1. -Να δω ρε τώρα που θα γυρίσω στην Γερμανία και πεθάνω, που θα βρουν τα λεφτά να με φέρουν για να με θάψουν. Για αυτό έχω πει στην "Γερμανίδα" να με κάψει ρε και να με κρατήσει εκεί..
Σαν χθες ( έχει δεν έχει μια βδομάδα που φυγε ξανά πίσω στην Γερμανία) είναι που άκουγα τον "κοντό" να μου μολογάει τον καημό και το παράπονο που χε απ την μάνα του.
Αχ αυτή η μάνα του. Μια ζωή καημός
Σαν να μην του δωσε ότι είχε και δεν είχε κι αυτή η καψερή .
Τι τα χωράφια , τι το σπίτι , τι το μαγαζί, όλα !
Αυτός εκεί. Δε μ αγαπά ρε Κώστα , μου' λεγε συνέχεια, όλα για την κόρη της τα κρατάει.
Τι κι αν τον μεγάλωνε από τότε που γεννήθηκε μέχρι τα σήμερα (τα χθες δηλαδή γιατί σήμερα ο "κοντός" το ‘πε το ποίμα και την έκανε γι αλλού)
Τι κι αν βγήκε στο μεροκάματο στα 70 της για να ξοφλήσει τα χρέη που ' κανε στο μαγαζί.
Τι κι αν του έστελνε όλη την σύνταξη της στην Γερμανία τα κατοπινά χρόνια!
Ο Αποστόλης ποτέ δεν τα θεωρούσε αρκετά.
Μια ζωή παράπονο αυτό το παιδί απ όλους και για όλα.
Τίποτα δεν ήταν ικανό να τον κάνει να αισθανθεί ότι τον αγαπούν και τον νοιάζονται. Τίποτα
Παιδί μάλαμα ο Τόλης. Έξω καρδιά. Η ψυχή της παρέας στα γλέντια και η μεγαλύτερη φίρμα του χωριού στην Αγγλία και στην Γερμανία ήτανε. Δεν υπήρχε παρέα στο μαγαζί ( κλασσική τουριστάδικη ταβέρνα ) που να μην την εξυπηρετούσε, να μην την κερνούσε κι από ένα ούζο.
Σε κάθε τραπέζι κι ένα ποτήρι, σε κάθε τραπέζι και ένα μεγάλο χαμόγελο , μοναδικό , ξεχωριστό απ τ άλλα, χάριζε.
Και το χε καμάρι ο διάολος που θελαν όλοι να βγουν φωτογραφία, που ‘ταν και στην μόδα, μαζί του.
Σειρά οι φωτογραφίες στον τοίχο, πάνω και δίπλα απ το τζάκι, με τα κατορθώματα του.
Και με το γέλιο του. Απ τα πιο μεγάλα χαμόγελα που έχω δει είχε ο Τόλης , με τα μάτια του να λάμπουν από χαρά. Πολλές φορές αναρωτιόμουν εάν η πραγματική του χαρά ήταν να κάνει τους άλλους να γελούν.
Όμως πάντα με ένα ούζο στα χέρια!
Αυτό το διαολεμένο το ούζο , έχει φάει πολύ κόσμο. Αυτό, και η ρετσίνα!
Από παιδάκι , τότες που οι γονείς του γύρισαν στο χωριό μπας και δουν μια άσπρη μέρα, μέχρι και τα χτες που πέθανε, δεν μπόρεσε να βρει σε κάτι άλλο την παρηγοριά που ζητούσε. Μετά την επιστράτευση, ήρθε ο πατέρας του πίσω στο χωριό απ την Θεσσαλονίκη και με τον αδερφό του φτιάσανε το σπίτι με το μαγαζί από κάτω. Ήταν τότες που ο τουρισμός ανακάλυπτε την Χαλκιδική και όλοι ετοιμαζόντουσαν να φάνε με τα χρυσά κουτάλια που έλεγε και ο Εθνάρχης μας.
Μια Ελλάδα σαν μια μεγάλη ταβέρνα την έβλεπε ο ηγέτης μας και όλους μας τρανούς σερβιτόρους. Μπορούμε να γίνουμε οι καλύτεροι σερβιτόροι της Ευρώπης έλεγε ο αθεόφοβος(θεός σχωρέστον κι αυτόν εκεί που είναι) και το έλεγε και με μεγάλο καμάρι κάθε φορά που τον ρωτούσαν οι δημοσιογράφοι για το Εθνικό προϊόν που μπορούσαμε να εξάγουμε με επιτυχία!
