Showing posts with label Πολιτική. Show all posts
Showing posts with label Πολιτική. Show all posts

Tuesday, June 26, 2012

Η τελευταία τους ευκαιρία

By Μπροστά Σήμερα / Fwd Greece Today*

Σε όλες μας τις τοποθετήσεις έχουμε υπογραμμίσει πόσο σημαντικό ήταν και είναι για την χώρα μας να αποκτήσει κυβέρνηση, ώστε να διαπραγματευτεί το ευρωπαϊκό της μέλλον και να υλοποιήσει τις δίκαιες αλλαγές που αναβάλλονται ή μένουν πάντα στη μέση.

Πολύ θα θέλαμε, όπως και η πλειοψηφία των Ελλήνων, να σχηματιστεί μια πραγματική κυβέρνηση εθνικής ευθύνης, όπου κάθε κόμμα και κάθε πολιτικός αρχηγός θα συμμετείχε ουσιαστικά και ενεργά σε αυτήν, χωρίς να κρατά αποστάσεις.

Μια κυβέρνηση εθνικής ευθύνης δεν θα είχε στη σύνθεσή της στελέχη που ευθύνονται για το κυβερνητικό φιάσκο της 5ετίας Καραμανλή, αλλά θα προσπαθούσε να εξασφαλίσει συνέχεια στη Διοίκηση, υλοποιώντας όσες μεταρρυθμίσεις ήδη "τρέχουν", διατηρώντας άξιους δημόσιους λειτουργούς και αξιοποιώντας πολιτικούς με ήθος και αποτελέσματα. 

Μια κυβέρνηση εθνικής ευθύνης δεν θα δημιουργούσε υπερ-υπουργεία χωρίς προηγουμένως να εφαρμόσει τη διοικητική μεταρρύθμιση και δεν θα ανέσυρε παρωχημένες δομές, όπως πχ. το υπουργείο Μακεδονίας Θράκης.

Μια κυβέρνηση εθνικής ευθύνης δεν θα κατέγραφε ευσεβείς πόθους προεκλογικής κατανάλωσης χωρίς να κοστολογεί και χωρίς να απαντά στους πολίτες που θα βρει τα χρήματα για επέκταση επιδομάτων, μείωση φορολογικών συντελεστών και διατήρηση των χιλιάδων άχρηστων φορέων στο Δημόσιο, όταν τα έσοδα δεν αποδίδουν και η φορολογική μεταρρύθμιση εκκρεμεί.

Μια κυβέρνηση εθνικής ευθύνης θα έβαζε χρονοδιαγράμματα σε βάθος 4ετίας, μετρήσιμους στόχους και θα έδινε έμφαση στην υλοποίηση, όχι πάλι σε νομοθετήματα, γενικολογίες και νέες "στρατηγικές" για την "παραγωγική και αναπτυξιακή ανασυγκρότησης της χώρας", το "χτύπημα της φοροδιαφυγής και της διαφθοράς". Ξέρουμε όλοι πια ότι πίσω από κάθε μεγαλόπνοη στρατηγική κρύβεται η αδράνεια και η παραπομπή του προβλήματος στον επόμενο.

Μια κυβέρνηση εθνικής ευθύνης θα κρατούσε το μεταρρυθμιστικό σκέλος του προγράμματος οικονομικής στήριξης και θα φρόντιζε να δημιουργήσει τις διοικητικές δομές, ώστε αυτές να εφαρμοστούν. Θα κατέγραφε συγκεκριμένα βήματα δημιουργίας θέσεων εργασίας, θα διεύρυνε την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, δεν θα χάιδευε τα αυτιά των δημοσίων υπαλλήλων και θα πρότεινε ισοδύναμα μέτρα κοινωνικής προστασίας και ανταποδοτικών υπηρεσιών στους πολίτες.

Ακόμη και έτσι, και παρά την έντονη οσμή παλαιάς πολιτικής που αναδύει, αυτή η κυβέρνηση πρέπει να πετύχει στο έργο της και να μεταφέρει εικόνα σοβαρότητας στην διεθνή κοινότητα, ώστε να επανέλθει η κοινωνική ειρήνη και να σταματήσει η ύφεση, η ανασφάλεια στην αγορά, η βία, το ξεχαρβάλωμα του κράτους και των κοινωνικών υπηρεσιών.

Όλα αυτά ξεπερνάνε τη ζωή μιας κυβέρνησης. Ας κάνουν όμως την υπέρβαση, γιατί είναι η τελευταία τους πολιτική ευκαιρία.

*Το Μπροστά Σήμερα / Fwd Greece Today είναι Πολιτική Κοινότητα Παρέμβασης

Sunday, April 29, 2012

Μετά το τέλος των μεταπολιτευτικών ιδεολογημάτων


Η νέα γενιά στο ξεκίνημα ενός νέου πολιτικού μεγακύκλου

Του Μιχάλη Διαθεσόπουλου*
Επιστημονικό Συμβούλιο G700

Καθώς πλησιάζουμε στις εκλογές της 6ης Μαΐου και η κουβέντα σχετικά με την πολιτική τοποθέτηση και τη συμμετοχή της Νέας Γενιάς σε αυτές φουντώνει, αναδύεται από όλο και περισσότερα στόματα η ρητή και απόλυτη διαπίστωση: «Δεν υπάρχουν πια ιδεολογίες. Οι ιδεολογίες έπεσαν και μαζί τους έπεσε και ο διαχωρισμός μεταξύ των κομμάτων.»

Η παραπάνω διαπίστωση εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τη στροφή της Νέας Γενιάς είτε προς την αποχή είτε σε ευκαιριακούς συνδυασμούς διαμαρτυρίας είτε στα πολιτικά άκρα. Η λογική είναι απλή.

Βασικές Παραδοχές

Καταρχάς, ας ξεκινήσουμε από 5 κύριες παραδοχές.

Πρώτον, κάθε γενιά σχηματίζει τις δικές της πολιτικές νόρμες συνδυάζοντας τα βιώματα που κληρονομεί από την προηγούμενη με αυτά που αποκτά η ίδια κατά την ηλικία που μεσολαβεί από την αρχή της αυτόνομης κοινωνικής της ένταξης ως την ωρίμανσή και την καθιέρωσή της ως «κεντρική γενιά». Ο χρονισμός αυτών των φαινομένων αλλάζει ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, όμως χονδρικά στην εποχή μας αυτή η περίοδος αντιστοιχεί στη διαδρομή από τα 25 ως τα 40-45 έτη. Μετά από αυτό το σημείο, η αλλαγή πολιτικής νοοτροπίας και τρόπου σκέψης (δεν εννοούμε πολιτικών προτιμήσεων) δύσκολα αλλάζει ουσιαστικά και μαζικά.

Δεύτερον, τα άτομα και οι κοινωνίες σπάνια αλλάζουν πολιτικές απόψεις και συμπεριφορές σε περιόδους κοινωνικοπολιτικής σταθερότητας και ευμάρειας. Αντίθετα, τείνουν να αλλάζουν σε περιόδους αστάθειας, έντονου κοινωνικού στρες και βίωσης πρωτόγνωρων ή απροσδόκητων φαινομένων με σοβαρές επιπτώσεις (black swan events). Αυτό αποτελεί νομοτελειακή έκφραση της εξελικτικής συμπεριφοράς του ανθρώπου: η ανάγκη να αλλάξουμε καθίσταται επιτακτική μόλις βρεθούμε αντιμέτωποι με καταστάσεις για τις οποίες δεν είμαστε προετοιμασμένοι, προκειμένου να προσαρμοστούμε σε αυτές.

Τρίτον, τα άτομα και οι κοινωνίες τείνουν να ακολουθούν ως προς την πολιτική τους συμπεριφορά διπολικά πρότυπα. Είναι ευκολότερη η επιλογή μεταξύ 2 έτοιμων λύσεων από περισσοτέρων και ιδίως από τη σύνθεση μιας λύσης από συνδυασμό 2 ή περισσότερων άλλων. Ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, την έκθεση σε ενημέρωση και το μορφωτικό επίπεδο του ατόμου ή της κοινωνίας, ο βαθμός προσήλωσης στα δίπολα ποικίλλει. Σε κάθε περίπτωση, η κατανομή πολιτικών προτιμήσεων και επιλογών τείνει να συγκεντρώνεται γύρω από διπολικές εκδοχές. Ολόκληρη η ιστορία έχει γραφτεί πάνω σε δίπολα: Αριστερά-Δεξιά, Φεουδαρχία-Καπιταλισμός, Κομμουνισμός-Καπιταλισμός, Δημοκρατία-Μοναρχία, Ανατολή-Δύση.

Τέταρτον, σε κάθε εποχή κάθε κοινωνία τείνει να κυριαρχείται από ένα συγκεκριμένο ιδεολογικό πυρήνα, ένα θεμελιώδες πολιτικό αφήγημα και εν τέλει ζητούμενο. Αυτό εκφράζει τις βασικές πολιτικές παραδοχές, στόχους και οράματα που η κοινωνία στη δεδομένη μεσομακροπρόθεσμη περίοδο αντιμετωπίζει ως κεντρικούς για την εξέλιξή της. Για αυτό και συχνά αυτό το ζητούμενο χρωματίζεται και αποκαλείται ως «Εποχή». Στη Χώρα μας, το ζητούμενο ήταν κάποτε η Απελευθέρωση, αργότερα η Δόμηση του σύγχρονου Ελληνικού Κράτους, πιο μετά η Μεγάλη Ιδέα (και η διαχείριση της ματαίωσής της), ύστερα η επίλυση της Κοινωνικοπολιτικής Κρίσης των δεκαετιών 1920-1930, ο Εμφύλιος και η δόμηση του Μεταπολεμικού Κράτους (που κατέληξε στη Χούντα και την τραγωδία της Κύπρου) και τέλος η Μεταπολίτευση. Κάθε Εποχή σημειώνει έναν ιστορικό κύκλο από τη γέννηση ως τη λήξη της και η έναρξη της βασίζεται στο αδιέξοδο στο οποίο έφτασε η προηγούμενη. Η Μεταπολίτευση γεννήθηκε από την πτώση της Χούντας, η μετεμφυλιακή περίοδος γεννήθηκε από το τέλος του Παγκοσμίου Πολέμου και ούτω κάθε εξής. Πάνω σε αυτό τον ιδεολογικό πυρήνα δομείται και το εκάστοτε ανωτέρω δίπολο. Το δίπολο του Εθνικού Διχασμού, αντικαταστάθηκε από αυτό του Κομμουνισμού-Αστικής Δημοκρατίας που μετεξελίχθηκε σε Βασιλευομένη-Αβασίλευτη Δημοκρατία και κατέληξε στο Μεταπολιτευτικό δίπολο (νέο-κεντρο)αριστεράς- (νέο-κεντρο)δεξιάς.

Αυτές οι ιδεολογικές «εποχές» παρότι πάντα φέρουν ορισμένα στοιχεία από τις προηγούμενες, κάποιες φορές, όταν τα γεγονότα που τις διαχωρίζουν είναι ιδιαίτερα σημαντικά ή ο ιδεολογικός τους πυρήνας έχει πια ξεπεραστεί ολοκληρωτικά από την πραγματικότητα, αντικαθίστανται από άλλες με εντελώς διακριτό πυρήνα. Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε αυτό το φαινόμενο ως «Πολιτικό Μεγάκυκλο». Κάτι σχετικό βίωσε η Ελλάδα μετά το τραυματικό γεγονός της Μικρασιατικής Καταστροφής και την οριστική εγκατάλειψη του κεντρικού πολιτικού συστατικού της Μεγάλης Ιδέας, που χαρακτήρισε σε μικρό ή μεγάλο βαθμό μια περίοδο μεγαλύτερη από έναν αιώνα. Μετά έλαβε χώρα η μετάβαση σε μια πραγματικά Νέα Ελληνική Κοινωνία, προσδιορισμένη όχι από την αποστολή της αλλαγής των εθνικών συνόρων , αλλά από αυτή της κατάκτησης μιας θέσης στον αναπτυγμένο δημοκρατικό κόσμο.

Κρίση, Νέα Γενιά και Ιδεολογικοί Διαχωρισμοί

Η Νέα Γενιά και συγκεκριμένα ιδίως οι ηλικίες 25 έως 35 ετών, δηλαδή εκείνο το τμήμα της κοινωνίας που βρισκόταν στην αρχή της ένταξης του στην παραγωγική διαδικασία (και συνεπώς στην κοινωνία), είχε αρχίσει να συνειδητοποιεί εδώ και πάνω από 5 χρόνια την ύπαρξη παραγόντων στην Ελληνική οικονομία και κοινωνία, που διακινδύνευαν σε μεγάλο βαθμό τη δυνατότητα μελλοντικής του κοινωνικής εξέλιξης και αυτονόμησης.

Αυτή η συνειδητοποίηση εμπεριείχε το σπόρο για τη στροφή της γενιάς αυτής στο πολιτικό δίλημμα μεταξύ παραίτησης ή αντίδρασης. Την εξέλιξη αυτή συγκρατούσαν 2 παράγοντες.

Πρώτον, η υποστήριξη του οικογενειακού περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την κοινωνική ευμάρεια δημιουργούσαν ψευδαισθήσεις αισιοδοξίας ή έστω προσωρινού βολέματος στους νέους, που έβλεπαν ότι δύσκολα θα στέκονταν μόνοι στα πόδια τους. Αφού όμως η οικογενειακή υποστήριξη ήταν συχνά αρκετή για να εξασφαλίσει προσωρινά στο νέο άνθρωπο ένα επίπεδο ζωής κοντά σε αυτό που είχε συνηθίσει, η προοπτική της αντίδρασης ατονούσε.

Δεύτερον, η ύπαρξη των ιδεολογικών φραγμών (σε θεωρητικό, όπως θα εξηγηθεί παρακάτω, επίπεδο). Η γενιά των σημερινών 30ρηδων συνδύασε τα βιώματα από μια φαινομενικά «ισχυρή Ελλάδα» του τέλους των ’90s-αρχών των ’00s με τα ιδεολογήματα που κληρονόμησε από τους γονείς της. Αυτοί με τη σειρά τους σχημάτισαν τα δικά τους ιδεολογήματα ως συνδυασμό των εμφυλιακών εμπειριών των δικών τους γονιών με τα βιώματα της Χούντας, του Πολυτεχνείου και της αρχής της Μεταπολίτευσης. Αυτή η πυραμίδα στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων και η αναπαραγωγή του διπολικού προτύπου για την πολιτική οδήγησε στη δημιουργία εμποδίων στην κινητικότητα των ψηφοφόρων μεταξύ κομμάτων ή ευρύτερων πολιτικών χώρων. Αυτά τα εμπόδια σε μικρότερο μεν σημαντικό δε βαθμό χαρακτήρισαν την πολιτική συμπεριφορά και της Νέας Γενιάς, που παρότι συνειδητοποιούσε λογικά ότι οι διαχωρισμοί μεταξύ των κομμάτων έτειναν να εξαλειφθούν, πάνω από την κάλπη λειτουργούσε συχνά με τα σύνδρομα των πατεράδων της.

Η πρόσφατη οικονομική κρίση όμως κλόνισε την άποψη περί διαχωρισμών. Δημιούργησε την εντύπωση ότι το θεωρητικό δίπολο μεταξύ δεξιάς-αριστεράς δεν υπάρχει πλέον και ότι αντικαταστάθηκε από σύγχρονα δίπολα τύπου Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο και Συμπόρευση-Αντίδραση. Ταυτόχρονα, η κρίση αποδυνάμωσε και την οικογενειακή στήριξη, αφαιρώντας άλλο ένα παράγοντα από την εξίσωση που χαρακτήριζε την πολιτική συμπεριφορά των νέων, που με τρόμο σήμερα συνειδητοποιούν πόσο γυμνή είναι η θέση τους σε μια πολύ διαφορετική κοινωνία από αυτή όπου μεγάλωσαν. Που νιώθουν να διαλύεται η ψευδαίσθηση πως θα ζήσουν ακόμα καλύτερα ή τουλάχιστον εξίσου καλά με τους γονείς τους. Έτσι, καθώς νιώθουν το σύμπαν στο οποίο είχαν αρχίσει να ανδρώνονται να καταρρέει και βιώνουν ένα άνευ προηγουμένου για τα δεδομένα τους τραυματικό σοκ, απελπισμένοι φωνάζουν: «Οι ιδεολογίες πέθαναν».

Αφού πια δεν υπάρχουν ιδεολογίες, παύουν πλέον να υπάρχουν η πόλωση και τα ταμπού που εμπόδιζαν την κινητικότητα των ψηφοφόρων, κατέληγαν στη συγκέντρωση τους στο δικομματισμό και συγκρατούσαν την αντίδραση ιδίως της Νέας Γενιάς.

Προς ένα Νέο Πολιτικό Status Quo

Η αποδυνάμωση αυτού του φραγμού εξηγεί πρόσφατα φαινόμενα όπως η ενίσχυση ακραίων και λαϊκιστικών σχηματισμών με μόνο πολιτικό σύνθημα την αντίδραση στην πραγματικότητα. Αν η κατάσταση συνεχιστεί –και δεδομένου ότι οι συνθήκες που τη δημιούργησαν δεν φαίνεται να υποχωρούν μεσοπρόθεσμα-, αυτή η ρευστότητα θα αποκρυσταλλωθεί σε ένα νέο πολιτικό status quo.

Βέβαια, η εδραίωση ενός νέου πολιτικού status quo δεν είναι προς αποφυγή. Με βάση δε τα πρόσφατα βιώματα της γενιάς που σήμερα ανδρώνεται, είναι αυτονόητη. Το θέμα είναι με τι όρους θα διαμορφωθεί αυτό το «νέο» που όλοι φαίνονται να ψάχνουν και να περιμένουν. Κάποια στιγμή η σημερινή Νέα Γενιά θα ξανασυγκεντρωθεί γύρω από κάποια πολιτική αφήγηση, ένα νέο ιδεολόγημα, κάποια πολιτική πρόταση ή κάποιο νέο δίπολο. Αυτή η διαδικασία μόλις άρχισε. Όταν ολοκληρωθεί, θα χαρακτηρίσει το πολιτικό σκηνικό και τη μορφή της Χώρας για τα επόμενα 20-30 χρόνια. Τουλάχιστον.

