της την είχε παρατήσει στην τύχη της. Τον Ιούνιο, το λαϊκό ακροατήριο των «εργατικών» προσελκύστηκε από τις υποσχέσεις του ΒΝΡ για καλύτερη εκπροσώπηση της «σιωπηλής πλειοψηφίας» των λευκών πολιτών και για σταμάτημα της παροχής ασύλου στους μετανάστες. Οι ίδιες πάνω-κάτω συνθήκες και οι ίδιες υποσχέσεις, οδήγησαν τον περασμένο μήνα το γαλλικό FN μια ανάσα πριν την κατάληψη της δημοτικής αρχής στην κοινωνικά υποβαθμισμένη πόλη Ενίν-Μπομόν, άλλοτε προπύργιο του «σοσιαλιστικού κόμματος» (PS).
Χωρίς να διαθέτουν αναλυτικές θέσεις ή εύκολη πρόσβαση στα μίντια, τα ακροδεξιά κόμματα στηρίζονται εν πολλοίς στην επικοινωνία πόρτα-πόρτα και τις πολιτικές συγκεντρώσεις. Τα μεγαλύτερα κόμματα δεν ασχολούνται πια με τέτοιες «παλιομοδίτικες» τεχνικές πολιτικής επικοινωνίας, και πληρώνουν το κόστος των επιλογών τους, όπως λέει ο γραμματέας του βρετανικού «συντηρητικού κόμματος» Έρικ Πίκλες (Eric Pickles). «Στα κόμματα εξουσίας εμφανίστηκε ένα νέο είδος πολιτικού που δε γνωρίζει καλά τους ψηφοφόρους του, δεν έχει μεγαλώσει στην εκλογική του περιφέρεια κι επισκέπτεται τον τόπο που εκπροσωπεί λες κι είναι ένα είδος πολιτικού τουρίστα». Τα κυβερνητικά κόμματα χρειάζεται «να εμπνεύσουν εκ νέου τους ψηφοφόρους τους. Δεν είναι δυνατό απλά να χαρακτηρίζεις "νεοναζί" τον κόσμο που ψηφίζει BNP και να ξεμπερδεύεις. Αυτό είναι αφελές».
Το BNP και τα παρόμοια κόμματα ενστερνίζονται πλήρως τον αφορισμό του Φινέα Μπάρνουμ (P.T. Barnum) πως «δεν υπάρχει αρνητική διαφήμιση». Τα σύγχρονα δεξιά κόμματα είναι αρκετά έξυπνα ώστε να γνωρίζουν πως κάθε κριτική, κάθε σκάνδαλο, κάθε δικαστική περιπέτεια, κάθε άρθρο (συμπεριλαμβανομένου του παρόντος) θα στείλει περισσότερους ανθρώπους στις ιστοσελίδες τους, θα επεκτείνει την επιρροή τους και θα αυξήσει τους οικονομικούς τους υποστηρικτές. «Η προεκλογική εκστρατεία του Ομπάμα ήταν πράγματι λαμπρή. Μάθαμε πολλά από αυτή», λέει ο Γκρίφιν. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η καμπάνια «ελπίδα -όχι μίσος», που έχει στόχο να αποκαλύψει το ρατσισμό που κρύβεται πίσω από την ήπια «βιτρίνα» του BNP, αναγκάστηκε να προσφύγει κι εκείνη στην τεχνογνωσία της «ψηφιακής "μπλε πολιτείας"», μιας εταιρείας συμβούλων πολιτικής αξιοποίησης του διαδικτύου που είχε συνεργαστεί με το προεκλογικό επιτελείο του Ομπάμα. «Είναι πολύ εύκολο να τα βάλεις με ένα κόμμα που έχει για σήμα μια σβάστικα», λέει η Σόνια Γκαμπλ (Sonia Gable), από τα ιδρυτικά μέλη της καμπάνιας: «αλλά το ΒΝΡ βέβαια, δεν κάνει κάτι τέτοιο».
