Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκπαίδευση-Παιδεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Εκπαίδευση-Παιδεία. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Η θέση της ιστορία στο σχολείο

ΣΥΖΗΤΟΥΝ:
Σία Αναγνωστοπούλου, Αν. Υπουργός Παιδείας
Ελένη Αποστολίδου, Διδακτική της Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
Κώστας Γαβρόγλου, Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής
Χριστίνα Κουλούρη, Καθηγήτρια Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο
Αντώνης Λιάκος, Ιστορικός
Βασιλική Σακκά, Ιστορικός Σύμβουλος Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης
Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2015, ώρα 7.00 μ.μ.

Η θέση της ιστορίας στο σχολείο, και πώς θα την αλλάξουμε

ΔΗΜΟΣΙΑ ΣΥΖΗΤΗΣΗ
Τι ονομάζεται «γενοκτονία» και τι «εθνοκάθαρση»; Γιατί παρόμοια ζητήματα στην Ελλάδα παίρνουν τις διαστάσεις ηθικού πανικού; Είμαστε «Ελληναράδες» ή «δυστυχισμένοι που είμαστε Έλληνες»; «Περιούσιος λαός» ή «βδέλυγμα»; «Κακομαθημένα παιδιά της ιστορίας» ή κακομάθαμε ιστορία; Τι απαντά το σχολείο; Μπορεί η Ιστορία να προετοιμάσει τους μαθητές πώς να επεξεργάζονται τα εθνικά τραύματα και κυρίως πώς να προσανατολίζονται σε έναν πολύπλοκο κόσμο όπου λείπουν τα συνεκτικά οράματα και τη θέση τους καταλαμβάνουν τα φαντάσματα του παρελθόντος; Τι και πώς πρέπει να αλλάξει στη θέση και τη διδασκαλία της ιστορίας στην εκπαίδευση;


Η θέση της ιστορίας στο σχολείο / 01: Αντώνης Λιάκος from ΧΡΟΝΟΣ tv on Vimeo.




Η θέση της ιστορίας στο σχολείο / 02: Βασιλική Σακκά from ΧΡΟΝΟΣ tv on Vimeo.

Η θέση της ιστορίας στο σχολείο / 04: Χριστίνα Κουλούρη from ΧΡΟΝΟΣ tv on Vimeo.

Η βαθμολόγηση της Νεοελληνικής Γλώσσας στις Πανελλαδικές εξετάσεις

Παραθέτω το άρθρο του Παν. Μητρούλια για τη βαθμολόγηση των γραπτών της Νεοελληνικής Γλώσσας στις Πανελλήνιες Εξετάσεις όπως δημοσιεύεται στο περιοδικό "Νέα Παιδεία", τευχ. 124 (2014).  Ενδιαφέρουσα η προσέγγισή του και συμφωνώ ως προς τα περισσότερα σημεία της.
 