Όπως έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά, ο σχηματισμός μιας νέας πολιτικής κατάστασης ξεκινά από την ανάγκη απάντησης των αιτιών που οδήγησαν την κοινωνία στο προηγούμενο αδιέξοδο. Αυτή η προσπάθεια θα βασιστεί σε μια –ορθή ή εσφαλμένη- διάγνωση των αιτιών. Και εδώ είναι που χρειάζεται η μεγαλύτερη προσοχή. Αν η διάγνωση είναι λάθος, ο νέος ιδεολογικός πυρήνας θα είναι στρεβλός και οι όποιες λύσεις θα οδηγήσουν σύντομα σε νέο (χειρότερο) αδιέξοδο.

Καθώς η νέα πολιτική εποχή που αρχίζει σήμερα να διαμορφώνεται, στηρίζεται στην παραδοχή του θανάτου των (μεταπολιτευτικών) πολιτικών αφηγήσεων (άρα και του ιδεολογικοφανούς διπολισμού, άρα της ίδιας της Μεταπολίτευσης), αξίζει να αναρωτηθούμε: Έχουν όντως πεθάνει οι Μεταπολιτευτικές «ιδεολογίες»; Αν ναι, μήπως είχαν πεθάνει πολύ νωρίτερα και απλώς τώρα το συνειδητοποιήσαμε, αφυπνισμένοι καθυστερημένα από την οικονομική κρίση;

Πότε Πέθαναν τα Μεταπολιτευτικά Ιδεολογήματα;

Για να απαντήσουμε αυτό το ερώτημα, καταρχάς πρέπει να δεχτούμε ότι τα ιδεολογήματα ήταν κάποτε «ζωντανά». Αυτό δεν σημαίνει ότι οι συγκεκριμένες πολιτικές αφηγήσεις και οι υπηρέτες τους ήταν ή δεν ήταν ειλικρινείς και ανταποκρινόμενες στο ίσως ρομαντικό υπόβαθρο που κάποιοι θιασώτες τους κάποτε πίστευαν. Σημαίνει απλά ότι κάποτε μπορούσαν να επηρεάσουν όντως τον κόσμο προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Υπό αυτή την έννοια, φυσικά και οι κρατούσες πολιτικές αφηγήσεις, όπως εκφράζονταν από το διπολισμό Αριστεράς-Δεξιάς της δεκαετίας του 1980 ήταν ισχυρές. Προφανώς διαστρεβλώθηκαν και έτυχαν εκμετάλλευσης από καιροσκόπους πολιτικούς. Όμως και πάλι: Έπειθαν. Είτε από ειλικρινή πεποίθηση είτε από συμφέρον. Είτε συνηθέστερα από συνδυασμό και των δύο.

Καθώς όμως, το φορτισμένο συνειδησιακό υπόβαθρο των πρώτων ετών μετά τη Δικτατορία έφθινε, καθώς η σύγχρονη Δημοκρατία μετατρεπόταν από ζητούμενο της Μεταπολίτευσης σε δεδομένο και καθώς η παγίωση της θεράπευσε τις συνέπειες του εθνικού διχασμού και της μετεμφυλιακής περιόδου (που ακόμα μέχρι και πριν 20 χρόνια ήταν ορατές στην Ελληνική κοινωνία), ο ιδεολογικός πυρήνας αυτής της περιόδου είχε αρχίσει πια να χάνει τη δυναμική του. Κυρίως, γιατί εκπλήρωσε τους βασικούς του στόχους. Σε δεύτερο επίπεδο, γιατί απέδειξε ότι δεν θα εκπλήρωνε ποτέ τους δευτερεύοντες σκοπούς του. Η δε κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού σήμανε την κατάργηση ιδεολογικών διαχωρισμών δεκαετιών και παγκοσμίου βεληνεκούς και ταυτόχρονα, σε συνδυασμό με τις ραγδαίες τεχνολογικές εξελίξεις, σηματοδότησε την έναρξη μιας άνευ προηγουμένου οικονομικής και πολιτισμικής παγκοσμιοποίησης.

Υπήρχε όμως και ένας ακόμα παράγοντας. Η ένταξη της Χώρας στην τότε ΕΟΚ έφερε μαζί της μια πρωτόγνωρη διάχυση πλούτου στη μέχρι τότε λίγο-πολύ στερημένη Ελληνική κοινωνία. Για πρώτη φορά στην ιστορία του Νεοελληνικού Κράτους, κάθε Έλληνας δεν ήξερε μόνο ότι ζει σε μια σύγχρονου τύπου Δημοκρατία (με τα καλά και τα κακά της, πάντως με κατοχυρωμένα σε μεγάλο βαθμό τα βασικά ατομικά δικαιώματα).

Αλλά είχε τη δυνατότητα να αξιώσει και κοινωνική και οικονομική ανέλιξη. Και, ομολογουμένως, με αρκετά λιγότερο κόπο και στερήσεις από ό,τι οι δικοί του γονείς. Τα χρήματα που ξαφνικά κατέκλυσαν τη Χώρα, ενισχύθηκαν από τις εισροές του δημόσιου δανεισμού και αργότερα της έλευσης επενδύσεων εν όψει ένταξης στην ΟΝΕ. Τις συνέπειες της περιόδου του 1999, όταν όλοι νόμισαν ότι μπορούν να γίνουν πλούσιοι, «καμούφλαραν» η προοπτική των Ολυμπιακών Αγώνων και η αλματώδης και επίσης πρωτόγνωρη για τα Ελληνικά δεδομένα διόγκωση της τραπεζικής ρευστότητας, που χαρακτήρισε ιδίως τα έτη 2000-2007.

Αυτό είναι το περιβάλλον όπου μεγάλωσε η σημερινή Νέα Γενιά. Ένα περιβάλλον κοσμογονικών κοινωνικών, πολιτικών, οικονομικών και τεχνολογικών αλλαγών σε διεθνές επίπεδο και διόγκωσης μιας εθνικής ανάπτυξης-φούσκας (όπως τελικά αποδείχθηκε). Ένα περιβάλλον όμως που χαρακτηρίστηκε από στασιμότητα όσον αφορά την Ελληνική πολιτική σκηνή. Με τους ανταγωνισμούς του μεταπολιτευτικού δικομματισμού να συνεχίζουν να διαδραματίζονται με όρους ‘80s, την πολιτική συνθηματολογία καθηλωμένη σε κούφια πλέον απολιθώματα της εποχής της γενιάς του Πολυτεχνείου και τους κανόνες του πολιτικού παιχνιδιού να εξακολουθούν να διέπονται από την παραδοσιακή κοτζαμπάσικη-ρουσφετολογική-κομματαρχική νοοτροπία του 19ου αιώνα στη «νέα» μεταπολιτευτική της εκδοχή.

Αλήθεια, πόσο γελοίο φαντάζει σήμερα, ότι μέχρι πριν 3 χρόνια, στην εποχή του διαδικτύου, των παγκοσμιοποιημένων αγορών και της  καινοτομίας, το όνειρο πολλών νέων Ελλήνων (μορφωμένων συχνά σε Ευρωπαϊκά ή –φαινομενικά- ευρωπαϊκών προδιαγραφών Πανεπιστήμια) ήταν ο… διορισμός στο Δημόσιο. Αυτό και μόνο δείχνει τη σχέση του Μεταπολιτευτικού κοινωνικοπολιτικού μοντέλου με τις σύγχρονες εξελίξεις.

Παρότι λοιπόν η Ελλάδα είχε εξελιχθεί φαινομενικά σε ένα σύγχρονο Ευρωπαϊκό Κράτος, πολιτικά βρισκόταν προσηλωμένη στην οπισθοδρόμηση. Ο διάχυτος καταναλωτισμός, η τεχνητή ευμάρεια και η αναπόφευκτη –λόγω και της διατήρησης ξεπερασμένων πολιτικών δομών- διαφθορά, έριξαν τη χαριστική βολή στα ιδεολογικά κατασκευάσματα μιας εποχής που έλκει τις ρίζες της στα αδιέξοδα της δικτατορίας και του μετεμφυλιακού Κράτος. Και εμπεριέχει έως και τα συμπλέγματα προπολεμικών διαχωρισμών, κάτι εύκολα παρατηρήσιμο ιδίως σε πολιτικές συμπεριφορές σε τμήματα της Ελληνικής επαρχίας.

Το μεταπολιτευτικό μοντέλο ήταν λοιπόν ούτως ή άλλως χρεοκοπημένο πολύ πριν την πρόσφατη κρίση. Σε μεγάλο βαθμό είχε ήδη ολοκληρώσει τον ιστορικό του κύκλο, εδώ και δύο δεκαετίες, όταν οι κύριοι αντικειμενικοί στόχοι του είχαν επιτευχθεί, οι προδικτατορικές αδικίες είχαν αποκατασταθεί, η Δημοκρατία είχε αναντίστρεπτα εδραιωθεί και οι ψυχροπολεμικές αντιπαραθέσεις εξαφανίζονταν παγκοσμίως δίνοντας θέση σε μια Νέα Εποχή με πολύ διαφορετικά πολιτικά δεδομένα. Και θα αναρωτηθεί κάποιος: Γιατί αυτό το μοντέλο διατηρήθηκε μέχρι τώρα; Αφενός γιατί συνέφερε ισχυρά τμήματα της Ελληνικής κοινωνίας. Αφετέρου γιατί η «εύκολη ευμάρεια» κάλυψε πως το μοντέλο είχε ξεπεραστεί από τις εξελίξεις.

Η πτώση του Μεταπολιτευτικού μοντέλου σήμανε το κλείσιμο ενός ακόμη Πολιτικού Μεγακύκλου για τη Χώρα και το ξεκίνημα ενός νέου.

Η Επώδυνη Συνειδητοποίηση

Οι «ιδεολογίες» ήταν λοιπόν ήδη νεκρές. Το μόνο που έλειπε από την Ελληνική κοινωνία ήταν το ισχυρό σοκ, για να συνειδητοποιήσει την ανάγκη μετάβασης σε κάτι νέο. Ή μάλλον ότι η μετάβαση είχε ήδη γίνει και η ίδια απλά δεν το είχε καταλάβει.

Το σοκ ήρθε μόλις πρόσφατα. Η σημερινή Νέα Γενιά, μεγαλωμένη σε ένα τόσο αντιφατικό και ανεπαρκές για τις σημερινές προκλήσεις περιβάλλον, συνειδητοποιεί εντελώς ετεροχρονισμένα πως όλα όσα της έμαθαν να πιστεύει είναι νεκρά. Και τώρα στρέφεται πανικόβλητη είτε στην αγκαλιά εύκολων λύσεων που ηχούν όμορφα είτε στην παραίτηση και την οριστική φυγή.

Πρέπει όμως να συνειδητοποιήσει ότι οι μεταπολιτευτικές πολιτικές αφηγήσεις δεν «πέθαναν» τώρα. Πρέπει να καταλάβει τους πραγματικούς λόγους που τις «σκότωσαν». Αλλιώς δεν θα συνειδητοποιήσει τη φύση και τις παραμέτρους του αδιεξόδου, που υπήρχε δίπλα μας εδώ και καιρό και δεν το βλέπαμε. Ή θα εγκλωβιστεί σε ανούσια ψευτοδιλήμματα τύπου Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο. Ή ακόμα θα εξαπατηθεί και πάλι με φρούδες ελπίδες και ανέξοδες υποσχέσεις.

Αν λοιπόν ταυτοποιήσει εσφαλμένα το αδιέξοδο, τότε ο πολιτικός διάλογος που μορφοποιείται σήμερα θα είναι κι αυτός νεκρός εν τη γενέσει και όποιες λύσεις επιλεγούν –και ως επί το πλείστον φοβικές, λαϊκιστικές, εκδικητικές, τιμωρητικές ή ακόμα και «αναχωρητικές»- θα οδηγήσουν σε εφιαλτικά αποτελέσματα.

Γιατί απλά η Ελλάδα αντί να κάνει γρήγορα τα βήματα για να καλύψει το χαμένο έδαφος θα οπισθοδρομήσει ακόμα περισσότερο. Θα βυθιστεί σε κοινωνική και πολιτική τελμάτωση. Και αυτή τη φορά δεν θα υπάρχουν ούτε κοινοτικές επιδοτήσεις ούτε δανεικά, για να συντηρήσουν το «παραμύθι». Απλά θα αναλωθεί το μέλλον και της επόμενης γενιάς.

Η Νέα Γενιά σήμερα, με αφορμή και τις επερχόμενες εκλογές, βρίσκεται μπροστά σε μια διπλή συνειδητοποίηση: Όχι απλά ότι τα ιδεολογήματα τα οποία έμαθε να την ορίζουν είναι νεκρά προ πολλού. Αλλά και ότι πρέπει άμεσα να σχηματιστεί ένας νέος ιδεολογικός πυρήνας που θα καθορίσει το δύσκολο αγώνα του σήμερα.

Η Πρόκληση

Αυτός ο αγώνας θα έχει ως βασικό του στοίχημα να βρει επαφή η Χώρα με τη σύγχρονη παγκόσμια πραγματικότητα.

Η απαρχή για αυτό τον αγώνα βρίσκεται στην αναγνώριση ότι σε αυτές τις εκλογές και αργότερα στις πολιτικές και κοινωνικές ζυμώσεις που θα ακολουθήσουν, δεν αντιμετωπίζουμε το παρελθόν ή το παρόν. Αλλά το μέλλον. Αυτός ο δρόμος βέβαια, φυσικά και διέρχεται και μέσα από την τιμωρία και την απόδοση ευθυνών. Αλλά δεν πρέπει να σταθεί κοντόφθαλμα μόνο εκεί. Πρέπει να καταλήξει στο ζητούμενο. Στο νέο ουσιαστικό πολιτικό δίλημμα-πρόκληση που θα τη σημαδέψει. Το ποιο θα είναι αυτό το δίλημμα δεν μπορούμε βέβαια να το ξέρουμε σήμερα. Όπως και την εποχή που η στόχευση της Μεγάλης Ιδέας έφτανε στο τέλος της, δεν θα μπορούσε κάποιος να ξέρει το επερχόμενο δίλημμα μεταξύ Δεξιάς και Αριστεράς, παρά μόνο το νέο εθνικό στόχο της παγίωσης και ανάπτυξης του Ελληνικού Κράτους.

Έτσι και σήμερα, το πρώτο που πρέπει να γίνει είναι να μορφοποιήσουμε το νέο μεγάλο και μακροπρόθεσμο πολιτικό μας στόχο. Και αυτός δεν αφορά στο «πως θα βγούμε από την κρίση». Αλλά στο «πως σε 20 χρόνια από σήμερα θα είμαστε ένα αναπτυγμένο κοινωνικά, πολιτικά και οικονομικά Κράτος». Με τι είδους νοοτροπίες, πολιτικά ήθη, κοινωνικές παραμέτρους, οικονομικό μοντέλο, εθνικό στρατηγικό προσανατολισμό, θεσμούς και πολιτικούς. Και πρέπει να υπογραμμιστεί: όχι αύριο, αλλά σε 20 χρόνια. Πάνω σε αυτό το στόχο θα μορφοποιηθούν τα νέα πολιτικά διλήμματα του αύριο.

Η σημερινή κρατούσα γενιά δύσκολα θα δείξει την απαιτούμενη υπομονή για τη χάραξη της μακροπρόθεσμης πορείας της Χώρας, ίσως μάλιστα και εις βάρος των ίδιων της των συμφερόντων. Είναι εξάλλου δύσκολο να ξεφύγει κανείς από το επώδυνο σήμερα και το επίφοβο αύριο, για να κοιτάξει προς το αβέβαιο μακρινό μέλλον. Αυτό το μέλλον όμως είναι και το μόνο που μπορεί ακόμα να διαμορφωθεί από την απόφασή μας.

Η σημερινή Νέα Γενιά, που τόσο δοκιμάζεται, είναι η μόνη που έχει τη δυνατότητα (άρα και την ευθύνη), έστω και με περιορισμένα εφόδια, να παλέψει για να επαναπροσδιορίσει από μηδενική βάση τα πάντα. Η όποια επιλογή της πρέπει να κατατείνει στην εξαρχής δόμηση μιας Νέας Κοινωνίας, με γνώμονα περισσότερο τα δικά της παιδιά παρά τον ίδιο της τον εαυτό. Αυτή η δόμηση δεν περνά μέσα από πρόσκαιρα ψευδοδιλλήματα και έτοιμες συνταγές.

Περνά μέσα από την έμπρακτη συμμετοχή στα κοινά και τη μη παραίτηση από τις προκλήσεις των νέων δεδομένων.

Περνά μέσα από την ατομική και συλλογική αυτοκριτική και την αποδοχή της παρούσας κατάστασης ως μια πραγματικότητα που πρέπει να κοπιάσουμε για να βελτιωθεί και εν τέλει να ανατραπεί.

Περνά μέσα από την έμπρακτη, μαζική και συντεταγμένη –και όχι μέσω ακροτήτων- αποδοκιμασία όχι μόνο των προσώπων, αλλά και των πρακτικών που μας έφεραν ως εδώ. Τι σημασία έχει η διαμαρτυρία που συγκαλύπτει την εμμονή στις παλιές πρακτικές;

Περνά μέσα από την απαξίωση των φθαρμένων ιδανικών του χθες: της επιδειξιμανίας, του καταναλωτισμού, του εύκολου χρήματος, των ακόμη πιο εύκολων λύσεων, του βολέματος και της ευνοιοκρατίας.

Περνά μέσα από τη διαρκή πίεση για τον εκσυγχρονισμό των θεσμών της Χώρας και του πολιτικού της συστήματος.

Περνά μέσα από τον απόλυτο σεβασμό προς τους νόμους και τους κανόνες και την αντίθεση σε κάθε προσπάθεια καταστρατήγησής τους.

