Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2024

Ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων - π. Βασιλείου Μπακογιάννη

 


νηστεία τῶν Χριστουγέννων 

ὑπό Ἀρχιμ. Βασιλείου Μπακογιάννη

 

    Ἀρχικῶς νηστεία τῶν Χριστουγέννων ἦταν γιά τούς ἐν τῷ κόσμῳ χριστιανούς ἑπτά μέρες· «προ­φα­νῶς ὡς πνευματική προετοιμασία γιά τή Θ. Κοινωνία» (Β. Φειδᾶς. Ἐκκλησιαστική Ἱστορία. Α΄, σελ.  962-3). Στά  Μοναστήρια νηστεία ἦταν σαράντα μέρες. Kατέλυαν ψάρι ὅλες τίς ἡμέρες, ἐκτός ἀπό τίς νηστήσιμες, Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή (P.G: 99:1696). Καί κατ' ἐπίδραση τοῦ μοναχισμοῦ,   νηστεία τῶν Χριστουγέννων ἔγινε καί στόν κόσμο σαρανταήμερη (11ον αἰ.). Καί γίνεται κατάλυση ἰχθύος σέ ὅλες τίς μέρες, ἐκτός ἀπό τήν Τετάρτη καί Παρασκευή.

  Οἱ παλαιότεροι χριστιανοί  μᾶς ἔλεγαν, ὅτι κατάλυση ἰχθύος   ἀρχίζει ἀπό τίς 21 Νοεμβρίου, τῶν «Εἰσοδίων», καί  λήγει στίς 17 Δεκεμβρίου, τοῦ Ἁγίου Διονυσίου· δηλαδή,  ἑπτά μέρες μετά τήν ἔναρξη, καί ἑπτά   πρίν τήν λήξη. Ἐπειδή οἱ (περισσότεροι)  κοινωνοῦσαν στίς γιορτές  τῶν «Εἰσοδίων» καί τῶν Χριστουγέννων, ἀπεῖχαν ἀπό τήν ἰχθυοφαγία ἑπτά μέρες. Αὐτό ἦταν ἄγραφη παράδοση. Μέχρι προσφάτως οἱ παλαιότεροι  ρωτοῦσαν τούς Ἱερεῖς: «ἄν φάω ψάρι τῶν Βαϊων, κάνει νά κοινωνήσω τή Μ. Πέμπτη;». Καί τό «σοκαριστικό»: «Ἔφαγες χθές ψάρι, καί σήμερα ἦρθες νά κοινωνήσεις», εἶπε Ὅσιος Γεώργιος Καρσλίδης μετά ἀπό μιά  Λειτουργία, στή σύζυγο ἑνός ἀξιωματικοῦ· «ὅταν ἄνοιξες τό στόμα σου, φίδι ἔβγαινε ἀπό μέσα» (  Ὅσιος Γεώργιος τῆς Δράμας. Δράμα. 2022, σελ. 200). Αὐτό δέν ἦταν τίποτε· οἱ Κορίνθιοι ἔπαθαν χειρότερα...! (1 Κορ.11:30).   

   Ἀνέκαθεν στήν Ἐκκλησία ὑπῆρχαν (καί ὑπάρχουν) φιλήδονοι χριστιανοί· δοῦλοι τῆς «δεσποίνης-κυρίας καί πονηρᾶς γαστρός». Ἔτσι, λοιπόν, ὅταν   νηστεία τῶν Χριστουγέννων  ἀπό ἑπταήμερη ἔγινε σαρανταήμερη,  οἱ φιλήδονοι χριστιανοί, ὡς ἦταν φυσικό,  δέν δέχθηκαν τήν ἀλλαγή, καί μέ διάφορα ἐπιχειρήματα, πηγάζοντα ἐκ κοιλίας, ἐπέμεναν στήν ἑπταήμερη νηστεία.