Το θέρετρο της Ευρώπης ονειρεύονταν να γίνει η Ελλάδα ( μέχρις εκεί την θεωρούσε ικανή) και το συνάλλαγμα που θα έρεε μέσω του τουρισμού περίμενε ο έρμος για να φτιάξει την Ελλάδα του Αύριο. Τέλος πάντων, τι τον θυμήθηκα κι αυτόν αυτήν την ώρα, για τον μπάρμπα Μήτσο έλεγα.
- Φώναξε που λέτε ο Μήτσος( ο πατέρας του Τόλη) τον αδελφό του και φτιάξαν -με χρέος- το σπίτι και ένα μαγαζί από κάτου ίσα με καμιά 200 μέτρα. Ευρύχωρο , χωρίς πολλές κολόνες στην μέση , με το τζάκι σε μια γωνία , του βάλανε και λίγα τραπέζια στην αρχή- με δανεικά κι αυτά.
Και φέραν την μάνα με το «παιδί» ( που μόλις είχε γυρίσει «ήρωας» απ την Κύπρο που τον έστειλαν για να την σώσει- πατρίδα κι αυτή τότε- απ το ντου των Τουρκαλάδων) για να δουλέψουν όλοι μαζί μπας και ξεχρεώσουν με τα λεφτά των Γερμαναράδων που άρχισαν να έρχονται μέσω Γιουγκοσλαβίας με τα αυτοκίνητα τους στην Χαλκιδική. Μπορεί και να θέλαν να ξεπληρώσουν ( για τους Γερμανούς λέω) κάτι από το χρέος τους στην χώρα που κατέστρεψαν στον πόλεμο, μπορεί δεν ξέρω.
Και όσο πέρναγαν τα χρόνια , λίγο η "πολιτική σταθερότητα", λίγο το "πλέι μπουζούκι" που ακουγόταν όλο και περισσότερο στας Ευρώπας, λίγο και η διαφήμιση της "Κορφού" που ήταν και πολύ ιν στα μέσα της δεκαετίας του 70, λίγο που το εθνικό μας νόμισμα ήταν για τα ανάθεμα( με μισό μηνιάτικο ερχόταν ο κάθε πικραμένος Ευρωπαίος και περνούσε σαν πασάς από τα Γιάννενα ένα ολόκληρο μήνα στην Ελλάδα ) , όλο και πιο πολλοί γινόντουσαν οι τουρίστες που έρχονταν κατά δω μεριά.
Μέσα σε λίγα χρόνια φτάσανε να κάνουνε ουρές έξω από τα μαγαζιά για να φάνε οι καημένοι, περιμένοντας υπομονετικά να σηκωθεί κανένας πρωινός!
Όπου να ναι βολεύονταν κι άμα δεν προλάβαιναν οι σερβιτόροι( ποιοι σερβιτόροι δηλαδή, κάτι πιτσιρίκια και γριές) να τους σερβίρουνε , παγαίνανε μέχρι την κουζίνα και παίρνανε τα φαγητά μόνοι τους.
Και περνούσαν τα χρόνια…..
2. Και σιγά σιγά το χρέος μίκραινε και ο Αποστόλης μεγάλωνε - με ένα ποτήρι ούζο συνέχεια στα χέρια. Και μιας και στα χωριά τα πράματα παίρνουν τον δρόμο τους γρήγορα , μια ματιά στην πλατεία, δυο κουβέντες σκόρπιες σε κάποιο τυχαίο αντάμωμα, βρήκε και την Καλούδα ( χωριανή κι αυτή) και την ερωτεύτηκε.
Έλα μου όμως που η αφεντιά της μάνας του δεν την ήθελε λέει, γιατί το σόι της ήτανε πάμφτωχο και για τον κανακάρη της (μεγάλη της αδυναμία κι ας έλεγε ο τραχανάς ο γιος της -ας είναι καλά εκεί που είναι και με διαβάζει τώρα- τα αντίθετα) ήθελε την καλύτερη.
Μα δυστυχώς ο Αποστόλης έκανε του κεφαλιού του!
Θες από έρωτα, θες από πείσμα, όπως και τόσοι άλλοι εξάλλου που κάναν την αποκοτιά μόνο και μόνο για να περάσει το δικό τους, τηνε πήρε.