Περνά μέσα από την έμπρακτη εμπιστοσύνη προς σχηματισμούς, πρόσωπα, νοοτροπίες και ιδέες που σηματοδοτούν την αλλαγή της Χώρας σε κάθε επίπεδο.

Περνά μέσα από τη συλλογική και θεσμική μάθηση από τα πετυχημένα καλά πρότυπα άλλων Χωρών και την ενσωμάτωση αξιών και πρακτικών του πολιτικά και οικονομικά αναπτυγμένου κόσμου.

Για να επιτευχθούν αυτά δεν αρκεί απλά η Νέα Γενιά να αντιληφθεί το αυτονόητο: ότι οι χθεσινές ιδεολογίες είναι νεκρές. Αλλά ότι είναι άμεση ανάγκη να γεννηθούν νέες δυναμικές πολιτικές αφηγήσεις. Τώρα φτιάχνεται το στόρυ του νέου Πολιτικού Μεγακύκλου.

* Ο Μιχάλης Διαθεσόπουλος είναι Δικηγόρος LLM, MBA, υποψήφιος Διδάκτωρ στο Πανεπιστήμιο του Tilburg και μέλος του επιστημονικού συμβουλίου της G700.


ΕΔΩ μπορείτε να διαβάσετε τη διακήρυξη θέσεων της G700 για τις Εκλογές του 2012.

Thursday, April 5, 2012

Ντροπολογιών συνέχεια...

Από το Forward Greece Today
3 - 4 - 2012

Η διαχρονική πρακτική Υπουργών και βουλευτών με τις μεταμεσονύκτιες τροπολογίες δεν μας εκπλήσσει. Είναι ακόλουθη της κουλτούρας και του πολιτικού παραδείγματος της πλειοψηφίας των εκπροσώπων μας. Έτσι έμαθαν όλα αυτά τα χρόνια. Το γεγονός ότι χρεοκοπήσαμε πολιτικά και βρισκόμαστε ακόμα στο χείλος μιας ανείπωτης οικονομικής καταστροφής δεν τους λέει και πολλά.

Ολόκληρη η ανακοίνωση του Forward Greece Today στην ιστοσελίδα τους στο facebook.

Monday, April 2, 2012

Η διακριτική γοητεία των αντιφάσεων ή αλλιώς….. μάθετε να χτίζετε

Οι αντιφάσεις και οι αντινομίες που διατυπώνονται στο δημόσιο πολιτικό διάλογο είναι αξιοσημείωτες. Τις περισσότερες φορές, όταν και είναι προδήλως αντιληπτές, εξηγούνται ως η αναπόφευκτη, γενετική αδυναμία του ιδεοληπτικού πολιτικού λόγου. Ωστόσο, δεν είναι καθόλου απροσδόκητο να ενδημούν και στον πολιτικό λόγο που -κατά τα φαινόμενα- εμφανίζεται ως απροκατάληπτος και προοδευτικός. Τότε, είναι περισσότερο αφανείς, δυσδιάκριτες και συνήθως κρύβονται πίσω από γοητευτικά και ελκυστικά πολιτικά συνθήματα.

Δείτε για παράδειγμα το αίτημα για την δημιουργία ενός νέου οικονομικού μοντέλου. Το πρόταγμα για την παραγωγική αναδιάρθρωση της χώρας διατυπώνεται από ένα ευρύ φάσμα πολιτικών σχηματισμών, ακόμα και μερικών που κατά την τρέχουσα -ανοήτως κατασκευασμένη- πολιτική τυπολογία τοποθετούνται στον αντιμνημονιακό πόλο. Αλήθεια, υπάρχει πολιτικός διάλογος για το τι σημαίνει «Νέο Παραγωγικό Μοντέλο»; Οι περισσότεροι επιμένουν στον επικοινωνιακό πληθωρισμό ενός συνθήματος που απλώς ακούγεται ωραίο, ενώ κάποιοι άλλοι υπαινίσσονται ένα «άλλο ελληνικό κράτος-πατερούλη που είναι εφικτό!» και που με πενταετή πλάνα ανάπτυξης και εθνικά στρατηγικά σχέδια (sic) θα προσφέρει την πολυπόθητη ανασυγκρότηση και ανάπτυξη. Ακόμα και κάποιοι -που παριστάνουν; - τους προοδευτικούς μεταρρυθμιστές και που δείχνουν να αντιλαμβάνονται ότι η παραγωγική αναδιάρθρωση σημαίνει δομικούς μετασχηματισμούς στο κράτος και στην οικονομία, με σχετική ευκολία και πάντως δίχως περαιτέρω εξηγήσεις οδύρονται δημόσια για το κλείσιμο εμπορικών καταστημάτων, για το «τέλος» φθινόντων, μη ανταγωνιστικών οικονομικών κλάδων, για τη μείωση του ανθρώπινου δυναμικού που εργάζεται στο δημόσιο τομέα, για τη γεφύρωση του χάσματος μεταξύ αγοράς και πανεπιστημίου.

Ένα ακόμα ενδεικτικό παράδειγμα είναι το σχεδόν καθολικό αίτημα για εκσυγχρονισμό και αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής στη βάση ενός ολοκληρωμένου επιχειρηματικού δικτύου αγοράς που θα συνενώνει με αποτελεσματικό τρόπο τους διαφορετικούς κρίκους της αλυσίδας προστιθέμενης αξίας (παραγωγή, συσκευασία, τυποποίηση, μεταποίηση, διανομή, πώληση, εξαγωγές). Αλήθεια, πώς συμβιβάζεται αυτή η πολιτική και οικονομική πρόταση με την θέση περί της αναγκαιότητας εξάπλωσης της πρακτικής της απ’ ευθείας πώλησης προϊόντων από τον παραγωγό στον καταναλωτή; Οι υπαρκτές δυσλειτουργίες της ελληνικής αγοράς έχουν οδηγήσει στο τεράστιο άλμα πολιτικής όπου ο υποτιμητικός τίτλος «μεσάζοντες» είναι ικανός να χωρέσει όλα τα ενδιάμεσα στάδια μεταξύ παραγωγής και πώλησης. Κάπως έτσι, στο δημόσιο διάλογο, στα media, στην τοπική αυτοδιοίκηση έχει εντυπωθεί ο αντιφατικός συμβιβασμός μεταξύ της πολιτικής πρότασης για ένα νέο παραγωγικό μοντέλο στη γεωργία και της ενθάρρυνσης του «κινήματος της πατάτας».

Δείτε και μερικά άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιου τύπου αντιφάσεων στον πολιτικό λόγο και στην πολιτική συμπεριφορά. Ολόκληρο το πολιτικό σύστημα ομνύει στην ανάγκη να επενδύσουμε στη νέα γενιά ως το μεγαλύτερο συγκριτικό πλεονέκτημα σε συνθήκες έντονης δημογραφικής ανισορροπίας. Την ίδια στιγμή, υπό την πλάνη ότι οι δημόσιοι πόροι είναι απεριόριστοι και ότι στην οικονομία δεν υπάρχουν σχέσεις ανταλλαγής (trade-offs), το ίδιο πολιτικό σύστημα με τη διαμεσολάβηση των media επιμένει σε μία ιδιότυπη συνταξιολαγνεία. Πόσοι, άραγε, παραξενεύτηκαν όταν οι πολιτικοί αρχηγοί μετά το τέλος μίας συνάντησής τους με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας πριν λίγους μήνες, δήλωσαν ότι συζητούσαν επί επταώρου για τις επικουρικές συντάξεις, ενώ την ίδια στιγμή κατόρθωσαν να χωρέσουν στις πολιτικές τους δηλώσεις και το ζήτημα της ανεργίας των νέων; Υποθέτουμε, όχι πολλοί. Είναι εκείνοι, τέλος πάντων, που καταλαβαίνουν ότι κάτι δεν πάει καλά όταν κάποιος δηλώνει ότι απεχθάνεται τον λαϊκισμό, αλλά την ίδια στιγμή κάθε πρόταση του αρχίζει ή τελειώνει με το «αυτό που θέλει ο ελληνικός λαός είναι….» , δείχνοντας τεράστια αυτοπεποίθηση υποδυόμενος έναν ακόμα αυθεντικό εκφραστή της κοινωνίας.

Δείτε και αυτό που συμβαίνει τελευταία με την πνευματική ελίτ του τόπου και τους ηγέτες (;) των πανεπιστημίων. Έχουν γράψει χιλιόμετρα ολόκληρα με άρθρα, δημόσιες παρεμβάσεις και πολιτικές διακηρύξεις φερόμενοι να γνωρίζουν ακριβώς τι χρειάζεται να γίνει στη χώρα για να σωθεί, αλλά κατά ένα περίεργο τρόπο εμφανίζουν μία απίστευτη δυστοκία να εφαρμόσουν ένα νόμο στο δικό τους πεδίο.

Οι αντιφάσεις στον πολιτικό λόγο έχουν βαθιές ρίζες στην πολιτική συμπεριφορά. Άλλωστε, η ίδια η πορεία της μεταπολίτευσης μπορεί να ιδωθεί υπό το πρίσμα μίας διαλεκτικής των αντιφάσεων.
  • Την ίδια στιγμή που εδραιώνεται η Δημοκρατία και ένας σύγχρονος συνταγματικός πολιτισμός, γιγαντώνεται το πελατειακό κράτος του παρασιτισμού και της ανομίας.
  • Ο πολιτισμός δικαιωμάτων συμβιώνει με ένα ατροφικό πολιτισμό υποχρεώσεων.
  • Ο εκδημοκρατισμός των κοινωνικών θεσμών (οργανώσεις της εργασίας, πανεπιστήμια) παράγει εκτρωματικές, τυραννικές μειοψηφίες.
  • Η θεμελίωση του κοινωνικού κράτους και των κοινωνικών δικαιωμάτων συνυπάρχουν με άνισα προνόμια, ανισότητες και κραυγαλέες αδικίες, αλλά και χυδαία διαφθορά.
  • Η επιλογή υιοθέτησης του κοινού νομίσματος συμβαδίζει με τη θεσμική υποστήριξη μίας αντιπαραγωγικής, δανειοτραφούς οικονομίας.
Δεν υπάρχει προοδευτικός λόγος με ουσιαστικό νόημα και περιεχόμενο αν δεν μπορεί να ανιχνεύει, να αποφεύγει και να «θεραπεύει» τέτοιες αντιφάσεις και αντινομίες στο δημόσιο πολιτικό διάλογο.

Πρόκειται για μία θεμελιώδη αδυναμία που έχει στερήσει στον προοδευτικό χώρο να εξοπλιστεί με μία «μεταρρυθμιστική τεχνολογία» που περιλαμβάνει λόγο, διαπραγμάτευση, πολιτική πρακτική και δράση που απαντούν με θεωρητική και εμπειρική τεκμηρίωση στο γιατί, στο πότε και στο πώς κάθε αλλαγής και μπορούν να προωθούν μεταρρυθμίσεις με αποτελεσματικό και κοινωνικά δίκαιο τρόπο. Για τις προοδευτικές δυνάμεις η απόκτηση «μεταρρυθμιστικής τεχνολογίας» απαιτεί μία ιστορική παραχώρηση, μία πολιτική «υποβάθμιση» που προϋποθέτει το πέρασμα από τα μεγάλα οράματα στις συγκεκριμένες επιτυχίες, γεγονός που με τη σειρά του προϋποθέτει την αναγνώριση της ανάγκης ότι σήμερα δεν χρειαζόμαστε τους μεγάλους αρχιτέκτονες της πολιτικής, αλλά πολλούς και καλούς μηχανικούς και χτίστες….

Monday, March 26, 2012

Η πολιτική a la carte είναι εδώ

Σχόλιο Forward Greece Today
21 / 3/ 2012

Η πολιτική a la carte είναι εδώ. Υπάρχουν βουλευτές που υπερψηφίζουν τη δανειακή σύμβαση, αλλά απορρίπτουν τους εφαρμοστικούς νόμους ή κάποιες διατάξεις τους. Άλλοι κρύβονται πίσω από την αντιμνημονιακή ρητορεία, αλλά υπερψηφίζουν τους εφαρμοστικούς νόμους για να εξασφαλίσουν μια θέση στο κομματικό ψηφοδέλτιο. Ενώ χρειαζόμαστε από τους πολιτικούς αρχηγούς και τους βουλευτές υπευθυνότητα, αλήθεια και σκληρή δουλειά, επιλέγουν και πάλι τη μικροπολιτική και την ψηφοθηρία.

Sunday, November 13, 2011

A lesson from Greece in the value of democracy

By Dimitris Gouglas and James Hannah*
Social Europe Journal

Whatever the calculations behind it, regardless of whether it would have ever happened, the call for a Greek referendum on the EU agreement of 26th October put important issues on the public agenda that should not be overlooked. Whilst it remains to be seen how, if at all, these issues will be addressed by leaders in the future, George Papandreou leaves the Prime Ministerial office of Greece to make way for the agreement’s implementation under a new government of national unity. He leaves behind an important set of questions to answer at the start of a new global economic and political era.

Read the full article in SEJ.

*Dimitri Gouglas is research associate at Policy Cures and founding member of G700. James Hannah is associate at the Global Policy Institute.



Friday, November 4, 2011

Εθνικό Στριπτίζ με αφορμή την πρόταση για Δημοψήφισμα

Τον Ιούλιο του 2011, με αφορμή την πολιτική αστάθεια που δημιούργησε η διαδικασία ψήφισης του Μεσοπρόθεσμου Σχεδίου Δημοσιονομικής Προσαρμογής, υποστηρίξαμε ότι πρέπει να πάμε σε εκλογές με στόχο τον επαναπροσδιορισμό των πολιτικών γραμμών και του πολιτικού πλαισίου διαχείρισης της κρίσης. Όχι στον επίπλαστο άξονα ΠαΣοΚ – ΝΔ, αλλά στον ουσιωδέστερο άξονα προς τα πού θέλουμε να πάει η χώρα τα επόμενα χρόνια. Θέλουμε μια χώρα σύγχρονη κι ευρωπαϊκή ή θέλουμε να παραμείνουμε υβρίδιο μεταξύ Ευρώπης, Βαλκανίων και Ανατολίας;

Μέσω των εκλογών ο πολιτικός κόσμος θα αναγκαζόταν να αντιληφθεί και να εκθέσει τα υπέρ και τα κατά της κάθε επιλογής στο λαό. Ο λαός θα έπαιρνε επιτέλους κι αυτός, την ευθύνη της ενημέρωσής του! Τα νέα, απαλλαγμένα από βαρίδια και ιδεολογήματα της προ-κρίσης εποχής, κόμματα εξουσίας θα ήσαν οι μόνοι φορείς που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια νέα πολιτική και κοινωνική σταθερότητα απαραίτητη για να πάμε παρακάτω. Θα υπήρχε η δυνατότητα για έναν πολιτικό μετασχηματισμό.

Ειδικά για την πιθανότητα δημοψηφίσματος, είχαμε μιλήσει με σκληρά λόγια. Λέγαμε τότε, ότι οι παραπάνω αποφάσεις δεν μπορεί να ληφθούν μέσα από το υπεραπλουστευτικό δίλημμα ενός δημοψηφίσματος.

Έκτοτε μεσολάβησαν:

- ένας κυβερνητικός ανασχηματισμός που βραχυπρόθεσμα αύξησε την ικανότητα πολιτικής διαχείρισης της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ, όμως πλέον εξάντλησε κι αυτός τη δυναμική του

- η απόφαση της 21ης Ιουλίου, που αρχικά κρίθηκε θετική και λυτρωτική, όμως μέχρι το Σεπτέμβριο είχε πλέον απαξιωθεί διεθνώς ως ελλιπής στο σκέλος του χρέους, τόσο από τις αγορές, όσο και τους ευρωπαίους εταίρους

- η αποτυχημένη απόπειρα Βενιζέλου να χαλαρώσει τους δημοσιονομικούς στόχους του Μνημονίου επικαλούμενος την ύφεση με αποτέλεσμα την φυγή της Τρόικα και την απαξίωση της Ελλάδας στο εξωτερικό

- η ακόλουθη μάχη Σεπτεμβρίου – Οκτωβρίου για την έκτη δόση, η οποία κλιμακώθηκε στην πρόσφατη ψήφιση νέων σκληρών μέτρων λιτότητας σε φόντο έντονης και μαζικής κοινωνικής αντίδρασης και σκληρής αντιπολίτευσης

- το βάθεμα της διάρρηξη της εμπιστοσύνης των πολιτών στους πολιτικούς και τους θεσμούς, όπως αυτή εκφράστηκε στις κοινωνικές αντιδράσεις με αφορμή την παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου.

Με απλά λόγια, αν εξαιρέσει κανείς τον μήνα Αύγουστο, από τα τέλη Ιουνίου μέχρι σήμερα οι πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες παρέμειναν εξίσου τρικυμιώδεις και ασταθείς, ενώ παράλληλα ενισχύθηκε στη χώρα η τάση αποσύνθεσης της κοινωνικής συνοχής.

