Δευτέρα 23 Σεπτεμβρίου 2013

Μέρα με ήλιο θα φύγετε καθάρματα

της Δάφνης Σφέτσα
1
Ο Παύλος δολοφονήθηκε. Αντί για σιγή, επιτρέψτε μου για ένα λεπτό να κλάψω, ένα λεπτό να φοβηθώ. Μονάχα ένα λεπτό. Πού φτάσαμε και πού οδεύουμε κύριοι; Ένα λεπτό, μια αιωνιότητα, ένας αιώνας αγώνων, κόκκινων κατακτήσεων, κόκκινων από το αίμα των νεκρών, “ναι σε όλα” και ένας αιώνας σβήνεται από το χάρτη. Ενός λεπτού σιγή για τον αιώνα που πέθανε, για τον αιώνα που πια δεν ζει.
Μέρα με τη μέρα νικάνε οι κακοί. Κι απέναντί τους ένα διαιρεμένο εμείς να
ξεσκίζει τις σάρκες του. Οι φτωχοί τους πιο φτωχούς, οι πιο φτωχοί τους περισσότερο, πάτος στη φτώχεια δεν υπάρχει, ούτε στην εξαθλίωση. “Ως πού θα φτάσει αυτή η ιστορία;” το ερώτημα γυρίζει από στόμα σε στόμα μα αυτή η ιστορία προορισμό δεν έχει, το ταξίδι είναι που μετράει και το ταξίδι αυτό δεν έχει τέλος. Θα συνεχίζει όσο οι επιβάτες παρακαλάνε τα στοιχειά της φύσης για να βρουν απάνεμο λιμάνι. Όσο τις σάρκες μας ξεσκίζουμε, προσδοκώντας ανάσταση νεκρών και ζωή αιώνια αμήν. Μα αυτή η ζωή μας έλαχε κι αν δεν την κερδίσουμε μόνο από πόνο θα καταλάβουμε.
2
Ουαί υποκριτές. “Να τεθεί εκτός νόμου”. Ποιου νόμου; Μήπως καλύτερα να τεθεί εκτός πράξης νομοθετικού περιεχομένου; Σε ένα άρθρο φέρτε το κι αυτό αλήτες φαρισαίοι. Τάχα δεν υπάρχουν οι νόμοι που απαγορεύουν να δέρνεις, να ληστεύεις, να πουλάς προστασία, να πουλάς ναρκωτικά, να μαχαιρώνεις, να σκοτώνεις, να συστήνεις εγκληματική οργάνωση που τα κάνει όλα και συμφέρει -εσάς συμφέρει, το κράτος έκτακτης ανάγκης σας, τα σάπια οράματά σας... Ειρωνία ο νόμος δεν γουστάρει ανθρωποκτονία και μέχρι στιγμής ακόμη ανθρώπους θεωρεί και τους μη Έλληνες. Μην πω: ανθρώπους θεωρεί ακόμη μέχρι τώρα τους φτωχούς. Μα ποιος θα τον εφαρμόσει; Ποιος θα βρεθεί να τους δικάσει;
Γελοία υποκείμενα. Τόσες μαρτυρίες, τόσα βίντεο και φωτογραφίες, τόσα περιστατικά που κολαούζο δεν θέλουν για τη συνεργασία αστυνομίας και χρυσής αβγής, ένοπλο τμήμα της έχουν καταντήσει τα πρωτοπαλίκαρά σας με τα μηχανάκια, με τη δική σας ανοχή, με τις δικές σας ευλογίες. Οι γιατροί τώρα ακούστηκαν, έστω μια φωνούλα, τόσα χρόνια όμως φωνάζουν για τις επιθέσεις, την “προπόνηση” για την δολοφονία του Παύλου στα σκουρόχρωμα κορμιά των ξένων. Ξένιος Δίας η απάντησή σας και τώρα έρχεστε να μιλήσετε για νόμο.
Για ποιο συνταγματικό τόξο μιλάτε ρε; Του Συντάγματος που σαν όρνια βάλατε κάτω και ξεσκίσατε; Επιστρατεύσατε ακόμη και τα δέντρα που αναζητούσαν λίγο ουρανό και τώρα τάχα παραδίνετε μαθήματα δημοκρατίας; Για ποια δημοκρατία τολμάτε και μιλάτε; Τη Δημοκρατία που ο πρωθυπουργός λογαριασμό δεν δίνει παρά μονάχα στους φίλους, Έλληνες και ξένους (ναι εδώ δεν έχει ρατσισμό και ελληνική ανωτερότητα), εφοπλιστές, κατασκευαστές, πετρελαιάδες, καναλάρχες, ομαδάρχες. Για ποια Δημοκρατία; Των κρατικών απαγωγών σε βάρος πολιτών μέσα στο μαύρο της νύχτας στην Χαλκιδική για ένα κομμάτι χρυσό στα χέρια κατασκευαστών, καναλαρχών, του άρχοντα των διοδίων; Για ποια Δημοκρατία τολμάτε να μιλάτε; Τη Δημοκρατία που κλείνει πανεπιστήμια και νοσοκομεία, ορχήστρες, ραδιόφωνα και σχολεία και στη θέση τους ανοίγει στρατόπεδα συγκέντρωσης για τους δικούς μας μαύρους, στις δικές μας φυτείες, στο δικό μας Νότο με τους δικούς μας λευκούς κουκουλοφόρους; Τη Δημοκρατία της διαπόμπευσης οροθετικών γυναικών; Τη Δημοκρατία της αυτοκτονίας, της ανεργίας, της μετανάστευσης, τη Δημοκρατία της μαζικής απόγνωσης, των συσσιτίων μόνο για τους εξαθλιωμένους έλληνες που εσείς εξαθλιώσατε και για φταίχτη δείξατε αυτόν που στην τσέπη έχει ακόμα πιο λίγα;
Ο μόνος νόμος που γνωρίζετε είναι της ζούγκλας και σεις δεν είστε παρά λαθροκυνηγοί, σκοτώνετε ψυχές και τις κορνιζάρετε να στολίζουν τα γραφεία σας. Τώρα λέτε θα θέσετε εκτός νόμου τις καραμπίνες σας και περιμένετε από μας πιστοποιητικό φρονημάτων. Να καούμε στην κόλαση καλύτερα χίλιες φορές.