Το BNP έμαθε επίσης να αξιοποιεί επ' ωφελεία του τις επιθέσεις εναντίον του. Η «βρετανική αρχή ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (EHRC) ερευνά τώρα καταγγελίες πως το BNP παραβιάζει το νόμο, διότι στο καταστατικό του ορίζεται πως τα μέλη κι οι υπάλληλοί του οφείλουν να είναι αποκλειστικά «γηγενείς Καυκάσιοι». Ο Γκρίφιν διασαφηνίζει πως αυτό που εννοεί με τον όρο αυτό το ΒΝΡ είναι «ενσωματωμένοι Ευρωπαίοι ή παραπλήσιας φυλής άτομα, με αγγλική, ιρλανδική, σκωτσέζικη ή ουαλική καταγωγή». Μπορεί όμως να κατονομάσει μόνο ένα μη-λευκό -το μιγά κωμικό Τσάρλι Ουίλιαμς (Charlie Williams)- που να διαθέτει αρκετά «βαθιές» βρετανικές ρίζες ώστε να δικαιούται να γίνει μέλος του ΒΝΡ. Βέβαια αυτό είναι κάπως δύσκολο, αφού ο Ουίλιαμς έχει αποβιώσει από το 2006. Την ώρα όμως που η EHRC έχει την υποχρέωση να ερευνήσει τις καταγγελίες για τη νομιμότητα της λειτουργίας του ΒΝΡ, είναι φανερό πως η έρευνα διεξάγεται χωρίς ενθουσιασμό, από το φόβο μήπως όλα αυτά καταλήξουν σε ένα ακόμα επικοινωνιακό δώρο του BNP. Ο Γκρίφιν τρίβει τα χέρια του όποτε γίνεται δέκτης επιθέσεων: «όταν βγαίνει ο ίδιος ο Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown) και ζητά από τον κόσμο να μη μας ψηφίσει, αυτό για μας είναι μάννα εξ ουρανού. Ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα!» , σημειώνει.
Ξενοφοβία τώρα!Στη δυτική Ευρώπη, τα ακροδεξιά κόμματα είναι πολύ προσεκτικά να μη χρησιμοποιούν σύμβολα ή εμβλήματα που να θυμίζουν στους Ευρωπαίους τις πιο σκοτεινές περιόδους της ηπείρου τους. Αλλά οι Ούγγροι «γιόμπικ» (το παρατσούκλι τους βγαίνει από την ουγγρική λέξη «job», που σημαίνει ταυτόχρονα «δεξιά» και «καλύτερα»), που έλαβαν 14.8% των ψήφων στις πρόσφατες ευρωεκλογές, οργάνωσαν όλη τους την καμπάνια γύρω από το σύμβολο του Οίκου των πρώτων βασιλέων της Ουγγαρίας, που είχε επίσης χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο από τους Ούγγρους φασίστες της δεκαετίας του '30. Ο πρόεδρος του κόμματος, ο τριαντάχρονος Γκαμπόρ Βόνα (Gabor Vona) είναι επίσης πρόεδρος της «ουγγρικής φρουράς» μιας (εκτός νόμου) ιδιωτικής πολιτοφυλακής που εμφανίζεται στις συγκεντρώσεις των «γιόμπικ» και παρελαύνει στα ουγγρικά χωριά, στο πλαίσιο της «αποστολής» της να προστατεύσει τους «εθνοτικά καθαρούς Ούγγρους» από το 6%-10% των τσιγγάνων ή ρομ. Ο Βόνα μάλιστα κρατήθηκε για λίγο από την αστυνομία όταν αποδοκίμασε τη δικαστική απόφαση που είχε θέσει εκτός νόμου τη «φρουρά», που πάντως τώρα έχει επανεμφανιστεί, υποτίθεται «νόμιμα», αφού πρόσθεσε τη λέξη «κίνημα» στην ονομασία της.