Με μία μόνο διαφορά. Την ευρωπαϊκή απόφαση κορυφής της 27ης Οκτωβρίου 2011.
Πρόκειται για μια ιστορική ευρωπαϊκή απόφαση, η οποία προδιαγράφει τη διαδρομή της Ελλάδας τα επόμενα δέκα χρόνια:

- προβλέπει την ελάφρυνση του χρέους προς ιδιώτες κατά 100 δις ευρώ, χωρίς τις συνέπειες μιας ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας

- διασφαλίζει τη χρηματοδότηση της οικονομίας χωρίς ανάγκη προσφυγής στις αγορές

- δεσμεύει τη χώρα σ’ ένα πολυετές πρόγραμμα παραγωγικής αναδιάρθρωσης, επίπονο που οδηγεί σε εσωτερική ανακατανομή οικονομικής και κατά συνέπεια πολιτικής ισχύος

- σφίγγει την ευρωπαϊκή επιτήρηση πάνω από το πολιτικό σύστημα

- αναδιαρθρώνει βίαια το τραπεζικό σύστημα, οδηγώντας σε διάρρηξη των παραδοσιακών δεσμών του με τους πάσης φύσεως ευνοημένους του ελληνικού παρεοκρατικού καπιταλισμού

- συναρτά το βιοτικό επίπεδο από παραγωγικές δραστηριότητες του ιδιωτικού τομέα κι όχι από την προσφιλή μεταπολιτευτικά προσοδοθηρία


Μία τέτοια απόφαση, όμως, που δεσμεύει τη χώρα σ’ έναν σαφή δύσκολο και ανηφορικό δρόμο για τα επόμενα δέκα χρόνια, απαιτεί ευρεία πολιτική και κοινωνική νομιμοποίηση. Η ανάγκη ν’ απαντηθεί με ειλικρίνεια το ερώτημα που θέλουμε να πάει η χώρα και να στοιχηθούνε όλοι πίσω απ’ την όποια επιλογή, είναι σήμερα αναγκαία όσο ποτέ. Επιθυμούμε την υλοποίηση αυτής της ευρωπαϊκής συμφωνίας; Ή δεν τη θέλουμε, με υπαρκτή όμως συνέπεια να οδηγηθούμε εκτός ευρωζώνης, αφού άλλη λύση δεν έχει προσφερθεί;

Ως μηχανισμό αποκάλυψης των κυρίαρχων προτιμήσεων στη χώρα, αλλά και νομιμοποίησης της απόφασης αυτής, ο Πρωθυπουργός αποφάσισε να προτείνει Δημοψήφισμα.

Όσο κι αν θεωρούμε ότι καλύτερα να είχαν γίνει εκλογές πολύ πιο νωρίς, άπαξ και προτάθηκε το δημοψήφισμα θα συμμετείχαμε με σκληρή ευρωπαϊκή γραμμή υπέρ του ευρωπαϊκού προγράμματος. Ακόμα και με τον υπεραπλουστευτικό αυτό τρόπο, ήταν μια μεγάλη ευκαιρία για πραγματική άσκηση λαϊκής κυριαρχίας. Για ειλικρινή τοποθέτηση των πάντων πάνω στο ερώτημα προς τα που θέλει να πάει η χώρα. Για δημιουργία πολιτικού πλαισίου διαχείρισης της κρίσης στο πλαίσιο της όποιας επιλογής. Δεν θα υπεκφεύγαμε με επιχειρήματα επί της διαδικασίας, που άλλωστε υπάρχουν.

Τελικά, δημοψήφισμα δεν πρόκειται να γίνει. Απ’ ότι φαίνεται η ακύρωσή του ανταλλάχθηκε με το ναι του προέδρου της αξιωματικής αντιπολίτευσης στη Συμφωνία. Η πρότασή του όμως λειτούργησε αποκαλυπτικά, κυρίως ως προς το δημόσιο ξεγύμνωμα των σκοπιμοτήτων και της πραγματικής πολιτικής αφετηρίας των πάντων, συμπεριλαμβανομένου και του ΠΘ που το πρότεινε.

Των δελφίνων του ΠΑΣΟΚ με τις προσωπικές ατζέντες, οι οποίοι αφού πρώτα απέτυχαν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν σειρά κομβικών μεταρρυθμίσεων, τώρα καραδοκούν με θλιβερούς τακτικισμούς την αρχηγεία, αδιαφορώντας πλήρως για τους δημοκρατικούς θεσμούς.

Των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ που «ποινή εκτίουν» και ψάχνουν τρόπο να τη σκαπουλάρουν.

Της Νέας Δημοκρατίας, η οποία αφού για δυο χρόνια πούλησε πατριωτισμό, ανάπτυξη και επαναδιαπραγμάτευση του Μνημονίου, έκανε χτες τη δική της κωλοτούμπα, περνώντας απ’ το δικό της κατ’ αντιστοιχία «λεφτά υπάρχουν», τη δήθεν επαναδιαπραγμάτευση των όρων της Συμφωνίας, στη γραμμή στήριξης του προγράμματος. Έδειξε έτσι ότι το μόνο που την ενδιαφέρει τελικά είναι να πάει σ’ εκλογές για να ξαναγίνει κυβέρνηση.

Των κομμάτων της αντιπολίτευσης που πολλάκις στο παρελθόν είχαν ζητήσει δημοψήφισμα για μία σειρά ήσσονος σημασίας θεμάτων, και τώρα όμως βρίσκουν τη διαδικασία άστοχη, άτοπη και επικίνδυνη. Υπενθυμίζουμε τις ταυτότητες από τη ΝΔ, το όνομα των Σκοπίων από το ΛΑΟΣ, το ασφαλιστικό, το μνημόνιο και το σύμφωνο ανταγωνιστικότητας από τον ΣΥΡΙΖΑ.

Των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που προσχηματικά τώρα κόπτονται για την παραμονή της χώρας στο ευρώ, όταν επί μήνες συστηματικά υπονομεύουν οποιαδήποτε προσπάθεια ουσιαστικής μεταρρύθμισης της οικονομίας, κολακεύοντας και δίνοντας βήμα σε κάθε αντιδραστική δύναμη. Τώρα επιχειρούν ως φαίνεται να βγάλουν τη δική τους τραπεζική μεταβατική κυβέρνηση, δήθεν εθνικής ενότητας, μπας και γλιτώσουν οι φίλοι τους κανά ευρώ από την αναδιάρθρωση του χρέους. Μα τι ξεφτίλες…

Και φυσικά απ’ το εθνικό αυτό στριπτίζ δεν έλειψε ο ίδιος ο λαός. Οι πολίτες που στις έρευνες είναι αντίθετοι με τη συμφωνία και τώρα έχουν πάθει υστερία, τους έχει καταβάλει ο φόβος, μη και βγούμε από το ευρώ. Όμως «ελληνικό ευρώ», και με την πίτα ολόκληρη και με τον σκύλο χορτάτο, δεν μπορεί να υπάρξει.

Εθνικό στριπτίζ λοιπόν. Ας κοιταχτούμε όλοι στον καθρέφτη. Αυτοί είμαστε.

Wednesday, October 19, 2011

Ο γάμος του καπιταλισμού με τη δημοκρατία έχει τελειώσει

Του Σλαβόι Ζίζεκ*
Αυγή, 18/10/2011

Μας αποκαλούν αποτυχημένους αλλά οι πραγματικοί αποτυχημένοι βρίσκονται εκεί κάτω στη Γουόλ Στριτ. Διασώθηκαν χάρη στα δικά μας χρήματα. Μας αποκαλούν σοσιαλιστές αλλά σε αυτή τη χώρα υπάρχει πάντα σοσιαλισμός για τους πλούσιους. Μας λένε ότι δεν σεβόμαστε την ιδιωτική ιδιοκτησία. Όμως η κρίση του 2008 έχει καταστρέψει ιδιωτική ιδιοκτησία που ακόμη και αν θέλαμε να καταστρέψουμε θα έπρεπε να εργαζόμαστε νυχθημερόν για εβδομάδες. Μας αποκαλούν ονειροπαρμένους. Όμως οι πραγματικοί ονειροπαρμένοι είναι εκείνοι που νομίζουν ότι τα πράγματα θα παραμείνουν έτσι για πάντα. Δεν είμαστε ονειροπαρμένοι. Είμαστε το ξύπνημα από ένα όνειρο που μετατρέπεται σε εφιάλτη.

Δεν καταστρέφουμε τίποτε. Γινόμαστε μόνο μάρτυρες του τρόπου με τον οποίο το σύστημα καταστρέφει τον εαυτό του. Όλοι γνωρίζουμε την κλασική σκηνή από τα κινούμενα σχέδια. Η γάτα περνά τον γκρεμό και συνεχίζει να περπατά αγνοώντας το γεγονός ότι δεν πατάει πια στο έδαφος. Μόνο όταν κοιτάει κάτω και συνειδητοποιεί πού βρίσκεται αρχίζει να πέφτει. Αυτό συμβαίνει σήμερα. Λέμε στους τύπους της Γουόλ Στριτ “Ε, κοιτάξτε κάτω!”.


*Ολόκληρη η ομιλία στη συνέλευση των Αμερικανών Αγανακτισμένων εδώ.

Sunday, September 4, 2011

Η αγνοημένη προειδοποίηση


...Η παιδαγωγική λειτουργία της Πολιτικής άρχιζε από την ίδια τη γλώσσα. Οχι από τη ρητορεία ή την καλλιέπεια, αλλά από το ήθος που η ενότητα ομιλητή - λόγου κοινωνεί. Η ξύλινη γλώσσα είναι εξ αρχής παράγοντας συντήρησης, απολίθωσης ή διαφθοράς των κοινωνικών σχέσεων. Ο πλούσιος και καλλιεργημένος λόγος του Λεωνίδα Κύρκου αναβάθμιζε το ακροατήριό του, παράγοντας ήθος.

Αυτή η αντίληψη πολιτικής μειοψήφησε και περιθωριοποιήθηκε με αυξανόμενο ρυθμό από τη λαϊκιστική - δημαγωγική πρακτική κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο. Ολες οι σύγχρονες δημοκρατίες δοκιμάζονται από τη μικροπολιτική, τη δημαγωγία και τον πολιτικό κυνισμό, ιδίως μετά την έλευση της τηλεόρασης, αλλά οι δόσεις διαφέρουν.

Στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης η δόση μάς έπεσε μεγάλη. Επικράτησε έτσι μια «διπλή γλώσσα» στην οποία προσαρμόστηκαν αμοιβαία οι πολιτικοί και η κοινωνία. Με κοινή συναίνεση, οι λέξεις και τα λόγια άλλαξαν βαθμιαία σημασία. Το δημαγωγικό - λαϊκιστικό ύφος παγιώθηκε σε μια γενικευμένη πολιτικοσυντεχνιακή παντομίμα προκατασκευασμένου και προκαθορισμένου δημόσιου λόγου. Εγινε το «εποικοδόμημα» ενός «συστήματος» εγγενώς ελλειμματικού και υπερχρεωμένου που είχε σαν μόνο φρένο την ικανότητα και την υπευθυνότητα της κεντρικής πρωθυπουργικής εξουσίας. Οταν αυτή έλειψε η χώρα πήρε τον δρόμο της χρεοκοπίας.

Σε αυτό το σκηνικό, ο Λεωνίδας Κύρκος αποτελεί πολύτιμη ανάμνηση μιας άλλης αντίληψης και ηθικής για την Πολιτική...

Ολόκληρο το άρθρο ΕΔΩ

Wednesday, May 11, 2011

Η κρίση ως ευκαιρία ανατροπής του καθεστώτος

Της G700

Υπάρχει μια υπόθεση που ακούγεται συχνά, είτε ως πραγματική πεποίθηση, είτε – πιο συχνά – ως απενοχοποιητική καραμέλα, ότι στη χώρα βρίσκονται σε «εφεδρεία» κάποιες κοινωνικές δυνάμεις οι οποίες θα μπορούσαν με την ενεργοποίησή τους να βοηθήσουν τη χώρα να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται μια ώρα αρχύτερα.

Ασφαλώς, οι γενιές οι δικές μας, γεννημένες και μεγαλωμένες σε μια σταθερή δημοκρατία, σπουδαγμένες όσο καμία άλλη και με ευρωπαϊκή και διεθνή εμπειρία σε μεγάλη κλίμακα, είναι ο άγνωστος Χ αυτής της πεποίθησης. Ωστόσο, οι γενιές μας συνιστούν ένα κοινωνικό σύνολο πολιτικά ακρωτηριασμένο που ακολουθεί τυφλά, σχεδόν, σαν υπηρέτης ή πιστός σκύλος την πατριαρχικής αξίας «γενιά του πολυτεχνείου».

Οι γενιές μας (κυρίως οι 30+ της γενιάς των 700€) θα πληρώσουν τη νύφη της μεταπολιτευτικής ευφορίας περισσότερο από κάθε άλλη και, φυσικά, πολύ περισσότερο από τις γενιές που απήλαυσαν την ευφορία αυτή. Θα περίμενε, λοιπόν, κανείς οι νεότεροι να ξεσηκωθούν επιτέλους ενάντια στο κοινωνικό καθεστώς που συμπλέκουν οι ευνοημένοι και οι βολεμένοι της μεταπολίτευσης. Όμως, όχι. Οι νέες γενιές είναι προσδεμένες στο άρμα της μεταπολίτευσης περισσότερο κι από τους ίδιους τους πρωταγωνιστές της…

Δεν είναι παράξενο. Κάθε γενιά ελληνικής νεολαίας έδωσε τα αγωνιστικά της διαπιστευτήρια ενηλικίωσης μέσα από τις καταλήψεις του ‘90-’91, είτε με το «Κάτσε καλά Γεράσιμε», είτε με το άρθρο 16, είτε στα Δεκεμβριανά του ’08. Η μεταπολίτευση, όπως κάθε καθεστώς, εξασφάλισε τη διατήρησή της μέσα από την παιδαγωγική διαδικασία. Οι νέοι του σήμερα είναι πρώην μαθητές ενός συστήματος που εξήρε την νεανική επαναστατικότητα και τη μετέτρεψε σε mainstream συμπεριφορά. Οι πρώτοι υποστηρικτές των μαθητικών καταλήψεων υπήρξαν οι ίδιοι οι καθηγητές μέσης εκπαίδευσης, η γενιά του Πολυτεχνείου…

Ακόμα και όταν τέθηκε σε εφαρμογή ο νόμος για το ΑΣΕΠ στην εκπαίδευση, οι ίδιοι οι φοιτητές που θα ευνοούνταν έκλειναν τα εξεταστικά κέντρα για να υπερασπιστούν τα συμφέροντα καθηγητών που μέσα από την επετηρίδα καβάντζωναν και μια θέση στο Δημόσιο παράλληλα με το ήδη φτιαγμένο δίκτυο ιδιαιτέρων μαθημάτων τους.

Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, το καθεστώς ρίχνει στη μάχη όλα του τα χαρτιά ενάντια σε οποιαδήποτε αλλαγή. Και οι γενιές οι δικές μας ήδη γίνονται καύσιμη ύλη για τη διατήρηση του καθεστώτος, όχι μόνο με τη συναίνεσή τους αλλά, με τη χαρά των παίδων εν καμίνω…

Το καθεστώς δεν αποτελείται μόνο από τους κλέφτες πολιτικούς όπως πολύ βολικά το υπόλοιπο καθεστώς επιθυμεί να γίνει πιστευτό. Οι ομάδες συμφερόντων που θίγονται από τις αναγκαστικές αλλαγές που η έφερε η χρεοκοπία είναι περισσότερες και πιο πολύπλοκες συνιστώντας ένα νομικά κατοχυρωμένο δίκτυο που εγκλωβίζει οποιαδήποτε απόπειρα αλλαγής. Οι επαγγελματικές συντεχνίες (γεννήματα του μετεμφυλιακού αυταρχισμού), οι κρατικοδίαιτες επιχειρηματικές ελίτ της υπερτιμολόγησης (γεννήματα της καραμανλικής σοσιαλμανίας), οι συνδικαλιστικές συντεχνίες του κατεβασμένου διακόπτη και του χειρόφρενου (γεννήματα του πρώτου ΠαΣοΚ), τα ΜΜΕ της κρατικής διαφήμισης και των δημοσίων έργων (γεννήματα της «βιαστικής» ιδιωτικοποίησης της τηλεόρασης), ακόμα και οι αγρότες του καφενείου και των επιδοτήσεων (χαϊδεμένοι τόσο του ανδρεϊκού ΠαΣοΚ, όσο και της Β’ καραμανλικής ΝΔ) είναι στυλοβάτες ενός ιδιότυπου καθεστώτος που απαιτεί ένα κράτος – νονό που προστατεύει συμφέροντα έναντι δικαιωμάτων, που παρέχει χρήμα σε ισχυρούς αντί να το αναδιανέμει κοινωνικά, που παρέχει υπερκοστολογημένες και κακές υπηρεσίες αντί να εγγυάται την ελεύθερη πρόσβαση σ’ αυτές. Το καθεστώς των μεγάλων και των μικρών συμφερόντων που ονομάστηκαν κεκτημένα δικαιώματα δεν δέχεται να θυσιάσει τίποτε από την ευμάρειά του προς όφελος της επιβίωσης των πιο αδύνατων!

Οι κοινωνικοί αγώνες στους οποίους οι νέοι είτε πρωτοστατούν είτε ακολουθούν πρόθυμα, εξαντλούνται ενάντια στο «απεχθές» μνημόνιο αντί να στραφούν ενάντια στους free riders του συστήματος, τους ραντιέρηδες, την εκτεταμένη ανομία που ευνοεί τους ισχυρότερους, το ξέπλυμα των θεσμών και την κατάπτωση των νόμων. Η τήρηση του Συντάγματος, που επαφίεται στον πατριωτισμό μας, είναι πλέον επιλεκτική και ο καθένας, από τον αγανακτισμένο πολίτη της Κερατέας ή του Άγιου Παντελεήμονα ως τον καταδικασθέντα περιφερειάρχη Μακεδονίας ή τον μεταφορέα των κομματικών ενισχύσεων της Ζήμενς, υπερασπίζεται κατά το δοκούν και το συμφέρον του μόνο τα άρθρα που τον βολεύουν.

Πράξη αντίστασης, λοιπόν, και για τους ασυμβίβαστους νέους και για τους πραγματικά αδύναμους αυτής της κοινωνίας είναι το ξήλωμα του καθεστώτος αυτού, όχι μέσα από τζάμπα μαγκιές που ζημιώνουν ακόμα περισσότερο την κοινωνική συνοχή αλλά, πιέζοντας για αλλαγές θεσμικές ώστε να ξανακερδηθούν όσα η μεταπολίτευση μετέτρεψε από κοινωνικά αιτήματα σε αποδιοπομπαίες έννοιες: η νομιμότητα, η πολιτική του πραγματισμού, η παιδεία της αριστείας, η υγιής ελεύθερη επιχειρηματικότητα, η κοινωνική δικαιοσύνη και η λειτουργική δικαιοσύνη.