Και λέω δυστυχώς γιατί τα χρόνια που ακολούθησαν μόνο καημό βγάλανε και δάκρυ
Η μάνα του ποτέ δεν του το συγχώρεσε ( που ο γιος της δεν την άκουσε και έβαλε μια άλλη γυναίκα πάνω απ αυτήν) και τους έψησε το ψάρι στα χείλη,
Σταματημό δεν είχε ο στόμας της και όλο μαλαμουτούσε, και να έτσι η Καλούδα και να η μάνα της αλλιώς, και να που θέλει να κάνει κουμάντο στο μαγαζί του έλεγε και άλλα πολλά.
Και όσο η Καλούδα τα ΄βλεπε όλα αυτά τόσο πιο πολύ στον εαυτό της κλεινόταν και τόσο πιο πολύ "έπρηζε" τον Αποστόλη για αυτά που τις έκαμε η μάνα του.
Και τα πράματα όλο και πιο πολύ χειροτέρευαν ανάμεσα τους.
Ώσπου έγιναν ακόμη χειρότερα.
Δεκαετία του 80 ( μέσα) πια και αφού η Καλούδα είχε κάμει και την κόρη τους, πεθαίνει ο μπάρμπα Μήτσος - ο πατέρας του-από εγκεφαλικό.
3 μήνες τον είχαν στο Παπανικολάου με μηχανική υποστήριξη και δεν έλεγε να πεθάνει. Μέχρι που άνοιξε τα μάτια του μια μέρα και αφού πλάκωσαν όλοι οι συγγενείς και οι φίλοι να δούνε το θαύμα και να τον χαιρετίσουνε, πάει και πέθανε την επόμενη. Τι περίεργα παιχνίδια που σου κάνει η ρουφιάνα ζωή ώρες ώρες ε?
Από την ώρα εκείνη και μετά τα προβλήματα μεγάλωσαν..
Τα οικονομικά, απ την μια, δεν πήγαιναν και τόσο καλά , είχαν βλέπεις ανοίξει πολλά φαγάδικα στο χωριό και ο κόσμος μοιράστηκε, κι απ την άλλη, όλο το βάρος του μαγαζιού αλλά και η ευθύνη της οικογένειας έπεσε στις πλάτες του τριαντάχρονου τότε Αποστόλη!, Και σαν να μην έφταναν αυτά , η αντιζηλία της μάνας του με την Καλούδα ( που άρχισε να έχει και λόγο στα πράγματα πλέον) όχι μόνο δεν μειώθηκε αλλά έγινε ακόμη περισσότερη!
Και το ποτό το ίδιο.
Τον κάνανε και μέλος στο «κρασοδικείο»
Τα καλοκαίρια με την δουλειά και τον κόσμο να σου απασχολούν το μυαλό καλά είναι, αλλά έλα που έρχονται και οι χειμώνες. Χειμώνες δύσκολοι στην επαρχία, μοναχικοί, με την νεολαία ( γιατί τι σκατά, 30 χρονών ήτανε, δεν τον είχαν πάρει δα και τα χρόνια) να βολοδέρνει πότε στα καφενεία για καμιά πρέφα και πότε στα ξενυχτάδικα . Τις καλύτερες δουλειές κάνουνε τα κολάδικα στα χωριά, με τα μπόμπα ουίσκια και τα πουτανάκια να κολλάνε σαν βδέλλες επάνω σου για να κεράσεις κανα ποτάκι. Και το ένα ποτάκι γίνεται κι άλλο και πάει λέγοντας..
Πρώτη μούρη λοιπόν ο Αποστολάκης στα πέριξ, λες και όσο μπόι του λειπε( ένα και εξήντα με τα χέρια στην ανάταση ήταν όλος κι όλος) ήθελε να το πάρει σε "δόξα".
Γίγαντας σε λέω!( έτσι του έμεινε και το "γίγαντας"!)
Γιατί καλά να διεκδικείς καλύτερη ποιότητα ζωής ,που λεν και κάτι πρωτευουσιάνοι κουστουμαρισμένοι φλώροι τρις και λίγο στην τηλεόραση, χορτάτοι οι περισσότεροι και φτασμένοι, αλλά από ποιόν ρε διάολε?
Από ποιόν να την διεκδικήσεις σε έναν τόπο, 300 νοματαίοι όλο κι όλο?
Σ αυτούς, τους τόπους , χωρατά δεν χωράνε και το καινούργιο αργεί πολύ να φτάσει!