 
Συνεχίζοντας τον ενδιαφέροντα διάλογο που ξεκίνησε το περιοδικό Νέα Παιδεία στο προηγούμενο τεύχος (τ. 151, σελ. 19-21) σχετικά με τη βαθμολόγηση της Νεοελληνικής Γλώσσας στις Πανελλαδικές εξετάσεις, θα θέλαμε να διατυπώσουμε τους παρακάτω προβληματισμούς και να καταθέσουμε τρεις - εφικτές - προτάσεις.
Το πρώτο που πρέπει να επισημάνουμε είναι ότι το ζήτημα της ακριβοδίκαιης βαθμολόγησης συνδέεται με τους μαθησιακούς στόχους του μαθήματος. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο μαθητής ολοκληρώνοντας τη φοίτησή του στο Λύκειο πρέπει να είναι σε θέση, ύστερα από τόσα χρόνια γλωσσικής διδασκαλίας και άσκησης στο σχολείο, να παραγάγει ένα πλήρες κείμενο οργανωμένου, συγκροτημένου λόγου, που καθρεφτίζει το γλωσσικό και κατ΄ επέκταση το πνευματικό του επίπεδο. ’ρα η βαθμολόγηση του μαθήματος δεν είναι άσχετη με τη διδασκαλία του μαθήματος στην τάξη. Και εδώ εκκινούν τα προβλήματα και οι προβληματισμοί, οι πολλές και διαφορετικές προσεγγίσεις που ενισχύουν τον υποκειμενισμό του μαθήματος.
Εάν δεχτούμε ότι πράγματι υπάρχουν αποκλίνουσες βαθμολογήσεις (υποθέτω πως θα υπάρχουν έρευνες ή εμπειρικά στοιχεία που θα καταδεικνύουν το πρόβλημα), τότε πρέπει να αναζητήσουμε τα αίτιά του και να προσδιορίσουμε την έκτασή του. Σε ό,τι αφορά το πρώτο είναι ανάγκη να συνυπολογίσουμε τις προσδοκίες των μαθητών και των καθηγητών τους, παράμετρος άκρως υποκειμενική και δύσκολα μετρήσιμη. Είναι γνωστό ότι κάθε μαθητής προσέρχεται στις εξετάσεις της Γλώσσας με διαφορετικές προσλαμβάνουσες από τη μέχρι τώρα οικογενειακή και σχολική του ζωή. Είναι επίσης γνωστό ότι οι συνάδελφοι που διορθώνουν δεν έχουν όλοι ούτε τον ίδιο χαρακτήρα ούτε την ίδια παιδεία ούτε και την ίδια εμπειρία και επαφή με τα κείμενα ούτε την ίδια επιμόρφωση. Επομένως διορθώνει ο καθένας με τις δικές του αποσκευές που σε κάποιες (πόσες;) περιπτώσεις καθιστούν τη διόρθωση άδικη, άρα προβληματική.
Όλα αυτά υπάρχουν και επειδή οι εξετάσεις είναι μετρήσιμο μέγεθος, είναι ανάγκη τα παραπάνω να αντιμετωπιστούν, να «αντικειμενοποιηθούν» κατά το δυνατόν. Με ποιο στόχο όμως και σε ποιο βαθμό;
Είναι κοινός τόπος ότι η ακριβοδίκαιη (ακόμη και αντικειμενική) βαθμολόγηση επιτυγχάνεται με «κλειστές» ερωτήσεις, διότι σε αυτήν την περίπτωση  η απάντηση δεν απαιτεί παραγωγή λόγου, αλλά γίνεται με μια φράση ή με μια λέξη. Αλλά μια τέτοια διαδικασία «ευτελίζει» το λόγο και αυτό δεν το θέλει κανείς. Όταν οι ερωτήσεις είναι «ανοιχτές», τότε οι απαντήσεις παρουσιάζουν διαφορές και αποκλίσεις, που αντανακλώνται και στις βαθμολογίες. Αυτό γίνεται είτε η άσκηση έχει βαρύτητα 40% είτε είναι τέσσερις – για παράδειγμα - ασκήσεις, που η καθεμία βαθμολογείται με 10 μονάδες στις 100. Αυτό εξάλλου δείχνει και η βαθμολόγηση της Β1 άσκησης στις πανελλαδικές εξετάσεις (ανάπτυξη, σχολιασμός μιας άποψης σε μια παράγραφο). Και αν η διαφορά φαίνεται μικρότερη (1 ή 2 μονάδες στις 10), εάν γίνει η αναγωγή στην εικοσαβάθμια κλίμακα, τότε η διαφορά είναι 2 ή 4 μονάδες, μόνο σε μία άσκηση. ’ρα το «πρόβλημα» δε λύνεται. Και το κυριότερο: τα «μικρής βαρύτητας» θέματα θα έχουν απαντήσεις τύπου SMS. Αναρωτιέμαι αυτό θέλουμε;
Η προβληματική βέβαια παραμένει. Aπό τη στιγμή που το μάθημα της Νεοελληνικής Γλώσσας διδάσκεται κατά τον τρόπο και τη δεξιότητα του καθηγητή και σχετίζεται με πολλαπλά – συνδυαστικά θέματα, είναι ανάγκη στην αξιολόγηση να προτάξουμε το επίπεδο του λόγου έναντι της απαίτησης για ολοκληρωμένο περιεχόμενο, στην ουσία δηλαδή να προτάξουμε το ποιοτικό κριτήριο. Θεωρούμε ότι ο υποκειμενισμός που προκύπτει από μια βαθμολόγηση χωρίς έντονα τα ποιοτικά κριτήρια, αποτυπώνεται και στη συσσώρευση πολλών «μέσων» βαθμολογιών και την ταυτόχρονη αραίωση των πολύ καλών ή των κακών βαθμολογιών.