Δυστυχώς, ο φόβος μας είναι ότι σε μια κοινωνία που οι θεσμοί χάνουν την ισχύ τους εις βάρος των συμφερόντων κάποιων, η προτιμώμενη λύτρωση θα γίνεται πιο επαναστατική, πιο προσωποπαγής και θα οδηγεί σε λαοφιλείς απολυταρχίες. Οι μεταπολεμικές γενιές ολίσθησαν σε τέτοιες λύσεις, ας μην το κάνουμε κι εμείς.

Sunday, April 3, 2011

Λαϊκισμός vs Ελιτισμός

Του ΝΙΚΟΥ ΑΡΑΠΑΚΗ
Πολιτικά Σχόλια Επωνύμως

Η σύγχρονη Ελλάδα είναι η πατρίδα της υπερβολής. Η νηφαλιότητα, όχι ως έννοια αλλά ως εργαλείο άσκησης πολιτικής ή έκφρασης λόγου, δεν μας αφορούσε ποτέ –πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Από το υπερβολικά λαϊκίστικο «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη», εσχάτως περάσαμε στο υπερβολικά ελιτίστικο «δίκιο είναι ο νόμος των αγορών». Από τους Κολλάδες και τα ξεβρακώματα των «αντιφρονούντων», για την προστασία, υποτίθεται, της δημόσιας περιουσίας, αλλά κατ’ ουσίαν για τα κεκτημένα των συνδικαλισταράδων, περάσαμε στο «μην διαμαρτύρεστε, μπορεί να εξαγριωθούν οι επενδυτές, και τότε ποιος θα μας ελεήσει;».

Η υπερβολή, σε περιόδους κρίσης, λειτουργεί ως καύσιμο. Κι ως γνωστόν τα καύσιμα δεν προορίζονται για ένα είδος οχήματος. Δηλαδή, μπορεί η υπερβολή να γίνει καύσιμο στο όχημα του λαϊκισμού, αλλά μπορεί εξίσου εύκολα να γίνει καύσιμο και για το όχημα του ελιτισμού. Αν ανήκεις σε αυτούς που, λόγω της κρίσης, έχουν χάσει τη δουλειά τους ή κινδυνεύουν να τη χάσουν, το πιο εύκολο είναι να τα ρίχνεις όλα στον επάρατο καπιταλισμό –ξεχνώντας πως ο «επάρατος» βοήθησε την κοινωνία μας να προοδεύσει αλλά και ότι σου παρείχε τα προς το ζην επί σειρά ετών, και το κυριότερο, ξεχνώντας ότι όλα αυτά συνέβησαν σε ένα περιβάλλον απόλυτης ελευθερίας, πρωτοφανούς στην ιστορία του ανθρώπινου είδους. Επίσης, εκτός από τον άδικο καπιταλισμό σου φταίνε και τα παπαγαλάκια του, οι βολεμένοι που, είτε λόγω ιδεολογικής αγκύλωσης είτε διότι προσπαθούν να σώσουν τα κεκτημένα τους, αδιαφορούν για όλους όσοι βγήκαν στο περιθώριο της αγοράς εργασίας και κατ’ επέκταση της ίδιας της ζωής.

Αν, τώρα, ανήκεις σε αυτούς που είτε δεν έχουν πληγεί από την κρίση είτε καταφέρνουν να επιβιώνουν χωρίς μεγάλες απώλειες, τότε δεν σου φταίει ο καπιταλισμός, σου φταίει ο λανθασμένος τρόπος που τον εφαρμόσαμε, αλλά, ταυτόχρονα, σου φταίνε και όλοι όσοι είχαν την ατυχία να τους «ξεράσει» το σύστημα, και οι οποίοι, αντί να δεχτούν μοιρολατρικά την ήττα τους και να περιμένουν υπομονετικά μέχρι το σύστημα να τους επανεντάξει, διαμαρτύρονται και απειλούν να γκρεμίσουν το σύμπαν, να σε παρασύρουν μαζί τους στον ζοφερό κόσμο της ανεργίας και της ανέχειας. Όσοι ανήκουν σε αυτή την κατηγορία, με σημαία τον ορθολογισμό και την ευταξία ωρύονται ότι, για τα δεινά μας, φταίνε το τεράστιο κράτος, οι συντεχνίες, οι κομματικοί στρατοί, η αναξιοκρατία, ή η «παλαβή αριστερά», όπως συνηθίζει να λέει ο Μανδραβέλης.

Εξετάζοντας το ζήτημα αντικειμενικά και έξω από ιδεολογικές αγκυλώσεις, δεν μπορείς παρά να διαπιστώσεις ότι, και οι δυο πλευρές, έχουν, εν μέρει, δίκιο. Ο καπιταλισμός δεν είναι το δικαιότερο των συστημάτων, είναι όμως, κι αυτό, νομίζω, δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, το σύστημα το οποίο βοήθησε ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας να προοδεύσει. Και λέω ένα μεγάλο κομμάτι της ανθρωπότητας και όχι ολόκληρης, διότι, ένα μεγάλο μέρος της ευημερίας του –λεγόμενου– δυτικού κόσμου, οφείλεται στο ότι απομυζήσαμε με αισχρό και αναίσχυντο τρόπο τις χώρες του τρίτου κόσμου. Όπερ σημαίνει ότι, πολλές από τις μπουκιές τις οποίες καταβροχθίζουμε οι «δυτικοί», είναι κλεμμένες από το στόμα κάποιου υποσιτισμένου παιδιού της Αφρικής ή της Ασίας. Όμως, ακόμη κι αν βάλουμε πολλούς αστερίσκους στους λόγους για τους οποίους ευημερήσαμε επί καπιταλισμού, το αποτέλεσμα δεν αλλάζει: Ευημερήσαμε. Όχι όλοι, όχι με τον ίδιο τρόπο, πάντως η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων (για να περιοριστώ στα δικά μας) έζησε καλύτερα τις τελευταίες δεκαετίες. Κι αυτό, νομίζω, ότι κανείς εχέφρων δεν μπορεί να το αμφισβητήσει.

Έκανα αυτή τη μικρή εισαγωγή –πριν καταθέσω την άποψή μου– προσπαθώντας να προσεγγίσω τις απόψεις των δυο αντιμαχόμενων πλευρών. Όπως προείπα και στις δυο πλευρές, μπορεί κάποιος να εντοπίσει σωστές και λανθασμένες ερμηνείες των γεγονότων. Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι, αυτό που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα, είναι τα απόνερα της παγκόσμια κρίσης του καπιταλισμού και όχι μια κρίση για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η «εγχώρια στενοκεφαλιά». Δηλαδή, ακόμη κι αν είχαμε εφαρμόσει τον καπιταλισμό από κάποιο εγχειρίδιο, το πιο πιθανό –για να μην πω το απολύτως βέβαιο– είναι πως και πάλι θα είχαμε πρόβλημα.

...Η συνέχεια του άρθρου ΕΔΩ.

Sunday, March 13, 2011

Πολεμήστε το καθεστώς

Κατά τη διάρκεια του τελευταίου μήνα, τα βαμπίρ και οι κασσάνδρες της Γ' Ελληνικής Δημοκρατίας, με αφορμή τον κάκιστο κυβερνητικό χειρισμό στο θέμα των ιδιωτικοποιήσεων και της αξιοποίησης δημόσιας περιουσίας ύψους 50 δις ευρώ, έδωσαν μία ακόμη μάχη οπισθοφυλακής για να μην αλλάξει τίποτα. Εργατοπατέρες, κρατικοδίαιτα μίντια και επιχειρηματίες της διαπλοκής, δημοκόποι βουλευτές και πολιτικάντηδες πάσης φύσεως, μαζί με τους διεθνείς σπεκουλαδόρους της πτώχευσης, δημιούργησαν τεχνητή ένταση και εικόνα κατάρρευσης της χώρας, επιχειρώντας να στερήσουν κάθε ελπίδα από τον Ελληνικό λαό ότι οι θυσίες του θα πιάσουν τόπο. Σειρά δηλώσεων και φημών για χρεοκοπία και επιστροφή στη δραχμή, δημιούργησαν κλίμα αποσταθεροποίησης, υπονομεύοντας την προσπάθεια που καταβάλλει η σιωπηλή πλειοψηφία των πολιτών να απαλλαγεί από όλους αυτούς που για χρόνια της πίνουν το αίμα υποδυόμενοι τους ευαίσθητους κι ανιδιοτελείς κοινωνιστές.

Στην άτυπη Σύνοδο Κορυφής της Παρασκευής στις Βρυξέλλες, για πρώτη φορά από την έναρξη της κρίσης χρέους στην ΕΕ, οι Ευρωπαίοι ηγέτες έδειξαν να αντιλαμβάνονται την κρισιμότητα και την αναγκαιότητα για συνολική διαχείριση των οικονομικών της ευρωζώνης. Εκ του αποτελέσματος δεν είναι άτοπο να παραδεχτούμε ότι εκτός από την παρέμβαση Ομπάμα, θετική επίδραση στο αποτέλεσμα είχε η καθολική αναγνώριση των θυσιών των Ελλήνων πολιτών καθώς και η διαπραγματευτική τακτική του ΓΑΠ -σε αντίθεση με του ηγέτη της Ιρλανδίας, κ. Κένυ, που πήγε να το παίξει “Σαμαράς” κι έφαγε τα μούτρα του.

Οι κασσάνδρες και τα παπαγαλάκια λοιπόν διαψεύστηκαν. Κερδίθηκε μια μάχη, ο πόλεμος όμως συνεχίζεται. Σήμερα, περισσότερο από ποτέ η Κυβέρνηση και ειδικά ο Πρωθυπουργός, πρέπει να αρπάξει την ευκαιρία και να βάλει βαθιά το μαχαίρι στο κόκαλο του μεταπολιτευτικού καθεστώτος, το οποίο ναι μεν έχει κλονιστεί συθέμελα, όμως ακόμα διατηρεί ισχυρά πολιτικά, μιντιακά, οικονομικά και κοινωνικά ερίσματα. Ακόμα υπάρχουν ΔΕΚΟ με μέσο ετήσιο μισθολογικό κόστος που ξεπερνά τις 100,000 ευρώ, όταν η γενιά των 700 ευρώ είναι στην ανεργία. Ακόμα υπάρχουν Μέσα καταχρεωμένα και διαπλεκόμενα που εκβιάζουν. Ακόμα υπάρχουν Υπουργοί που αντιστέκονται, όμως δε λένε να φύγουν από την Κυβέρνηση. Ακόμα υπάρχει η παράγκα του ποδοσφαίρου, το ιερατείο των πανεπιστημιακών, το ρουσφέτι και το πελατειακό κράτος. Ακόμα δεν άνοιξε το επάγγελμα των φαρμακοποιών και των συμβολαιογράφων. Ακόμα η πολιτική συζήτηση παραμένει εγκλωβισμένη στο εκκρεμές ανάμεσα σε αριστερό δήθεν και λαϊκό πατριωτική δημαγωγία.

Απαιτείται επιτέλους αφύπνιση των υγιών αντανακλασστικών της ελληνικής κοινωνίας. Προς αυτή την κατεύθυνση δεν χρειάζονται ανασχηματισμοί, εναλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα και άλλοι τέτοιου τύπου φαντεζί χειρισμοί που διαβάζουμε ότι σχεδιάζονται στο πρωθυπουργικό επιτέλειο. Χρειάζεται η κυβέρνηση πολεμήσει το καθεστώς. Να γίνει ιδιοκτήτης μιας προωθημένης μεταρρυθμιστικής ατζέντας, αντί να καταβάλλεται από σύνδρομα ενοχής απέναντι στη θανάτωση των τεράτων που το μεταπολιτευτικό σύστημα, με την αγαστή βοήθεια του ΠΑΣΟΚ φυσικά, εξέθρεψε όλα αυτά τα χρόνια.

Η κυβέρνηση χρειάζεται να προχωρήσει τάχιστα στην εφαρμογή των όσων ψήφισε μέχρι σήμερα, αλλά και να φανεί ακόμη πιο τολμηρή, προωθώντας νέες σημαντικές τομές χωρίς να υπολογίζει το πολιτικό κόστος. Δεν υπάρχει πολιτικό κόστος, μόνο κέρδος. Σ’ αυτή την φάση δεν χωρούν αναστολές και ενδοιασμοί, ούτε λογισμός των κομματικών και συντεχνιακών αντιδράσεων για όσα πρέπει να γίνουν και συναντούν την αντίσταση των ρετιρέ και των νεοπρονομιούχων.

Η κυβέρνηση έχει χρέος απέναντι στη γενιά μας, η οποία σημειωτέον έχει κληθεί να παίξει το ρόλο της Ιφιγένειας θυσιάζοντας την πιο δυναμική δεκαετία της ζωής της, αλλά πάνω απ’ όλα έχει χρέος να αφήσει κληρονομιά στις γενιές που έρχονται μια ριζικά διαφορετική Ελλάδα:

  • μ' ένα επιτελικό και ευέλικτο κράτος και δημόσια διοίκηση της προκοπής που παράγει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες, δημόσια και κοινωνική αξία
  • χωρίς κρατικές επιχορηγήσεις από τα λεφτά των φορολογούμενων σε άχρηστους οργανισμούς
  • που αξιοποιεί τα περιουσιακά του στοιχεία για να παράξει πλούτο για τους πολίτες και όχι λούσα για τις συντεχνίες
  • με Περιφέρειες και ΟΤΑ πραγματικά αυτόνομους οικονομικά και πολιτικά
  • με σύγχρονα πανεπιστήμια και σχολεία
  • με καλώς εννοούμενη περιβαλλοντική ευαισθησία, όχι οικολογικό λαϊκισμό
  • με πιο προσβάσιμο και φτηνότερο σύστημα υγείας
Μια Ελλάδα ανταγωνιστική στη διεθνή οικονομία. Άλλωστε αν δεν γίνουμε ανταγωνιστικοί θα καταλήξουμε οικονομικά υποτελείς της Τουρκίας, της Βουλγαρίας και όλων αυτών των κρατών που εμείς οι «πρώτοι και καλύτεροι» Ελληνάρες περιπαικτικά κοροϊδεύουμε.

Έχουμε μπροστά μας μια δεκαετία για να αλλάξουμε ριζικά. Μαζί με τις αλλαγές στο κράτος πρέπει να αλλάξουμε την κουλτούρα και τις αντιλήψεις που μας οδήγησαν εδώ. Πρέπει να πορευτούμε με αξιοπρέπεια και δυναμισμό στην νέα εποχή της παγκόσμιας οικονομίας αλλά πάνω απ’ ‘όλα της νέας Ευρώπης. Την Παρασκευή στις Βρυξέλλες μας πέταξαν το σωσίβιο της σωτηρίας. Τώρα είναι η δική μας σειρά να κινηθούμε. Πολεμήστε το καθεστώς.

Wednesday, March 9, 2011

Το καθεστώς αντιστέκεται

Πάει κι αυτή η ευκαιρία;

Τι να πούμε…; Η κυβέρνηση, μάλλον, βαδίζει προς το άγνωστο με βάρκα την ελπίδα. Δεν υπάρχει άλλη εξήγηση. Τα συντηρητικότερα αντανακλαστικά της έχουν ενεργοποιηθεί, οι δημαγωγοί και οι δημοκόποι έχουν ξαναπάρει τη δύναμη στα χέρια τους (μετά το περσινό μούδιασμα) και όλα δείχνουν ότι το πάρτι μερικών στις πλάτες μας – παρά τις προβλέψεις του Ζ. Κ. Γιουνκέρ – δε λέει να τελειώσει.

Μεταρρύθμιση; Ποια μεταρρύθμιση.

Ξεφούσκωσε το μεταρρυθμιστικό μπαλόνι. «Φιμώθηκε» κι η τρόικα, η μόνη σοβαρή πηγή ενημέρωσης για την «ιδιαίτερη» οικονομική κατάσταση της χώρας και την πορεία των αλλαγών που πραγματοποιούνται. Οι ευνοημένες συντεχνίες του δημοσίου και των κλειστών επαγγελμάτων, οι κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και η Ελλάδα της φούσκας δικαιώνονται πανηγυρικά. Το μόνο που έμεινε να δούμε είναι την αντικατάσταση του Παπακωνσταντίνου από τον Τσοβόλα ή κάποιον άλλον αντίστοιχης εμπνεύσεως τσάρο και το απόλυτο κλείσιμο των βουλευτικού ενδιαφέροντος επαγγελμάτων με συνταγματική ρύθμιση.

Η αντιπολίτευση, όπως όλες οι αντιπολιτεύσεις από ιδρύσεως της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας (και παλιότερα, βέβαια) πλειοδοτούν σε ανευθυνότητα και δημαγωγία, ποντάροντας στα κυρίαρχα συναισθήματα της αδικίας και του θυμού. Φυσικά, το κόλπο της καμένης γης θα ξαναπιάσει αν και όποτε αλλάξει η εξουσία – οι ιθαγενείς το έχουν αποδείξει περίτρανα μέχρι και την πρόσφατη εποχή του «λεφτά υπάρχουν» ότι ακόμα θαυμάζουν τα καθρεφτάκια – οπότε προς τι ο αλληλοσπαραγμός;

Ο λαός, ασφαλώς, δείχνει να επιθυμεί αυτήν την κατάσταση. Και σε μια δημοκρατία, όλοι μας οφείλουμε να συντασσόμαστε με τις αποφάσεις των πλειοψηφιών και να επιμένουμε να προσπαθούμε να τις επηρεάσουμε.