3
Δεν υπάρχει μεγαλύτερη βία από τη βία της φτώχειας. Κι αυτήν την έχει εργολαβία το κράτος, συμφωνώ κυρ φαήλε, μάνα και πατέρας της βίας είστε, της πιο σκληρής και αδυσώπητης, της βίας στα κορμιά μας, στις ψυχές μας, στο δρόμο που δέρνετε ανάπηρους που διαμαρτύρονται γιατί στον καιάδα τους πετάτε ως σπαρτιατολάγνοι που στε, στο σπίτι που δεν έχει το ρεύμα να πληρώσει και το κόβετε, στο παιδί που αφήνετε στο πεζοδρόμιο να τρυπιέται γιατί το σχολείο του έκλεισε τις πόρτες, στη γειτονιά που ένα στέκι έχει να αντιστέκεται στο φασισμό και το κλειδαμπαρώνετε, το κάνετε σημαία στη μάχη για την επιβολή της νομιμότητας αποδεικνύοντας ακριβώς τι εννοείτε: για σας νομιμότητα είναι ο Καιάδας όπως ανά τους αιώνες ντύνεται, βία είναι ο Σπάρτακος, όπως ανά τους αιώνες αντιστέκεται.
Πέφτετε από τα σύννεφα τάχα μου για τους επιγόνους των Ναζί, δικοί σας βουλευτές όμως δεν ψήφιζαν για άρση ασυλίας του κατσαρίδα κι εκεί δεν είδα την πυγμή του ηγέτη. Διαγράφετε με μια κίνηση του χεριού όποιον δεν υπακούει στις εντολές των “δανειστών”, στις εντολές ελλήνων και ξένων με φράγκα αλλά όσοι κλείνουν το μάτι στους επιγόνους, το “αδερφό σας κόμμα” που έλεγε ο εγκληματίας των βορείων, υπεύθυνος του κόμματός σας, με το οποίο συνεργασία αποζητά ο στρατηγός άνεμος, γι αυτούς δεν έχει αρχηγικές μαγκιές του μονόφθαλμου. Τη δουλειά τους (σας) κάνουν κι αυτοί, γεμίσαμε λαγούς με πετραχήλια. Σας προβληματίζουν οι Ναζί μόνο για τα ποσοστά που σας παίρνουν, ψηφοθηρία στα σανατόρια, ψάχνετε ψηφαλάκια μέσα σε φούρνους, ανάμεσα από σαπούνια.
Το σάπιο φρούτο δεν ωριμάζει, πιστέψτε το πια που να με πάρει ο διάολος.
4
Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς, λένε μα δεν απαντούν: αν όλοι οι δρόμοι πάνε στην κόλαση, εσύ πού να κοιτάς; Μεγαλοστομίες, ταρατατζούμ και φληναφήματα. Ας είμαστε ρεαλιστές. Έτσι είναι η κατάσταση, τα πράγματα δεν αλλάζουν.
Περπάτα στα σκοτεινά σοκάκια του ρεαλισμού. Και οι μαύροι ακόμη στις φυτείες μαστιγώνονται, στα παζάρια εξαγοράζονται, στις στάσεις των λεωφορείων απαγορεύεται να καθίσουν -ελπίζω να έχουν εισιτήριο. Μάταιο να σηκώσουν κεφάλι, τα πράγματα δεν αλλάζουν.
Και οι γυναίκες απ το σπίτι απαγορεύεται να βγουν, απαγορεύεται να μιλήσουν, να ντυθούν, να ψηφίσουν, να εκλεγούν, να ανασάνουν. Μάταιο να σηκώσουν κεφάλι, τα πράγματα δεν αλλάζουν.
Και στις εξορίες ακόμη πέτρες κουβαλάνε, οι λεπροί στέλνουν φιλιά από τη Σπιναλόγκα, τα βιβλία παραδίνονται στις φλόγες, η εφημερίδα κρύβεται πίσω από το μανίκι, το παιδί πεθαίνει μετά από 48 ώρες δουλείας.
Περπάτα στα σκοτεινά σοκάκια της πρόσφατης ιστορίας του ανθρώπου. Πριν δώσει το αίμα του για ένα οχτάωρο, μία αργία, για μια ισότητα, για μια ελευθερία, το κεφάλι του σήκωσε και είδε: όλοι οι δρόμοι στην κόλαση οδηγούν. Η πυξίδα δείχνει μονάχα την πυρά, έτσι ήταν πάντα, ας είμαστε ρεαλιστές.
Μια ηλιαχτίδα τρύπωσε και ο Παύλος ανά τους αιώνες δεν έδωσε το αίμα του για το τίποτα.