        ἐμμονή τους προκάλεσε σύγχυση στούς πιστούς. Καί  ἐπί Πατριαρχείας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Λουκᾶ Χρυσοβέργη (1157-1169) συνεκλήθη στήν Κωνσταντινούπολη Τοπική Σύνοδος. Σύνοδος  καθιέρωσε ἐπισήμως τή νηστεία τῶν Χριστουγέννων ὡς σαρανταήμερη. Τό ἐπιχείρημα;  «Ἀναγκαζόμεθα ἕπεσθαι τῇ ἀγράφῳ ἐκκλησιαστικῇ παραδόσει, καί ὀφείλομεν νηστεύειν (....) ἀπό τῆς ιδ΄τοῦ Νοεμβρίου μηνός» (Γ. Ράλλη& Μ.Ποτλῆ, Σύνταγμα..., IV, 420), στέλνοντας τό μήνυμα: «ὅταν   δέν ὑπάρχουν Κανόνες, στηριζόμαστε στήν ἄγραφη παράδοση». Ἄγνοια ἀγράφου παραδόσεως, σημαίνει ἐπικίνδυνη ἡμιμάθεια. 

Καλή Τεσσαρακοστή!

Anastasiosk

Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2024

Νηστεία πρό τῆς Θείας Κοινωνίας

 


Αὐτὸ τὸ ἄρθρο τοῦ 2008, εἶναι ἀντιγραφὴ ἀπὸ παρόμοιο θέμα στὸ φόρουμ Ἀναλόγιον.

Διευκρίνισις: Το πως θα νηστεύσουμε προ της Θείας Κοινωνίας, καθορίζεται από τον πνευματικό-εξομολόγο μας στην εξομολόγησή μας. Εμείς εδώ μιλάμε γενικά.

Μερικοί, ακόμη και Γέροντες, και Επίσκοποι, λένε δημοσίως ότι δεν πρέπει να νηστεύουμε προ της θείας Κοινωνίας (και μάλιστα της Κυριακάτικης λειτουργίας). Και που το στηρίζουν; Το στηρίζουν λέγοντας ότι δεν υπάρχει ιερός Κανόνας που να λέει να νηστεύουμε προ της θείας Κοινωνίας!

Και ερωτώ: υπάρχει ιερός Κανόνας που να λέει να μη νηστεύουμε προ της θείας Κοινωνίας;

Ναι υπάρχει, λένε. Είναι ο ΞΔ' Κανών των Αποστόλων, που απαγορεύει την νηστεία την Κυριακή ή το Σάββατο, άρα αν κοινωνήσουμε την Κυριακή θα πρέπει να καταλύσουμε το Σάββατο για να μην αφορισθούμε από τον ιερό Κανόνα.

Υποπίπτουν όμως σε σφάλμα, μη γνωρίζοντες τι λέει κατ' ακρίβεια ο κανόνας. Δείτε το άρθρο μας "Είναι υποχρεωτική η κατάλυσις ελαίου τα Σάββατα και τις Κυριακές;" όπου επεξηγούμε τον εν λόγω κανόνα βασιζόμενοι στο Πηδάλιον. Σε λίγες γραμμές, απαγορεύεται -κατά τον ιερό Κανόνα- η τελεία ασιτεία ή η ξηροφαγία εν τη "εννάτη" ώρα (3 το μεσημέρι). Δηλ. αν φάει κανείς ξηρούς καρπούς το πρωί και το βράδυ λύει την νηστεία (έφαγε δηλ. δύο φορές την ημέρα)! Ή αν φάει λάδι το πρωί και ξηρούς καρπούς το βράδυ πάλι λύει την νηστεία. Δεν παραβαίνει τον ιερό Κανόνα. Βλ. Πηδάλιον, σ. 83, 270, 94.

Έτσι λοιπόν καταρρίπτεται όλη η επιχειρηματολογία όλων αυτών που λένε ότι δεν πρέπει να νηστεύουμε προ της θείας Κοινωνίας.

Δυστυχώς, και ο μακαριστός Φουντούλης, έπεσε στο παραπάνω σφάλμα στην επεξήγηση του ιερού Κανόνος και γράφει:

"Πως όμως θα μπορούσαν να κοινωνήσουν, αν ήταν υποχρεωτική η προ της κοινωνίας νηστεία, αφού η νηστεία κατά το Σάββατο, εκτός μόνο από το Μέγα Σάβατο, απαγορεύεται με αυστηρά επιτίμια από τους ιερούς κανόνας (Αγ. Αποστόλων ξς' (σημ. εννοεί, ξδ'), Πενθέκτης νε');" [Απαντήσεις εις λειτουργικάς απορίας, τόμος Α, σ. 121].

Ως προείπαμε όμως, αυτό που απαγορεύεται είναι η τελεία ασιτεία, ή η ξηροφαγία (μία φορά την ημέρα) εν τη εννάτη.