Παρά τις απειλές της αστυνομίας πως θα μηνύσει τη «φρουρά» για παραβίαση αποφάσεων δικαστηρίου, ο Βόνα υποσχέθηκε πως αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και κατορθώσει να εκλεγεί στο κοινοβούλιο στις εκλογές που θα γίνουν κάποια στιγμή το επόμενο δεκάμηνο, δε θα διστάσει να εμφανιστεί στο ουγγρικό κοινοβούλιο φορώντας τη στολή της φρουράς! «Στην Ουγγαρία, η ριζοσπαστικοποίηση της άκρας δεξιάς είναι γεγονός. Πλέον παραβιάζουν ανοικτά και προκλητικά τους νόμους», επισημαίνει ο Κρίστιαν Ζάμπαντος (Krisztian Szabados), διευθυντής της δεξαμενής σκέψης «πολιτικό κεφάλαιο» που εδρεύει στη Βουδαπέστη.
Οι «γιόμπικ» μπορεί να μοιάζουν αρκετά διαφορετικοί από τους δυτικούς ομοϊδεάτες τους, αλλά οφείλουν την άνοδό τους στην ίδια κοινωνική δυναμική: στο φόβο που προκαλεί η εισβολή νέων πολιτιστικών προτύπων και ο παγκόσμιος οικονομικός ανταγωνισμός και στην απογοήτευση από την κατεστημένη πολιτική. Ο αρχικός ενθουσιασμός με τον οποίο οι Ούγγροι αγκάλιασαν την πολυκομματική πολιτική μετά την πτώση του κομμουνισμού γρήγορα ξεχάστηκε, καθώς τα μεγάλα κόμματα έδειξαν ανίκανα να ανορθώσουν την οικονομία της χώρας. «Υπάρχει ένα είδος κενού», λέει ο ιστορικός της ακαδημίας επιστημών της Βουδαπέστης 'Ατιλα Ποκ (Attila Pok). «Ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων δεν εμπιστεύονται πια τα κατεστημένα κόμματα, της δεξιάς ή της αριστεράς. Ψηφίζουν για το νεότερο, το πιο κραυγαλέο και το απλούστερο πρόγραμμα που βλέπουν μπροστά τους».
Το πρόγραμμα των «γιόμπικ» είναι αδιαμφισβήτητα σαφές και απλό: απεχθάνονται τους ξένους, εναντιώνονται στην απόκτηση ιδιοκτησίας από αλλοδαπούς και είναι έκδηλα χριστιανοί. Μόλις ιδρύθηκαν, το 2003, ξεκίνησαν καμπάνια ενάντια στην «εμπορευματικοποίηση των Χριστουγέννων από τους ξένους»: «έχουμε τις πιο πρωτότυπες και σαφείς λύσεις στα προβλήματα», ισχυρίζεται ο Βόνα. «Όπως πολλοί συμπατριώτες μας, επιμένουμε πως η Ουγγαρία ανήκει στους Ούγγρους».
Ο γαλλικός δρόμοςΤο γαλλικό FN είναι το μεγάλο κόμμα της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς. Ήταν τρίτο κόμμα της χώρας για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 2000 και στις προεδρικές εκλογές του 2002 ο ηγέτης του Ζαν-Μαρί Λε Πεν (Jean-Marie Le Pen) προκρίθηκε στο β' γύρο. Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, το κόμμα ανέμενε να επωφεληθεί από την ραγδαία άνοδο της ανεργίας, την οικονομική ανασφάλεια και τη φυλετική ένταση που αναταράσσουν τη γαλλική κοινωνία, και να πετύχει μια ιστορική νίκη. Αντ' αυτού, τα ποσοστά του κόμματος έπεσαν κατά 50% κι εξέλεξε μόλις τρεις ευρωβουλευτές, έναντι επτά το 2004. «Οι δύσκολοι καιροί ευνοούν τα ακραία κόμματα», παραδέχεται ο Ντομινίκ Ρεϊνιέ (Dominique Reynié), διευθυντής της δεξαμενής σκέψης «ίδρυμα πολιτικής ανανέωσης». «Αλλά αυτή τη φορά ο κόσμος εκτίμησε πως η κρίση παραείναι σοβαρή και υποστήριξε εκείνα τα κατεστημένα κόμματα που εκτίμησε πως μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπισή της».
Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος λόγος για τη μείωση της επιρροής του FN: ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy) του έχει στερήσει το ζωτικό του χώρο, υιοθετώντας παρόμοιες «σκληρές» θέσεις σε θέματα όπως η άφιξη και η κοινωνική ένταξη των μεταναστών -χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να προεδρεύει στο πιο πολυφυλετικό υπουργικό συμβούλιο που είχε ποτέ η χώρα. Ο Σαρκοζί θέτει ετήσιους ποσοτικούς στόχους για τον επαναπατρισμό των λαθρομεταναστών και τον περασμένο μήνα επιτέθηκε ενάντια στη μπούρκα, διότι αποτελεί «ένδειξη υποταγής» των γυναικών που δεν μπορεί να είναι καλοδεχούμενη στη Γαλλία. Με παρόμοιες πολιτικές κινήσεις, καταφέρνει να ξαναδιεκδικήσει πολιτικά ακροατήρια που από καιρό μονοπωλούνταν από το FN. «Θέτει ανοικτά το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης, σαν πρόβλημα, που πρέπει να παταχθεί... Δε διστάζει να αναφερθεί στη γαλλική εθνική ταυτότητα», επισημαίνει ο Ρεϊνιέ.
Πολλοί αντίπαλοι της άκρας δεξιάς, ακόμα κι οι ανήκοντες στην κεντροδεξιά, νιώθουν άβολα με την ιδέα πως για να καταπολεμήσουν καλύτερα την άκρα δεξιά θα πρέπει να κινηθούν προς τις θέσεις της. «δε νομίζω πως για να νικηθεί το BNP θα πρέπει να ασπαστούμε ρητορικά τις θέσεις του, αν και υπάρχουν μερικές σειρήνες που μας καλούν να κάνουμε κάτι τέτοιο», εκτιμά ο Πίκλες. Πράγμα μολοταύτα που δεν εμπόδισε τους «συντηρητικούς» και άλλα κεντρώα κόμματα να αποδοθούν σε ένα είδος διαγωνισμού για το ποιο είναι «σκληρότερο», σε ορισμένα ευαίσθητα ζητήματα. Το «συντηρητικό κόμμα» επίσης αντέδρασε δυναμικά στις παραδοσιακές του συμμαχίες στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και δημιούργησε μια νέα δεξιά κοινοβουλευτική ομάδα, στην οποία προεδρεύει ο Πολωνός ευρωβουλευτής Μίκαλ Καμίνσκι (Michał Kamiński), που στο παρελθόν υπήρξε στέλεχος δύο ακροδεξιών κομμάτων. Ο Πίκλες όμως επιμένει πως το κλειδί για τον επαναπατρισμό των ψηφοφόρων είναι η επανασύνδεση των μεγάλων κομμάτων με τη λαϊκή τους βάση. «Η άκρα δεξιά μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από πολιτικούς βγαλμένους από τα σπλάχνα της τοπικής κοινωνίας, που υπερασπίζονται τους γείτονές τους και νιώθουν υπερήφανοι που τους εκπροσωπούν» μας λέει.