τσι, νομίζουμε ότι η προσοχή αλλού είναι ανάγκη να δοθεί και αλλού να επικεντρωθούν οι προτάσεις, οι οποίες έχουν κάποιο νόημα, εάν είναι εφικτές. Σε αυτό το πλαίσιο προτείνονται τα εξής:
1.      Να αλλάξει η λειτουργία της Κεντρικής Επιτροπής που εισηγείται τα θέματα των Πανελλαδικών εξετάσεων. Ορθά υπογραμμίζουν οι συνάδελφοι στις προτάσεις τους (τ. 151, σελ.20) ότι η βαθμολόγηση πρέπει να βασίζεται σε αναλυτικές οδηγίες - δείκτες ποιότητας του γραπτού λόγου, που εν πολλοίς θα αποτελούν και τα βασικά κριτήρια της διόρθωσης.
Σημαντικότατη είναι βέβαια και η επιλογή των θεμάτων. Νομίζουμε πως εδώ βρίσκεται και το «κλειδί» της διόρθωσης, ειδικά εάν δεχτούμε ότι η ακρίβεια και η σαφήνεια της απάντησης εξαρτάται από την ευστοχία και τη σαφήνεια του ερωτήματος. Όλοι γνωρίζουμε ότι το επίπεδο και η ποιότητα των θεμάτων που εισηγείται η Κ.Ε. επηρεάζει καταλυτικά και τη διδασκαλία στην τάξη. ’ρα η επιλογή κυρίως του αρχικού κειμένου αλλά και των ερωτημάτων που το συνοδεύουν θα πρέπει να είναι προσεκτική, εύστοχη και να υπηρετεί τους γενικούς και τους ειδικούς μαθησιακούς στόχους του μαθήματος. Ειδικά για την παραγωγή του γραπτού λόγου προτείνουμε το θέμα της έκθεσης να συνομιλεί με το αρχικό κείμενο, ώστε να καλλιεργηθεί η κριτική σκέψη του μαθητή και να αναπτυχθεί ο τεκμηριωμένος λόγος.  Έτσι η γραφή θα γίνει πιο δημιουργική και λιγότερο κλειστή και τυποποιημένη. Αυτό είναι ίσως το πραγματικό «στοίχημα» και ας καθιστά τη διόρθωση περαιτέρω υποκειμενική. Υποκειμενική και όχι αυθαίρετη. Το πρώτο δεν είναι αναγκαία κακό, εάν αποφεύγονται τα άκρα και οι οφθαλμοφανείς αποκλίσεις, δηλαδή η αυθαιρεσία.
2.      Τα γραπτά της Νεοελληνικής Γλώσσας από όλη την Ελλάδα προτείνουμε να  συγκεντρώνονται σε 4-5 βαθμολογικά κέντρα. Εκεί θα βαθμολογείται μόνο η Νεοελληνική Γλώσσα από όσο το δυνατόν ειδικά επιλεγμένους φιλολόγους, οι οποίοι θα περνούν ανά τακτά διαστήματα από ειδική κεντρική επιμόρφωση. Ίσως εφικτό είναι από κάθε σχολική μονάδα να συμμετέχουν 1-2 συνάδελφοι, οι οποίοι με τη σειρά τους να μεταφέρουν τις βασικές αρχές της επιμόρφωσης και στους υπόλοιπους συναδέλφους. Μια μορφή δηλαδή ενδοσχολικής επιμόρφωσης, σε δεύτερο, έμμεσο, επίπεδο.
Εάν εφαρμοστεί η παραπάνω πρόταση, θα είναι δυνατή και η   αποτύπωση του βαθμολογικού προφίλ κάθε βαθμολογικού κέντρου, με επιστημονικές, δηλαδή, μετρήσιμες μεθόδους. Θα αποκαλυφθούν οι αδυναμίες και τα θετικά στοιχεία στη διαδικασία της βαθμολόγησης, ώστε να μπορούν να γίνουν στοχευμένα και οι απαραίτητες αλλαγές.
3.      Να ενταχθεί, όπως προβλέπεται από τον τελευταίο νόμο, στην εξέταση της Γλώσσας και η Λογοτεχνία (βλ. το εξεταστικό σύστημα της Κύπρου) για ποικίλους λόγους και κυρίως γιατί η Λογοτεχνία είναι η υψηλότερη μορφή λόγου, άρα εθίζει τους μαθητές σε ένα υψηλότερο επίπεδο λόγου και επικοινωνίας.
Και κάτι τελευταίο, που κατά τη γνώμη μας βρίσκεται πάνω από όλους τους γόνιμους προβληματισμούς, τις εφικτές ή δεοντολογικές προτάσεις: η γλωσσική καλλιέργεια ως βασικός πυλώνας της εκπαίδευσης οδηγεί στη χειραφέτηση και τη διαφορετικότητα, όχι στο «κλείσιμο» και την ομοιομορφία. Η αποκλίνουσα σκέψη είναι η δημιουργική σκέψη, η συγκλίνουσα αντίθετα είναι αναπαραγωγική. Και αυτή η αντίληψη, όπως όλα τα θέματα παιδείας, είναι πολιτική αντίληψη.
Παναγιώτης Μητρούλιας