Παρακάτω βέβαια γράφει ο μακαριστός: "Επειδή όμως η νηστεία θεωρείται από την Εκκλησία μας ως ένα άριστο μέσο προπαρασκευής, καθάρσεως και ετοιμασίας του πιστού, γι' αυτό συνιστά στους πιστούς που σε αραιά διαστήματα κοινωνούν... ή να προσέρχωνται... μετά από τις καθωρισμένες εκκλησιαστικές νηστείες..., ή να τηρούν, κατά δύναμιν, τριών ή περισσοτέρων ή και ολιγωτέρων ημερών νηστεία προ της θείας κοινωνίας. Το θέμα αυτό βρίσκεται στην διάκρισι του φωτισμένου πνευματικού...".

Εμείς να πούμε, ότι η Εκκλησία -δια της ιεράς (προφορικής) Παραδόσεως- επιβάλλει την νηστεία, όχι μόνο σ' αυτούς που κοινωνούν αραιά, αλλά και σ' αυτούς που κοινωνούν τακτικά (και φυσικά νηστεύουν σε όλες τις νηστείες της Εκκλησίας, σύμφωνα πάντα με τον πνευματικό τους). Άλλοι πνευματικοί λένε να τρώμε λάδι μέχρι το μεσημέρι και από 'κει και πέρα αυστηρά νηστεία (χωρίς χαλβά, ταραμά, κτλ.), και άλλοι λένε να μη τρώμε λάδι και να τρώμε νηστίσιμα (π.χ. χαλβά, ταραμά, κτλ.) όλη την ημέρα. Άλλοι (ἐσχάτως) λένε να τρώμε το πρωί μέχρι τυρί, και μετά νηστεία. Έστω σοι υπ'όψιν ότι πας χορτασμός της κοιλίας καταργεί τον όρον της νηστείας.

Αυτό είναι θέμα μεταξύ του πνευματικού, και του πνευματικού του τέκνου, και είναι λάθος που μερικοί, και υψηλά ιστάμενοι, παίρνουν την ντουντούκα του βιβλίου ή του διαδικτύου, και δογματίζουν επί του θέματος, και ισοπεδώνουν τα πάντα.

Ας δούμε και τους Αγίους Πατέρας τι λένε επί του θέματος:

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος

Χρυσοστομικὸν Ταμεῖον, σ. 546: «Θεία Κοινωνία καὶ Νηστεία. ―Σὺ δὲ πρὶν ἢ μεταλαβεῖν, νηστεύεις, ἵνα ὁπωσδήποτε ἄξιος φανῇς τῆς κοινωνίας. Ὅταν δὲ μεταλάβῃς, δέον σε ἐπιτεῖναι τὴν σωφροσύνην, πάντα ἀπολλύεις. Καίτοι γε οὐκ ἔστιν ἴσον πρὸ τούτου νήφειν, καὶ μετὰ ταῦτα. Δεῖ μὲν γὰρ ἐν ἑκατέρῳ σωφρονεῖν, μάλιστα δὲ μετὰ τὸ δέξασθαι τὸν νυμφίον. Πρὸ τούτου μέν, ἵνα ἄξιος γένῃ τοῦ λαβεῖν, μετὰ δὲ ταῦτα, ἵνα μὴ ἀνάξιος φανῇς ὧν ἔλαβες». Τί οὖν; νηστεύειν δεῖ μετὰ τὸ μεταλαβεῖν; Οὐ λέγω τοῦτο, οὐδέ καταναγκάζω. Καλόν μὲν γὰρ καὶ τοῦτο, πλὴν οὐ βιάζομαι τοῦτο, ἀλλὰ παραινῶ μὴ τρυφᾶν εἰς ἀπληστίαν... (Εἰς Α’ Κορινθίους ΚΖ’. ΕΠΕ 18Α, 206. PG 61, 231-232).

