Πέμπτη 13 Μαρτίου 2008

Δευτέρα 3 Μαρτίου 2008

Μπρατσάκια Έξω

Σηκώθηκα από το γραφείο αργά, σχεδόν διστακτικά και προχώρησα προς τον στόχο που έχω κρεμάσει δεξιά και πάνω από το κεφάλι μου στον τοίχο που εφάπτεται της πόρτας την οποία σε τέτοιες περιπτώσεις καλό είναι να κρατάω κλειστή, κανόνα όμως που δε μπορώ πάντα ν’ ακολουθήσω, ιδιαιτέρως όταν είμαι τελείως μόνος στο παιχνίδι και προσπαθώ ν’ αλιεύσω συμπαίκτες από τις κλεφτές ματιές που ρίχνουν έξω από την πόρτα ή όταν ρίξω καμιά επιτυχημένη βολή και καρφωθεί το βελάκι σε κανέναν περαστικό ή απλά στον τοίχο δίπλα στις τουαλέτες ή ακόμα ακόμα αν είμαι στις πολύ δυνατές μου μέρες και πάρει φάλτσα αυτό το μυτερό σκατουλάκι με αποτέλεσμα να βρεθεί μέσα στην τουαλέτα και να καρφώσει πισώπλατα τον καψερό που πλένει τα χέρια του μετά από ένα απολαυστικό χέσιμο. Κάπως έτσι πρέπει να βγήκαν και οι φήμες για τις πισώπλατες μαχαιριές στη δουλειά. Εγώ με λίγο στυλ και φαντασία αντικατέστησα το μαχαίρι με τα βελάκια και το αποτέλεσμα παραμένει συναρπαστικό.

Όμως δε σκεφτόμουν βελάκια και τέτοιες παπαριές όταν ξεκίνησα να γράφω αυτό το ποστ. Αυτό που με βασανίζει είναι κάτι πιο σοβαρό και βεβαίως πιο φλέγον ως ζήτημα. Κι αυτό είναι η ομοιότητα των στρουμφς τα οποία κλείνουν τα 50 χρόνια τους φέτος κι εμένα ειδικά μ’ έχουν στιγματίσει επειδή όταν ήμουν στο νηπιαγωγείο είχα ντυθεί μπαρμπα-στρουμφ χωρίς όμως τα γένια αλλά μ’ εκείνο το χαρακτηριστικό απωθητικό κόκκινο που μ’ έκανε ορκισμένο Παναθηναϊκό αν και τότε έμενα Λάρισα και θα μπορούσα να το δω πιο συμβιβαστικά το όλο ζήτημα καθότι το βυσσινί της αγαπημένης Αελάρας είναι μια απόχρωση του χρώματος αυτού που δε θα κατονομάσω για δεύτερη φορά. Διάβαζα λοιπόν το σχετικό άρθρο στο Έψιλον κι έγραψε ότι το ύψος των στρουμφακίων υπολογίζεται σε είκοσι πόντους όσο ακριβώς είναι το μέγεθος ενός προικισμένου πέους ενώ στις σχετικές εκδηλώσεις θα υπάρχουν μεγάλα ομοιώματα από στρουμφάκια όπως ακριβώς γίνεται και στη Διονυσιακή τελετή που λαμβάνει χώρα στον Τύρναβο και η πόλη στολίζεται με φαλλούς σε όλα τα πιθανά μεγέθη και είδη, όπως κανάτες για τσίπουρο, κεριά, κ.λ.π. κ.λ.π.

Επομένως καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι τα στρουμφάκια είναι άμεσα επηρεασμένα από την διονυσιακή λατρεία και το κρυφό τους νόημα είναι τα όργια, οι ακραίες σεξουαλικές καταστάσεις και συνευρέσεις και ίσως αυτά τα μικροσκοπικά μπλε ανθρωπάκια να ήταν και οι πρώτοι εναλλακτικοί δονητές. Για τη στρουμφίτα δε θα μιλήσω σήμερα αλλά ενθυμούμενος το ντύσιμο της και τις υψηλές θερμοκρασίες της ημέρας θέλω να τονίσω το γεγονός πως όλες οι κοπέλες που κυκλοφορούσαν γύρω στις τρεις το μεσημέρι είχαν πετάξει τα μακρυμάνικα στην ντουλάπα τους και νομίζω πως σήμερα μπορούμε να μιλάμε για την πρώτη ημέρα της άνοιξης, την έναρξη της οποίας έδωσε το σάλπισμα από τα μπρατσάκια που κατάκλυσαν τους δρόμους.

Επειδή όμως η έμπνευση έρχεται μαζί με τους φίλους σας λέω ωρεβουάρ και γκουντμπάι μέχρι την επόμενη στρουμφοσυνάντηση μας…

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

Do That Stuff

Ο Μάκης Πετρόπουλος, αποτυχημένος ραδιοφωνικός παραγωγός, επέλεξε πολύ προσεκτικά τα cd που θα έπαιρνε μαζί του στο σταθμό και ξεκίνησε με το ποδήλατο μέχρι τη στάση του μετρό, συνήθεια που τηρούσε ευλαβικά κάθε ημέρα πλην των βροχερών, με σκοπό την αποτροπή δημιουργίας τύψεων στην οικολογική του συνείδηση, η οποία από την ημέρα που καβάλησε για πρώτη φορά το κόκκινο βέλος όπως αλά ινδιάνικα είχε βαφτίσει το mountain bike του ή αλλιώς γουρούνα, κοιμόταν ήσυχη και μαζί με εκείνη και αυτός.