Κριτήριο Έκθεσης Γ' Λυκείου με θέμα την εκπαίδευση- γλώσσα



Η επέλαση του λειτουργικού αναλφαβητισμού

   Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, στις αναπτυγμένες χώρες, (οργανικά) αναλφάβητο θεωρούσαμε τον άνθρωπο που δε γνώριζε ανάγνωση και γραφή. Ήταν ο άνθρωπος που δεν πήγε ποτέ  στο σχολείο, και έτσι δυσκολευόταν να γράψει ακόμα και το όνομά του. Όταν μάλιστα έπρεπε να υπογράψει ένα επίσημο έγγραφο, χρησιμοποιούσε το δακτυλικό του αποτύπωμα ή περιοριζόταν στην καταγραφή ενός σταυρού.
     Καθώς όμως γενικεύεται η υποχρεωτική εκπαίδευση, εξαπλώνονται τα ΜΜΕ και διευρύνεται η χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών και του διαδικτύου, μεταβάλλεται το περιεχόμενο και η σημασία του αλφαβητισμού. «Αναλφάβητος», κατά την UNESCO, «είναι σήμερα ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κατανοήσει  μια απλή παρουσίαση γεγονότων που αναφέρονται στην καθημερινή κοινωνική, πολιτική και οικονομική του ζωή.» Η απόσταση μεταξύ των δύο ορισμών είναι χαώδης. Αν και η πρώτη μορφή αναλφαβητισμού εξακολουθεί να μαστίζει εκατομμύρια ανθρώπους στον Τρίτο Κόσμο, ο ορισμός της UNESCO δεν αφήνει κανένα περιθώριο εφησυχασμού: ο αναλφαβητισμός, στη νέα του μορφή, εξαπλώνεται ραγδαία και στον «πολιτισμένο» κόσμο μας.
    Τώρα πια, αναλφάβητος δεν είναι μόνο όποιος δε γνωρίζει ανάγνωση και γραφή. Αναλφάβητος είναι κι ο άνθρωπος που δεν έχει τα πνευματικά εφόδια για να διευρύνει τους ορίζοντες της γνώσεις του, να αξιολογήσει τις πληροφορίες- να καταλάβει ποιες αξίζουν την προσοχή του και ποιες όχι- που ακατάσχετα διοχετεύουν τα ΜΜΕ στην όραση, την ακοή και τη σκέψη του. Είναι αυτός που δεν μπορεί να συσχετίσει τα γεγονότα που επηρεάζουν ή καθορίζουν τη ζωή του, ώστε να έχει ένα οδηγητικό νήμα που θα τον βγάλει αλώβητο από το λαβύρινθο της καθημερινής ειδησεογραφίας. Αναλφάβητος είναι ο άνθρωπος που έχει τόσο περιορισμένη σκέψη, ώστε για την καταγραφή του λεξιλογίου του αρκούν δύο σελίδες μαθητικού τετραδίου.
     Αυτή η νέα μορφή αναλφαβητισμού («λειτουργικό» τον ονομάζουν οι ειδικοί) ενδημεί σε όλα σχεδόν τα ηλικιακά και κοινωνικά στρώματα και δε σχετίζεται άμεσα με τις «γραμματικές γνώσεις» ή το εισόδημα. Είναι ο αναλφαβητισμός που διαφεύγει από τις στατιστικές, επειδή κρύβεται καλά πίσω από το παραπέτασμα των σπουδών και των επαγγελματικών τίτλων. Ποια εταιρεία δημοσκοπήσεων θα είχε τα μέσα, το χρόνο και την τόλμη να «ελέγξει» τον λεξιλογικό πλούτο, το βάθος της σκέψης και την κριτική ικανότητα των ερωτώμενων;
     Βρισκόμαστε λοιπόν αντιμέτωποι με ένα νέο «εχθρό»: τον αναλφαβητισμό που παράγει η τεχνολογικά και επιστημονικά εξελιγμένη κοινωνία μας. Όσο η πραγματικότητα γίνεται πολυπλοκότερη, όσο ο όγκος των πληροφοριών αυξάνεται, όσο τα γεγονότα εναλλάσσονται ταχύτατα και τα ΜΜΕ παρουσιάζουν μια αποσπασματική εικόνα τους, τόσος θα δυσκολεύεται ο άνθρωπος να τα ερμηνεύσει και να τα κατανοήσει. Η σκέψη του θα είναι αιχμάλωτη των εντυπώσεων και της λαμπερής επιφάνειας των εικόνων και των ρητορικών τεχνασμάτων της πολιτικής και της διαφήμισης. Η ψυχή του θα άγεται και θα φέρεται από τη μαγεία των χρωμάτων και των παθιασμένων λέξεων. Τα μάτια και η προσοχή του θα υποτάσσονται στη σαγηνευτική δύναμη του θεάματος. Με άλλα λόγια, ο λειτουργικός αναλφαβητισμός παραλύει τις πνευματικές και ψυχικές του αντιστάσεις και υπονομεύει κάθε διάθεση και δυνατότητα για ενεργό πολιτική παρέμβαση στη δημόσια ζωή.
     Ο αναλφάβητος άνθρωπος παλαιότερων εποχών (ο οργανικά αναλφάβητος) είχε συναίσθηση της αδυναμίας του. Έλεγε: « Εγώ δεν ξέρω γράμματα». Ο σύγχρονος αναλφάβητος, όμως, δεν έχει επίγνωση της αδυναμίας του. Οχυρωμένος πίσω  από μια ειδικότητα ή έναν τίτλο σπουδών, έχει την ψευδαίσθηση ότι η αποκλειστική του ενασχόληση με ένα μόνο – σχεδόν ελάχιστο- τομέα γνώσης του δίνει τη δυνατότητα να θεωρείται «μορφωμένος».
                                                       (Άρθρο από τον τύπο σε διασκευή)