Και η δυστυχία καλά κρατούσε…
3. Τα χαμπέρια απ τα καμώματα της ενωμένης ( 9 Νοεμβρίου 1989) πλέον Γερμανίας δεν άργησαν να έρθουν. Παλιοί σύμμαχοι βλέπεις οι Κροάτες , πως θα μπορούσαν να αρνηθούν την αναγνώριση του Κρατιδίου τους αδιαφορώντας για τις συνέπειες στην περιοχή. Εκτός πάλι κι εάν τις επεδίωκαν !Είχαν δεν είχαν πάντως , κατάφεραν να παίξουν τον ρόλο τους στον εμφύλιο σπαραγμό της Ενωμένης τότε Γιουγκοσλαβίας και την διάλυση της, με την συνεργασία των συνήθως ύποπτων σε τέτοιες περιπτώσεις και "φίλων" Αμερικανών που έσπευσαν να πουλήσουν εκδούλευση στους Ευρωπαίους εταίρους τους . Εταίρων, που απ την μια δεν ήθελαν επ ουδενί λόγο την ύπαρξη μιας μεγάλης Βαλκανικής χώρας (και μάλιστα εύρωστης ) και απ την άλλη δεν μπορούσαν και να επέμβουν τόσο φανερά χάνοντας και τα προσχήματα. Ήταν βλέπεις και στην γειτονιά τους.
Μια από τις μεγαλύτερες κρίσεις που πέρασε η Χαλκιδική ( μέχρι να γεμίσει από εξοχικά των Θεσσαλονικέων) ήταν η πενταετία μετά το 91, δηλαδή μέχρι και το 95, ίσως και λίγο παραπάνω. Τα μαγαζιά είχαν γίνει πολλά ( η φήμη για τον εύκολο πλουτισμό με 2 μήνες μόνο δουλειάς είχε φέρει πολλούς υποψήφιους πολυεκατομμυριούχους) κι οι πελάτες , με κλειστά τα Βόρεια σύνορα μας, λιγοστοί. Παρά τις υποσχέσεις της Ελληνικής πολιτείας για διαφημιστικές καμπάνιες που θα έφερναν όλη την ανφαν γκατε της Ευρώπης και τα έργα υποδομής που θα αναβάθμιζαν την περιοχή , τα πράγματα πήγαιναν από το κακό στο χειρότερο.
Και για τον καημένο τον Αποστόλη ακόμη χειρότερα!
Ήρθε ο θάνατος της Καλούδας από έμφραγμα.
Πήγε να δει τον Τζώτζη ( τον μπάρμπα Γιώργο που μόλις είχε πεθάνει από τον καρκίνο που τον ταλαιπωρούσε τα τελευταία 2 χρόνια), ένιωσε λίγο άσχημα , την πήγαμε στο σπίτι, και εκεί , στα χέρια του Αποστόλη που της έφερε μια λεκάνη να κάνει τον εμετό που παραπονιόταν ότι της ερχόταν, ξεψύχησε μέχρι να πεις κύμινο! 34 χρονών κορίτσι ! Μα κοιτά ο χάρος χρόνια , για στέλνει ειδοποιητήρια?
Πως νομίζουμε ώρες ώρες ότι μονάχα στους άλλους συμβαίνει και μας δεν πρόκειται να μας αγγίξει τίποτε ? Πως χαραμίζουμε έτσι τις ζωές μας νομίζοντας ότι δεν θα τελειώσουνε ποτέ? Πόσα πράγματα δεν θα γινόντουσαν πιο εύκολα εάν αντιλαμβανόμασταν ότι μέρα που περνάει δεν ξαναγυρνάει πίσω ε?
Εκεί λοιπόν που λέγαμε για τον μπάρμπα Γιώργο , να σου και η διπλή κηδεία με το παλικαράκι να μην ξέρει που πατά και που βρίσκεται.
Μέρα έμπαινε μέρα έβγαινε και τα πράγματα κύλαγαν από το κακό στο χειρότερο ( τότε ήταν που η μάνα του βγήκε και στο μεροκάματο) με τον "κοντό" να έχει πέσει πλέον με τα μούτρα στο καθημερινό μεθύσι και την κόρη του να παίρνει την θέση της μάνας της στο μπινελίκι και στα ρεζιλίκια του αλκοολισμού.