Πράγματι, η εντοπιότητα μετράει, όπως αποδεικνύει η περίπτωση των δημοτικών εκλογών στο Ενίν-Μπομόν. Τρεις μόλις εβδομάδες μετά τις ευρωεκλογές, η άλλοτε κωμόπολη των ανθρακωρύχων και προπύργιο της αριστεράς επί δεκαετίες, πήγε αντίθετα στο εθνικό ρεύμα κι έδωσε στο FN ένα ισχυρό προβάδισμα στον α' γύρο της δημοτικής της εκλογής. Μεγάλη ώθηση στο FN έδωσε το γεγονός πως υποψήφια δήμαρχός του ήταν η ίδια η Μαρίν Λε Πεν (Marine Le Pen), η σαραντάχρονη κόρη του ηγέτη του FN που θεωρείται φυσική διάδοχός του. Η Λε Πεν εκπροσωπεί μια σύγχρονη εκδοχή της άκρας δεξιάς: υποστηρίζει την ισότητα των γυναικών και το δικαίωμα στην άμβλωση και μιλάει για τη δημιουργία ενός «γαλλικού Ισλάμ» που θα ενσωμάτωνε τη μουσουλμανική κοινότητα της χώρας στον εθνικό της κορμό. Η Λε Πεν δείχνει πως όπως ακριβώς τα κατεστημένα κόμματα μπορούν να υιοθετούν θέσεις της ακροδεξιάς, εξίσου καλά μπορούν και τα ακραία κόμματα να χαμηλώνουν τους τόνους και να πραγματοποιούν τολμηρά «ανοίγματα».
Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ακροδεξιά; Τα ακροδεξιά κόμματα επηρεάζουν πλέον την εθνική πολιτική πολλών χωρών, αλλά και την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αν και τα περισσότερα ζητούν να αποχωρήσουν οι χώρες τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Απευθυνόμενος πέρσι σε μια συγκέντρωση των Ούγγρων «γιόμπικ», ο αρχηγός του BNP Γκρίφιν αναφέρθηκε στην ουγγρική επανάσταση του 1956 που κατεστάλη άγρια από τα σταλινικά στρατεύματα. «Και πού θα βρείτε σήμερα τόση πείνα για εξουσία και τόση διαφθορά όση είχε η σοβιετική κλεπτοκρατία;» ρώτησε το κοινό του. «Στις Βρυξέλλες!», απάντησε. «Η ΕΕ απειλεί όλους τους ελεύθερους ευρωπαϊκούς λαούς».
Οι πολιτικοί που καλλιεργούν ξενόφοβα αισθήματα στο εσωτερικό, δύσκολα συνεννοούνται με ξένα κόμματα στο διεθνές επίπεδο. Το BNP προσπάθησε να ιδρύσει μια ακροδεξιά ομάδα στο ευρωκοινοβούλιο, χωρίς επιτυχία: το μεγαλύτερο ακροδεξιό κόμμα στο Στρασβούργο, η ιταλική «λίγκα του βορρά» (LN), που συμμετέχει στον ιταλικό κυβερνητικό συνασπισμό υπό το Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi), προτίμησε να ενταχθεί σε ένα ευρύ συνασπισμό ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, ενώ το ολλανδικό PVV αρνήθηκε οποιαδήποτε συνεργασία. Αλλά οι αντίπαλοι της ακροδεξιάς καλά θα κάνουν να μην χαλαρώσουν από αυτές τις ενδείξεις διχόνοιας στο αντίπαλο στρατόπεδο. Τα ακροδεξιά κόμματα αντιλαμβάνονται το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο κυρίως ως ένα βήμα από το οποίο μπορούν να εκπορθήσουν καλύτερα την εθνική πολιτική τους σκηνή. Οι αυξανόμενες φιλοδοξίες τους θα τα ωθήσουν να επιστρατεύουν περισσότερους -και πιο «ευπαρουσίαστους» εκλογικά- υποψήφιους. Ίσως να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους. Αλλά η ελπίδα πως θα αποτύχουν δεν αποτελεί την καλύτερη απάντηση στην απειλή που εκπροσωπούν.
* Η Catherine Mayer είναι ανταποκριτής του περιοδικού «τάιμ» στο Λονδίνο
* Μετάφραση από την ομάδα του www.ppol.gr