Μέρα με ήλιο θα φύγετε καθάρματα

 

 


Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2013

....Σιγά μην φοβηθώ




Όταν ο φώναξαν «εγέρθουτου» είπες ότι «θα μας κάνει καλό λίγη πειθαρχία».
Όταν χαστούκισαν την Κανέλλη, είπες « καλά της έκαναμ γιατί είναι πολιτικός, ΚΚΕ, γυναίκα, λεσβία κλπ».
Όταν φώναζαν για «γαμημένες αλβανικές κωλοτρυπίδες» και «κωλομπήχτες ηθοποιούς τους κώλου», είπες ότι «όποιος προσβάλλει την ορθοδοξία, αυτά παθαίνει».
Όταν είπαν ότι «ο Σχορτσανίτης είναι μαύρος, άρα δεν είναι Έλληνας», είπες ότι «δεν σε νοιάζει, γιατί δεν παίζει στην ομάδα σου».
Όταν είδες τα ναζιστικά τατουάζ τους, είπες «τι σας νοιάζει τι κάνει ο καθένας στο σώμα του;»
Όταν ακούς να μιλούν για νεοναζί και Χίτλερ, είπες «για τη Marfin και τον Στάλιν, γιατί δεν λέτε τίποτα», λες και η μία αθλιότητα δικαιολογεί την άλλη.
Όταν μοίρασαν τρόφιμα μόνο σε Έλληνες, είπες ότι «ο Έλληνας πείναει περισσότερο από τον ξένο».
Όταν ζήτησαν ιατρική περίθαλψη μόνο για Έλληνες, είπες «να πάνε στη χώρα τους όλοι αυτοί οι αραπάδες να γιατρευτούν».
Όταν χαιρετούσαν ναζιστικά, είπες ότι «έτσι τα κάνουν αυτά, δεν τα εννοούν».
Όταν έβγαλαν πιστόλι μέσα στο Δημαρχείο Αθηνών, είπες ότι «ήρθε η ώρα να φοβηθούν οι κλέφτες».
Όταν άρχισαν να δέρνουν στα στενά του κέντρου της Αθήνας, είπες ότι «αν δεν τους αρέσει, να πάνε πίσω στο Πακιστάν».
Όταν παρομοίωσαν τον Αντετοκούνμπο με «μια μαϊμού που κρατάει σημαία», είπες ότι «το Αντετοκούνμπο δεν είναι και τόσο ελληνικό πάντως».
Όταν είπαν ότι «τα χέρια αυτά μπορεί να χαιρετάνε ναζιστικά, αλλά είναι καθαρά», είπες «καλύτερα ναζί, παρά κλέφτης».
Όταν είδες παλιές φωτογραφίες με το περιοδικό τους να υμνεί τον Χίλτερ, τον Γκέμπελς και τον Παγανισμό, είπες ότι «έχουν περάσει τόσα χρόνια και άλλαξαν».
Όταν είπαν ότι ο ναζιστικός χαιρετισμός και η σβάστικα παραπέμπουν στην Αρχαία Ελλάδα, πόσταρες ένα άρθρο από κάποιο απίθανο blog για να δικαιολογήσεις την άγνοιά σου.
