Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φως. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα φως. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

2013/12/24

(και) φω(τισμένε)ς

2013/11/30

(ενίοτε) σιωπ(ηλ)ές

2010/07/11

κάλυψηΑπο











2009/09/06

Φωτάκια

να ξημερώσει κόντευε
κάθισα δίπλα στα φωτάκια τα δύο
στο τζαμάκι μέσα
τσιγάρο άναψα
αφουγκραζόμενος
εικόνες σκέψεις μυρωδιές
ήχους πίσω από την πόρτα την μισάνοιχτη
ανακατεμένους με την ανάσα
και του μόμπυ
χαμογέλασα
ίσως και να αγχώθηκα
με όλα αυτά που ξεχασμένα έμοιαζαν
μα ξεχασμένα μοιάζουν να μην είναι
σαν βυθίζεσαι στην απλότητα
ενός φιλιού
απτά οικείου
σαν πάπλωμα τσαλακωμένο
και με όλα αυτά που αναζητούν την ασφάλεια της οικειότητας
να ξεγλιστρήσουν
σαν να πανικοβλήθηκα τα δευτερόλεπτα εκείνα
που τον διακόπτη δεν έβρισκα
του κρυφού του φωτισμού
συνειδητοποιώντας το πέρασμα του χρόνου
στο προσπέρασμα στιγμών
χαμογέλασα σαν φωτίστηκε
σαν παιδί μικρό που ανακαλύπτει τον κόσμο όλον
ενός κρυφού φωτισμού
που τόσο φανερός μοιάζει να είναι

2009/05/31

Διαρκώς

πάντα ήξερες
ότι δεν είναι μόνο αυτό
πάντα υπάρχουν
απαντήσεις
στις ερωτήσεις
έστω
και με μία ματιά
αρκεί να κοιτάς
αυτό που πάντα ήξερες
αυτό που πάντα ξέρεις
αυτό που θες να δεις
και ξέρεις;
δεν χρειάζεται πάντα να υπάρχει
φως
για να το δεις
αρκεί
να έχεις την θέληση
να μάθεις
πώς είναι να φωτίζεσαι
πώς είναι να φωτίζεις
κλείσε τα φώτα
να δεις
μίλα μου
με το βλέμμα
αυτά που πάντα ήξερες
αυτά που πάντα ξέρεις
αυτά που μαθαίνεις
αυτά που βλέπεις

2009/01/29

Λέξη

φώτα κλείνω. φωτάκια ανάβω. μόμπυ τριγυρνά. τινάζεται. κοιτά. κοιτώ. κρεβάτι πηγαίνει. φωνές ψιθυρίζουν. πλήκτρα πατώ. πλήκτρα μπερδεύω. τσιγάρο ανάβω. καπνό φυσώ. ήχο ακούω. μόμπυ σηκώνεται. τεντώνεται. τινάζεται. αμάν βρε μόμπυ. φωτάκια κοιτώ. καπνό φυσώ. κόκα κόλα ανοίγω. εικόνες προσπερνώ. σκέφτομαι αν είναι άω ή ώ. φυσάω; φυσώ; κοιτάω; κοιτώ; σκέψεις αποτυπώνονται. όχι; ναι; εικόνες; χρώματα; αισθήματα; συναισθήματα; απομένει κάτι; τα πράγματα είναι απλά τελικά. ένα χαμόγελο. μία αίσθηση. ένα κλικ τέλος πάντων. ναι; όχι; σταματατ(ά)ώ. σελίδες ανοίγω. κοιτώ. επιστρέφω. χαμογελώ. πλήκτρα πατώ. σιγοτραγουδώ. αν. μου απομένει η λέξη. να. χαμόγελο.

2008/12/15

Με Φως

2008/12/11

Με Τίτλο

2008/06/29

Μπόινγκ Μπόινγκ

πολύ ζέστη. αν και στο σπίτι είναι δροσερό. ισόγειο. σύρθηκα. σηκώθηκα από την κάτω μεριά του κρεβατιού. τι περίεργο. πάντα σηκώνομαι από την δεξιά. εκεί που κοιμάμαι. μόμπυ. σήκωσε τα μάτια. προς τα πάνω. κούνησε ελαφρά την ουρά. έβγαλε έναν αναστεναγμό. σαν μια βαθιά ανάσα. βολεύτηκε περισσότερο. στο μπροστινό πόδι. συνέχισε να κοιμάται. χαμογέλασα. ένοιωθα το δάχτυλο περίεργα. πιο ανάλαφρο. σαν μισό. στο αριστερό χέρι. γραφείο. πισί. κοντοστάθηκα. μύριζε διαφορετικά από ότι συνήθως το δωμάτιο. μάλλον, το ίδιο από ότι συνήθως. μα και κάτι άλλο μαζί. ωραία μυρωδιά. σαν να την μύριζα χρόνια. την ίδια μυρωδιά που μύρισα με το που σηκώθηκα. στο δέρμα. λες και είχε βουτηχτεί στο δέρμα μου. παρατήρησα τα πράγματα στο γραφείο. στην βιβλιοθήκη. στην απέναντι βιβλιοθήκη. κάτι διαφορετικό αισθάνθηκα. πλησίασα περισσότερο. τα πράγματα στην θέση τους. μα μερικά ήταν ελαφρώς σε διαφορετική θέση. λες και κάποιος τα είχε πειράξει. να τα παρατηρήσει. και προσπάθησε να τα ξαναβάλει ακριβώς στην ίδια θέση. χαμογέλασα. η ματιά μου έπεσε στην άγρα. δίπλα στα κλικ. ελαφρώς μετακινημένη. και το σιντί της μόνικα. καφές. τσιγάρο. πισί. ζέστη πολύ. πλήκτρα. και μία μυρωδιά διαφορετική. μα τόσο ίδια. λες και συμπλήρωνε την μυρωδιά της δικής μου

μόμπυ. όρθιος. τινάχτηκε. στον διάδρομο. έχει γέλιο αυτό το τίναγμα. αρχίζει από το κεφάλι και καταλήγει στην ουρά. όρθια. ντόιν. έλεγχος. τι κάνω. με κοίταξε. τον κοίταξα. άντε πάμε ψιθύρισα. ένοιωθα τόσο χαλαρός. τόσο κουρασμένος. βαριόμουνα να βγω έξω στην ζέστη. μα κουνούσε πιο δυνατά την ουρά. τουαλέτα. νιπτήρας. ένα περίεργο πράγμα αυτός ο μόμπυ. μπορεί να πλένω χέρια, δόντια, να χαζεύω, να κοιτάω τα πλακάκια, χωρίς να τρέχει άσκοπα το νερό, με το που θα δει την κίνηση να βάζω νερό στα χέρια, να νιφτώ στο πρόσωπο, κεραία η ουρά, να πηγαινοέρχεται στην τουαλέτα, να στέκεται στον διάδρομο, γλώσσα έξω, ουρά πέρα δώθε. μερικές φορές ανεβάζει τα δύο μπροστινά πόδια στον νιπτήρα. κι ας ξέρει ότι μπορεί να φύγουμε μετά κάνα μισάωρο. όπως και στο ντύσιμο. βάζω το ένα παπούτσι. έρχεται, μυρίζει το πόδι, το παπούτσι, γλώσσα έξω, τρέχει στον διάδρομο, γυρνά, με κοιτά στα μάτια, γλώσσα έξω, ουρά πέρα δώθε. βάζω το άλλο παπούτσι. ακριβώς η ίδια εικόνα. έρχεται, μυρίζει το πόδι, το παπούτσι, γλώσσα έξω, τρέχει στον διάδρομο, γυρνά, με κοιτά στα μάτια, γλώσσα έξω, ουρά πέρα δώθε. ακόμα και μερικές φορές που τον πειράζω και πάω να βάλω τα παπούτσια χωρίς να έχω ντυθεί από πάνω, το ίδιο. και στον γυρισμό από την βόλτα. μέχρι να με δει να κάνω την κίνηση ότι βγάζω τα παπούτσια, με ακολουθεί παντού. λες και θα εξαφανιστώ από κανένα παράθυρο. όταν δει την κίνηση, να σκύβω να λύσω τα κορδόνια, τρέχει στο κρεβάτι. λες και δεν μπορώ να βγω πάλι έξω με λυμένα κορδόνια

παντελόνι τζιν, μπλουζάκι μπλε, κάλτσα, παπούτσι, κάλτσα, παπούτσι. μόμπυ πέρα δώθε. στον διάδρομο. ιδρώτας μόνο με την σκέψη να βγω έξω. και ένοιωθα το δάχτυλο περίεργα. και αυτή την μυρωδιά. και νόμισα ότι είδα κάποια διαφορετικά κεριά στο τραπέζι. ο μόμπυ κάνει και το άλλο περίεργο στην βόλτα. εκεί που προχωρά καμαρωτός καμαρωτός, μέσα στην καλή χαρά, ελαφρώς μπροστά μου και δίπλα μου, σταματά. γυρίζει πίσω. να μυρίσει το πόδι μου. το γόνατο. λες και θέλει να σιγουρευτεί ότι εγώ είμαι εγώ. και τον ακολουθώ. ναι ρε μόμπυ εγώ είμαι, ποιος θες να είναι; και συνεχίζει καμαρωτός καμαρωτός. γλώσσα έξω, ουρά όρθια. πολύ ζέστη. με χαιρέτησε μια κυρία γνωστή. με κοίταξε στα μάτια. χαμογέλασα. την κοίταξα. βλέμμα αλλού. καθώς με προσπερνούσε παρατήρησα ότι παρατήρησε τα παπούτσια. λες και είχα κάτι περίεργο. κοίταξα μήπως είχα λερωθεί. μήπως είχα πατήσει τίποτα. μια χαρά. κοντοστάθηκα στο περίπτερο. τα κλασικά. ο περιπτεράς έξω με κάτι περιοδικά. κοίταξε και αυτός κάτω. μα τι πάθανε όλοι σήμερα; έχω κάτι περίεργο; το δάχτυλο ένοιωθα λίγο περίεργα μόνο. και την μυρωδιά. μα χαμογελούσα

μαγαζί. μπλουζάκια. μόμπυ ουρά πέρα δώθε. στα παιδιά. ξάπλωσε στο πλακάκι αμέσως. χαμογέλασα. μου χαμογέλασαν. είχαν δουλειά. πάλι τα ίδια. τι κάνεις και όσο πας και ομορφαίνεις; αν θέλετε δανεικά πείτε το στα ίσια. μήπως έχετε καιρό να το κάνετε; βλέμμα και αυτών κάτω. αααα δεν πάμε καλά σήμερα. κοίταξα πάλι να δω. αν έχω κάτι περίεργο. μπα. όλα καλά. μιλούσαν. απλά έβλεπα στόματα να ανοιγοκλείνουν. το μυαλό λες και ήταν αλλού. σπίτι πίσω. αυλή. μέχρι να ξεκλειδώσω την πίσω πόρτα, μόμπυ μπροστά μπροστά. να κοπανάει την ουρά. στην πόρτα. στο γόνατο. να με πατάει. να κοιτάει το χέρι που ξεκλειδώνω. με μία αγωνία. λες και θα φύγει η αυλή. γλώσσα έξω. να ανοίγω λίγο λίγο την πόρτα. να σπρώχνει με την μουσούδα. να προλάβει. να βγει. πρώτος. να με πατάει. να τρέχει. χοροπηδώντας. να γαυγίζει. λες και να λέει, χα να 'μαι και 'γω. όλα στην θέση τους; χα, ήρθα. και κάθε φορά να πηγαίνει να μυρίζει τις ίδιες γλάστρες. να κατεβαίνει τα σκαλιά. να τρέχει δύο τρεις φορές τις κάτω πλάκες. να ρίχνει ένα χα. να ανεβαίνει πάλι πάνω. να μυρίζει το γόνατο. να κάθεται πίσω από την καγκελόπορτα. με την μούρη ανάμεσα στα κάγκελα. και όλο να γυρνά τα μάτια, χωρίς να κουνά το κεφάλι, να με παρακολουθεί. ποιος είμαι και τι κάνω

ζέστη πολύ. και ένα περίεργο πράγμα. όλες τις δουλειές τις κάνω ντάλα ήλιο, το καλοκαίρι. αν και πλέον έχει περισσότερα σκιερά μέρη. έχουν μεγαλώσει και οι προύνοι. παρατήρησα τα φυτά. ταλαιπωρημένα δείχνουν μερικά. από τον καύσωνα. ότι ο χιονιάς έτσι και ο καύσωνας. αλλά καλά. κλάδεψα τα ανθοφόρα. τα ξεραμένα άνθη. να βγάλουν νέα. πιο δυνατά. καινούργια. πήγα και στην ορτανσία. ζεσταίνεται πολύ και αυτή. μα καλά είναι. κλάδεψα δύο τρία κλαδιά που είχαν λυγίσει από τα βαριά άνθη. ούτως ή άλλως είχαν αρχίσει να πέφτουν τα άνθη. διάβασα ότι τις υπερώριμες ταξιανθίες πρέπει να τις κλαδεύεις. να δυναμώσουν οι νέες. οι καινούργιες. μοιάζει περίεργο φυτό η ορτανσία. δείχνει τόσο πλουμιστή, στην πλήρη ανθοφορία της. τόσο βαριά. τόσο επιβλητική. μπορεί να σταθείς, να την θαυμάσεις, να πεις α τι ωραίο φυτό. και να την προσπεράσεις. μα ξέρεις ότι πάντα υπάρχουν λεπτομέρειες που κάνουν την διαφορά. και άμα την παρατηρήσεις από κοντά, παραμερίσεις λίγο τα μεγάλα φύλλα, θα δεις ότι τα κλαδιά είναι λεπτά. λες και είναι έτοιμα να σπάσουν από το βάρος των υπερώριμων ταξιανθιών. και αναρωτιέσαι πώς αντέχουν τόσο βάρος; και πλέκεις τα κλαδιά μεταξύ τους. να είναι πιο δυνατά. όπως και η βοκαμβίλια. κάθε χρόνο ανέπτυσσε κορμό μόνο. λίγα φύλλα. λιγότερα άνθη. άμα την δεις από μακριά θα δεις έναν κορμό. μπορεί και να τον προσπεράσεις. ένας κορμός είναι, σιγά. μα φέτος έχει γεμίσει ο κορμός ροζ κόκκινα άνθη. και έχει στηριχτεί πάνω στον κορμό της, ένα αγιόκλημα. που και αυτό, βγάζει φύλλα. τα χάνει σχεδόν αμέσως. κιτρινίζουν. πέφτουν. και τα κλαδιά τα περισσότερα είναι σαν να θέλουν κλάδεμα. άμα δεν προσπεράσεις τον κορμό, θα δεις ότι είναι ωραίος. ανοιχτό καφέ με σκούρο. στο ίδιο κλαδί. και έπλεκα τα κλαδιά μεταξύ τους. να αντέχουν. και έχει γίνει ο κορμός τώρα σαν πλεχτό. ανοιχτό καφέ κάτω. σκούρο ενδιάμεσα. και σε μερικά σημεία, εκεί που ακουμπάνε οι κορμοί, ενώνονται. να γίνουν ένα. και το καθένα κρατά το δικό του χρώμα. και τέλη μαΐου και αρχές σεπτέμβρη εμφανίζονται τα άνθη. άμα τον δεις από μακριά σου δίνει την αίσθηση του ξερού. περισσότερου καφέ. λιγοστού πράσινου. μα αυτά τα άνθη. μυρίζουν τόσο ωραία. τόσο μεθυστικά. ειδικά τα βράδια. τα ζεστά. με το ελαφρύ αεράκι

φαγητό. κοτόπουλο. μπιφτέκι. σχάρας. μόμπυ κεραία με ντελίβερι. ακούει μηχανάκι, κεραία το κεφάλι. αριστερά, δεξιά. να ακούσει αν σταματήσει στην πόρτα κοντά. το μπιφτέκι για τον μόμπυ. το ένα. μαζί με κροκέτες. να τον ξεγελάσω να τρώει και κροκέτες. αύριο το άλλο. το κοτόπουλο για μένα. αν και δεν είχα όρεξη. είχα ιδρώσει δέκα φορές από το πρωί. μέσα στον ήλιο. είχε κολλήσει το παντελόνι. η μπλούζα. μα η μυρωδιά εκεί. μαζί μου. ένα με το δέρμα. και το δάχτυλο περίεργο. να φαίνεται το σημάδι από τον ήλιο. ένα δαχτυλίδι. ένα σημάδι. συνέχισα το κλάδεμα. ανέβηκα και στην σκάλα. να πλέξω τον κισσό. πώς εκνευρίζομαι με το βζζζζζζ. ειδικά πάνω στην σκάλα. να ακούς ξυστά στο αυτί. βζζζζζζ και βζζζζζζ. τόσο χώρο έχετε. πιο 'κει. ουστ! κάτι τέτοιες στιγμές θυμάμαι το πατ. το πατ! το πατ! μιας ψυχής που συμπαθώ πολύ. και ας μην καταλαβαίνω πάντα, όλες τις αναφορές σε κείμενα που δεν έχω διαβάσει. γελάω πολύ και με κάτι ατάκες που έχει πει. απίστευτες. και ο μόμπυ όπου ακούει βζζζζζζ και βζζζζζζ, κεραία το κεφάλι. να χώνει την μούρη στα φυτά. να κυνηγά τον αέρα, χτυπώντας τα δόντια, μεταξύ τους. ρε συ άστα να πάνε, θα σε τσιμπήσει κανένα

βόλτα πάλι. από το πάρκο τώρα. που έχει σκιά. παιδάκια. φωνές. μπαμπάδες. μαμάδες. κωστάκη έλα εδώ. μαράκι μην κυνηγάς τον κωστάκη. μαμά κοίτα πώς κλωτσάω. γκολ. γκολ. γκολ. κούνια μπέλλα. φτού και βγαίνω. σκυλιά. γατιά. περιστέρια. πευκοβελόνες. πάμε μόμπυ από δω. δεν μπορώ να ακούω φωνές. νοιώθω χαλαρός σήμερα, πολύ.
άχου το. τι γλυκούλι που είναι. πώς το λένε; να τον χαϊδέψω; που 'σαι 'συ;
να 'στε καλά. τα παραλέτε. βασίλη. τι εννοείτε; α δεν μιλάτε σε μένα; μόμπυ απάντησε. και αυτή η ερώτηση. πού 'σαι 'συ; και πού 'σαι 'συ; πού θες να είναι; εδώ! που είσαι και εσύ. τι ρωτάς; χαμογέλασα. έριξε και αυτή ένα βλέμμα κάτω.
κοίτα το βαβά! πώς κάνει το βαβά; νιάου; πες μόμπυ πώς κάνει το βαβά; χαμογέλασα. άσε θα μιλήσω για σένα. γαβ γαβ κάνει το βαβά. χαμογέλασα εκ νέου. αφενός μεν, ρίξανε και αυτοί ένα περίεργο βλέμμα κάτω. αφετέρου δε, προσπαθούσα να σκεφτώ από πού βγαίνει το βαβά. την γάτα πώς την φωνάζουνε; νιανιά;
μην πλησιάζεις βασιλάκη. έλα εδώ γρήγορα. θα σε δαγκώσει. μην το χαϊδέψεις, μείνε μακριά. μην πλησιάζεις. μην τρέχεις. θα πέσεις. θα χτυπήσεις πάλι. μην τρέχεις. θα ιδρώσεις. θα τις φας
ουστ! ανόητη. που θα δαγκώσει αυτό το γλυκό βαβά. χαμογέλασα. περισσότερο όταν μου χαμογέλασε ο βασιλάκης. κοιτώντας με στα μάτια. σαν να ήξερε τι ήθελα να του πω. να τρέχει. κι ας πέσει. κι ας ιδρώσει. και να χαϊδεύει. και ας φοβάται μην τον δαγκώσουν. τα βαβά. ένα βαβά θα δαγκώσει επειδή πεινάει. διψάει. έχει δαγκωθεί. όχι από εκδίκηση. μα από απελπισία. μπορεί και από μοναξιά. συγχύστηκα στην αρχή. σκέφτηκα πόσο ανόητο είναι να μεγαλώνουν οι γονείς τα παιδιά μέσα στον φόβο. να τα φοβούνται όλα. μην ιδρώσουν. μην χτυπήσουν. να πέφτουν και να κλαίνε όχι από τον πόνο του πεσίματος, αλλά από την φωνή που θα ακολουθήσει. και την σφαλιάρα, την πισινιά. το τράβηγμα στο μανίκι. το τράβηγμα στο αυτί. στα έλεγα, δεν στα έλεγα; καλά να πάθεις τώρα. να φοβούνται. ακόμα και ένα γλυκό βαβά, που είναι με το αφεντικό του, και το κρατά με αλυσίδα. με κοίταξε στα μάτια. χαμογέλασε. σε μένα. στον μόμπυ. του ακούμπησε το κεφάλι. και έτρεξε πίσω. χωρίς να κοιτάξει κάτω

δρόσισε λίγο. πότισα. είναι ωραία η μυρωδιά της δροσιάς πάνω από την ζέστη. πώς πέρασε η μέρα τόσο γρήγορα. πλέον χρειάζομαι κοντά μιάμιση ώρα. στο πότισμα. μπρος πίσω. και όλο και κάποιο κλαδί σουλουπώνω. μπερδεύομαι και με το λάστιχο. άλλες φορές φεύγει από τις γλάστρες. πέφτει πάνω στο παντελόνι. στα παπούτσια. αν και έχει δροσίσει ελαφρά, μούσκεμα έγινα. μα η μυρωδιά είναι εδώ. χαμογελώ. και το δάχτυλο νοιώθω λίγο περίεργα. ένα σημάδι από τον ήλιο. που δεν φαινότανε πριν. είναι και το τούρ σήμερα. μα νοιώθω πολύ κουρασμένος, όλη μέρα στον ήλιο. κεφάλι καζάνι. μυαλό αλλού. πολύ κουρασμένος. πολύ χαλαρός. να αναμειχτώ με πολύ κόσμο. κάθομαι στην αυλή. να κάνω ένα τσιγάρο. να απλώσω τα πόδια. αααααααα. να φωτογραφίσω κανένα φυτό. πω πω κούραση. βαριέμαι να μαζέψω τα άνθη της βοκαμβίλιας. μου αρέσει που είναι κάτω. πάνω στα άλλα φυτά. στα πλακάκια. έχουν ωραίο χρώμα. οι πευκοβελόνες με εκνευρίζουν ολίγον. τις πατάς, αλλού πατάς, αλλού βρίσκεσαι. κολλάνε στην σκούπα. στα πόδια του μόμπυ. φυσάει και γεμίζουν όλες οι γλάστρες πευκοβελόνες. δύο πεύκα. έξω από την αυλή. ένα μπροστά. ένα πίσω. μία με την γύρη, μία με τα κουκουνάρια, μία με τις πευκοβελόνες, μία με αυτό το άσπρο βαμβάκι. που έχουν γεμίσει όλα. άσε που έχουν μαζευτεί όλα τα περιστέρια. φτερά παντού. ανάμεσα στις πευκοβελόνες. και πλατς πλατς. όπου σταθούν. πετούν και χέζουν. για το όνομα δηλαδή. και είναι αστείο. την μόνη φορά που με έχει κοτσιλίσει περιστέρι, χρόνια πριν, ήταν η μόνη φορά που φόρεσα το κράνος με το που βγήκα από την πόρτα. γιατί είχα αργήσει. πλατς όταν ξεκλείδωνα την κλειδαριά. με το που σηκώθηκα να την κλειδώσω στην σχάρα. ζουμιά στο τζαμάκι. του κράνους. είχα κάνει χιλιάδες φορές αυτή την κίνηση. χωρίς κράνος. την μόνη φορά που έβαλα το κράνος κλείνοντας την πόρτα, πριν καν ανέβω στο μηχανάκι, πλατς. πάνε από το πεύκο στην ταράτσα. και γεμίζουν τις πλάκες πλατς και πλατς

ωραίο αεράκι. τώρα. βράδιασε. μόμπυ κοιμάται. διάδρομος. μόνικα. και ας μην παίζει το σιντί. φυσάω. καπνό. και ένα ποτό. ένα τζιν βρήκα. με λίγη κόκα κόλα. μυρίζομαι. μία μυρωδιά. αναμειγμένη με την δική μου. ταιριαστή. κοιτώ το δάχτυλο. και τα δύο ασημένια εδώ είναι. μα βλέπω το σημάδι του δέρματος στο ένα. δέρμα άσπρο. τόσα χρόνια. ένα με το δάχτυλο. μα βλέπω το σημάδι του δέρματος στο ένα. το ασημί στο άλλο. στο δέρμα. να απλώσω λίγο τα πόδια. να ξεκουραστώ. πιάστηκα. κουράστηκα σήμερα πολύ. βαριέμαι και μπάνιο να κάνω ακόμα. ωραία βραδιά. μόνος. όλη την ημέρα στον ήλιο, στις βόλτες, στα φυτά. χαμογελώ. μόνος. μα είσαι δίπλα. στο μυαλό αλλού. έχω ξεσυνηθίσει να πίνω. και ζαλίζομαι με το πρώτο ποτό. είναι ωραία αυτή η ζάλη. μα δεν είναι το ποτό. δεν είμαι μόνος. στο μυαλό παντού. δακρύζω. χαμογελώ. ήχος το δύο. το οχτώ. το δεκατρία. μα πλέον δεν μπορώ να ξεχωρίσω τους ήχους. όλα ένα είναι. ένας ήχος. ένας ήχος ατελείωτος. πρωτόγνωρος. ουφ. άσε με να δακρύσω. να χαμογελάσω. να ανακατέψουμε τα δάκρυα. τα χαμόγελα. να συρθώ από την κάτω μεριά του κρεβατιού. όταν ξημερώσει

2008/05/04

Μπέντζαμιν

δεν θυμάμαι μικρότερος να είχα καμιά ιδιαίτερη ασχολία με τα φυτά. μου αρέσανε. τα έβλεπα. τα μύριζα. τα χάζευα. μέχρι εκεί. στο πρώτο σπίτι που μείναμε μαζί δεν είχε σχεδόν καν μπαλκόνι. ένα ημι-ισόγειο. ένα φυτό εσωτερικού χώρου είχα αγοράσει μόνο. στο επόμενο είχε μεγαλύτερο μπαλκόνι. ίσα που χώρεσε μια σεφλέρα. και έναν πάπυρο, τον οποίον τον αφήσαμε εκεί. και έναν μπέντζαμιν. τον είχα πάρει από την λαϊκή θυμάμαι. μου 'χε πει ότι είναι πολύ καλός. από αυτούς που δεν χάνει τα φύλλα του ποτέ. που αντέχει στο μπαλκόνι. και είχα βάλει και ένα αναρριχώμενο στον φωταγωγό. έβλεπα τους προύνους στον δρόμο, εκεί κοντά, και με μαγεύανε. με τα σκούρα κόκκινα φύλα το καλοκαίρι. τα γυμνά κλαδιά το χειμώνα. τα άνθη νωρίς την άνοιξη. καλλωπιστική δαμασκηνιά βρήκα ότι ονομάζεται. είχε μόνο προύνους ο δρόμος εκείνος. τεράστιους. απίστευτη ομορφιά ένοιωθα όταν τους έβλεπα. έλεγα να ένας ξεχωριστός δρόμος. δεν είχα πάρει ποτέ να βάλω στο μπαλκόνι. δεν ξέρω γιατί. ίσως επειδή τους λυπόμουνα να είναι σε μικρές γλάστρες. ίσως επειδή τους έβλεπα καθημερινά εκεί κοντά. στο τρίτο είχε ακόμα μεγαλύτερο μπαλκόνι. πιο πολλές σεφλέρες. ο ίδιος μπέντζαμιν. δύο τρία ακόμα φυτά. όλα απόχρωση πράσινου. ούτε εκεί έβαλα προύνους
στο δυάρι που βρέθηκα αργότερα, πήρα μόνο τον μπέντζαμιν. έχανε τα φύλλα του τον χειμώνα. έβγαζε πάλι την άνοιξη. είχε ξεραθεί δύο τρεις φορές από τον χιονιά και τον αγέρα. τον κλάδευα. έβγαζε και πάλι φύλλα. εκεί βρήκε μια γωνιά και μεγάλωσε πολύ. το δυάρι εκείνο είχε ένα γλυκύτατο μπαλκόνι. όσο το σπίτι, το μπαλκόνι. με χτιστές ζαρντινιέρες αντί για κάγκελα. εκεί θυμάμαι άρχισα να ασχολούμαι περισσότερο. το γέμισα μικρές γλάστρες. και πήρα και εφτά προύνους. σε γλάστρες λίγο μεγαλύτερες. και γέμιζα τις χτιστές ζαρντινιέρες με όλων των ειδών τα χρώματα. εποχιακά λουλούδια και μη. πολλά χρώματα. είχα βάλει και κισσό. αυτόν που το φθινόπωρο κοκκινίζουν τα φύλλα. και μένει τον χειμώνα ο κορμός. παρθενόκισσος βρήκα ότι ονομάζεται. τον είχα πλέξει στα στηρίγματα της τέντας, που δεν την κατέβαζα ποτέ. και ας είχε ντάλια ήλιο. είχε σχηματιστεί μια φυσική τέντα. έβαλα και έναν προύνο στην ζαρντινιέρα την χτιστή. κι ας ήξερα ότι θα τον άφηνα εκεί. περνάω μερικές φορές, ακόμα και σήμερα, να τον δω, από κάτω. εκεί είναι, μια χαρά. επιβλητικός. στην μέση ακριβώς του μπαλκονιού. και ο κισσός να κρέμεται από το μπαλκόνι. τα υπόλοιπα που άφησα δεν υπάρχουν. κάτι αγριόχορτα είχα δει μόνο. ή το σπίτι άργησε να νοικιαστεί ή αυτοί που το νοικιάσανε δεν ασχολούνται. ούτως ή άλλως η περιοχή είναι μέσα στο πράσινο και τα χρώματα στο πατρικό που ήρθα, πριν αποφασίσω να 'ρθω, έφερνα τους προύνους. έναν έναν με το αμάξι. και τους έβαζα στην λωρίδα χώμα. έναν προύνο δίπλα σε κάθε γιούκα, που υπήρχαν ήδη και έχουν γίνει δέντρα ολόκληρα. πήρα και άλλους προύνους μετά. άλλους στο έδαφος και άλλους στις μεγαλύτερες τις γλάστρες. τον μπέντζαμιν τον έφερα με το αμάξι, τελευταίο. και ας μην χωρούσε σχεδόν. και τον μεταφύτευσα στην μεγαλύτερη την γλάστρα. εδώ και αν με κυρίευσαν εμμονές με τα χρώματα και τις ευωδιές. κάθε χρόνο με δύο τρία διαφορετικά είδη. όπου έβρισκα χώρο τα στρίμωχνα την μια χρονιά είχα εμμονή με τους προύνους. βρήκα έδαφος επιτέλους. και είπα να πραγματοποιήσω ένα όνειρο. να μαγεύομαι και εδώ. να μην αγχώνομαι πώς θα μεγαλώσουν στις γλάστρες τις μικρές. πρέπει να είναι τώρα καμιά δεκαπενταριά. μαζί με αυτούς στις μεγαλύτερες τις γλάστρες. δύο δεν αντέξανε. δεν είχε και πολύ ήλιο εκεί. τους περικύκλωσα με ναντίνες και σφενδάμι. έβαλα και μια αμυγδαλιά. μην φανταστείς καμιά έκταση απίστευτη. δύο λωρίδες χώμα είναι. σαν γάμα από την μια μεριά περιμετρικά του σπιτιού. πλάτος όσο δυόμιση πλάκες. και μια μικρή αυλή στο πίσω μέρος την επόμενη, εμμονή με τα αναρριχώμενα. πρέπει να έβαλα πάνω από δέκα αγιοκλήματα και δέκα ρυγχοσπέρματα. και έναν κισσό. αυτόν που το φθινόπωρο κοκκινίζουν τα φύλλα. και μένει τον χειμώνα ο κορμός. παρθενόκισσος. τον άλλον τον πνιγηρό με τα τεράστια τα φύλλα τα πράσινα, χειμώνα καλοκαίρι, που βρήκα εδώ, τον κλάδευα συνέχεια. μέχρι που έκοψα την μια ρίζα από την αυλή. και έχει μείνει μόνο ο κορμός. πατάνε πάνω του τα αγιοκλήματα, τα ρυγχοσπέρματα και ο κισσός. ο παρθενόκισσος. οι άλλες οι ρίζες πίσω από τα κάγκελα, είναι από την μεριά του γείτονα. ντρέπομαι να πάω να τις κόψω. τουλάχιστον κάθε καλοκαίρι καλεί συνεργείο και τον σουλουπώνει την άλλη χρονιά με κυρίευσε μανία με τα φυτά τα αρωματικά. με το χρώμα το γκριζοπράσινο. λεβάντες, λεβαντίνες, δίκταμα, μπαρμπαρόριζες. όπου χώρος ελεύθερος και μια λεβάντα. όπου δέντρο και μια λεβαντίνη από κάτω. κάτι δεν μου καθότανε καλά όμως. κάτι το μονότονο εξακολουθούσε. κι ας έσπαγε το πράσινο το βαθύ κόκκινο των προύνων. και ό,τι έβλεπα σε χρώμα στο φυτώριο, το έφερνα εδώ. υάκινθους, γεράνια, τουλίπες, μαργαρίτες, διμορφοθήκες, κυκλάμινα, ροδόδεντρα, κρίνους, βιγόνιες, κάννα, είκοσι είκοσι τα γλαστράκια. ούτε που θυμάμαι όλα τα ονόματα την παράλλη, εμμονή με τα σφενδάμι και τις ναντίνες. καμιά δεκαπενταριά από το καθένα. τρία και τέσσερα σε κάθε γλάστρα. στις μεγαλύτερες. και τις βερβερίδες, που έχουν φύλλο πράσινο, μετά κόκκινο, μετά κίτρινο λίγο πριν πέσει. και μείνει ο κορμός φέτος με έπιασε μία μικρή μανία με το μπούζι. μικρή γιατί ο χώρος μοιάζει γεμάτος πλέον. είχα βάλει πέρσι μωβ και φούξια. φέτος βρήκα και πορτοκαλί. αντέχουν το χειμώνα. αντέχουν και το χιόνι. τουλάχιστον τα περσινά αντέξανε. και έχουν τώρα ένα απίστευτα έντονο χρώμα. στον ήλιο όταν ανοίγουν τα άνθη. όταν φεύγει ο ήλιος κλείνουν και αυτά. του χρόνου μαζί με τα πορτοκαλί που θα μεγαλώσουν θα είναι το κάτι άλλο. ελπίζω να πιάσουν είναι ο μήνας τώρα που ανθίζει το ρυγχόσπερμο και το αγιόκλημα. τα απογεύματα, χωρίς αέρα, ευωδιάζουν τρομερά. ο μπέντζαμιν είναι εδώ. όταν τον έφερα τον είχα ντάλα ήλιο. χιόνισε εκείνη την χρονιά. ξεράθηκε και πάλι. στεναχώρια πολύ θυμάμαι. ήταν τόσο μεγάλος και γυαλιστερά τα φύλλα του. τον έβαλα σε μια γωνιά. τον κλάδεψα προσεχτικά και δραστικά. έβγαλε φύλλα και πάλι. εκ νέου. τώρα έχει φτάσει σχεδόν στο πάνω μπαλκόνι. ξεράθηκε και φέτος λίγο με τον χιονιά. και ας είναι προστατευμένος από τον αγέρα. τον κλάδεψα ελαφρά. έχει πάρει τα πάνω του σιγά σιγά. έβαλα και έναν προύνο μαζί για παρέα. νόμιζα ότι δεν θα έβγαζε νέα φύλλα. και θα 'μενε με τον κορμό. και νυχτολούλουδα που δεν αντέξανε τον χιονιά ούτε αυτά. αλλά πρασινίζουν τώρα πάλι την βρήκα την αυλή εδώ. την ένοιωσα μονότονη. γκρι όταν ήρθα. και ένοιωσα ανάγκη στο μυαλό να την χρωματίσω. σκέφτομαι ώρες ώρες πώς τα κουβάλησα όλα αυτά εδώ. απορώ ειλικρινά. πρέπει να είναι περισσότερες από είκοσι γλάστρες. οι μεγαλύτερες που είχα βρει. θυμάμαι γεμίζανε με περισσότερα από είκοσι σακιά χώμα η καθεμία. και είναι και κάτι πήλινες πιο μικρές, πιο βαριές, που έφερα πιο μετά. έναν σεπτέμβρη, που προέκυψε και δεν πήγα πουθενά διακοπές. πόσες βόλτες πέρα δώθε με το αμάξι. πορτμπαγκάζ, οι πίσω θέσεις τίγκα στο σακί. με βλέπανε στο φυτώριο και πριν πω καλημέρα, είχαν βγάλει από καμιά δεκαριά σακιά χώμα. και μετά το κουβάλημα με τα φυτά. χαμόγελο στο φυτώριο μέχρι τα αυτιά ο υπάλληλος. νόμιζε ότι έχω δέκα στρέμματα χωράφι να καλλιεργώ. υπήρχε μια περίοδος που ήταν σαν να τα έκανα όλα αυτά μηχανικά. τόσο κουβάλημα. τόσες γλάστρες. τόσο χώμα. τόση κούραση. τόσος ιδρώτας. τόσο σκάψιμο. τόσο ήλιος. τόση ζέστη. τόσο κρύο. τόση παγωνιά. αλλά ένοιωθα το χρώμα μπροστά μου. την ευωδιά ο βασικός κορμός έχει σχηματιστεί πλέον. αρκετά δεν αντέχουν. από τον καύσωνα. από το χιόνι. από τον αέρα. τ' αντικαθιστώ. με άλλα χρώματα. με ίδια. άλλα παραμένουν ακλόνητα. φτου φτου. συμπαθητική είναι πλέον η αυλή. χαζεύω κάτι άλλους κήπους απίστευτους εδώ στην γειτονιά. και σε άλλες που πάω. άπλα, δέντρα, άνθη, φυτά. αλλά εντάξει. δεν έχω παράπονο. είναι η αυλή. τα γιούκα. οι προύνοι. ο μπέντζαμιν. τα χρώματα. όσο και να με κουράζει ώρες ώρες η φροντίδα της, με ανακουφίζει άλλο τόσο. την αισθάνομαι δικό μου δημιούργημα. από το μηδέν. έχει τόσο κόπο. τόση κούραση. τόσο χρόνο. τόση φροντίδα πάνω της. τόσα χρώματα. τόσες ευωδιές. τόσα όνειρα

2008/02/05

Λάμψη

έχεις τη συνήθεια να γεμίζεις τα δωμάτια. το μπαλκόνι. με εκατοντάδες. χιλιάδες φωτάκια τα χριστούγεννα. πολλά από τα οποία παρέμεναν πολύχρωμες λάμψεις. μέχρι το καλοκαίρι. μέχρι το χειμώνα. μέχρι τα επόμενα χριστούγεννα. παίζεις με τα χρώματα. τις λάμψεις. τις αντιθέσεις. την υπόκρουση. παίζεις με τις χαρές και τις λύπες. τις δικές του. των άλλων. τις δικές σου. παίζεις με τα χρώματα. τις λάμψεις. τις αντιθέσεις. την υπόκρουση.