Τέτοιες μέρες πλησιάζοντας τα Χριστούγεννα, και βλέποντας τριγύρω τον τυποποιημένο στολισμό, στηριγμένο στα αμερικάνικα πρότυπα όπου τα πάντα είναι ομοιόμορφα, «πλαστικά» και «JUMBO», όλοι νοσταλγούμε τα παιδικά χρόνια στα χωριά μας, όπου όλα ήταν φυσικά, ελληνικά και πάνω απ’ όλα «μαγικά».
Η προετοιμασία για τα Χριστούγεννα άρχιζε από τον Αύγουστο, με την αγορά του χριστουγεννιάτικου γουρουνιού.
Κάθε σπίτι αγόραζε ένα μικρό γουρουνάκι για να το μεγαλώσει και να το σφάξει εκείνες τις άγιες μέρες. Είχαν ξεχωριστό «κονάκι» για τη διαμονή του, το «γουρνοκούμασιο» και το τάιζαν με καλαμπόκι, κολοκύθια, μήλα, βελανίδια, ξυνόγαλο και τα περισσεύματα των φαγητών της οικογένειας. Η προετοιμασία των Χριστουγέννων είχε ενδιάμεσο σταθμό την έναρξη της νηστείας των Χριστουγέννων, σαράντα μέρες πριν, στις 15 Νοεμβρίου.
Στις 21 Νοεμβρίου, στα εισόδια της Θεοτόκου όλα τα σπίτια του χωριού βάζανε τον τέντζερη στην κρεμαστάλα και βράζανε τα «μπόλια» (πολυσπόρια), ένα μείγμα από βρασμένο καλαμπόκι, κουκιά, σιτάρι, φασόλια, ρεβίθια που τα μοίραζαν στους μουσαφιραίους για να ακούσουν τις ευχές τους και να εξασφαλίσουν έτσι την αφθονία των καρπών και την επόμενη χρονιά. Πλησιάζοντας προς τα Χριστούγεννα κι αφού τα ξύλα είχαν γίνει «στεφανιά» έξω απ’ το σπίτι, τροχίζανε τα μαχαίρια και ξεπλένανε τα ταψιά για το σφάξιμο του γουρουνιού. Το σφάξιμο ήταν ιεροτελεστία για τους άντρες, τις νοικοκυρές αλλά και τα παιδιά. Το χτυπάγανε στο κεφάλι με τη "βαριά" για να πέσει κάτω και μετά ένα χειροδύναμος άντρας το έσφαζε. Το ξαπλώνανε κάτω και το γδέρνανε με τα μαχαίρια. Τα πιο παλιά χρόνια και ιδίως όταν το γουρούνι ήταν μεγάλο σε ηλικία, από το τομάρι του έκαναν τα «γουρνοτσάρουχα».
Οι νοικοκυρές είχαν τη δική τους μάχη. Να γυριστούν και να πλυθούν τα άντερα για να γίνουν λουκάνικα γεμισμένα με συκωτάκια, ρύζι και λαχανικά, να καθαριστούν το κεφάλι και τα πόδια ακόμα και η ουρά για να γίνουν «πατσάς».
Μετά το καθαρό πλέον κρέας ζυγίζονταν. Το συνηθισμένο βάρος ήταν από 80 μέχρι και 120 κιλά. Μετά το ζύγι το κρεμάγανε να παγώσει και στην συνέχεια το τεμάχιζαν. Οι νοικοκυρές δεν πλένανε ποτέ παραμονές Χριστουγέννων αλλά πολύ νωρίτερα γιατί άρχιζε το δωδεκαήμερο και βγαίναν στις ρούγες τα «παγανά» και τα «καλικαντζάρια» και θα παίρνανε τα σκουτιά και θα τα φοράγανε. Ούτε μικρά παιδιά κυκλοφορούσαν έξω το βράδυ, ούτε κοπέλες ανύπαντρες για να μην τις πάρουν τα ξωτικά. Το πρωί της παραμονής εμείς τα παιδιά γυρίζαμε τα σπίτια του χωριού για τα κάλαντα. Ένα κουτί από λουκούμια με μια τρύπα στο πάνω μέρος και μια χριστουγεννιάτικη κάρτα, κολλημένη στο μπροστινό μέρος, ήταν το θησαυροφυλάκιό μας. Στο δρόμο συχνά το κουνάγαμε, για να κρίνουμε ανάλογα με τον ήχο, αν πήγε καλά η «σοδειά». Την παραμονή των Χριστουγέννων μαζεύονταν όλη η οικογένεια γύρω απ’ το τζάκι.