1.     Να γράψετε την περίληψη του κειμένου σε 100-120 λέξεις.
2.     Το κείμενο αποβλέπει στην πληροφόρηση ή την πειθώ; ΝΑ τεκμηριώσετε την απάντησή σας εξετάζοντας το είδος του κειμένου, το περιεχόμενό του και τη γλώσσα του.
3.     Με ποιον ή με ποιους τρόπους αναπτύσσεται η δεύτερη παράγραφος;
4.     Με τι είδους συλλογιστική πορεία (συλλογισμό) αναπτύσσεται η 3η παράγραφος; Να αιτιολογήσετε την απάντησή σας.
5.     Να εντοπίσετε πέντε (5) λέξεις ή φράσεις που δείχνουν ότι ο συντάκτης κάνει ποιητική χρήση της γλώσσας.
6.     Να γράψετε από ένα συνώνυμο για τις παρακάτω λέξεις:
  Χαώδης=
  Εφησυχασμού=
  Αλώβητο=
  Σαγηνευτική=
  Υπονομεύει=

7.    Ο λειτουργικός αναλφαβητισμός παραλύει τις πνευματικές και ψυχικές αντιστάσεις του ανθρώπου και υπονομεύει κάθε διάθεση και δυνατότητα για ενεργό πολιτική παρέμβαση στη δημόσια ζωή.
      Να αναπτύξετε την άποψή σας σε μια παράγραφο 80-100 λέξεων.