Όταν τους ακούς να βρίζουν τους ξένους, απαντάς με το «πας μη Έλλην βάρβαρος».
Όταν έσπασαν τους πάγκους των αλλοδαπών μικροπωλητών, είπες ότι «παίρνουν τη δουλειά από τους Έλληνες».
Όταν τους είδες να κυκλοφορούν σαν στρατός στους δρόμους της Αθήνας και άλλων πόλεων, είπες ότι «ο Έλληνας είναι περήφανος και πρέπει να τον φοβούνται».
Όταν διάβαζες οτιδήποτε αρνητικό εναντίον τους, είπες ότι είναι «προπαγάνδα των αριστερών, των Εβραίων, του συστήματος, των ανθελλήνων κλπ κλπ».
Όταν έβριζαν και χειρονομούσαν μέσα στη Βουλή, είπες ότι «γι αυτό μπήκαν, για να τιμωρήσουν τα λαμόγια».
Όtαν τίμησαν το θάνατο του χουντικού δολοφόνου Ντερτιλή, είπες ότι «αυτός ήταν ένας ήρωας που πολέμησε για τη χώρα του».
Όταν είπαν «υπάνθρωπους» τους μετανάστες, είπες ότι «οι ξένοι φταίνει για τη σημερινή κατάντια της Ελλάδας».
Όταν τους είδες με αναμμένους πυρσούς σε μια νεοναζιστική τελετή στις Θερμοπύλες , είπες ότι «είναι περήφανοι ως απόγονοι των αρχαίων Ελλήνων».
Όταν τους είδες να καμαρώνουν τα μπράτσα τους δίπλα σε όμορφες γκόμενες, είπες «μακάρι να «κυκλοφορούσα» κι εγώ αυτό το μωρό».
Όταν συναντήθηκαν με Γερμανούς νεοναζί μέσα στη Βουλή, είπες «καλύτερα με αυτούς, παρά με τα λαμόγια με τη Siemens».
Όταν τάχθηκαν υπέρ της Χούντας, είπες -τι άλλο θα έλεγες;- ότι «ο Παπαδόπουλος έφτιαξε δρόμους».
Όταν είπαν ότι αρνούνται το Ολοκαύτωμα, σκέφτηκες ότι μπορεί να έχουν δίκιο και να είναι «μια ακόμα προπαγάνδα των Εβραίων».
Όταν είπαν ότι τον Χίτλερ θα τον κρίνει η ιστορία, εκεί το... σκέφτηκες λίγο, αλλά γρήγορα το έβαλες στο πίσω μέρος του μυαλού σου. Έχεις τόσα να σκεφτείς εξάλλου...
Σήμερα όμως, νοικοκυραίε μου, έστω και σήμερα, πρέπει να αποφασίσεις! Ή θα είσαι με τους νεοναζί ή θα είσαι με όλους τους άλλους.
Καλό κακού πάντως, όταν πας στο σπιτάκι σου το βράδυ, φρόντισε να κλειδώσεις καλά, γιατί πλέον δεν αρκεί να είσαι «μαυριδερός» για να σε αφήσουν στον τόπο. Αρκεί να μην τους αρέσει η μίζερη, φοβισμένη -αλλά πάντα νοικοκυρεμένη- φάτσα σου...