Προσπάθησα , στον χρόνο που μπορεί να διαθέσει σήμερα ο άνθρωπος για να σώσει τον συνάνθρωπο του, αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τον άρπαξα μια μέρα και αφού τον έφερα σηκωτό στην Θεσσαλονίκη τον πήγα σε ένα φίλο γιατρό με ειδικότητα στην απεξάρτηση. Τον είχα γνωρίσει πριν από χρόνια όταν και εγώ έσερνα τον δικό μου σταυρό και με είχε βοηθήσει. Του έδωσε μια αγωγή, τον κράτησα και μια βδομάδα μαζί μου , που είναι και η πιο δύσκολη (να σιγουρευτώ κι ότι την παίρνει) και τον έστειλα πάλι πίσω.
Δυστυχώς ρε γμτ , δεν υπάρχει πλέον χρόνος . Δεν μπορείς να αφιερώσεις την ζωή σου ( ακόμη και σε έναν καρδιακό φίλο) γιατί οι υποχρεώσεις δεν σε περιμένουν. Τρέχουν οι άτιμες και τρέχεις και συ ξοπίσω τους να τις προλάβεις . Μα , για να με αληθινός, δεν είναι μόνο αυτό. Δεν υπάρχει και η ψυχική δύναμη μετά από κάποια χρόνια για να αντέξεις την φθορά μιας τέτοιας αρρωστημένης κατάστασης. Υπάρχουν τα αποθέματα, δεν λέω, άλλά είναι λιγοστά Απ τα περισσεύματα δίνουμε και αυτά είναι που πρέπει να εκμεταλλευτεί κάποιος που θέλει να αρπαχτεί από κάπου και να την σκαπουλάρει μια δύσκολη ώρα. Αυτό όμως προϋποθέτει ανθρώπους που είναι ώριμοι να κάνουν την υπέρβαση και δυστυχώς ο Αποστόλης δεν ήταν.
Πολλά τα λόγια και τα «θα δεις» που μου λεγε κάθε φορά που τονε μάγκωνα από τον σβέρκο , αλλά η προσπάθεια λίγη. Και μιας και η λίγη προσπάθεια δεν οδηγεί πουθενά τα παράτησε τελείως και άρχισε πάλι τα ίδια.
Την χρονιά εκείνη, το 98 αν θυμάμαι καλά, ήτανε που άνοιξε πάλι το μαγαζί και πήρε μια Γερμανίδα για την κουζίνα να βοηθήσει την μάνα του που είχε γεράσει πια και κόντευε τα 70.
Η δουλειά δεν πήγε και πολύ καλά αλλά από το τίποτα καλά ήτανε.
Και η "Γερμανίδα"( που έμελλε να της μείνει σαν παρατσούκλι η καταγωγή της) μια χαρά τα πήγε στην κουζίνα και δυο φορές καλά με τους πελάτες μιας και ήτανε ψυχάρα. Και όπως όλες οι ψυχάρες, που θαρρείς και είναι της μοίρα τους γραφτό να πέφτουν σε ανθρώπους που τους χρειάζονται ,που τους έχουν ανάγκη, έτσι και αυτή δεν άργησε να δώσει την ψυχή της και την έγνοια της στον αχαΐρευτο τον Τόλη.
4. Καβατζάροντας το 2000, και αφού δεν υπήρξε η αναμενόμενη για πολλούς δεύτερη παρουσία, καταστροφή του κόσμου, κατάρρευση του ηλεκτρονικού συστήματος των τραπεζών και άλλων δεινών που οραματίζονταν οι λογής λογής μπουρδολόγοι, η Ελλάδα ζούσε απ την μια μεριά στον παλμό της οικονομικής σύγκλησης με την μαμά Ευρώπη και απ την άλλη μέσα στην εθνική έπαρση της επιστροφής των Ολυμπιακών αγώνων στην γενέτειρα τους.
Έτσι η ανάπτυξη της επαρχίας πέρασε σε δεύτερη μοίρα «δικαιολογημένα»( που λέει ο λόγος δηλαδή) αυτήν την φορά ! Παρά τον τερματισμό των εχθροπραξιών στις γείτονες από βορά χώρες η κατάσταση ήταν ακόμη πολύ ρευστή. Έτσι ο περιορισμός των τουριστών που χρησιμοποιούσαν τους οδικούς άξονες που συνέδεαν την Μακεδονία με την Βόρεια Ευρώπη συνεχίζονταν αδιάκοπα και η Εγνατία Οδός που θα έδινε μια ενδεχόμενη ανάσα ( συνδέοντας την Ιταλία με την Βόρεια Ελλάδα) στα εδώ τουριστικά θέρετρα , βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα .Ο εγχώριος τουρισμός δεν έφτανε να καλύψει την πληρότητα που απαιτούνταν ( και πώς να προκύψει κάτι τέτοιο την στιγμή που η εσωτερική τουριστική περίοδο δεν διαρκεί πάνω από 35 μέρες!!) και έτσι το μέλλον του Αποστόλη αλλά και άλλων περισσότερο οργανωμένων μαγαζιών διαγράφονταν δυσοίωνο. Με την «Γερμανίδα» να μην έχει την δυνατότητα να δουλέψει χειμώνα στην Χαλκιδική( και να κάνει τι δηλαδή?) η οικονομική κατάσταση ήταν τραγική και έτσι δεν άργησε να πέσει η ιδέα της μετακόμισης στην Γερμανία.