Δείχνει να ακολουθεί τυφλά και οργισμένα τους ινστρούχτορές του (αρχισυνδικαλιστές, πολιτικάντες και τηλεμαϊντανούς) σε έναν κατήφορο χωρίς επιστροφή. Οι πλατύτερες λαϊκές μάζες έχουν την ψευδαίσθηση ότι οι εναλλακτικοί παράδεισοι και οι «εύκολες» λύσεις είναι κρυμμένες σε ένα σεντούκι και, απλά, χρειάζεται ένας «πραγματικός ηγέτης» που να έχει τη δύναμη να το ανοίξει…

Τι μέλλει γενέσθαι;

Η Ελλάδα συντηρεί ένα σάπιο σύστημα συναλλαγής ανίκανη να παράγει μια νέα γενιά πολιτικής ηγεσίας. Είμαστε μια χώρα ελάχιστα δημοκρατική, καιρός είναι να το πούμε κι αυτό. Ο ελληνικός λαός διαχρονικά αναγνωρίζει αυθεντία μόνο σε ηγεσίες επαναστατικού τύπου. Η μεταπολιτευτική μυθολογία συντήρησε αυτό μας το αντανακλαστικό. Η γενιά του Πολυτεχνείου, των αγώνων και της υψωμένης αριστερής γροθιάς έγινε το νέο κατεστημένο που δε λέει να φύγει. Άλλωστε, η τριαντάχρονη ομαλή δημοκρατική μετάβαση μεταξύ διαφορετικών κυβερνήσεων στα μάτια του κόσμου έχει αποτύχει: μας έφερε στο γκρεμό. Η ευημερία που μας έδωσε ήταν πλαστή. Ακόμα και οι φορείς της Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, τα ελληνικά κόμματα, χρωστάνε τα μαλλιοκέφαλά μας σε τράπεζες που τα ίδια δεν αποκρατικοποιούν για να μην αρχίσουν τα τηλεφωνήματα από τις εταιρείες είσπραξης καθυστερημένων οφειλών…

Ακούγονται σιγά-σιγά και γύρω-γύρω ιδέες για μια εξουσία που κατέχει απόλυτες αλήθειες. Ο λαός έχει στα χέρια του τη δημοκρατία, ένα πολίτευμα που επιτρέπει στις κοινωνίες να κάνουν ό,τι επιθυμούν οι πλειοψηφίες. Οι φωνές που ακούγονται τριγύρω, όμως, τόσο από τα άκρα όσο κι από το κέντρο ελπίζουν σε μια επιβαλλόμενη κατάσταση: οι μεν μνημονιακοί ελπίζουν στην Τρόικα, οι μεν αντιμνημονιακοί σε κάποιας μορφής «λαϊκή εκτροπή» που θα ξεκινήσει με ανυπακοή και θα εξελιχθεί σε κατάληψη της Βουλής…

Ποιος θα κάνει τη δουλειά;

Η κυβέρνηση που εκλέξαμε το 2009 έχει μπροστά της άλλα δυο χρόνια για να κάνει αυτά που χρειάζονται ώστε να μη χρεοκοπήσει η Ελλάδα και να μην μετατραπούμε όλοι – πλην της μαφίας που θα επιβιώσει – σε τριτοκοσμικούς παρίες. Αν τώρα ο πρωθυπουργός θέλει να κατοχυρώσει συνταγματικά την απαγόρευση πώλησης δημόσιας γης (τι άλλο θ’ ακούσουμε!) να ξέρει πως αν μας οδηγήσει με τα ημίμετρα και τους μικροπολιτικούς δισταγμούς του στη χρεοκοπία, όλη η χώρα κι εμείς μαζί θα πουληθούμε κοψοχρονιά.

Η αξιωματική αντιπολίτευση βιάζεται να θερίσει την όποια δυσαρέσκεια, ξεχνώντας πως η Νέα Δημοκρατία είναι το κόμμα που ενταφίασε ολοκληρωτικά την ελληνική οικονομία με την «επανίδρυση» του 2004 – 2009. Η ΝΔ είναι το τέλειο ταίρι των καθεστωτικών μεταπολιτευτικών δυνάμεων σ’ αυτό το τανγκό της καταστροφής που όλοι βλέπουμε να εξελίσσεται μπροστά μας.

Εκλογές;

Μάλλον όχι. Καταρχάς, ακόμα δεν έχουν εμφανιστεί οι πιθανοί λυτρωτές και θα είναι πάρα πολύ δύσκολο να τους ξεχωρίσουμε. Άλλωστε μια κοινωνία που – από βαρεμάρα – απορρίπτει συλλήβδην την πολιτική ηγεσία που η ίδια επέλεξε τόσο πανηγυρικά, είναι δύσκολο να μπορέσει να δει νέες δυνάμεις να ανατέλλουν. Ταυτόχρονα μοιάζει έτοιμη από καιρό να θαμπωθεί, και πάλι, από ψευδοεπαναστατικά καθρεφτάκια και λύσεις συγκαλυμμένης απολυταρχίας.

Δεύτερον, οι εκλογές, το πιθανότερο, θα οδηγήσουν σε ακυβερνησία. Αυτό που θα μπει στο παιχνίδι, δυστυχώς, δεν θα είναι η σωτηρία της χώρας αλλά, οι προσωπικές πολιτικές επιδιώξεις.

Τρίτον, η ΕΕ, έστω και υπό την πίεση του Θείου Σαμ από «τας αμέρικας» φαίνεται ότι θα οδηγηθεί τελικά σε κάποια συλλογική λύση η οποία θα εκτονώσει την πίεση προς τα υπερχρεωμένα κράτη του Νότου.

Σε κάθε περίπτωση η περίοδος ανοχής έχει τελειώσει. Τα καλά δείγματα γραφής που έδωσε η κυβέρνηση της μέρες του φόβου, έχουν πια ξεχαστεί και τείνουν να καλυφθούν από τις φωνές για επάνοδο της πολιτικής σε συντεχνιακές εξυπηρετήσεις και δημαγωγία, τις προσωπικές στρατηγικές των κυβερνητικών στελεχών και την πολιτική ατολμία. Το καθεστώς αντιστέκεται. Το μαχαίρι και το πεπόνι, όμως, παραμένει στα χέρια του ΓΑΠ. Μένει να δούμε αν θα ακολουθήσει πιστά το job description της πρωθυπουργίας που του έδωσε ο λαός και θα οδηγήσει τη χώρα στην ανάκαμψη πίνοντας το πικρό ποτήρι του πολιτικού κόστους και μάλιστα «άσπρο πάτο»!

Wednesday, August 19, 2009

Ακροδεξιά στροφή

The March to the Far Right /της Κάθριν Μάγερ *

© Time

10/09/2009



Το ωραίο με τους ιδεολόγους είναι πως καταφέρνουν να παρωδούν τον εαυτό τους καλύτερα από κάθε κωμικό. Ο Νικ Γκρίφιν (Nick Griffin), ηγέτης του «βρετανικού εθνικού κόμματος» (ΒΝΡ) κάθεται τώρα εμπρός στο μεταλλικό νερό του, σε ένα λόμπι ξενοδοχείου, και μου συγκρίνει τον εαυτό του με το Μαχάτμα Γκάντι (Mahatma Gandhi). Στόχος του BNP είναι «να στείλει σπίτι τους» όλους τους μη-λευκούς Βρετανούς. Στις εσωκομματικές συγκεντρώσεις του BNP, ο Γκρίφιν -που έχει ήδη καταδικαστεί το 1998 για υποδαύλιση φυλετικού μίσους- ενημερώνει τα μέλη του πως οι άρρενες μουσουλμάνοι της Βρετανίας συνωμοτούν για να ατιμάσουν ανήλικες Βρετανίδες, και τεκμηριώνει τα λεγόμενά του με «στατιστικές» του τύπου: «σε αυτή τη χώρα υπάρχουν σαράντα φορές περισσότερες πιθανότητες τα ρατσιστικά εγκλήματα να έχουν δράστη ένα μέλος μειονοτικής ομάδας και θύμα ένα λευκό, παρά το ανάποδο». Δε χρειάζεται να πούμε πως δε βλέπω πολύ καλά πού ακριβώς έγκειται η ομοιότητά του με τον ινδικό μη-βίαιο εθνικισμό. Μου εξηγεί πως συγγενεύουν διαμέσου της ιδεολογίας του «αναδιανεμητισμού» (distributism) που εναντιώνεται τόσο στο ισχυρό κράτος όσο και στην παντοδυναμία των επιχειρήσεων, κι επηρέασε καθοριστικά τους δύο άνδρες, πάντα σύμφωνα με τον Γκρίφιν. «Ο αναδιανεμητισμός οδήγησε τον Γκάντι κι εμένα σε πολύ παρόμοιες κατευθύνσεις με τις ιδιομορφίες μας βέβαια» επιμένει. «Δεν πρόκειται να φορέσω κελεμπία, αν αυτό είναι που σας ανησυχεί».

Στη διαδρομή προς το χώρο που θέλουμε να τον φωτογραφήσουμε (ένα γραφικό τοπίο του Ουέλσπουλ μιας εμπορικής κωμόπολης κοντά στο σπίτι του, στην ουαλική ύπαιθρο), ο πενηντάχρονος αποδεικνύει πόσο δημοφιλής είναι,. Τα εργατικά προάστια των μεγάλων πόλεων αποτελούν τη βασική δεξαμενή των ψήφων του, αλλά ο Γκρίφιν γίνεται δεκτός σαν ήρωας και σε αυτή την καταπράσινη και γαλήνια περιοχή. «Πάνω τους, μάγκα!», του φωνάζει ένας θαυμαστής του, που για να εκφράσει τον ενθουσιασμό του αναγκάζεται να σκύψει επικίνδυνα από το μπαλκόνι του, την ίδια ώρα που ένας ηλικιωμένος σπεύδει με εντυπωσιακή σβελτάδα για να κερδίσει μια χειραψία με το ίνδαλμά του και οι περαστικοί αυτοκινητιστές κορνάρουν σε ένδειξη επιδοκιμασίας.

Αυτήν την εποχή, τα ακροδεξιά κόμματα προκαλούν χειροκροτήματα σε ουκ ολίγες περιοχές της Ευρώπης. Στις ευρωεκλογές του περασμένου Ιουνίου, σχεδόν ένα εκατομμύριο Βρετανοί υπερψήφισαν το BNP, χαρίζοντάς του τους δύο πρώτους ευρωβουλευτές του, με ό,τι αυτό συνεπάγεται σε χρηματοδότηση και νομιμοποίηση. Στην Ολλανδία, το «κόμμα ελευθερίας» (PVV) του Γκέερτ Βίλντερς (Geert Wilders) ξεπέρασε στις τοπικές ευρωεκλογές τους κεντρώους ανταγωνιστές του -και κατέλαβε τη δεύτερη θέση.

Παντού στην Ευρώπη, μία ομάδα κομμάτων, που έχουν μεταξύ τους τόσες διαφορές όσες και οι χώρες όπου πολιτεύονται, αλλά και κοινά στοιχεία (τον κραυγαλέο εθνικισμό και τη διάθεση εκτοπισμού κάθε μειονοτικής ομάδας, που τις θεωρούν ως μεγάλη απειλή) εμφάνισαν εκλογικές επιτυχίες στην Αυστρία, το Βέλγιο, τη Βουλγαρία, τη Δανία, τη Γαλλία, τη Φιλανδία, την Ελλάδα, την Ουγγαρία, την Ιταλία, τη Λετονία, τη Ρουμανία και τη Σλοβακία. Τα εκλογικά σώματα στράφηκαν ενάντια στα κατεστημένα κόμματα, ιδιαίτερα εκείνα που θεωρήθηκαν περισσότερο υπεύθυνα για την οικονομική κρίση και την εξαφάνιση των θέσεων εργασίας.

Δεν επρόκειτο απλά για ένα κύμα διαμαρτυρίας, αν και πολλοί πολιτικοί του κέντρου έσπευσαν να απαξιώσουν τη σημασία του εκλογικού αποτελέσματος. Όλα αυτά τα χρόνια είχαμε κι άλλοτε την εμφάνιση ακροδεξιών κομμάτων, που παράκμαζαν λόγω αυτοκαταστροφικών εσωκομματικών διαφωνιών κι ανοργανωσιάς. Σήμερα όμως, για κόμματα σαν το BNP, τα παθήματα έγιναν μαθήματα: είναι πια πιο πονηρεμένα και καταφέρνουν να συνδέουν τον παραδοσιακό τους ακτιβισμό στη βάση με την αξιοποίηση του διαδικτύου, στο πρότυπο της προεκλογικής εκστρατείας του Ομπάμα (Obama). Η θέση τους στο πολιτικό φάσμα είναι ιδεώδης προκειμένου να αξιοποιήσουν την απογοήτευση από την παραδοσιακή πολιτική, που εκφράζεται με την κατάρρευση της συμμετοχής στις ευρωπαϊκές και τις βουλευτικές εκλογές και τον αποδεκατισμό του αριθμού των μελών των μεγάλων κομμάτων. Με την παγκόσμια οικονομία να παραπαίει και τις δυτικές χώρες να προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ των παλιών πολιτών τους και των νεοφερμένων μεταναστών, κανείς δε θα έπρεπε να εκπλήσσεται από την ικανότητα των ακροδεξιών κομμάτων να προσελκύουν ολοένα και περισσότερους ψηφοφόρους.

Για όσους ανησυχούν πως όλα αυτά μπορεί να οδηγήσουν σε καταστροφή, το επείγον ζήτημα είναι πώς να καμφθεί αυτή η άνοδος:
  • Να οδηγηθεί η άκρα δεξιά σε επικοινωνιακή ασφυξία; Δύσκολο, καθώς διαθέτει πια δημοκρατική εντολή.
  • Να αντιμετωπιστεί με ολομέτωπες, ανοικτές επιθέσεις; Υπάρχει ο φόβος να θεωρηθεί μάρτυρας, ένα θύμα που προσπαθούν να της κλείσουν το στόμα για να σταματήσει να λέει «αλήθειες».
  • Να αναδειχθεί ο ρατσισμός της, που συχνά καλύπτεται πίσω από τον πατριωτισμό; Μοιάζει καλή στρατηγική, αλλά βασίζεται στην (αμφίβολη) υπόθεση εργασίας πως το κοινό επιλέγει τα ακροδεξιά κόμματα χωρίς να τα γνωρίζει, και όχι διότι ακριβώς ο λόγος τους αγγίζει μια ευαίσθητη χορδή του.
  • Να «κλαπεί» η θεματολογία τους, και να υιοθετηθούν εξίσου σκληρές θέσεις ενάντια στην μετανάστευση; Μοιάζει να συνθηκολογούμε άνευ όρων με τις ιδέες ακριβώς που υποτίθεται πως θέλουμε να εξουδετερώσουμε.

Προκειμένου να δούμε εκ του σύνεγγυς αυτό το πρόβλημα, το περιοδικό «τάιμ» εξετάζει τέσσερα κόμματα: το BNP, το γαλλικό «εθνικό μέτωπο» (FN), το ουγγρικό «κίνημα για μια καλύτερη Ουγγαρία» (Jobbik) και το PVV. Θα δούμε τις -κάποτε πολύκροτες- ιδεολογικές και πολιτικές τους θέσεις και τα λάθη των πολιτικών τους αντιπάλων, που επέτρεψαν στην άκρα δεξιά να αυξήσει την επιρροή της.



Αντιμετωπίζοντας το Ισλάμ

Τον περασμένο Δεκέμβριο, ο Βίλντερς επισκέφθηκε την Ιερουσαλήμ, για να μιλήσει σε ένα συνέδριο με θέμα «αντιμετωπίζοντας την τζιχάντ». «Τα δόγματα του ήρεμου παρελθόντος είναι άχρηστα για το θυελλώδες παρόν», τόνισε. «Οι απαιτήσεις της συγκυρίας είναι εξαιρετικά υψηλές, και οφείλουμε να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων». Αν έχετε ξανακούσει κάπου αυτά τα λόγια, είναι γιατί αποτελούν κατά λέξη επανάληψη μιας ομιλίας του Αβραάμ Λίνκολν (Abraham Lincoln) κατά τη διάρκεια του αμερικανικού εμφυλίου πολέμου, εδώ κι ενάμισι αιώνα.

Το τελευταίο καιρό, ο σαρανταπεντάχρονος, χαρισματικός και δεινός ομιλητής Βίλντερς, διαβλέπει μια άλλου είδους σύγκρουση: εκείνη μεταξύ των Ολλανδών μουσουλμάνων και των υπόλοιπων συμπατριωτών τους. Στη ρίζα της επιχειρηματολογίας του βρίσκονται οι επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και ο επακόλουθος «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας», δύο γεγονότα που δημιούργησαν τη δηλητηριώδη εκείνη ατμόσφαιρα που επέτρεψε στην άκρα δεξιά να ευδοκιμήσει, στην Ολλανδία αλλά κι αλλού.

Οι Ολλανδοί που υπερηφανεύονταν για την ανεκτικότητά τους και τη διάθεσή τους να ενσωματώνουν τους ξένους, σοκαρίστηκαν όταν συνειδητοποίησαν πως πολυάριθμοι μουσουλμάνοι στην Ολλανδία ένιωθαν περιθωριοποιημένοι, δακτυλοδεικτούμενοι και -το χειρότερο- ένιωθαν πολιτική συγγένεια με τους «τζιχαντιστές». Όπως στη Βρετανία, όπου τα τελευταία χρόνια αποδείχτηκε πως υπεύθυνοι για «τυφλές» τρομοκρατικές βομβιστικές επιθέσεις ήταν μουσουλμάνοι που είχαν γεννηθεί και μεγαλώσει στη Βρετανία, η περιθωριοποίηση των ισλαμικών πληθυσμών δεν εκφράζεται μόνο διαμέσου της οργής των τρομοκρατών, αλλά και της ευκολίας με την οποία οι πιο μετριοπαθείς μουσουλμάνοι ασπάζονται τις διάφορες «θεωρίες συνωμοσίας», σύμφωνα με τις οποίες οι δυτικές κυβερνήσεις είναι οι μόνες υπεύθυνες για όλα τα δεινά του κόσμου, συμπεριλαμβανομένων των επιθέσεων της 11ης Σεπτεμβρίου! Οι Ολλανδοί πολίτες άρχισαν να «κουμπώνονται» απέναντι στους μουσουλμάνους γείτονές τους, χολωμένοι που εντέλει η περίφημη ολλανδική φιλοξενία δεν είχε χρησιμεύσει σε τίποτα.

