Παράδοση είναι ...τo μελωδικό νανούρισμα της μάνας, οι θρύλοι του παππού ,τα κάλαντα, τα χελιδονίσματα, οι μαντινάδες,τα έθιμα ,οι χοροί και οι σκοποί που μας συντρόφευαν σε κάθε χαρά ,οι ενδυμασίες ,τα κεντήματα ,τα δίστιχα, τα παιχνίδια και όσα άλλα είναι μέρος της ζωής του τόπου μας. Κρατήστε περήφανα στις καρδιές σας ,αλώβητο αυτό το θησαυρό και παραδώστε τον στις επόμενες γενιές! Έτσι θα ακούμε τους παλμούς του τόπου μας ολοζώντανα και δεν θα σβήσει τίποτε στη χοάνη της παγκοσμιοποίησης!
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παροιμίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παροιμίες. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011
Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει
Πρώτη εκδοχή: Ανάμεσα στα παλικάρια του Θ. Κολοκοτρώνη, ξεχώριζε ένας Τριπολιτσιώτης -ο Γιάννης Θυμιούλας- που είχε καταπληκτικές διαστάσεις: Ήταν δυο μέτρα ψηλός παχύς και με το ένα του χέρι μπορούσε να σηκώσει άλογο. Ο Θυμιούλας έτρωγε στην καθισιά του ολόκληρο αρνί, αλλά και πάλι σηκωνόταν πεινασμένος. Έπινε όμως και πολύ. Παρόλα αυτά ήταν εξαιρετικά ευκίνητος, δε λογάριαζε τον κίνδυνο κι όταν έβγαινε στο πεδίο της μάχης, ο εχθρός μόνο που τον έβλεπε, έφευγε πάντα. Πολλοί καπεταναίοι, μάλιστα, όταν ήθελαν να κάνουν καμιά τολμηρή επιχείρηση, ζητούσαν από τον Κολοκοτρώνη να τους τον... δανείσει. Κάποτε ωστόσο, ο Θυμιούλας, μαζί με άλλους πέντε συντρόφους του, πολιορκήθηκαν στη σπηλιά ενός βουνού. Και η πολιορκία κράτησε κάπου τρεις μέρες. Στο διάστημα αυτό, είχαν τελειώσει τα λιγοστά τρόφιμα που είχαν μαζί τους οι αρματολοί και ο Θυμιούλας άρχισε να υποφέρει αφάνταστα. Στο τέλος, βλέποντας ότι θα πέθαινε από την πείνα, αποφάσισε να κάνει μια ηρωική εξόρμηση, που ισοδυναμούσε με αυτοκτονία. Άρπαξε το χαντζάρι του, βγήκε από τη σπηλιά και με απίστευτη ταχύτητα, άρχισε να τρέχει ανάμεσα στους πολιορκητές, χτυπώντας δεξιά και αριστερά. Ο εχθρός σάστισε, τρόμαξε και το 'βαλε στα πόδια. Έτσι, γλίτωσαν όλοι τους. Ο Θυμιούλας κατέβηκε τότε σ' ένα ελληνικό χωριό, έσφαξε τρία αρνιά και τα σούβλισε. Ύστερα παράγγειλε και του έφεραν ένα «εικοσάρικο» βαρελάκι κρασί κι έπεσε με τα μούτρα στο φαγοπότι. Φυσικά, όποιος χριστιανός περνούσε από κει, τον φώναζε, για να τον κεράσει. Πάνω στην ώρα, έφτασε και ο Θ. Κολοκοτρώνης και ρώτησε να μάθει, τι συμβαίνει. - Γιάννης κερνά και Γιάννης πίνει! απάντησε ο Προεστός του χωριού. Και όπως λένε, αυτή η φράση, αν και παλιότερη, έμεινε από αυτό το περιστατικό.