Δεν ήταν όμως μόνο οι μέρες ραδιοφώνου προς χρήση του ποδηλάτου. Σχεδόν κάθε ηλιόλουστο κυριακάτικο πρωινό, πλην όσων ο ήλιος έφερνε και καύσωνα μαζί του, φόραγε ένα δικής του έμπνευσης τισερτ, fruit of the loom, μ’ ένα ουράνιο τόξο και κάτι κατακόκκινες παπαρούνες ενώ με χριστιανική γραμματοσειρά δέσποζε το σύνθημα «Ήλθε η άνοιξις / Ήλθε ο Τσίπρας».

Είχε ξυπνήσει με πονοκέφαλο και πριν ακόμα πάει στο μπάνιο να πλυθεί, ψαχούλεψε το ντουλάπι με τα φάρμακα στην κουζίνα, βρήκε ένα παυσίπονο, το έβαλε στο στόμα του, το θρυμμάτισε με τα δόντια του και ήπιε όσο ζουμί είχε περισσέψει στην καφετιέρα. Αναπόλησε τα παιδικά του χρόνια, τότε στο γυμνάσιο που έπινε στα κρυφά τα μεσουλίντ της μάνας του μαζί με κόκα κόλα, προσδοκώντας μάταια αποτελέσματα σαν αυτά του lsd.

Στο σταθμό έπινε πάντα ένα καφέ που έφερνε μαζί του από το γωνιακό τυροπιτάδικο το οποίο είχε κάτι τεράστια χάρτινα κύπελλα που τον έφταναν άνετα για μια τρίωρη εκπομπή. Όπως έμπαινε μέσα στο στούντιο άφηνε το μαύρο δερμάτινο σακάκι του και την τσάντα με τα cd ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που έκρυβε την τσάντα με το σακάκι για να γλιτώσει το κάζο από τον ηχολήπτη. Ο ηχολήπτης, ένας σπουδαστής των Ι.Ε.Κ. που δούλευε τζάμπα για να μάθει τη δουλειά και με όνειρα για μεγάλες συναυλίες έπιανε τ’ αρχίδια του κάθε φορά που έβλεπε τον Μάκη λες και παρουσιαζόταν μπροστά του κανένας παπάς. Τον φώναζε απολιθωμένο κι έμπαινε κρυφά στο στούντιο πετώντας του cd σαν φρίσμπι ή σαΐτες που έγραφαν «Σταμάτα πια να τα κουβαλάς, αφού Playlist παίζουμε» και γέλαγε με ένα δήθεν σατανικό ύφος.

Ο Μάκης διάλεγε τα cd σπίτι του για ψυχολογικούς λόγους κυρίως. Όλη του η εκπομπή ήταν τραγούδια που δε χώνευε, μαλακισμένα μηνύματα από χορηγούς και ακροατές, διαγωνισμοί με sms και κατάθλιψη. Είχαν και δύο μήνες να τον πληρώσουν λόγω οικονομικών δυσκολιών του σταθμού και τα νεύρα του είχαν τσιτώσει άσχημα. Ζούσε με δανεικά κι έτρωγε μόνο φακές και μακαρόνια κι αυτά σκέτα. Ευτυχώς είχε κάτι γνωριμίες σε μερικά μπαρ κι έπινε τζάμπα γιατί αν έπρεπε να πληρώνει και τα ποτά του θα είχε κηρύξει πτώχευση μέσα στις πρώτες δύο εβδομάδες.

Σκεφτόταν το δυσοίωνο μέλλον του όταν άρχισαν να τον ζώνουν τα φίδια και για την ακρίβεια όταν άρχισε το έντερο του να διαμαρτύρεται. Στριφογύριζε στην καρέκλα και ίδρωνε αλλά αποτέλεσμα δεν έβλεπε. Δε μπορούσε να κρατηθεί με τίποτα. Έδωσε ένα σάλτο κι ανέβηκε πάνω στην κονσόλα, άνοιξε τα μικρόφωνα και κατέβασε το παντελόνι του ενώ ο ηχολήπτης που τον έβλεπε από το τζάμι είχε αρχίσει το χειροκρότημα. Του έφυγαν στο δευτερόλεπτο ενώ ούρλιαζε «Σας έχω χεσμένους, σας έχω χεσμένους ρε, χεσμέεεεεεεεεεεεεεεεεεεεενους, χεσμένους, χεσμένους, χεσμένους». Σκουπίστηκε με το μποξεράκι του κι ύστερα το κρέμασε σα λάβαρο πάνω στο μικρόφωνο. Φόρεσε το δερμάτινο του και κρέμασε περήφανα την τσάντα του στον ώμο. Έφτυσε πίσω του και με το κεφάλι ψηλά έφυγε μια ώρα αρχύτερα. Πήγε και τύπωσε ένα τισερτ που έγραφε «Η επανάσταση είναι πολύ βορβορώδης πράξη». Το έκανε μεταξοτυπία για να μη ξεβάψει. Η πωλήτρια χαρακτηριστικά του είπε «Εμείς θα πεθάνουμε, αυτό ποτέ».