Δεν ξέρω αν το είπα αλλά είμαι πολύ πολύ πολύ θυμωμένη.
Καταρχήν με μένα με σένα με όλους μας...
Δεν υπάρχει πλέον τίποτα που είναι δυνατόν να καταπιούμε...

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Μωβ


Τι όμορφα που είναι τα μωβ απομεσήμερα του Σεπτέμβρη!

Ακόμα κι όταν ξέρεις, πως αυτός που νομίζες

ότι σε περιμένει, κρύφτηκε πίσω

από τα σκούρα σύννεφα και σε ξεχνάει…

 

Αλκυόνη Παπαδάκη

(μωβ το ενδιαμεσο μας χρώμα. Στη μεση απ το δικό σου μπλε κ το δικό μου κόκκινο. Ενα πουκαμισο μπλε κ μια σταγονα αιμα. Αλθεα μωβ)

Ψάξιμο



Ψέματα-   Πορτοκάλογλου



 


 



Τέρμα τα θαύματα, τα σινεμά κλειστά
Δεν υπάρχεις πια, δεν υπάρχεις...
όλα τα φώτα σβήνω και κρύβομαι ξανά
Δεν υπάρχεις πια, δεν υπάρχεις...

Ψέματα, ψέματα, πες μου πως είναι ψέμα,
Ένα αστείο χαζό ένα όνειρο
Ψέματα, ψέματα, πες μου πως είναι ψέμα,
Ένα αστείο χαζό εγώ χωρίς εσένα,
Εγώ χωρίς εσένα

Μες στη βουή ξεχνιέμαι
κι ο κόσμος προσπερνά.
Δε με ψάχνεις πια,
δε με ψάχνεις.

Ψέματα, ψέματα, πες μου πως είναι ψέμα,
Ένα αστείο χαζό ένα όνειρο
Ψέματα, ψέματα, πες μου πως είναι ψέμα,
Ένα αστείο χαζό εγώ χωρίς εσένα,
Εγώ χωρίς εσένα

Δε θέλω να θυμάμαι, δε θέλω να ξεχνάω
Δε σε έχω πια, δε σε έχω...
την έξοδο κινδύνου δε βρίσκω πουθενά,
Δε σε έχω πια, δε σε έχω...


Ψάχνω μερες ενα τραγούδι της αναζητησης.
Ή της μη.
Τα υπόλοιπα ήταν αιματηρα.
Με το πιο αναιμακτο παραπονιεμαι.
Κ αναζητω το ψαξιμο...
Το νοσταλγώ.   Του ανέμου.
Όλα.
 Καληνυχτα.