Δεύτερη εκδοχή
Λέγεται ότι προέρχεται από εκείνους που κατακρίνανε την κυβέρνηση -την πολιτεία- της Εθνικής συνέλευσης των Ελλήνων, που έγινε στο Αργός στις 11/7 μέχρι τις 6/8/1829, η οποία «ευπειθώς καί ανεξετάστως εξετέλει τα θελήματα του Κυβερνήτου, γράφουσα ψηφίσματα προσχεδιασμένα εν τω γραφείο αυτού. (Χ.Τρικούπης ένθ. αν.). Και όπως γράφει παρακάτω: «Εξ απλής δε προέρχεται συμπτώσεως, ότι η παροιμία έχει το όνομα Γιάννης δηλονότι αυτό το του Κυβερνήτου Ιωάννου Καποδίστριου, διότι πιθανώς είναι παλαιοτέρα των χρόνων εκείνων». Παραπλήσια είναι η
αρχαία: «Αυτός αυτόν αυλεί» (Διογεν. 216 Μακάρ. 162 Αποστόλ. 338 Σουϊδ.λ.). Όμοιες και οι νεότερες: Ρωμουν. Mirancea Bimirancea Saplatesca = O Μιράντσης πίνει, ο Μιράντσης να πληρώνει (Zanne 8106) Βουλγάρ. Gani Cerpi, Gani pii = ο Γάνης κερνά, ο Γάνης πίνει (παρά Π.θ.
Τσίλλεφ).
πηγή
Τετάρτη 20 Οκτωβρίου 2010
Λαϊκή σοφία
"Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι"
Μια από τις πιο σκοτεινές εποχές που έζησε η Ελλάδα, ήταν όταν στα παράλια της έκαναν επιδρομές οι διάφοροι πειρατές, προπάντος, όμως οι Αλγερινοί που περνούσαν από το μαχαίρι όλα τα γυναικόπαιδα ή άρπαζαν τις όμορφες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα τους. Στη Μήλο υπήρχαν τότε μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας, που έφτιαχναν χαλιά με ωραιότατα σχέδια με ένα ειδικό μαλλί. Τα χαλιά αυτά τα πουλούσαν πανάκριβα στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός κουρσάρος, ο Αλή Μεμέτ Χαν. Μια κατασκότεινη νύχτα, λοιπόν βγήκε με τα παλικάρια του στη Μήλο, για να την κουρσέψει.Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών, που βρίσκονταν εκεί. Οι νησιώτες, όμως του πήραν είδηση, τους κύκλωσαν και του έπιασαν χωρίς αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν, όμως τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια και τους έστειλαν δώρο στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Από τότε έμεινε και ο λόγος που λέμε συχνά και σήμερα "Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι".
Μια από τις πιο σκοτεινές εποχές που έζησε η Ελλάδα, ήταν όταν στα παράλια της έκαναν επιδρομές οι διάφοροι πειρατές, προπάντος, όμως οι Αλγερινοί που περνούσαν από το μαχαίρι όλα τα γυναικόπαιδα ή άρπαζαν τις όμορφες κοπέλες, για να τις πουλήσουν στα σκλαβοπάζαρα τους. Στη Μήλο υπήρχαν τότε μεγάλα εργαστήρια ταπητουργίας, που έφτιαχναν χαλιά με ωραιότατα σχέδια με ένα ειδικό μαλλί. Τα χαλιά αυτά τα πουλούσαν πανάκριβα στους διάφορους πλούσιους της Πόλης, της Κύπρου ή της Βενετίας. Την εποχή εκείνη δρούσε στο Αιγαίο ένας φοβερός κουρσάρος, ο Αλή Μεμέτ Χαν. Μια κατασκότεινη νύχτα, λοιπόν βγήκε με τα παλικάρια του στη Μήλο, για να την κουρσέψει.Οι πειρατές μπήκαν και στα εργαστήρια των χαλιών, που βρίσκονταν εκεί. Οι νησιώτες, όμως του πήραν είδηση, τους κύκλωσαν και του έπιασαν χωρίς αιματοχυσία. Αντί να τους σκοτώσουν, όμως τους ξύρισαν το κεφάλι και τα γένια και τους έστειλαν δώρο στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου. Από τότε έμεινε και ο λόγος που λέμε συχνά και σήμερα "Πήγαν για μαλλί και βγήκαν κουρεμένοι".
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)