Και έτσι έγινε.
Η Ουλρίκε βρήκε δουλειά σε ένα λογιστήριο και ο «κοντός» μπαινόβγαινε στα Ελληνικά εστιατόρια βγάζοντας κι αυτός κανένα μεροκάματο.
Και εκεί όμως τα πράγματα δεν πήγαιναν και τόσο καλά. Η έλευση του ευρώ σήμανε έναν γύρο ακρίβειας και ανατιμήσεων και η Ένωση των δύο Γερμανιών δημιουργούσε μια σειρά από προβλήματα (ανεργία κλπ) που είχαν άμεση επίπτωση στο βιοτικό επίπεδο των κατοίκων της. Αρκετά εργοστάσια έκλεισαν , η ημιαπασχόληση λειτουργούσε ανασταλτικά στην προσπάθεια μιας οικογένειας να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο και ο περιορισμός των εξόδων αλλά και τις ποιότητας της ζωής ήταν η μόνη λύση.
Μέσα λοιπόν σε αυτά τα πλαίσια κύλησαν τα επόμενα 7 χρόνια με το πρόβλημα του αλκοολισμού για τον Αποστόλη να μην έχει βρει την λύση του.
Η υγεία του όσο πήγαινε και χειροτέρευε και παρά τις παρακινήσεις των γιατρών να σταματήσει το πιοτό δεν έγινε καμία ουσιαστική προσπάθεια προς αυτήν την κατεύθυνση. Το συναίσθημα της μοναξιάς σε έναν ξένο τόπο, η οικονομική μιζέρια, το συναισθηματικό κενό απόρροια της έλλειψης συνδετικού κρίκου ανάμεσα στο χθες και το σήμερα και άλλα πολλά δεν έδιναν καμία πιθανότητα στο παλικαράκι να κάνει την υπέρβαση. Τα μεροκάματα περιορίστηκαν σημαντικά , και η μετακόμιση στο πατρικό της «Γερμανίδας» έδωσαν μια προσωρινή ανακούφιση στο ζευγάρι.
Η μόνη λύση για τον Τόλη ( και αυτή που προσπαθούσε να πετύχει φέτος το καλοκαίρι) ήταν να του γράψει η μάνα του και κάποια τελευταία χωράφια που είχε στην κατοχή της μπας και βγάζοντας τα στο σφυρί έβλεπε καμιά άσπρη μέρα.
- Δεν καταλαβαίνει ρε Κώστα την θέση μου και ποτέ της δεν με καταλάβαινε.
Όλα στην κόρη της θέλει να τα αφήσει . Να δω ρε αν πεθάνω στην Γερμανία τώρα που θα γυρίσω τι θα κάνει και που θα βρει τα λεφτά για να με φέρει, μου ‘λεγε .
Και…. έτσι έγινε!
Η είδηση του θανάτου του ( από ανακοπή την ώρα που πότιζε το γκαζόν ) έπεσε σαν κεραυνός εν αιθρία και ήρθε να επιβεβαιώσει με τον πλέον τραγικό τρόπο την προφητεία του Αποστόλη.
Η πραγματική του δυστυχία όμως ήταν που δεν είδε την αγάπη των συγχωριανών του που μέσα σε ένα μόλις πρωί μάζεψαν τα 10000 ευρω που χρειάστηκαν για να τον φέρουν και να τον θάψουν στον τόπο του.
Αγάπη, που ίσως ποτέ δεν πίστεψε ότι ήταν άξιος να του δώσουν.
Έχε γεια Αποστόλη.
Αφιερωμένο στην γυναίκα μου ( και πρώτη ξαδέρφη του Αποστόλη)
ΥΓ. Η μνήμη είναι αυτή που κρατά στην ζωή μας «ζωντανούς» τους ανθρώπους που αγαπήσαμε και αυτός ήταν και ο στόχος της γραπτής αναδρομής μου στην ζωή του.