Πέμπτη 5 Σεπτεμβρίου 2013

Του Σεπτέμβρη

 Τον Αύγουστο που μου χρωστάς- Δημήτρης Μητροπάνος
 
 
Τον Αύγουστο που μου χρωστάς, τον ξέχασες
σ' απόσταση αναπνοής και μ' έχασες
Κι αυτό το καλοκαίρι χαραμίστηκε
Φθινόπωρο, κι η αγάπη μας βυθίστηκε
 
Τ' αυγουστιάτικο φεγγάρι δεν το βρήκαμε
Πιο νωρίς ήρθ' ο Σεπτέμβρης και χαθήκαμε
Πώς χωρίσαμε με τόση ευκολία
Φθινόπωρο θα πει μελαγχολία
 
Τον Αύγουστο που μου χρωστάς, τον ξέχασες
Τις θέσεις που κρατήσαμε, τις πέταξες
Δυο ξένα χέρια τώρα πια σε δέχονται
και τα αισθήματα μου επιστρέφονται
 
Τ' αυγουστιάτικο φεγγάρι...
 
Τούτες τις μέρες μυρίζει φθινόπωρο,
η γλυκειά του μελαγχολία.
Όλα όσα πέρασαν μαζί με το καλοκαίρι.
Τόσο ζωντανό, τόσο γεμάτο, τόσο ζεστο...
Επανερχόμαστε στα αρχικά.
Τα πρώτα....
Καλό βράδυ...
(αναστεναγμός)
(...και τα αισθήματα μου επιστρέφονται...)

Τετάρτη 4 Σεπτεμβρίου 2013

( Παρένθεση για τα 38)


Μια φορά κι έναν καιρό
στη μέση ενός χωματόδρομου,
τότε πού υπήρχανε ακόμα χωματόδρομοι,
ζούσε μια πέτρα.
Μάνα, πατέρα δεν γνώρισε κι ούτε ήξερε πότε γεννήθηκε.
Οι πέτρες, όπως ξέρετε, ζούνε τόσα πολλά χρόνια,
που ξεχνούν την ηλικία τους.
Πολλές απ' αυτές μάλιστα είναι τόσο αρχαίες όσο κι η πέτρινη εποχή, αν έχετε ακουστά.
Μια πέτρα όμως, ακόμα κι αν είναι τόσο αρχαία,
μπορεί να είναι ασήμαντη.
Ή, για να το πω καλύτερα,
όλες οι πέτρες είναι ασήμαντες,
εκτός από εκείνες που γινήκανε αγάλματα ή ναοί
ή άπο εκείνες που τις λεν λίθους, πολύτιμους
και που τις κρύβουν μέσα σε κουτιά από σίδερο.

H δική μας πέτρα
ήταν εντελώς ασήμαντη
δεν άξιζε ούτε για να την κλοτσήσει κανείς.
Μικρή κι ασουλούπωτη, δεν ήταν ούτε στρογγυλή ούτε τετράγωνη ούτε μακρόστενη.
Το χρώμα της, ξέθωρο γκρίζο, την έκανε ακόμα πιο ασήμαντη, γιατί κι ο δρόμος είχε το ίδιο χρώμα και με δυσκολία την ξεχώριζες.

Η ασημαντότητα της αυτή είχε βέβαια και τα καλά της.
Ένα απ' αυτά το 'παμε κιόλας:
κανείς δεν σκέφτηκε ποτέ να την κλοτσήσει.
Εν' άλλο ήταν ότι κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε με τη βαριά του να την κομματιάσει ή να τη μεταφέρει έξω απ' το δρόμο, γιατί, έτσι μικρή που ήτανε, τόπο δεν έπιανε κι ο δρόμος έμενε ελεύθερος.

Ζούσε, λοιπόν, ειρηνικά την πέτρινη ζωή της,
που ήταν βέβαια λίγο μονότονη, αλλά αυτό κα θόλου δεν την ενοχλούσε, γιατί, αφού δεν ήξερε τί δεν είναι μονοτονία,
δεν ήξερε ούτε τί είναι.

Μια μέρα όμως έμαθε.