Μέγας Βασίλειος

Βασιλειανὸν Ταμεῖον, σ. 390: «Νηστεία καὶ Θεία Κοινωνία. ―Νηστεία προφήτας γεννᾷ..., ψυχῆς ἀγαθὸν φυλακτήριον...., πειρασμούς ἀποκρούεται..., σωφροσύνης δημιουργός... Τὸν ναζιραῖον ἁγιάζει, τὸν ἱερέα τελειοῖ. Οὐ γὰρ δυνατὸν ἄνευ νηστείας ἱερουργίας κατατολμῆσαι...» (Περὶ νηστείας Α’, ΕΠΕ 6,34. PG 31, 1349C)

Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός

ΤΙΤΛ. Εʹ. –Περὶ νηστείας καὶ νηστευόντων. [...] μὴ προφασίζου ἀῤῥωστίαν σώματος καὶ ἀδυναμίαν. Οὐ γὰρ ἐμοὶ τὰς προφάσεις, ἀλλὰ τῷ εἰδότι λέγεις. Νηστεύειν οὐ δύνασαι; κορέννυσθαι δὲ, εἰπέ μοι, καὶ συντρίβειν τὸ σῶμα τῷ βάρει τῶν ἐσθιομένων δύνασαι; Καὶ μὴν τοῖς ἀσθενοῦσιν, οὐ βρωμάτων ποικιλίαν, ἀλλὰ ἀσιτίαν καὶ ἔνδειαν οἶδα τοὺς ἰατροὺς ἐπιτάσσοντας. Πῶς οὖν ταῦτα δυνάμενος, ἐκεῖνα προφασίζῃ μὴ δύνασθαι; τί εὐκοπώτερον τῇ γαστρὶ, λιτότητι διαίτης παρενεγκεῖν τὴν νύκτα, ἢ δαψιλείᾳ βρωμάτων βεβαρημένην κεῖσθαι· μᾶλλον δὲ μηδὲ κεῖσθαι, ἀλλὰ πυκνὰ μεταστρέφεσθαι διαῤῥηγνυμένην καὶ στένουσαν; [...] Νηστεία προφήτας γεννᾷ, δυνατοὺς ῥώννυσι. Νηστεία νομοθέτας σοφίζει, ψυχῆς ἀγαθὸν φυλακτήριον, σώματι σύνοικος ἀσφαλὴς, ὅπλον ἀριστεύουσιν, ἀθληταῖς γυμνάσιον. Τοῦτο πειρασμοὺς ἀποκρούεται· τοῦτο ἀλείφει πρὸς εὐσέβειαν. Νήψεως σύνοικος, σωφροσύνης δημιουργός· ἐν πολέμοις ἀνδραγαθεῖ, ἐν εἰρήνῃ ἡσυχίαν ἄγει. Τὸν Ναζιραῖον ἁγιάζει, ἱερέας τελειοῖ. Οὐ γὰρ δυνατὸν ἄνευ νηστείας ἱερουργίας κατατολμῆσαι, οὐ μόνον ἐν τῇ μυστικῇ, καὶ νῦν, καὶ ἀληθινῇ λατρείᾳ, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ τυπικῇ τῇ κατὰ τὸν νόμον προσαγομένῃ (PG 96, 196AB).

 

ΠΠαπαδημητρίου, 15/4/08 (με λίγες σύγχρονες αλλαγές).

 αναλογιον

Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2024

Πως ετέλεσε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός την «θείαν Ευχαριστίαν» εις τον Μυστικόν Δείπνον, μυστικώς ή εις επήκοον

 

του 
Παν. Δ. Παπαδημητρίου, 2/12/2020

Ὁ ἠγαπημένος Μαθητής, ὁ Θεολόγος, ὁ Εὐαγγελιστὴς καὶ Ἀπόστολος Ἰωάννης, ἔγραψε τὸ Εὐαγγέλιόν του μετὰ τῶν ἄλλων τριῶν Εὐαγγελιστῶν περὶ τὸ 90 μ.Χ.. Ἐνὼ ἀναφέρει ἐπιγραμματικὰ τὸν Μυστικὸν Δείπνον (κεφ. ιγʹ), παραλείπει τὴν διήγηση τῆς «Εὐχαριστίας», τὴν ὁποίαν ἀναφέρουν οἱ ὑπόλοιποι τρεῖς Εὐαγγελιστὲς Ματθαῖος, Μάρκος καὶ Λουκᾶς. Γιὰ ποιὸν λόγο παραλείπει τὴν «Εὐχαριστία»; Δὲν γνωρίζουμε, καὶ εἰκασίες δὲν θὰ κάνουμε, αὐτὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ.

Στὸ κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιον ἀναφέρεται στό κϛʹ 26-28: «26 Ἐσθιόντων δὲ αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς τὸν ἄρτον καὶ εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἐδίδου τοῖς μαθηταῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου· 27 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον καὶ εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· 28 τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν».