Όσο είναι δύσκολο να γεφυρωθούν παρόμοια χάσματα αμοιβαίας δυσπιστία, άλλο τόσο είναι εύκολο -και πολιτικά ελκυστικό- να γίνουν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Ο Βίλντερς καλλιεργεί εδώ και καιρό τους φόβους του κοινού για τον ισλαμικό «εσωτερικό εχθρό», αν και μόνο το 5% του ολλανδικού πληθυσμού (περί τις 850,000 άτομα) είναι μουσουλμάνοι. Αλλά οι μουσουλμάνοι είναι εξαιρετικά ορατοί, καθώς συγκεντρώνονται στα αστικά κέντρα και παρουσιάζουν γεννητικότητα πολύ υψηλότερη των υπόλοιπων Ολλανδών. «Το Ισλάμ φιλοδοξεί να κυριαρχήσει σε κάθε πλευρά της κοινωνίας μας», λέει ο Βίλντερς. «Δε θέλει ούτε να ενταχθεί κοινωνικά, ούτε να ενσωματωθεί».

Οι παραδοσιακά «χαλαρές» πολιτικές μετανάστευσης της Ολλανδίας «σκλήρυναν» ήδη από το 2002, όταν εξελέγη ο συντηρητικός κυβερνητικός συνασπισμός του Γιαν Πέτερ Μπάλκενμπέντε (Jan Peter Balkenende). Ο ηγέτης του PVV προτείνει ακόμα πιο ριζοσπαστικές θέσεις: ζητά να σταματήσει κάθε μετανάστευση από μη-δυτικά κράτη, να απαγορευτεί το Κοράνι και να επαναπατρίζονται όσοι μουσουλμάνοι παραβαίνουν το νόμο. Η ρητορική του θυμίζει σε πολλά τον Πιμ Φόρτουιν (Pim Fortuyn) τον Ολλανδό πολιτικό που δολοφονήθηκε το 2002, λίγες μόλις μέρες πριν τις βουλευτικές εκλογές που θα του έδιναν αναμφίβολα αρκετή επιρροή για να προωθήσει δυναμικά τις αντι-μεταναστευτικές του θέσεις. Ο σκηνοθέτης Τέο Βαν Γκογκ (Theo van Gogh) φίλος και συμπατριώτης του Φόρτουιν, ετοίμαζε μια ταινία για τη δολοφονία του φίλου του όταν δολοφονήθηκε κι εκείνος με τη σειρά του, το 2004. Ο δολοφόνος του, ένας Ολλανδός μουσουλμάνος μαροκινής καταγωγής, προφανώς είχε εξοργιστεί από την «υποταγή», το κινηματογραφικό του λιβελλογράφημα ενάντια στο Ισλάμ. Στο τόπο του εγκλήματος ο δολοφόνος άφησε ένα χαρτί, που έγραφε «σαΐφου ντιν αλ-μουβαχίντ» (που σημαίνει «ενωμένο ξίφος της πίστης»). Πριν λίγους μήνες, ο Βίλντερς έλαβε κι εκείνος ένα απειλητικό σημείωμα με το ίδιο μήνυμα. Τώρα βρίσκεται υπό αστυνομική προστασία, 24 ώρες το εικοσιτετράωρο. «Έχασα την ελευθερία μου», λέει ο Βίλντερς. «Το αντίτιμο της πολιτικής μου ήταν πολύ μεγάλο».

Έχει αναμφισβήτητα δίκιο: ο Βίλντερς αναγκάζεται να κοιμάται κάθε βράδυ σε διαφορετικό σπίτι. Από την άλλη, αυτή η εικόνα του ψυχωμένου αντιστασιακού, που λέει την αλήθεια πάντα έτοιμος να πληρώσει το όποιο κόστος, αποδείχτηκε για τον Βίλντερς πανίσχυρο εκλογικό όπλο. «Ο Βίλντερς λέει αυτά που οι άλλοι δεν τολμάνε ούτε να ξεστομίσουν», μας διαβεβαιώνει ο Γκιλ Τίμερμανς (Gil Timmermans), ένας τριανταεννιάχρονος μηχανικός αυτοκινήτων που ψήφισε PVV. «Δεν είμαι ρατσιστής, αλλά αν οι μουσουλμάνοι συνεχίσουν να κάνουν τα δικά τους, αυτό θα σημάνει το τέλος του ολλανδικού τρόπου ζωής».



Το στοίχημα της καθημερινότητας

Οι εθνικιστές αναφέρονται συχνά στη ν ανάγκη διατήρησης της εθνικής τους ταυτότητας. Μόνο που οι «ταυτότητες» στις οποίες αναφέρονται ως επί το πλείστον είναι μυθικές κατασκευές. Οι πιο ενθουσιώδεις οπαδοί του BNP βρίσκονται ανάμεσα σε σωρούς από κουτάκια μπίρας, στα φτωχόσπιτα της βόρειας Αγγλίας, κι είναι άνθρωποι που ουδέποτε γνώρισαν κανενός είδους «ένδοξο παρελθόν». Δεν είναι τυχαίο που στις ίδιες ακριβώς περιοχές είναι οξυμένη η απογοήτευση από τις κατεστημένες πολιτικές, που εντάθηκε μάλιστα μετά από το πρόσφατο σκάνδαλο με τις δαπάνες των βουλευτών.

Στα 12 χρόνια που βρίσκεται στην εξουσία, το «εργατικό κόμμα» ανέβασε μεν το βιοτικό επίπεδο πολλών φτωχών οικογενειών, αλλά η Βρετανία παραμένει μια από τις αναπτυγμένες χώρες με τις μεγαλύτερες εισοδηματικές ανισότητες. Εντωμεταξύ οι «εργατικοί» ανακαινίστηκαν και μετατράπηκαν σε «νέους εργατικούς», σε ένα κόμμα δηλαδή που απευθυνόταν κυρίως στη μεσαία τάξη και παραμελούσε την παραδοσιακή του εργατική βάση, που ένιωθε πως το κόμμα της την είχε παρατήσει στην τύχη της. Τον Ιούνιο, το λαϊκό ακροατήριο των «εργατικών» προσελκύστηκε από τις υποσχέσεις του ΒΝΡ για καλύτερη εκπροσώπηση της «σιωπηλής πλειοψηφίας» των λευκών πολιτών και για σταμάτημα της παροχής ασύλου στους μετανάστες. Οι ίδιες πάνω-κάτω συνθήκες και οι ίδιες υποσχέσεις, οδήγησαν τον περασμένο μήνα το γαλλικό FN μια ανάσα πριν την κατάληψη της δημοτικής αρχής στην κοινωνικά υποβαθμισμένη πόλη Ενίν-Μπομόν, άλλοτε προπύργιο του «σοσιαλιστικού κόμματος» (PS).

Χωρίς να διαθέτουν αναλυτικές θέσεις ή εύκολη πρόσβαση στα μίντια, τα ακροδεξιά κόμματα στηρίζονται εν πολλοίς στην επικοινωνία πόρτα-πόρτα και τις πολιτικές συγκεντρώσεις. Τα μεγαλύτερα κόμματα δεν ασχολούνται πια με τέτοιες «παλιομοδίτικες» τεχνικές πολιτικής επικοινωνίας, και πληρώνουν το κόστος των επιλογών τους, όπως λέει ο γραμματέας του βρετανικού «συντηρητικού κόμματος» Έρικ Πίκλες (Eric Pickles). «Στα κόμματα εξουσίας εμφανίστηκε ένα νέο είδος πολιτικού που δε γνωρίζει καλά τους ψηφοφόρους του, δεν έχει μεγαλώσει στην εκλογική του περιφέρεια κι επισκέπτεται τον τόπο που εκπροσωπεί λες κι είναι ένα είδος πολιτικού τουρίστα». Τα κυβερνητικά κόμματα χρειάζεται «να εμπνεύσουν εκ νέου τους ψηφοφόρους τους. Δεν είναι δυνατό απλά να χαρακτηρίζεις "νεοναζί" τον κόσμο που ψηφίζει BNP και να ξεμπερδεύεις. Αυτό είναι αφελές».

Το BNP και τα παρόμοια κόμματα ενστερνίζονται πλήρως τον αφορισμό του Φινέα Μπάρνουμ (P.T. Barnum) πως «δεν υπάρχει αρνητική διαφήμιση». Τα σύγχρονα δεξιά κόμματα είναι αρκετά έξυπνα ώστε να γνωρίζουν πως κάθε κριτική, κάθε σκάνδαλο, κάθε δικαστική περιπέτεια, κάθε άρθρο (συμπεριλαμβανομένου του παρόντος) θα στείλει περισσότερους ανθρώπους στις ιστοσελίδες τους, θα επεκτείνει την επιρροή τους και θα αυξήσει τους οικονομικούς τους υποστηρικτές. «Η προεκλογική εκστρατεία του Ομπάμα ήταν πράγματι λαμπρή. Μάθαμε πολλά από αυτή», λέει ο Γκρίφιν. Σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η καμπάνια «ελπίδα -όχι μίσος», που έχει στόχο να αποκαλύψει το ρατσισμό που κρύβεται πίσω από την ήπια «βιτρίνα» του BNP, αναγκάστηκε να προσφύγει κι εκείνη στην τεχνογνωσία της «ψηφιακής "μπλε πολιτείας"», μιας εταιρείας συμβούλων πολιτικής αξιοποίησης του διαδικτύου που είχε συνεργαστεί με το προεκλογικό επιτελείο του Ομπάμα. «Είναι πολύ εύκολο να τα βάλεις με ένα κόμμα που έχει για σήμα μια σβάστικα», λέει η Σόνια Γκαμπλ (Sonia Gable), από τα ιδρυτικά μέλη της καμπάνιας: «αλλά το ΒΝΡ βέβαια, δεν κάνει κάτι τέτοιο».

Το BNP έμαθε επίσης να αξιοποιεί επ' ωφελεία του τις επιθέσεις εναντίον του. Η «βρετανική αρχή ισότητας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων» (EHRC) ερευνά τώρα καταγγελίες πως το BNP παραβιάζει το νόμο, διότι στο καταστατικό του ορίζεται πως τα μέλη κι οι υπάλληλοί του οφείλουν να είναι αποκλειστικά «γηγενείς Καυκάσιοι». Ο Γκρίφιν διασαφηνίζει πως αυτό που εννοεί με τον όρο αυτό το ΒΝΡ είναι «ενσωματωμένοι Ευρωπαίοι ή παραπλήσιας φυλής άτομα, με αγγλική, ιρλανδική, σκωτσέζικη ή ουαλική καταγωγή». Μπορεί όμως να κατονομάσει μόνο ένα μη-λευκό -το μιγά κωμικό Τσάρλι Ουίλιαμς (Charlie Williams)- που να διαθέτει αρκετά «βαθιές» βρετανικές ρίζες ώστε να δικαιούται να γίνει μέλος του ΒΝΡ. Βέβαια αυτό είναι κάπως δύσκολο, αφού ο Ουίλιαμς έχει αποβιώσει από το 2006. Την ώρα όμως που η EHRC έχει την υποχρέωση να ερευνήσει τις καταγγελίες για τη νομιμότητα της λειτουργίας του ΒΝΡ, είναι φανερό πως η έρευνα διεξάγεται χωρίς ενθουσιασμό, από το φόβο μήπως όλα αυτά καταλήξουν σε ένα ακόμα επικοινωνιακό δώρο του BNP. Ο Γκρίφιν τρίβει τα χέρια του όποτε γίνεται δέκτης επιθέσεων: «όταν βγαίνει ο ίδιος ο Γκόρντον Μπράουν (Gordon Brown) και ζητά από τον κόσμο να μη μας ψηφίσει, αυτό για μας είναι μάννα εξ ουρανού. Ούτε στα πιο τρελά μας όνειρα!» , σημειώνει.



Ξενοφοβία τώρα!

Στη δυτική Ευρώπη, τα ακροδεξιά κόμματα είναι πολύ προσεκτικά να μη χρησιμοποιούν σύμβολα ή εμβλήματα που να θυμίζουν στους Ευρωπαίους τις πιο σκοτεινές περιόδους της ηπείρου τους. Αλλά οι Ούγγροι «γιόμπικ» (το παρατσούκλι τους βγαίνει από την ουγγρική λέξη «job», που σημαίνει ταυτόχρονα «δεξιά» και «καλύτερα»), που έλαβαν 14.8% των ψήφων στις πρόσφατες ευρωεκλογές, οργάνωσαν όλη τους την καμπάνια γύρω από το σύμβολο του Οίκου των πρώτων βασιλέων της Ουγγαρίας, που είχε επίσης χρησιμοποιηθεί ως σύμβολο από τους Ούγγρους φασίστες της δεκαετίας του '30. Ο πρόεδρος του κόμματος, ο τριαντάχρονος Γκαμπόρ Βόνα (Gabor Vona) είναι επίσης πρόεδρος της «ουγγρικής φρουράς» μιας (εκτός νόμου) ιδιωτικής πολιτοφυλακής που εμφανίζεται στις συγκεντρώσεις των «γιόμπικ» και παρελαύνει στα ουγγρικά χωριά, στο πλαίσιο της «αποστολής» της να προστατεύσει τους «εθνοτικά καθαρούς Ούγγρους» από το 6%-10% των τσιγγάνων ή ρομ. Ο Βόνα μάλιστα κρατήθηκε για λίγο από την αστυνομία όταν αποδοκίμασε τη δικαστική απόφαση που είχε θέσει εκτός νόμου τη «φρουρά», που πάντως τώρα έχει επανεμφανιστεί, υποτίθεται «νόμιμα», αφού πρόσθεσε τη λέξη «κίνημα» στην ονομασία της.

Παρά τις απειλές της αστυνομίας πως θα μηνύσει τη «φρουρά» για παραβίαση αποφάσεων δικαστηρίου, ο Βόνα υποσχέθηκε πως αν επιβεβαιωθούν οι δημοσκοπήσεις και κατορθώσει να εκλεγεί στο κοινοβούλιο στις εκλογές που θα γίνουν κάποια στιγμή το επόμενο δεκάμηνο, δε θα διστάσει να εμφανιστεί στο ουγγρικό κοινοβούλιο φορώντας τη στολή της φρουράς! «Στην Ουγγαρία, η ριζοσπαστικοποίηση της άκρας δεξιάς είναι γεγονός. Πλέον παραβιάζουν ανοικτά και προκλητικά τους νόμους», επισημαίνει ο Κρίστιαν Ζάμπαντος (Krisztian Szabados), διευθυντής της δεξαμενής σκέψης «πολιτικό κεφάλαιο» που εδρεύει στη Βουδαπέστη.

Οι «γιόμπικ» μπορεί να μοιάζουν αρκετά διαφορετικοί από τους δυτικούς ομοϊδεάτες τους, αλλά οφείλουν την άνοδό τους στην ίδια κοινωνική δυναμική: στο φόβο που προκαλεί η εισβολή νέων πολιτιστικών προτύπων και ο παγκόσμιος οικονομικός ανταγωνισμός και στην απογοήτευση από την κατεστημένη πολιτική. Ο αρχικός ενθουσιασμός με τον οποίο οι Ούγγροι αγκάλιασαν την πολυκομματική πολιτική μετά την πτώση του κομμουνισμού γρήγορα ξεχάστηκε, καθώς τα μεγάλα κόμματα έδειξαν ανίκανα να ανορθώσουν την οικονομία της χώρας. «Υπάρχει ένα είδος κενού», λέει ο ιστορικός της ακαδημίας επιστημών της Βουδαπέστης 'Ατιλα Ποκ (Attila Pok). «Ένας σημαντικός αριθμός ψηφοφόρων δεν εμπιστεύονται πια τα κατεστημένα κόμματα, της δεξιάς ή της αριστεράς. Ψηφίζουν για το νεότερο, το πιο κραυγαλέο και το απλούστερο πρόγραμμα που βλέπουν μπροστά τους».

Το πρόγραμμα των «γιόμπικ» είναι αδιαμφισβήτητα σαφές και απλό: απεχθάνονται τους ξένους, εναντιώνονται στην απόκτηση ιδιοκτησίας από αλλοδαπούς και είναι έκδηλα χριστιανοί. Μόλις ιδρύθηκαν, το 2003, ξεκίνησαν καμπάνια ενάντια στην «εμπορευματικοποίηση των Χριστουγέννων από τους ξένους»: «έχουμε τις πιο πρωτότυπες και σαφείς λύσεις στα προβλήματα», ισχυρίζεται ο Βόνα. «Όπως πολλοί συμπατριώτες μας, επιμένουμε πως η Ουγγαρία ανήκει στους Ούγγρους».



Ο γαλλικός δρόμος

Το γαλλικό FN είναι το μεγάλο κόμμα της ευρωπαϊκής άκρας δεξιάς. Ήταν τρίτο κόμμα της χώρας για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας του 2000 και στις προεδρικές εκλογές του 2002 ο ηγέτης του Ζαν-Μαρί Λε Πεν (Jean-Marie Le Pen) προκρίθηκε στο β' γύρο. Στις ευρωεκλογές του Ιουνίου, το κόμμα ανέμενε να επωφεληθεί από την ραγδαία άνοδο της ανεργίας, την οικονομική ανασφάλεια και τη φυλετική ένταση που αναταράσσουν τη γαλλική κοινωνία, και να πετύχει μια ιστορική νίκη. Αντ' αυτού, τα ποσοστά του κόμματος έπεσαν κατά 50% κι εξέλεξε μόλις τρεις ευρωβουλευτές, έναντι επτά το 2004. «Οι δύσκολοι καιροί ευνοούν τα ακραία κόμματα», παραδέχεται ο Ντομινίκ Ρεϊνιέ (Dominique Reynié), διευθυντής της δεξαμενής σκέψης «ίδρυμα πολιτικής ανανέωσης». «Αλλά αυτή τη φορά ο κόσμος εκτίμησε πως η κρίση παραείναι σοβαρή και υποστήριξε εκείνα τα κατεστημένα κόμματα που εκτίμησε πως μπορούν να συμβάλουν στην αντιμετώπισή της».