Εκείνη τη σημαδιακή, για τη ζωή της πέτρας, μέρα,
εν' αγόρι, που ήθελε να σκοτώσει ένα σπουργίτι ή να σπάσει κάποιο γλόμπο και δεν έβρισκε άλλη πέτρα, πιο κατάλληλη,
τη μάζεψε απ' το δρόμο, την έβαλε στη σφεντόνα του και την τίναξε στον αέρα, ψηλά και μακριά.

Ευτυχώς, επειδή ήταν ατζαμής, δεν πέτυχε τον στόχο του..
πέτυχε όμως, δίχως να το ξέρει, ν' αλλάξει τη ζωή της πέτρας.

Δίχως να το ξέρει

της έδειξε πως δεν ήταν πλασμένη μόνο για να σέρνεται στον δρόμο, μα πώς μπορούσε και να πετάξει
κι ακόμη πώς ο δρόμος
δεν ήτανε ο κόσμος όλος αλλά μονάχα ένα μέρος του,
και μάλιστα όχι το πιο ωραίο,
γιατί η πέτρα, όταν τέλειωσε το πέταγμα της,
βρέθηκε μέσα σ' έναν κήπο.

Ο κήπος αυτός, τώρα, αν και δεν ήτανε καθόλου μαγεμένος, όπως συμβαίνει συνήθως με τους κήπους των παραμυθιών, ήταν χαρά των ματιών να τον βλέπεις. Και τί δεν ήταν φυτεμένο εκεί!

Κρεμμύδια και ντομάτες και φασολάκια πράσινα κι αγγούρια, αλλά και λουλούδια, πολλά λουλούδια και διάφορα, γαρίφαλα και τριαντάφυλλα (τριαντάφυλλα και εκατόφυλλα) και κρίνα και βιολέτες και ντάλιες και γεράνια, πολλά γεράνια. Άσε πια τα μυριστικά, βασιλικούς και δυόσμους κι αρμπαρόριζες και δεντρολιβανιές και μαντζουράνες. Μ' άλλα λόγια, ό κήπος ήταν κήπος κι όχι ποδοσφαιρικό γήπεδο, όπως εκείνοι οι κήποι με το κουρεμένο σύρριζα γρασίδι.

Φανταστείτε τώρα το ξάφνιασμα της πετρούλας,
πρώτα απ' το ταξίδι της στον αέρα κι ύστερα απ' τον καινούργιο αυτόν κόσμο, πού τόσο ξαφνικά ανακάλυψε.
Όσο για το πέσιμο της, αυτό δεν είχε διόλου άσχημες συνέπειες,
γιατί, όπως οι πέτρες δεν έχουν ούτε χέρια ούτε πόδια ούτε κεφάλι, δεν κινδυνεύουνε να σπάσουν τίποτε πέφτοντας στο χώμα, όταν μάλιστα αυτό είναι το αφράτο χώμα ενός κήπου.

Το μεγάλο ξάφνιασμα της κράτησε βέβαια πολύ λίγο, όσο βρισκότανε ακόμη στον αέρα, πάνω απ' τον κήπο, γιατί μόνο από κει μπόρεσε να δει όλο το θαύμα πού απλωνόταν από κάτω της.
Απ' τη στιγμή πού βρέθηκε στο χώμα και μετά, μπορούσε να βλέπει μόνο ό,τι βρισκότανε πολύ κοντά της, δηλαδή μια ντοματιά, μια γαριφαλιά και δυο ρίζες βασιλικό. Σιγά σιγά όμως γνώρισε κι άλλα πράματα, σπουδαία, πού ποτέ πριν δεν είχε φανταστεί την ύπαρξη τους. Γνώρισε τις μέλισσες και το ατέλειωτο παιχνίδι τους μέ τον ήλιο και τα λουλούδια, τα μακριά κοκκινοσκούληκα, πού βγάζαν πότε πότε το κεφάλι έξω απ' τις τρύπες τους για να δουν πώς παν τα πράγματα στο φώς, τα μερμήγκια, πού σκαρφάλωναν πάνω της αγκομαχώντας, κουβαλώντας τεράστια ψίχουλα, κάτι περίεργα μυγιάγγιχτα ζουζούνια, πού, στο παραμικρό άγγιγμα, μαζεύονταν και γίνονταν μικρά σκληρά μπαλάκια..