Στὸ κατὰ Μάρκον Εὐαγγέλιον ἀναφέρεται στό ιδʹ 22-24: «22 Καὶ ἐσθιόντων αὐτῶν λαβὼν ὁ Ἰησοῦς ἄρτον εὐλογήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς καὶ εἶπε· λάβετε φάγετε· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου. 23 καὶ λαβὼν τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας ἔδωκεν αὐτοῖς, καὶ ἔπιον ἐξ αὐτοῦ πάντες. 24 καὶ εἶπεν αὐτοῖς· τοῦτό ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθήκης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυνόμενον».

Στὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον ἀναφέρεται στό κβʹ 17-20: «17 καὶ δεξάμενος τὸ ποτήριον εὐχαριστήσας εἶπε· λάβετε τοῦτο καὶ διαμερίσατε ἑαυτοῖς· 18 λέγω γὰρ ὑμῖν ὅτι οὐ μὴ πίω ἀπὸ τοῦ γενήματος τῆς ἀμπέλου ἕως ὅτου ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἔλθῃ. 19 καὶ λαβὼν ἄρτον εὐχαριστήσας ἔκλασε καὶ ἔδωκεν αὐτοῖς λέγων· τοῦτό ἐστι τὸ σῶμά μου τὸ ὑπὲρ ὑμῶν διδόμενον· τοῦτο ποιεῖτε εἰς τὴν ἐμὴν ἀνάμνησιν. 20 ὡσαύτως καὶ τὸ ποτήριον μετὰ τὸ δειπνῆσαι λέγων· τοῦτο τὸ ποτήριον ἡ καινὴ διαθήκη ἐν τῷ αἵματί μου, τὸ ὑπὲρ ὑμῶν ἐκχυνόμενον».

Τὴν σήμερον, δυστυχῶς, ὑπάρχει ἰσχυρότερο ἀπὸ ποτὲ «ῥεῦμα» στὴν Ὀρθόξοξον Ἐκκλησίαν, κεκκαλυμένον μέν, ἐμφανές δέ, ὑπὲρ τῆς υἱοθετήσεως τῶν νεωτερισμῶν τῆς Βʹ Βατικάνειας Συνόδου, εἷς ἐκ τῶν ὁποίων εἶναι καὶ ἡ κατάργηση τῆς μυστικῆς (ἤτοι τῆς μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ) ἀναγνώσεως τῶν Μυστικῶν Εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας. Προφανῶς, τὸ ῥεῦμα αὐτὸ παρασύρει καὶ πάρα πολλοὺς ἐν ἀγνοίᾳ τους.

Πρὸ εἰκοσαετίας δὲν ἦταν ἔτσι ὅμως τὰ πράγματα. Ἕνας, ἐκ τῶν ὑποστηρικτῶν τῆς ἐκφώνου ἀναγνώσεως τῶν Εὐχῶν, ὁ μακαριστός Φουντούλης (μαθητὴς τοῦ ἐπίσης ὑποστηρικτοῦ καὶ πρωτοπόρου μακαριστοῦ Τρεμπέλα1), ἀναφέρει γιὰ τὴν ἐπικρατοῦσα τότε τάξη στὴν Ἐκκλησία: «Ἔχει ὅμως δημιουργηθεῖ ἀπὸ αἰώνων παράδοση ὡς πρὸς τὴ μυστικῶς ἀνάγνωση τῶν Εὐχῶν καὶ αὐτὴ σήμερα εἶναι ἡ γενικῶς κρατοῦσα σ’ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξο Ἐκκλησία τάξη»2.

Χρησιμοποιεῖται σήμερον, ἡ ἀνωτέρω ἀναφορὰ τῶν Εὐαγγελιστῶν στὴν «εὐχαριστία» στὸν Μυστικὸν Δείπνον, καὶ ὑποστηρίζεται ὅτι ἡ «εὐχαριστία» ἔγινε εἰς ἐπήκοον τῶν μαθητῶν, καὶ μετὰ χρησιμοποιούνται ἐδάφια ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τῆς Καινῆς Διαθήκης, καὶ βγαίνει τὸ ὅλως αὐθαίρετο συμπέρασμα ὅτι «ἡ Κ.Δ. μαρτυρεῖ περὶ τοῦ ἔκφωνου τρόπου ἀναγνώσεως ὄχι μόνο τῶν Εὐχῶν ἀλλὰ καὶ (γενικὰ) τῶν ἱερῶν κειμένων»3.