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2008

Ο κυρ – Χρήστος

Ο Μένιος άνοιξε την τηλεόραση, αλλά σε όλα τα κανάλια είχαν απευθείας σύνδεση με τα δικαστήρια όπου θα ξεκίναγε η πολύκροτη δίκη για την υπόθεση Ζαχόπουλου κι έτσι αποφάσισε να την κλείσει και να πάει να πλύνει το αυτοκίνητο. Είχε μπαφιάσει με αυτήν την ιστορία κι είχε υποσχεθεί στον εαυτό του να μην ξαναδεί τίποτα σχετικό στην τηλεόραση.

Πήγε στο πίσω μπαλκόνι, έβγαλε από τη μεταλλική ντουλάπα το λάστιχο, το έβαλε στη βρύση, την άνοιξε κι έσκυψε για να το πετάξει απ’ το μπαλκόνι ίσα κάτω στην είσοδο από το γκαράζ του. Μαζί με το λάστιχο όμως, έφυγε κι αυτός, αφού τον πήρε το βάρος κι έσκασε σαν καρπούζι στις πλάκες του πεζοδρομίου. Οι γείτονες πεταχτήκαν αμέσως έξω και κάλεσαν το ασθενοφόρο.

Τα κατάγματα ήταν πολλά αλλά ευτυχώς δεν είχε σπάσει την σπονδυλική του στήλη κι έτσι δεν κινδύνευε να μείνει παράλυτος. Σχεδόν όλο το προσωπικό αλλά και οι υπόλοιποι ασθενείς τον φωνάζανε Ζαχόπουλο, αφού είχε πέσει κι αυτός από τον τέταρτο όροφο. Ο Ζαχόπουλος του ΚΑΤ είχε γίνει φίρμα στα περισσότερα νοσοκομεία αφού τέτοια νέα δεν αργούν να μαθευτούν.

Τέσσερις μήνες έμεινε στο ΚΑΤ κι όταν επιτέλους θα έφευγε ένιωθε μια τεράστια ανακούφιση που θα ξεφορτωνόταν κι αυτό το παρατσούκλι που τον νευρίαζε αφάνταστα. Στο γυρισμό για το σπίτι έκαναν μια στάση στο ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Ο κυρ – Τάσος, ο ψιλικατζής, έκπληκτος τον καλωσόρισε .«Βρε καλώς τον κυρ - Χρήστο μας, περαστικά και σιδερένιος. Πρωταθλητή και Μάλμπορο όπως πάντα;»

Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Η αηδία

Το καζανάκι, αν και συνεχούς ροής, δεν κατάφερε να παρασύρει τα σκατά από την πορσελάνη της λεκάνης κι έτσι ο Βλάσσης συνέχισε να πατάει το διακόπτη, χαμογελώντας περήφανος για το φίδι που γέννησε, αλλά γεμάτος αμφιβολίες για το ενδεχόμενο να είναι ένας εν δυνάμει ομοφυλόφιλος αφού τα μακρινάρια που έβγαζε από τον κώλο του, όχι μόνο δεν τον ενοχλούσαν αλλά ίσα ίσα του πρόσφεραν και μια μοναδική ικανοποίηση. Σαστισμένος από τη σκέψη αυτή, πήρε το χέρι του από το διακόπτη και βγήκε από την τουαλέτα χωρίς να πλύνει τα χέρια του. Πήγε και κάθισε σε έναν υπολογιστή κι έκανε αναζήτηση για την καθήλωση στο πρωκτικό στάδιο. Κάπου είχε ακούσει γι’ αυτό και πίστευε ότι αφορά την περίπτωση του. Τελικά δεν βρήκε κάποια χρήσιμη πληροφορία και επισκέφθηκε μια σελίδα με ολιγόλεπτα πορνό βίντεο για να βεβαιωθεί ότι καυλώνει ακόμη με γυναίκες. Ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα έξυσε το μάγουλο του μάλλον χωρίς σκοπό κι έριξε ένα τρανταχτό γέλιο. Για όλη την υπόλοιπη ημέρα απέφυγε συστηματικά τους καθρέφτες κι έπεσε νωρίς σχετικά για ύπνο. Το επόμενο πρωινό όλα ήταν εντάξει.

Αρχίσατε Πυρ!

Η γνωστή και αγαπημένη πια στάνη περνάει στη δεύτερη φάση της ζωής της, χωρίς ίντριγκες αλλά με πάθη, ταξίδια, φωτογραφίες και άλλα πολλά. Κι όπως είπαν και οι James, πρόκειται περί re-born :-)