Η πετρούλα πέρασ' εκεί μιαν άνοιξη κι ένα καλοκαίρι,
και στις αρχές του φθινοπώρου, με τα πρωτοβρόχια,
ανακάλυψε με χαρμόσυνη ανατριχίλα, πού έφτανε ως τα βάθη της πέτρινης καρδίας της, ότι είχε αρχίσει ν' αλλάζει χρώμα και, από γκρίζα κι αναιμική πού ήτανε, ν' αποκτά μια πρασινωπή,
όλο υγεία όψη.

Η χαρά της όμως αυτή δεν κράτησε πολύ.

Ένα φθινοπωριάτικο απογευματάκι
από κείνα πού ή γλύκα τους μεθάει τα χρυσάνθεμα και τα κάνει να θέλουν ν' αποχωριστούν τις ρίζες τους και να πετάξουνε στον ουρανό σαν χρυσορρόδινα συννεφάκια,
ένα τέτοιο λοιπόν απογευματάκι, ενώ ήταν απορροφημένη απ' τον αγώνα ενός μερμηγκιού πού προσπαθούσε να σηκώσει ένα σποράκι, ένιωσε μια δύναμη να τη σηκώνει σαν πούπουλο στον αέρα.
Πριν καταλάβει καλά καλά τί της γινότανε, πριν ακούσει καν τον κηπουρό να μουρμουρίζει «μπα, μια πέτρα!)), βρέθηκε να κάνει τη δεύτερη πτήση στη ζωή της και, περνώντας πάνω απ' τη μάντρα του κήπου, να προσγειώνεται στο σκληρό γκρίζο δρόμο,
απ' τον όποιο νόμιζε πώς είχε φύγει πια

για πάντα..

Καταλαβαίνετε τώρα την απελπισία της μετά από τόση ομορφιά πού είχε ζήσει, να ξαναβρεθεί στη μέση της ίδιας της παλιάς, μονότονης ασκήμιας..;

Στην αρχή ήθελε να πεθάνει και προσευχόταν να περάσει από πάνω της ό τροχός κανενός οδοστρωτήρα και να την κάνει σκόνη.
Αργότερα, όταν της πέρασε ή πρώτη, μεγάλη πίκρα,
άρχισε να ονειρεύεται ότι θα ξαναπερνούσε από κει ό μικρός πρίγκιπας, ο πιτσιρίκος με τη σφεντόνα,
κι ότι θα την ξαναπέταγε μες στον παράδεισο της.

Τα χρόνια όμως περνούσαν κι ό μικρός πρίγκιπας, πού στο μεταξύ έγινε ένας μεγάλος μπακάλης, ποτέ δεν ξαναπέρασε από κει.

Η πέτρα, βέβαια, πού δεν ξέρει (κι ούτε θέλει να μάθει) από χρόνια, ηλικίες κι άλλα τέτοια,ποτέ δεν έπαψε,
κι ούτε θα πάψει, να ονειρεύεται τον κήπο της,
ακόμη και τώρα πού βρίσκεται θαμμένη κάτω από ένα παχύ στρώμα ασφάλτου κι ο παράδεισος της δόθηκε αντιπαροχή για πολυκατοικία.



Καλύτερα ν' αποχτήσεις κάτι κι ας το χάσεις,
παρά να μην αποχτήσεις ποτέ τίποτε.

Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο.
Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους.

Αργύρης Χιόνης.
 
 
Παρένθεση για ένα παραμύθιι κλεμμένο. Να κλείσει τη σημερινή ξεχωριστή μέρα, ιδιαίτερη διαφορετική γεμάτη και στολισμένη...
Σκέψεις , ευχές και λέξεις.
Εκτός απ τις συνηθισμένες και μερικές ακόμα
Παραμύθια, ταξίδια, όνειρα, θάλασσες. Όπως , όσο, με όποιους για όσο...
Μακάρι...
Καλό βράδυ.

Πού πήγε;;