Ἀπὸ τὶς Πράξεις καὶ τὶς Ἐπιστολές, χρησιμοποιούνται τὰ ἑξῆς3:

     Πράξεις βʹ 42: «42 ἦσαν δὲ προσκαρτεροῦντες τῇ διδαχῇ τῶν ἀποστόλων καὶ τῇ κοινωνίᾳ καὶ τῇ κλάσει τοῦ ἄρτου καὶ ταῖς προσευχαῖς». Ἐδὼ δὲν γίνεται καμία ἀναφορὰ σὲ τρόπο ἀναγνώσεως τῶν Εὐχῶν.

     Πράξεις δʹ 24-30: «24 οἱ δὲ ἀκούσαντες ὁμοθυμαδὸν ἦραν φωνὴν πρὸς τὸν Θεὸν καὶ εἶπον· Δέσποτα, σὺ ὁ ποιήσας τὸν οὐρανὸν καὶ τὴν γῆν καὶ τὴν θάλασσαν καὶ πάντα τὰ ἐν αὐτοῖς, 25 ὁ διὰ στόματος Δαυῒδ παιδός σου εἰπών· ἵνα τί ἐφρύαξαν ἔθνη καὶ λαοὶ ἐμελέτησαν κενά; 26 παρέστησαν οἱ βασιλεῖς τῆς γῆς καὶ οἱ ἄρχοντες συνήχθησαν ἐπὶ τὸ αὐτὸ κατὰ τοῦ Κυρίου καὶ κατὰ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ. 27 συνήχθησαν γὰρ ἐπ᾿ ἀληθείας ἐπὶ τὸν ἅγιον παῖδά σου Ἰησοῦν, ὃν ἔχρισας, Ἡρῴδης τε καὶ Πόντιος Πιλᾶτος σὺν ἔθνεσι καὶ λαοῖς Ἰσραήλ, 28 ποιῆσαι ὅσα ἡ χείρ σου καὶ ἡ βουλή σου προώρισε γενέσθαι· 29 καὶ τὰ νῦν, Κύριε, ἔπιδε ἐπὶ τὰς ἀπειλὰς αὐτῶν, καὶ δὸς τοῖς δούλοις σου μετὰ παρρησίας πάσης λαλεῖν τὸν λόγον σου 30 ἐν τῷ τὴν χεῖρά σου ἐκτείνειν σε εἰς ἴασιν καὶ σημεῖα καὶ τέρατα γίνεσθαι διὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἁγίου παιδός σου Ἰησοῦ». Ἐδὼ γίνεται ἀναφορὰ σὲ Εὐχὴ ἐκτὸς Θείας Λειτουργίας, ἐκτὸς Ἀκολουθίας, καὶ μάλιστα σὲ ἔκτακτη Εὐχή, ἐπὶ τῇ ἀπολύσει ἀπὸ τοῦ παρανόμου συνεδρίου τῶν Ἀποστόλων Πέτρου καὶ Ἰωάννη.

     Αʹ Κορ. ιϛʹ 20-24: «20 ἀσπάζονται ὑμᾶς οἱ ἀδελφοὶ πάντες. ἀσπάσασθε ἀλλήλους ἐν φιλήματι ἁγίῳ. 21 Ὁ ἀσπασμὸς τῇ ἐμῇ χειρὶ Παύλου. 22 εἴ τις οὐ φιλεῖ τὸν Κύριον Ἰησοῦν Χριστόν, ἤτω ἀνάθεμα. μαρὰν ἀθᾶ. 23 Ἡ χάρις τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ μεθ᾿ ὑμῶν. 24 ἡ ἀγάπη μου μετὰ πάντων ὑμῶν ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ· ἀμήν». Ἐδὼ ὅπως ἀναφέρει καὶ ὁ Τρεμπέλας, ὁ Ἀπόστολος Παῦλος ἀπευθύνει «διάφορους χαιρετισμούς» καὶ δὲν ἔχουν καμία σχέση τὰ χωρία μὲ Εὐχές.