Οι μεγαλύτεροι «παντρεύανε» τη φωτιά. Καψαλίζανε μια κλάρα από χλωρό πουρνάρι πάνω στη φλόγα του τζακιού και καθώς η φωτιά «πρατσάλιζε» λέγανε την παρακάτω ευχή: «αρνιά κατσίκια, νύφες, γαμπρούς». Αυτή ήταν η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει. Μετά ψήνανε κυδώνια, καρύδια, πατάτες, κάστανα στη θράκα. Οι νοικοκυρές κάνανε τις ετοιμασίες για το «ταχιά»:
Δίπλες και τηγανίτες μελωμένες, λιάνισμα του κρέατος για να γίνουν οι τσιγαρίδες. Την παραμονή φτιάχνανε και τη χριστουγεννιάτικη κουλούρα, που συνήθως ήταν ψωμί με ζάχαρη, κι από πάνω κάνανε μια κρούστα με αυγό. Πολλές κεντούσαν την κουλούρα με το κέλυφος από ένα βελανίδι, φτιάχνοντας περιμετρικά ένα στεφάνι από κύκλους. Παλιές ιστορίες του χωριού, χωρατά και παραδοσιακά παιχνίδια βοηθούσαν να περάσει η βραδιά και τα κούτσουρα τριζοβολάγανε στο τζάκι. Τη μέρα των Χριστουγέννων όλοι φοράγανε τα καλά τους και πήγαιναν στην εκκλησιά για να μεταλάβουν και να πάρουν την ευλογία του παπά και το αντίδωρο. Οι Χρηστάδες κερνάγανε στο «βακούφικο» καφενείο ρακιά και καφέδες και παίρνανε ευχές απ’ όλους τους χωριανούς. Αγοράζανε στο καφενείο τον παραδοσιακό «ΚΑΖΑΜΙΑ» και κάποιοι αγοράζανε και Πρωτοχρονιάτικο λαχείο.
Στο σπίτι το μεσημέρι η μυρωδιά από τις τσιγαρίδες έσπαγε τη μύτη σε όλους. Τουρσί, λάχανο, σπιτικό τυρί, σπιτικά λουκάνικα και χοιρινό στο τζάκι ήταν συνήθως το χριστουγεννιάτικο μενού και λίγο κρασί ή τσίπουρο για το καλό. Το βράδυ επισκέψεις στους Χρηστάδες για τα χρόνια πολλά, από λίγο και με ρέγουλο, για να τους προλάβουμε όλους.
Επόμενος μεγάλος σταθμός η παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Εμείς τα παιδιά πάλι "επί το έργον" με τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα αυτή τη φορά. Μόνο η κάρτα στο κουτί με τα λουκούμια άλλαζε και στη θέση της έμπαινε ο Αη-Βασίλης. Οι κοπέλες του χωριού πηγαίνανε αποβραδίς στις βρύσες του χωριού για το «τάισμα» της βρύσης.
Αλείφανε τις βρύσες του χωριού με βούτυρο και μέλι, με την ευχή όπως τρέχει το νερό να τρέχει και η προκοπή στο σπίτι τον καινούργιο χρόνο. Με την αλλαγή του χρόνου, όσοι ήμασταν ακόμη ξύπνιοι, τρέχαμε να πούμε καλή χρονιά πρώτα στον πάππο και στη βάβω μας, μπας και φιλοτιμηθούν και λύσουν το μαντήλι με το κομπόδεμα που το είχαν δεμένο σταυρωτά. Οι άντρες εκείνη τη βραδιά συνήθως δεν ήταν στο σπίτι αλλά στο καφενείο για το παραδοσιακό «στούκι» (εικοσιένα) την πόκα και το πόκερ. Όταν τελειώνανε τα λεφτά κάποιοι απ’ αυτούς παίζανε στα χαρτιά και κανένα παλιοχώραφο ή καμιά προβατίνα. Το ξημέρωμα λίγοι ήταν στην εκκλησιά από αυτούς καθώς το ξενύχτι, τα ρακιά και το βαρύ κεφάλι από τον καπνό ζητάγανε «ραχάτι».
Η βασιλόπιτα ήταν συνήθως μια παραδοσιακή πίτα (κοτόπιτα, μακαρονόπιτα ή γαλατόπιτα) με ένα φλουρί στη μέση. Μεγάλη σημασία δίνανε για το ποιος θα σου κάνει ποδαρικό στο σπίτι τη μέρα της πρωτοχρονιάς. Να μην είναι κάποιος γρουσούζης, κακορίζικος ή μαγκούφης.
Κάποιοι σπάγανε και κανένα ρόδι έτσι για το καλό. Το Πρωτοχρονιάτικο τραπέζι δε διέφερε και πολύ από το Χριστουγεννιάτικο. Το βράδυ είχαν την τιμητική τους οι Βασίληδες κι άντε πάλι τσίπουρα κι άλλες τσιγαρίδες κι άλλα τσουγκρίσματα.
Την παραμονή των Φώτων περιμέναμε τον Παπά στα σπίτια, με το κατσαρολάκι για τον αγιασμό και πολλοί τον γυρίζανε ακόμα και στα μαντριά για να αγιάσει και το κοπάδι. Κάλαντα τα φώτα δε λέγαμε, τουλάχιστον τα τελευταία χρόνια για να μην μας πάρουν με τις πέτρες. Φτωχοί άνθρωποι ήτανε που να τα βρίσκανε τα «λιανώματα» συνέχεια οι χριστιανοί.
Τα Φώτα οι γυναίκες παίρνανε τον αγιασμό από την εκκλησία, ραντίζανε όλο το σπίτι και τα υπάρχοντά τους, κινητά και ακίνητα κι όσος τους περίσσευε, τον φυλάγανε σαν «κόρη οφθαλμού» στο εικονοστάσι για να τον δώσουν να τον πιει όποιος αρρώσταινε στη διάρκεια της χρονιάς. Ξημερώνοντας τ’ Αη-Γιαννιού φεύγανε τα Παγανά κι η ζωή έμπαινε στη συνηθισμένη της μιζέρια.