Ο ΔΟΥΛΟΣ
έλεγε προσευχές στους φιλήσυχους πολίτες
γονατίζοντας σε λιγδωμένα προσκέφαλα.
Εγώ δεν ήλπιζα πως μπορεί να σωθεί.
Οι χωροφύλακες έχουν γερή όραση-
δεν διαλύονται με αυταπάτες και ψυχοσάββατα.
Τώρα αυτός που επέμενε να ρωτάει
φαίνεται θάταν αποφασισμένος για θάνατο
ή θάταν κρυφός κατάσκοπος που δεν φοβάται.
Εγώ πάντως
εξακολουθούσα να βλέπω τον επερχόμενο
μεσαίωνα
με φάλαγγες πιστών
με αργυρά δισκοπότηρα αφρίζοντα αίμα
με σημαιοστολισμούς και παρελάσεις
με ραβδούχους καλοθρεμμένους καλόγερους
εικόνες από παλιές εκστρατείες
και τυφεκισμούς
ήρωες με αυστηρά βλέμματα
Άμες δε γ' εσόμεθα
πληρωμένη εκπαίδευση
θεός αγέρας τα στοιχεία της φύσεως
κλειδωμένα στην εποχή σε χάλκινα
θησαυροφυλάκια.
Αν άξαφνα σας γεννηθεί το ερώτημα
πώς τα κατάφερε αυτός ο θνητός
μέσα σ' αυτό το βαρύγδουπο διαπασών των ύμνων
να δραπετεύσει με αληθινό λαμπερόν ήλιο
με αληθινές εξαρτήσεις του βίου -
αν δεν μπορείτε να καταλάβετε
τι τον οδήγησε σ' αυτό το τελευταίο διάβημα
πού βρήκε την έξοδο αφού γύρω ήταν μπετόν
αφού γύρω τραγούδαγε η φοιτήτρια
ένα τραγούδι ιστορικό παλιών ηρώων
τότε
δε θάχετε δει κάτι κρυφές μικρές πόρτες
όμως ολοφάνερες στα μάτια των ειδικών
δε θάχετε δει το ραγισμένο τοίχο
όπου βλασταίνουν κάτι φυτά
πάνω σ' ασβέστη κίτρινο απ' την πολυκαιρία.
Το ζήτημα πια έχει τεθεί:
Ή θα εξακολουθούμε να γονατίζουμε
όπως αυτός ο δραπέτης
ή θα σηκώσουμε άλλον πύργο ατίθασο
απέναντί τους.
Μιχάλης Κατσαρός, Κατά Σαδδουκαίων, Θεμέλιο, Αθήνα 1983, 6η έκδοση