     Αʹ Κορ. ιδʹ 16-19: «16 ἐπεὶ ἐὰν εὐλογήσῃς τῷ πνεύματι, ὁ ἀναπληρῶν τὸν τόπον τοῦ ἰδιώτου πῶς ἐρεῖ τὸ ἀμὴν ἐπὶ τῇ σῇ εὐχαριστίᾳ; ἐπειδὴ τί λέγεις οὐκ οἶδε· 17 σὺ μὲν γὰρ καλῶς εὐχαριστεῖς, ἀλλ᾿ ὁ ἕτερος οὐκ οἰκοδομεῖται. 18 εὐχαριστῶ τῷ Θεῷ μου πάντων ὑμῶν μᾶλλον γλώσσαις λαλῶν· 19 ἀλλ᾿ ἐν ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους διὰ τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἵνα καὶ ἄλλους κατηχήσω, ἢ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ». Ἐδὼ δὲν μιλάει γιὰ τὴν Θεία Λειτουργία, ἀλλὰ ὀμιλεῖ γιὰ ἀτομικὴ εὐχαριστία πρὸς τὸν Θεόν, καὶ μάλιστα μὲ τὴν (τότε) γλωσσολαλιά, ἀφοῦ πιὸ πρὶν διευκρινίζει (ιδʹ 4): «4 ὁ λαλῶν γλώσσῃ ἑαυτὸν οἰκοδομεῖ, ὁ δὲ προφητεύων ἐκκλησίαν οἰκοδομεῖ». Καὶ στό 19 διευκρινίζει ὅτι ὀμιλεῖ περὶ κατήχησης στὴν σύναξιν τῶν πιστῶν: «19 ἀλλ᾿ ἐν ἐκκλησίᾳ θέλω πέντε λόγους διὰ τοῦ νοός μου λαλῆσαι, ἵνα καὶ ἄλλους κατηχήσω4, ἢ μυρίους λόγους ἐν γλώσσῃ».

     Συνεπῶς, ἀπὸ τὶς Πράξεις καὶ τὶς Ἐπιστολές πουθενὰ δὲν μαρτυρεῖται ἔκφωνη ἀνάγνωση τῶν Εὐχῶν τῆς Θείας Λειτουργίας.

     Ἂς ἔλθουμε τώρα στὰ τρία προαναφερθέντα χωρία τῶν Εὐαγγελίων. Ἐκεῖ βλέπουμε ὅτι ὄντως ὁ Χριστὸς ἔκανε τὴν «εὐχαριστία» εἰς ἐπήκοον. Ἀλλὰ εἰς ἐπήκοον τίνος; Τοῦ λαοῦ; Ὄχι. Τότε; 

Εἰς ἐπήκοον μόνον τῶν Ἀποστόλων!

     Καὶ ὁ λαός; Γιὰ τὸν λαό, ὁ ὁποῖος δὲν ἔχει ἱερωσύνη, εἶναι «μυστικῶς». Τὸ μυστήριον τῆς «Θείας Εὐχαριστίας» ἐπέλεξε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστὸς καὶ Θεὸς ἡμῶν νὰ μὴν εἶναι εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ. Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ κάνει τὴν «εὐχαριστία» ἐνώπιον τοῦ λαοῦ ποὺ χιλιάδες πλήθους τὸν ἀκολουθοῦσε; Μποροῦσε. Ἑκατοντάδες εὐκαιρίες εἶχε. Ὅμως δὲν θέλησε ὁ Κύριός μας. Γιατί; Δὲν γνωρίζουμε, καὶ εἰκασίες δὲν θὰ κάνουμε, αὐτὰ εἶναι τοῦ Θεοῦ.

     Σύμφωνα μὲ τὸ Εὐαγγέλιον, αὐτὸ τὸ Μυστήριον τῆς «Θείας Εὐχαριστίας» «ἰδρύθηκε» καὶ τελέστηκε ἀπὸ τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸν μόνον εἰς ἐπήκοον τῶν Ἀποστόλων, ὄχι τοῦ λαοῦ.