Αλλά υπάρχει κι ένας άλλος λόγος για τη μείωση της επιρροής του FN: ο πρόεδρος Νικολά Σαρκοζί (Nicolas Sarkozy) του έχει στερήσει το ζωτικό του χώρο, υιοθετώντας παρόμοιες «σκληρές» θέσεις σε θέματα όπως η άφιξη και η κοινωνική ένταξη των μεταναστών -χωρίς αυτό να τον εμποδίζει να προεδρεύει στο πιο πολυφυλετικό υπουργικό συμβούλιο που είχε ποτέ η χώρα. Ο Σαρκοζί θέτει ετήσιους ποσοτικούς στόχους για τον επαναπατρισμό των λαθρομεταναστών και τον περασμένο μήνα επιτέθηκε ενάντια στη μπούρκα, διότι αποτελεί «ένδειξη υποταγής» των γυναικών που δεν μπορεί να είναι καλοδεχούμενη στη Γαλλία. Με παρόμοιες πολιτικές κινήσεις, καταφέρνει να ξαναδιεκδικήσει πολιτικά ακροατήρια που από καιρό μονοπωλούνταν από το FN. «Θέτει ανοικτά το ζήτημα της λαθρομετανάστευσης, σαν πρόβλημα, που πρέπει να παταχθεί... Δε διστάζει να αναφερθεί στη γαλλική εθνική ταυτότητα», επισημαίνει ο Ρεϊνιέ.

Πολλοί αντίπαλοι της άκρας δεξιάς, ακόμα κι οι ανήκοντες στην κεντροδεξιά, νιώθουν άβολα με την ιδέα πως για να καταπολεμήσουν καλύτερα την άκρα δεξιά θα πρέπει να κινηθούν προς τις θέσεις της. «δε νομίζω πως για να νικηθεί το BNP θα πρέπει να ασπαστούμε ρητορικά τις θέσεις του, αν και υπάρχουν μερικές σειρήνες που μας καλούν να κάνουμε κάτι τέτοιο», εκτιμά ο Πίκλες. Πράγμα μολοταύτα που δεν εμπόδισε τους «συντηρητικούς» και άλλα κεντρώα κόμματα να αποδοθούν σε ένα είδος διαγωνισμού για το ποιο είναι «σκληρότερο», σε ορισμένα ευαίσθητα ζητήματα. Το «συντηρητικό κόμμα» επίσης αντέδρασε δυναμικά στις παραδοσιακές του συμμαχίες στο ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και δημιούργησε μια νέα δεξιά κοινοβουλευτική ομάδα, στην οποία προεδρεύει ο Πολωνός ευρωβουλευτής Μίκαλ Καμίνσκι (Michał Kamiński), που στο παρελθόν υπήρξε στέλεχος δύο ακροδεξιών κομμάτων. Ο Πίκλες όμως επιμένει πως το κλειδί για τον επαναπατρισμό των ψηφοφόρων είναι η επανασύνδεση των μεγάλων κομμάτων με τη λαϊκή τους βάση. «Η άκρα δεξιά μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από πολιτικούς βγαλμένους από τα σπλάχνα της τοπικής κοινωνίας, που υπερασπίζονται τους γείτονές τους και νιώθουν υπερήφανοι που τους εκπροσωπούν» μας λέει.

Πράγματι, η εντοπιότητα μετράει, όπως αποδεικνύει η περίπτωση των δημοτικών εκλογών στο Ενίν-Μπομόν. Τρεις μόλις εβδομάδες μετά τις ευρωεκλογές, η άλλοτε κωμόπολη των ανθρακωρύχων και προπύργιο της αριστεράς επί δεκαετίες, πήγε αντίθετα στο εθνικό ρεύμα κι έδωσε στο FN ένα ισχυρό προβάδισμα στον α' γύρο της δημοτικής της εκλογής. Μεγάλη ώθηση στο FN έδωσε το γεγονός πως υποψήφια δήμαρχός του ήταν η ίδια η Μαρίν Λε Πεν (Marine Le Pen), η σαραντάχρονη κόρη του ηγέτη του FN που θεωρείται φυσική διάδοχός του. Η Λε Πεν εκπροσωπεί μια σύγχρονη εκδοχή της άκρας δεξιάς: υποστηρίζει την ισότητα των γυναικών και το δικαίωμα στην άμβλωση και μιλάει για τη δημιουργία ενός «γαλλικού Ισλάμ» που θα ενσωμάτωνε τη μουσουλμανική κοινότητα της χώρας στον εθνικό της κορμό. Η Λε Πεν δείχνει πως όπως ακριβώς τα κατεστημένα κόμματα μπορούν να υιοθετούν θέσεις της ακροδεξιάς, εξίσου καλά μπορούν και τα ακραία κόμματα να χαμηλώνουν τους τόνους και να πραγματοποιούν τολμηρά «ανοίγματα».

Μέχρι πού μπορεί να φτάσει η ακροδεξιά; Τα ακροδεξιά κόμματα επηρεάζουν πλέον την εθνική πολιτική πολλών χωρών, αλλά και την ευρωπαϊκή νομοθεσία, αν και τα περισσότερα ζητούν να αποχωρήσουν οι χώρες τους από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ). Απευθυνόμενος πέρσι σε μια συγκέντρωση των Ούγγρων «γιόμπικ», ο αρχηγός του BNP Γκρίφιν αναφέρθηκε στην ουγγρική επανάσταση του 1956 που κατεστάλη άγρια από τα σταλινικά στρατεύματα. «Και πού θα βρείτε σήμερα τόση πείνα για εξουσία και τόση διαφθορά όση είχε η σοβιετική κλεπτοκρατία;» ρώτησε το κοινό του. «Στις Βρυξέλλες!», απάντησε. «Η ΕΕ απειλεί όλους τους ελεύθερους ευρωπαϊκούς λαούς».

Οι πολιτικοί που καλλιεργούν ξενόφοβα αισθήματα στο εσωτερικό, δύσκολα συνεννοούνται με ξένα κόμματα στο διεθνές επίπεδο. Το BNP προσπάθησε να ιδρύσει μια ακροδεξιά ομάδα στο ευρωκοινοβούλιο, χωρίς επιτυχία: το μεγαλύτερο ακροδεξιό κόμμα στο Στρασβούργο, η ιταλική «λίγκα του βορρά» (LN), που συμμετέχει στον ιταλικό κυβερνητικό συνασπισμό υπό το Σίλβιο Μπερλουσκόνι (Silvio Berlusconi), προτίμησε να ενταχθεί σε ένα ευρύ συνασπισμό ευρωσκεπτικιστικών κομμάτων, ενώ το ολλανδικό PVV αρνήθηκε οποιαδήποτε συνεργασία. Αλλά οι αντίπαλοι της ακροδεξιάς καλά θα κάνουν να μην χαλαρώσουν από αυτές τις ενδείξεις διχόνοιας στο αντίπαλο στρατόπεδο. Τα ακροδεξιά κόμματα αντιλαμβάνονται το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο κυρίως ως ένα βήμα από το οποίο μπορούν να εκπορθήσουν καλύτερα την εθνική πολιτική τους σκηνή. Οι αυξανόμενες φιλοδοξίες τους θα τα ωθήσουν να επιστρατεύουν περισσότερους -και πιο «ευπαρουσίαστους» εκλογικά- υποψήφιους. Ίσως να υπερεκτιμούν τις δυνατότητές τους. Αλλά η ελπίδα πως θα αποτύχουν δεν αποτελεί την καλύτερη απάντηση στην απειλή που εκπροσωπούν.


* Η Catherine Mayer είναι ανταποκριτής του περιοδικού «τάιμ» στο Λονδίνο

* Μετάφραση από την ομάδα του www.ppol.gr

Tuesday, August 11, 2009

Όσο καθυστερεί η έλευση της 4ης Δημοκρατίας

Του Τάσου Τέλλογλου*
Καθημερινή
8/8/2009

- Καλά, τι αστυνομεύετε, δεξιά και αριστερά σας είναι παρκαρισμένα παράνομα αυτοκίνητα…

– Κοίτα τη δουλειά σου…

– Κι εσείς τη δική σας. Εγώ σας πληρώνω, από τους φόρους μου.

– Ε, μην πληρώνεις φόρους.

(Ο διάλογος μεταξύ ενός πολίτη και του αστυνομικού έγινε πριν από μερικές εβδομάδες σε κεντρική πλατεία της πόλης, την οποία επώνυμοι και ανώνυμοι είχαν μετατρέψει σε πάρκινγκ υπό την ανοχή της αστυνομίας.)

Μία πρεσβεία μεγάλης ευρωπαϊκής χώρας ανέφερε πρόσφατα σε έκθεσή της προς το υπουργείο Εξωτερικών της χώρας αυτής ότι «η Ελλάδα απέχει από το να μπορεί να ονομάζεται χώρα δικαίου».

Ως απόδειξη, ο συντάκτης, ένας άνθρωπος που μιλάει συχνά με πολλούς από τους υπουργούς της κυβέρνησης, επικαλούνταν το γεγονός ότι ουδείς από εκείνους που έλαβαν χρήματα από τη Siemens κινδυνεύει με τιμωρία, την ώρα που όσοι έδωσαν τα χρήματα βρίσκονται προφυλακισμένοι. Το κείμενο συνέδεε την ασυλία των πολιτικών με την απόφαση για το εσπευσμένο κλείσιμο της Βουλής.

Αυτό που με τόση καθαρότητα βλέπει ο ξένος διπλωμάτης είναι σύμπτωμα μιας ευρύτερης αντίληψης σε αυτή τη χώρα, όπου υπάρχουν τουλάχιστον δύο είδη πολιτών σε σχέση με την απονομή της Δικαιοσύνης. Και η αντίληψη αυτή δεν είναι τωρινή.

Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής είχε πει ότι «έναν πρωθυπουργό που έκλεψε δεν τον στέλνεις στο δικαστήριο, τον στέλνεις σπίτι του…».

Αυτή την πεπατημένη ακολουθεί και ο σημερινός πρωθυπουργός Κώστας Καραμανλής σε σχέση με συνεργάτες του για τους οποίους υπάρχουν «σκιές», διαιωνίζοντας την ίδια ακριβώς τακτική που ακολουθούσε και ο προκάτοχός του κ. Κώστας Σημίτης: οι δημόσιοι άνδρες κρίνονται στις κάλπες.

Οσο ήταν στην αντιπολίτευση ο κ. Κ. Καραμανλής ονόμαζε αυτήν την αντίληψη «καθεστωτική», αλλά αυτό για το οποίο μιλούσε δεν αφορούσε αποκλειστικά το ΠΑΣΟΚ, ήταν το «ελληνικό καθεστώς» με τις ιδιαιτερότητές του.

Σ’ αυτό είναι ιδεολογική προϋπόθεση η ποινική ασυλία του πολιτικού προσωπικού, επειδή ο ενδεχόμενος καταλογισμός θα μπορούσε να βλάψει «το κόμμα».

Το «κόμμα» είναι εκείνο που καθορίζει μέχρι πού θα αποδοθούν ευθύνες και πώς θα λειτουργήσει μια σειρά άλλων δικαιοδοτικών θεσμών.

Η υπόθεση Siemens έκανε αυτήν την πραγματικότητα, του «ελληνικού καθεστώτος», απτή στον καθένα. Ενας παλαίμαχος πολιτικός μού εξομολογήθηκε ότι το «σύστημα δεν αντέχει» πλέον αυτήν την υπόθεση.

Αλλά ποιο σύστημα; Αν πρόκειται για το σύστημα που εγκαθιδρύθηκε μετά το 1974, την τρίτη Ελληνική Δημοκρατία, αυτό έχει «κλείσει» έναν κύκλο 35 ετών χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στους «θεσμούς και ελέγχους» εκείνων που ασκούν την εξουσία.

Η 35ετία είναι πολύ μεγάλο διάστημα και θεσμοί και έλεγχοι πρέπει να ανανεώνονται με μεγαλύτερη συχνότητα ή να γκρεμίζονται από εξελίξεις που υπάρχουν έξω από αυτούς.
Η τρίτη Ελληνική Δημοκρατία είναι για ένα σύστημα που έδωσε στη χώρα την περισσότερη Δημοκρατία που είχε ποτέ, αλλά όχι αρκετή για τον κόσμο που ζούμε.

Πριν από μερικές εβδομάδες, «γιορτάσαμε» τα 35 χρόνια από την επιστροφή της Δημοκρατίας. Αυτή συνετρίβη το 1967 από το πραξικόπημα, με αποτέλεσμα το πολιτικό σκηνικό του 1974 να μη μοιάζει σε τίποτα με εκείνο του 1967.

Ηταν σαφώς καλύτερο, οι θεσμοί του Συντάγματος του 1975 ήταν πολύ ανώτεροι από εκείνους του 1952. Το «σύστημα» σήμερα δεν φαίνεται να διαθέτει την εσωτερική δύναμη για μια νέα μεταπολίτευση. Οπως δεν την είχε και την περίοδο 1965-1967.

Είναι ταυτόχρονα ετοιμόρροπο και αρτηριοσκληρωμένο. Η οικονομική κρίση με τις συνέπειες που θα πάρουν κοινωνικό και συγκρουσιακό χαρακτήρα από το φθινόπωρο ίσως του δώσουν την τελευταία βολή, ενώ τα κόμματα θα διαγκωνίζονται για την καταλληλότερη ημερομηνία στην οποία θα κερδίσουν ή δεν θα χάσουν τις εκλογές, με την ψευδαίσθηση ότι και αυτή τη φορά κάποιος «από μηχανής θεός» θα τα σώσει.

*Ο Τάσος Τέλλογλου είναι δημοσιογράφος.

Monday, July 20, 2009

Αλλαγές ή κάλπες; Μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα!

Ξεκίνησε την περασμένη βδομάδα μια επικοινωνιακή εκστρατεία από πλευράς κυβέρνησης με στόχο την τόνωση του μεταρρυθμιστικού της προφίλ. Η κυβέρνηση λέει, προτίθεται να κάνει διαρθρωτικές αλλαγές. Θα ανοίξει τα κλειστά επαγγέλματα, θα αλλάξει το ασφαλιστικό, θα μεταρρυθμίσει το μισθολόγιο του δημοσίου, θα ρίξει χρήματα στην αγορά μέσω του ΕΣΠΑ, θα στηρίξει την ανάκαμψη, θα ανακουφίσει τους άνεργους. Μάλιστα, ήδη ξοδεύει κρατικό χρήμα για να διαφημίσει στον Τύπο ότι περιόρισε την ακρίβεια στα καύσιμα.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα καλοκαιρινού "μεταρρυθμιστικού" πυρετού πληθαίνουν οι φωνές στο κυβερνόν κόμμα που απορρίπτουν τις εισηγήσεις για εκλογές το φθινόπωρο και ζητούν από τον πρωθυπουργό να προχωρήσει σε σαρωτικές αλλαγές στην κυβέρνηση και το κόμμα πριν από τη ΔΕΘ.

Στην αντίπερα όχθη, με δεδομένο το γεγονός ότι η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει το πολιτικό της κεφάλαιο, και η κοινοβουλευτική της πλειοψηφία κρέμεται από μια κλωστή, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης ζητάει επίμονα κάλπες. Την ίδια στιγμή σύσσωμο το στελεχικό του δυναμικό βρίσκεται σε κατάσταση θερινής ραστώνης κάνοντας δημιουργικές διακοπές στο Συμπόσιο της Σύμης που γίνεται στη Σκιάθο.

Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένα κοινό στοιχείο. Ότι καμία εκ των δύο απαντήσεων που προσφέρουν τα δύο μεγάλα κόμματα στο δίλημμα αλλαγές ή κάλπες δεν πρόκειται να λύσει αυτόματα τα χρόνια προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η ελληνική οικονομία.

Οι μεν αλλαγές που προτείνει η κυβέρνηση εξαντλούνται σε κάποια έκτακτα εισπρακτικά μέτρα (έκτακτη εισφορά) με μοναδική εξαίρεση την κατάργηση της αυτοτελούς φορολόγησης πολλών επαγγελματικών ομάδων. Στην καλύτερη των περιπτώσεων αποτελούν ένα στοιχειώδες συμμάζεμα σε πτυχές του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (ΒΑΕ). Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν μέτρα μόνιμου διαρθρωτικού χαρακτήρα.

Οι δε κάλπες που ζητάει επίμονα το ΠΑΣΟΚ καθόλου βέβαιο δεν είναι ότι θα οδηγήσουν σε μία κυβέρνηση ικανή να οδηγήσει το πλοίο με ασφάλεια ανάμεσα από τα κύματα μιας φουρτουνιασμένης θάλασσας. Το δημοσιονομικό αδιέξοδο σε συνδυασμό με τον υποδιπλασιασμό της κατανάλωσης και το στράγγισμα της αγοράς από ρευστό είναι μόνο ορισμένα από τα πολλά και σημαντικά θέματα που θα προκαλέσουν ημικρανία στο όποιο κυβερνητικό σχήμα από την πρώτη κιόλας μέρα διακυβέρνησης. Επιπρόσθετα, η αμηχανία της αξιωματικής αντιπολίτευσης στο ζήτημα του ανοίγματος των κλειστών επαγγελμάτων δείχνει ότι σε κομβικά κοινωνικοοικονομικά ζητήματα υπάρχει διάθεση για συντήρηση του status quo και ότι η κοινωνική δικαιοσύνη λογίζεται ως διατήρηση παράλογων προνομίων συγκεκριμένων συντεχνιών σε βάρος της πολλών.

Για τους νέους της γενιάς των 700 ευρώ, ακόμα και όσους δεν το αντιλαμβάνονται άμεσα διότι δεν τους καίγεται καρφί και προτιμούν τον φραπέ σε κάποια παραλία, πρόκειται για μία αδιέξοδη κατάσταση που θέτει σε ομηρία τη μελλοντική συλλογική ευημερία. Αλλαγές ή κάλπες λοιπόν; Ας ελπίσουμε ότι δεν έχουμε να κάνουμε με τη γνωστή λαϊκή ρήση "μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα".