Πατέρας Παΐσιος, από τους
τελευταίους που «αγιοποιήθηκαν» από την Εκκλησία μας
Ως
γνωστόν, στη πρώτη χριστιανική κοινότητα, όπως είναι φανερό κυρίως από τις
επιστολές του αποστόλου Παύλου, όλοι όσοι είχαν βαπτιστεί στο όνομα της Αγίας
Τριάδος ονομάζονταν «άγιοι», όχι επειδή ήταν ενάρετοι, αλλά ακριβώς επειδή
είχαν βαπτιστεί, επειδή ανήκαν δηλαδή σ’ αυτή τη συγκεκριμένη καινούργια
κοινότητα (Εκκλησία), ήταν μέλη του σώματος του Χριστού: «στέλνω τα χαιρετίσματά μου στους αγίους της Εκκλησίας της Κορίνθου»,
«στέλνω τα χαιρετίσματά μου στους αγίους
της Εκκλησίας της Εφέσου». Όλοι λοιπόν άγιοι. Η αγιότητα, δηλαδή, είναι εν
δυνάμει παρούσα, και έχει συγχρόνως και μία δυναμική, αυτή η αγιότητα.
Αυτή η πρακτική
ακολουθήθηκε από την Εκκλησία επί αιώνες όπως γράφει ο πρωτοπρεσβύτερος Κ.Ν. Παπαδόπουλος: «Από τη μελέτη των πρακτικών των
οικουμενικών συνόδων συμπεραίνομε ότι η Εκκλησία κατέτασσε μεταξύ των αγίων
κάθε μέλος της που είχε τηρήσει την ορθή πίστη κι είχε αγωνιστεί, όσο ήξεραν οι
άνθρωποι, για τις εντολές. Δεν υπήρχε καμμία “επίσημη ανακήρυξη”, ούτε
χρειάζονταν θαύματα του τεθνεώτος, ώστε να θεωρηθεί “άγιος” με μια διαφορετική
έννοια από τη βιβλική. Αναντίρρητα η Εκκλησία των οικουμενικών συνόδων διατηρεί
αδιάφθορη τη διδασκαλία της Γραφής ότι άγιοι είναι όλοι οι πιστοί, οι ζώντες
και οι κεκοιμημένοι. Δεν πρέπει ν’ αντιπαρέλθομε ένα γεγονός που δείχνει ότι η
εκκλησιαστική αρχή, ακόμη κι όταν εκπροσωπείται από τον πράγματι μεγάλο
Κύριλλο, δεν μπορεί να “ανακηρύξει” κάποιον “άγιο” χωρίς τους λόγους που
γράψαμε πιο πάνω. Ο άγιος Κύριλλος, λοιπόν, τον οπαδό του και μοναχό Αμμώνιο,
που ο έπαρχος Ορέστης εθανάτωσε με σκληρά βασανιστήρια διότι ο μοναχός του είχε
πετάξει λίθο στο κεφάλι, τον απεκάλεσε “μάρτυρα” κι έθαψε μέσα σ’ εκκλησία. Ο
λαός όμως αντιδρούσε, διότι ο Αμμώνιος θανατώθηκε ως προπέτης κι όχι ως
μάρτυρας του Χριστού. Ο άγιος Κύριλλος άφησε να ξεχαστεί πολύ σύντομα η υπόθεση
(Βλ. Σωκρ., Εκκλ. Ιστ. 7,14, P.G. 67, 765C εξ.)»
Μια άλλη ματιά από
τη δική μας παράδοση είναι, πως οι Άγιοι είναι μέτοχοι της «θείας δόξας». Μετά
την Παναγία, είναι αυτοί που έχουν φτάσει στη θέωση, κάτι το οποίο είναι
ζητούμενο από όλους μας. Έχουν πετύχει το έσχατο και έχουν διαποτιστεί από τις
άκτιστες ενέργειες της θεότητας. Είναι μαζί με το Χριστό και ζούνε μετ’ Αυτού.
Μπαίνει λοιπόν εδώ το ερώτημα. Πως
ορίζεται στη δική μας παράδοση κάποιος ως άγιος, πως γίνεται αυτό που
ονομάζουμε «αγιοποίηση», αν και ο όρος αυτός θεωρείται αδόκιμος, γιατί εδώ και
πολλούς καιρούς, η θεολογία μας προκρίνει τον όρο «αναγνώριση αγίων» έναντι του
όρου «αγιοποίηση», καθ’ όσον ο δεύτερος υπονοεί κατασκευή κι όχι απλώς αποδοχή
ενός γεγονότος. Στο πέρασμα των αιώνων πάρα πολλοί επώνυμοι Άγιοι, έχουν
ανακηρυχθεί από την Εκκλησία. Εδώ ας μας επιτραπεί μια παρένθεση για να
σημειώσουμε πως η ανακήρυξη αγίων που έχει πλέον επικρατήσει στην Εκκλησία μας,
είναι μια ρωμαιοκαθολική πράξη, η οποία εισήχθηκε από έναν Πατριάρχη που
αγωνίστηκε μ’ όλη του τη δύναμη κατά της διείσδυσης των Ιησουϊτών στην Ανατολή.
Και αυτός δεν είναι άλλος από τον Κύριλλο Λούκαρι, ο οποίος υπήρξε
πράγματι μεγάλος αλλά όχι αμέμπτως Ορθόδοξος. Αυτός λοιπόν ήταν που «ανακήρυξε»
πρώτος τον πρώτο άγιο, ο οποίος ήταν ο θαυματουργός ασκητής της Κεφαλλονιάς
Γεράσιμος, στου οποίου τις πρεσβείες προσέτρεχαν οι πίστοί και όσο ζούσε και
αμέσως μετά το θάνατό του.
Η αναγνώριση
λοιπόν αγίων, παλιότερα γινόταν από τις τοπικές Εκκλησίες, ενώ σήμερα
ακολουθείται διαφορετική πρακτική. Λόγου χάρη, αν αφορά η «αγιοποίηση» την
ελληνόφωνη Εκκλησία, αυτή γίνεται από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, αν αφορά την
σλαβόφωνη Εκκλησία, από το Ρωσικό Πατριαρχείο, κ.λ.π.
Βέβαια πρέπει να
ληφθεί υπόψη, πως υπάρχουν πάρα πολύ Άγιοι οι οποίοι δεν έχουν «ανακηρυχθεί»
και των οποίων αγνοούμε το όνομα. Γι’ αυτό άλλωστε έχει εισαχθεί και στο
εκκλησιαστικό εορτολόγιό μας η γιορτή των Αγίων Πάντων. Επί πλέον υπάρχει και
μια σειρά αγίων που ζούνε ανάμεσά μας και δεν γνωρίζουμε πως είναι άγιοι.
Ας δούμε τώρα πως
γίνεται η «αγιοποίηση» ενός μάρτυρα ή ενός άλλου αγίου. Για να φτάσει η Ορθόδοξη
Εκκλησία να εγκρίνει και να εντάξει στο εορτολόγιό της ένα μάρτυρα, χρειάζεται
ένα και μόνο στοιχείο: τη μαρτυρία του περιεστώτος λαού, δηλαδή τη μαρτυρία του
λαού που συγκροτείται ως λαός γύρω από το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας. Αρκεί
και μόνο αυτό το στοιχείο, αυτή η λαϊκή μαρτυρία, ώστε να οδηγήσει την Εκκλησία
να εγγράψει έναν άγιο στο αγιολόγιό της.
Δεν τίθεται λοιπόν
θέμα η Εκκλησία να εγκρίνει ή να μην εγκρίνει την αγιότητα κάποιου. Άλλωστε
αυτή είναι και η μεγάλη μας διαφορά με άλλες χριστιανικές Εκκλησίες. Η Σύνοδος,
είτε πρόκειται για το Πατριαρχείο, είτε πρόκειται για την Εκκλησία της Ελλάδας,
είτε πρόκειται για μια άλλη τοπική Εκκλησία, δεν εγκρίνει αν κάποιος είναι ή
δεν είναι άγιος. Απλώς αναγνωρίζει αυτό που μαρτυρείται από την κοινή συνείδηση
του περιεστώτος λαού, του λαού που ίσταται «περί» το τραπέζι της Ευχαριστίας.
Έτσι η Σύνοδος δεν κάθεται να εξετάσει τον βίο του αγίου, αν ήταν δηλαδή
ενάρετος ο βίος του ή όχι και πόσο ενάρετος ήταν. Χρειάζονται βέβαια κάποια
στοιχεία, κάποιες μαρτυρίες, αλλά είναι ο ίδιος ο λαός που οδηγεί ουσιαστικά
στην «ανακήρυξη» ενός αγίου.
Το κριτήριο πάνω
στο οποίο βασίζεται η κρίση του λαού είναι τα λεγόμενα «σημεία» της αγιότητας.
Ένα «σημείο» αγιότητας είναι η θαυματουργία, η εμπειρία δηλαδή πως ο Άγιος θαυματουργεί.
Εάν τυχόν υπάρχουν και λείψανα του αγίου, «σημείο» θεωρείται η ευωδία τους.
Συνεπώς δεν είναι τεκμήριο αγιότητας ούτε η ακρίβεια στην Ορθόδοξη πίστη, ούτε
ο φαινόμενος ενάρετος βίος. Αυτό μαρτυρούν τα συναξάρια, οι συλλογές δηλαδή των
βίων των Αγίων. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι που πολιτεύονται και ζουν εναρέτως,
αλλά τα μύχια και τα κρύφια της ψυχής τους δεν τα ξέρει κανείς μας, παρά μόνο ο
Θεός. Βέβαια για να είμαστε ακριβοδίκαιοι, υπάρχουν κάποιες περιπτώσεις σπάνιες
βέβαια και στην Ορθόδοξη Εκκλησία που μπορούμε ίσως να πούμε πως συνέβη κάποια
«αγιοποίηση» σκοπιμότητας, για παιδαγωγικούς λόγους των πιστών.
Γράφει ο Δημήτρης Μαυρόπουλος
αναφερόμενος στην αγιοποίηση του αγίου Νεκταρίου: «Θα σας πω ένα παράδειγμα, από τα πολύ τελευταία μας, με την αγιοποίηση
του αγίου Νεκταρίου. Ο άγιος Νεκτάριος, όπως ίσως γνωρίζετε, δίδαξε επί έτη στη
Ριζάρειο Σχολή κατήχηση και δογματική και κήρυξε ως θεολόγος. Ως “θεολόγος” ο
Άγιος δεν είναι και πολύ κοντά στη λεγόμενη ακριβή ορθόδοξη πίστη. Ακολουθώντας
λίγο ως πολύ το γενικό κλίμα των θεολογικών γραμμάτων της εποχής του, και
ειδικότερα το κλίμα που επικρατούσε στη Ριζάρειο Σχολή, δίδαξε από εγχειρίδια
της δυτικής θεολογίας και η κατήχησή του, αν την κρίνουμε με βάση τα θεολογικά
δεδομένα, δεν εκφράζει απόλυτα τη θεολογία της Εκκλησίας μας. Δεν είναι λοιπόν
η διδασκαλία του που οδήγησε την Εκκλησία να τον ανακηρύξει άγιο. Όπως δεν
είναι ούτε και ο ενάρετος βίος, αφού, όπως είπαμε, την αρετή του καθενός μας
την γνωρίζει μόνο ο Θεός. τι είναι λοιπόν αυτό που κάνει τον άγιο Νεκτάριο να
μαρτυρείται ως άγιος; Πρώτα είναι η μαρτυρία αυτών που έζησαν κοντά του και
μαρτυρούν το ξεχείλισμα αγάπης προς τη δημιουργία του Θεού και προς τον
άνθρωπο, κυρίως όμως η θαυματουργία. Δια των θαυμάτων του ο λαός έχει την
εμπειρία της παρουσίας και της αγιότητας του αγίου Νεκταρίου. Και είναι αυτή η
εμπειρία του περιεστώτος λαού, του λαού που θεραπεύεται μπροστά στον τάφο του
αγίου Νεκταρίου, αυτή που οδηγεί την επίσημη Εκκλησία στην αναγνώριση της
αγιότητάς του. Ο λαός τον τιμά ως άγιο και η εκκλησιαστική ιεραρχία έρχεται να αναγνωρίσει
αυτήν την αγιότητα».
Ας δούμε τώρα πως
γίνεται η αγιοποίηση κάποιου μέλους της Καθολικής Εκκλησίας. Και στην Εκκλησία
αυτή υπάρχουν τα αντίστοιχα στοιχεία που υπάρχουν και στην Ορθόδοξη, δηλαδή η
θαυματουργία, τα ιερά λείψανα και η ευωδία. Όμως όλα αυτά δεν είναι ικανά για
να αγιοποιηθεί κάποιος, αφού δεν κατατίθενται ως στοιχεία εμπειρίας του λαϊκού
σώματος. Διότι για να γίνουν αποδεκτά τα στοιχεία αυτά από τη Καθολική Εκκλησία
ως αποδείξεις αγιότητας, πρέπει να εκληφθούν με αντικειμενικό τρόπο. Πρέπει
δηλαδή να υπάρξει μια αντικειμενική μέτρηση της πραγματικότητας αυτών των
στοιχείων. Και κυρίως πρέπει να μαρτυρηθεί η οσιότητα του βίου κάποιου μέσω των
αρετών που επέδειξε αυτός κατά την διάρκεια του επίγειου βίου του.
Ακολουθείται
λοιπόν η εξής μέθοδος και διαδικασία αγιοποίησης ή μη του μέλους της Δυτικής
Εκκλησίας: Ένας τοπικός επίσκοπος μιας περιοχής της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας,
ο οποίος κατά πάσα πιθανότητα εκπροσωπεί και την εμπειρία των πιστών της
δικαιοδοσίας του, κάνει πρόταση στο Βατικανό, όπου βρίσκεται η κεφαλή της
Δυτικής Εκκλησίας, την αγιοποίηση ενός ευσεβούς Χριστιανού που έζησε ανάμεσά
μας και ο οποίος μπορεί να ήταν είτε μεγάλος ή μικρός θεολόγος, είτε μεγάλος ή
μικρός μάρτυρας. Τότε δημιουργείται στο Βατικανό ένα είδος δικαστηρίου που
σκοπό έχει να εξετάσει το ζήτημα αυτό.
Στη συνέχεια ένας
από τους καρδιναλίους (ανώτατοι εκκλησιαστικοί αξιωματούχοι από τους οποίους
εκλέγεται ο Πάπας), ο οποίος είναι επιφορτισμένος με το έργο αυτό, βοηθούμενος
από ένα ολόκληρο συνεργείο, αναλαμβάνει να εξετάσει με κάθε λεπτομέρεια ακόμη
και την παραμικρότερη, τον βίο του υποψήφιου αγίου.
Ένας άλλος
καρδινάλιος, ο οποίος διαθέτει και αυτός μια αντίστοιχη ερευνητική ομάδα,
αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο να εξετάσει τις πιθανές μελανές σελίδες αυτού του
βίου, τα παραπτώματα που πιθανόν έχει κάνει ο εν δυνάμει άγιος, και οτιδήποτε μεμπτό
μπορεί να αντιβαίνει σε κάθε περίπτωση στην αγιοποίηση του.
Και όταν κάποια
στιγμή ολοκληρώνεται η διαδικασία της έρευνας και από τους μεν (θετική) και από
τους δε (αρνητική), στήνεται ένα κανονικό δικαστήριο. Στο δικαστήριο αυτό
λοιπόν, ο πρώτος καρδινάλιος προτείνει την αγιότητά του και ο δεύτερος την
απόρριψη, ο οποίος μάλιστα ονομάζεται και «συνήγορος του διαβόλου» (“advocatus diaboli”).
Ο ρόλος λοιπόν του «συνήγορου του διαβόλου» είναι να εκθέσει και να προβάλει
τυχόν αρνητικά στοιχεία, τα οποία καλείται να τα αντικρούσει ο άλλος
καρδινάλιος και η ομάδα του ώστε το συμπέρασμα που θα βγει να αντέχει σε
οποιαδήποτε αντικειμενική κριτική.
Αφού λοιπόν λάβουν
χώρα όλα αυτά και το δικαστήριο αυτό πειστεί και αποφανθεί υπέρ της αγιότητας,
ο λαός είναι ελεύθερος πλέον και επιτρέπεται να τιμήσει το νέο του Άγιο. Αν
τώρα με νεότερες έρευνες που πιθανόν να γίνουν, αποδειχθεί πως είχαν
παραλειφθεί κάποια κρίσιμα στοιχεία που εμποδίζουν την αγιότητα, η Δυτική
Εκκλησία δεν έχει κανένα πρόβλημα και μπορεί να διαγράψει ένα άγιο από το
αγιολόγιό της. Αυτό άλλωστε συνέβη και σχετικά πρόσφατα, κατά τη δεκαετία του
1960, μετά τη Β΄ Σύνοδο του Βατικανού, όταν διαγράφηκαν μερικές δεκάδες αγίων,
γιατί στο μεταξύ είχε προχωρήσει η έρευνα, είχαν αναπτυχτεί οι αγιολογικές
σπουδές, είχαν αναγνωσθεί καλύτερα οι πηγές, βρέθηκαν και νέα ντοκουμέντα, και
διαπιστώθηκε πως δεν υπήρχε η αντικειμενικότητα και το εχέγγυο της αγιότητας.
Αυτό συμβαίνει,
επειδή στη Δυτική Εκκλησία η αγιότητα έχει να κάνει με την αρετή και δεν έχει
να κάνει με την έκπληξη της ενθεώσεως, όπως συμβαίνει στη δική μας παράδοση.
Και κλείνουμε το σημερινό μας άρθρο με την αγιοποίηση από τη Δυτική Εκκλησία
του Πάπα Ιωάννη – Παύλου Β΄κατά κόσμο Κάρολ Βοϊτίλα, όπως περιγράφεται στην
εφημερίδα «Το Βήμα»
11/3/2014:
«Τον Απρίλιο, ο πάπας Ιωάννης
Παύλος Β', κατά κόσμον Κάρολ Βοϊτίλα, πρόκειται να αγιοποιηθεί. Το γερμανικό
περιοδικό Der Spiegel παρουσιάζει την ιστορία μίας γυναίκας από την Κόστα Ρίκα,
η οποία υποτίθεται ότι θεραπεύθηκε από σοβαρό ανεύρυσμα εγκεφάλου, αφού
προσευχήθηκε στον εκλιπόντα πάπα – “θεόσταλτο” δώρο για τη “μηχανή κατασκευής
θαυμάτων” του Βατικανού.
Στη Ρώμη υπάρχει ένα μέρος
όπου τα ‘θαύματα” συγκεντρώνονται και η αυθεντικότητά τους εξετάζεται
εξονυχιστικά. Υπεύθυνος του Βατικανού για την διαδικασία της ανακήρυξης της “αγιοποίησης”
Ιωάννη Παύλου είναι ο μονσινιόρ Σλαβομίρ Όντερ. Στο γραφείο του βρίσκεται ένας
φάκελος που φέρει τον τίτλο “Positio super vita, virtutibus et fama sanctitatis”
(Έκθεση για τη Ζωή, τις Αρετές και τη Φήμη Αγιότητας). “Ο "Positio"
περιλαμβάνει μία μεγάλη, θαυματουργή ιστορία που εκτυλίχθηκε πριν από τρία
χρόνια και δέκα χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά, ή για να είμαστε πιο ακριβείς, στον
δεξί κροταφικό λοβό της Φλόριμπεθ Μόρα Ντίας” γράφει το Der Spiegel.
Τον Απρίλιο του 2011, η
σενιόρα Μόρα είχε πεισθεί ότι το κεφάλι της ήταν έτοιμο να εκραγεί. Δεν
μπορούσε πλέον να αισθανθεί το αριστερό της πόδι ενώ έκανε συνέχεια εμετούς. Ο
σύζυγος της 50χρονης γυναίκας την πήγε στο καλύτερο νοσοκομείο της πρωτεύουσας
της Κόστα Ρίκα, Σαν Χοσέ. Εκεί την εξέτασε ο δρ. Αλεχάντρο Βάργκας, “ένας
γιατρός τόσο νέος, όμορφος και έξυπνος που θα μπορούσε εύκολα κανείς να πιστέψει
ότι είναι ηθοποιός σαπουνόπερας”. Πριν ο δρ. Βάργκας, που θεωρείται ένας από
τους καλύτερους γιατρούς στην Κόστα Ρίκα, πραγματοποιήσει μία εγχείρηση λέει: “Με
τη βοήθεια του θεού, ξεκινάμε...”.
Λόγια που η Μόρα εξέλαβε σαν
θετικό οιωνό. Της είπαν ότι έχει ανεύρυσμα σε μή εγχειρήσιμο σημείο. “Αυτές οι
περιπτώσεις εγχειρίζονται στο Μεξικό ή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Της έγραψα αντι
- υπερτασικά φάρμακα, όπως και ηρεμιστικά. Στο κάτω κάτω το ανεύρυσμα δεν είχε
σπάσει. Υπήρχε ακόμη ελπίδα” είπε ο δρ. Βάργκας. Η Μόρα όμως πίστευε ότι γρήγορα θα πέθαινε:
όταν δεν έκλαιγε, προσευχόταν. Αυτό έκανε και όταν είδε μπροστά της μία
ασπρόμαυρη φωτογραφία στην εφημερίδα “La Nacion” (Το Έθνος) του πάπα Ιωάννη Παύλου Β' που
έδινε την ευχή του σε πιστούς.
“Το πρωί κοίταξα στη
φωτογραφία της εφημερίδας. Άκουσα μια φωνή. Ναι, ήταν ανδρική φωνή. Ναι, ήταν
στα Ισπανικά. Είπε: «Σήκω και μην φοβάσαι". Τα δυο του χέρια βγήκαν από τη
φωτογραφία” θυμάται η Μόρα και συνεχίζει: “Σηκώθηκα και είπα: "Ναι,
σενιόρ". Πήγα στην κουζίνα. Αισθανόμουν λίγο καλύτερα. Αισθανόμουν μία
εσωτερική ζεστασιά. Ήμουν σίγουρη ότι ήμουν υγιής, ακόμη και αν το σώμα μου
έλεγε το αντίθετο”. Οι πονοκέφαλοι που είχε εξαιτίας του ανευρύσματος σταδιακά
υποχώρησαν. Τον Ιούλιο, ο δρ. Βάργκας, εξεπλάγην όταν η ασθενής του επέστρεψε
χωρίς συμπτώματα. Κάνοντας τις απαραίτητες εξετάσεις διαπίστωσε ότι το
ανεύρυσμα είχε εξαφανιστεί.
Όταν η ιστορία της Μόρα έγινε γνωστή στο Βατικανό, την κάλεσαν στη
Ρώμη προκειμένου να διαπιστωθεί και εκεί ότι είχε γίνει πλέον καλά. “Δεν είναι
το θαύμα που κάνει τον άγιο. Είναι απλά η τελική επιβεβαίωση” εξήγησε ο
Σλαβομίρ Όντερ. Στις 5 Ιουλίου 2013 η Αγία Έδρα ανακοίνωσε ότι ο πάπας
Φραγκίσκος είχε αναγνωρίσει το δεύτερο θαύμα που απαιτείτο για την αγιοποίηση
του πάπα Ιωάννη Παύλου (το πρώτο που του αποδίδεται είναι η θεραπεία μιας
γαλλίδας μοναχής που έπασχε από Πάρκινσον). Η ρωμαιοκαθολική εκκλησία βρήκε το
θαύμα που χρειαζόταν και η Μόρα συνέχισε τη ζωή της. “Τί θα συμβεί αν ένα άλλο
ανεύρυσμα σχηματισθεί στον εγκέφαλό της; ‘Σύμφωνα με το εκκλησιαστικό δίκαιο θα
πρόκειται για μία νέα ασθένεια’ είπε ο Όντερ. Τότε θα χρειαστεί ένα νέο θαύμα -
ή έναν καλύτερο γιατρό” καταλήγει το ρεπορτάζ του Der Spiegel.»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
1. Δημήτρης
Μαυρόπουλος, «Διερχόμενοι διά του Ναού», εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2009
2. Δημήτρης
Μαυρόπουλος, «Εις πνεύματος αγίου κοινωνίαν», εκδόσεις Δόμος, Αθήνα 2013
3. Περιοδικό “Σύναξη”, τεύχος
102
4. Εφημερίδα «Το Βήμα» http://www.tovima.gr/world/article/?aid=575544