     Ὅμως ὁ Χριστός καὶ Θεός μας, δὲν ἄφησε τὸν λαό Του ἔτσι. Ἐγνώρισε ὁ ἴδιος τὸ μυστήριον τῆς «Θείας Εὐχαριστίας» στὸν λαόν Του. Πού;

     Στό κατὰ Ἰωάννην ϛʹ 48-59: «48 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος τῆς ζωῆς. 49 οἱ πατέρες ὑμῶν ἔφαγον τὸ μάννα ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ ἀπέθανον· 50 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβαίνων, ἵνα τις ἐξ αὐτοῦ φάγῃ καὶ μὴ ἀποθάνῃ. 51 ἐγώ εἰμι ὁ ἄρτος ὁ ζῶν ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς· ἐάν τις φάγῃ ἐκ τούτου τοῦ ἄρτου, ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. καὶ ὁ ἄρτος δὲ ὃν ἐγὼ δώσω, ἡ σάρξ μού ἐστιν, ἣν ἐγὼ δώσω ὑπὲρ τῆς τοῦ κόσμου ζωῆς. 52 Ἐμάχοντο οὖν πρὸς ἀλλήλους οἱ Ἰουδαῖοι λέγοντες· πῶς δύναται οὗτος ἡμῖν δοῦναι τὴν σάρκα φαγεῖν; 53 εἶπεν οὖν αὐτοῖς ὁ Ἰησοῦς· ἀμὴν ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ φάγητε τὴν σάρκα τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πίητε αὐτοῦ τὸ αἷμα, οὐκ ἔχετε ζωὴν ἐν ἑαυτοῖς. 54 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἔχει ζωὴν αἰώνιον, καὶ ἐγὼ ἀναστήσω αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ. 55 ἡ γὰρ σάρξ μου ἀληθῶς ἐστι βρῶσις, καὶ τὸ αἷμά μου ἀληθῶς ἐστι πόσις. 56 ὁ τρώγων μου τὴν σάρκα καὶ πίνων μου τὸ αἷμα ἐν ἐμοὶ μένει, κἀγὼ ἐν αὐτῷ. 57 καθὼς ἀπέστειλέ με ὁ ζῶν πατὴρ κἀγὼ ζῶ διὰ τὸν πατέρα, καὶ ὁ τρώγων με κἀκεῖνος ζήσεται δι᾿ ἐμέ. 58 οὗτός ἐστιν ὁ ἄρτος ὁ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ καταβάς, οὐ καθὼς ἔφαγον οἱ πατέρες ὑμῶν τὸ μάννα καὶ ἀπέθανον· ὁ τρώγων τοῦτον τὸν ἄρτον ζήσεται εἰς τὸν αἰῶνα. 59 Ταῦτα εἶπεν ἐν συναγωγῇ διδάσκων ἐν Καπερναούμ».

     Συνεπῶς ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς καὶ Θεός μας, ὁ προσφέρων καὶ προσφερόμενος, ἔβαλε τὴν διαχωριστικὴ γραμμή στὸ Μυστήριό Του.

     Ὁ πιστὸς Ὀρθόδοξος λαὸς συμμετέχει τοῦ Μυστηρίου ταπεινά, ἁπλά, ὄχι πολυπραγμόνως, σκύβοντας τὸ κεφάλι μὲ εὐλάβεια, καὶ ὑμνῶντας Τον κατανυκτικῶς διὰ τῆς φωνῆς τοῦ ἱεροψάλτου «Σὲ ὑμνοῦμεν, Σὲ εὐλογοῦμεν, Σοὶ εὐχαριστοῦμεν, Κύριε, καὶ δεόμεθά Σου, ὁ Θεὸς ἡμῶν5», καὶ κοινωνώντας τὸ ἄχραντον Σώμα Του καὶ τὸ τίμιον Αἷμα Του (ἀφοῦ προηγουμένως ἔχει προετοιμασθεῖ μὲ νηστεῖαν, καὶ ἐξομολόγησιν σὲ Πνευματικόν), ἀλλὰ τὸ μυστήριον τελεῖται ἀπὸ τοὺς Ἐπισκόπους, ἢ τοὺς Ἱερεῖς (τῇ ἀδείᾳ τοῦ οἰκείου Ἐπισκόπου) «μυστικῶς», μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ6, κατὰ τὴν παραδοθεῖσαν ἀπὸ τοῦ Κυρίου πράξιν7.

 

Ἔγραφον τῇ βʹ τοῦ μηνὸς Δεκεμβρίου ͵βκʹ, 
μνήμη τοῦ Ἁγίου Πορφυρίου τοῦ Καυσοκαλυβίτου τοῦ καὶ διορατικοῦ, 
τοῦ ἀναγινώσκοντος μυστικῶς (μὴ εἰς ἐπήκοον τοῦ λαοῦ) 
τὰς Μυστικὰς Εὐχὰς τῆς Θείας Λειτουργίας.