Ο Νικόλαος Σπηλιάδης (1785-1867),
άγνωστος στους περισσότερους Έλληνες ήταν ο αυθεντικότερος σύγχρονος της
Επανάστασης του 1821 ιστορικός. Πολύγλωσσος και με σπάνια μόρφωση για την εποχή
του και έχοντας υπηρετήσει την Επανάσταση και την Πατρίδα από υπεύθυνες θέσεις,
έως και αυτήν του Γραμματέα της Επικρατείας, δηλαδή του Πρωθυπουργού, επί Καποδίστρια,
έγραψε την ιστορία της Επανάστασης και των πρώτων ετών του ελεύθερου Ελληνικού
κράτους ως «Απομνημονεύματα δια να χρησιμεύσωσιν εις την Νέαν Ελληνικήν
Ιστορίαν (1821-1843)».
Οι τρεις πρώτοι τόμοι εκδόθηκαν
από τον ίδιο τον Σπηλιάδη μεταξύ των ετών 1851 και 1857. Οι υπόλοιποι τόμοι του
έργου του, παρέμειναν, ως χειρόγραφα, ανέκδοτα. Από αυτά, τα οποία είχε
αγοράσει και φυλάξει ο Γιάννης Βλαχογιάννης, το 1971 εκδόθηκε ο τέταρτος τόμος
των «Απομνημονευμάτων» από τις εκδόσεις του Νότη Καραβία, σε επιμέλεια του Παν.
Χριστόπουλου. Το 2019 από τις εκδόσεις «Ποταμός» εκδόθηκε η «Αναίρεσις», που
ήταν σε χειρόγραφα στα γαλλικά μια εμπεριστατωμένη και αποστομωτική
απάντηση του Σπηλιάδη στο εμπαθές πόνημα του μοχθηρού, όσο και φανατικού
εχθρού του Καποδίστρια Βαυαρού λογίου Θείρσιου (Thiersch). Τη μετάφραση της
«Αναίρεσης» από τα γαλλικά έκαμε ο μεγάλος λογοτέχνης μας Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης το 1903 και την επιμέλεια, μαζί με τα προλεγόμενα και τα σχόλια
έκαμε ο Δρ. Γιώργος Καλπαδάκης, εντεταλμένος ερευνητής της Ακαδημίας Αθηνών,
στην έκδοση του 2019.
Για τα «Απομνημονεύματα» του
Σπηλιάδη ο σοβαρότερος μελετητής του Παναγιώτης Φ. Χριστόπουλος σημειώνει ότι
«πρόκειται περί συνθετικού ιστορικού έργου, σπανίας αντικειμενικότητος και
σχολαστικώς τεκμηριωμένου, που καλύπτει όλον τον ελληνικό χώρο και τον διεθνή
καθ’ όσον αφορά την Ελλάδα κατά την περίοδο 1820-43». Και προσθέτει για τον
Σπηλιάδη: «Αξιόπιστος, λεπτολόγος και σαφής, έδωσε την πλέον εκτενή εξιστόρηση
των γεγονότων από πολιτικής σκοπιάς, στηριζόμενος στο σύνολο του αρχειακού
υλικού, που είχε στη διάθεσή του εξ ολοκλήρου». Για σύγκριση από τους
σύγχρονους της Επανάστασης ιστορικούς ο Χριστόπουλος αναφέρει ότι του μεν
Φιλήμονος το «Δοκίμιον ιστορίας της Επαναστάσεως» παρέμεινε ημιτελές, ενώ ο
Σπυρίδων Τρικούπης παρουσίασε συντομότερη, λογοτεχνίζουσα και ρέουσα ιστορική
σύνθεση, χωρίς ωστόσο την ανάλυση και την εξαντλητική τεκμηρίωση του Σπηλιάδη.
(Βλ. σχ. Παναγιώτη Φ. Χριστόπουλου «Ο Νικόλαος Σπηλιάδης μεταξύ φωτισμού
και διαφωτισμού», άρθρο εις περιοδικό «Νέα Κοινωνιολογία», τεύχος 38, Άνοιξη
2004, σσ. 120-140).
Ο Νικόλαος Σπηλιάδης γεννήθηκε
στην Τρίπολη το 1785, με απώτερη καταγωγή από την Ανδρίτσαινα. Τα πρώτα
γράμματα διδάχθηκε στην Τρίπολη και μετά στο Άργος, όπου είχε δάσκαλο τον
ενάρετο και εγγράμματο μοναχό Ησαΐα Καλαρά, Φιλικό αργότερα. Αναπτύξας
τις γνώσεις του πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου εργάσθηκε σε εμπορικό οίκο και
από το 1810 εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, όπου απέκτησε θαυμαστή γενική παιδεία
και άριστη γνώση γαλλικών και άλλων γλωσσών. Το 1816 ορκίστηκε από τον Σκουφά
Φιλικός. Με την έναρξη της Επανάστασης έφτασε στην Τρίπολη λίγο πριν από την
άλωσή της. Εκεί βρέθηκε στην τραγική κατάσταση να βρεθεί με δέκα ορφανά, παιδιά
αδελφών του που είχαν σκοτωθεί κατά την πολιορκία της Τρίπολης, των οποίων
ανέλαβε την φροντίδα.
Το 1822 διορίζεται Αρχιγραμματέας
της Πελοποννησιακής Γερουσίας και αργότερα πληρεξούσιος και Γραμματέας της Γ΄
Εθνοσυνέλευσης εις Ερμιόνη και Τροιζήνα. Το 1827 επελέγη μεταξύ των δώδεκα
μελών της Επιτροπής, που ανάλαβε την αναθεώρηση του Συντάγματος. Υπήρξε επίσης
βουλευτής, εκπρόσωπος της Αρκαδίας. Το 1829 ο Κυβερνήτης Ιωάννης Καποδίστριας
και το Πανελλήνιον αντικατέστησε στη θέση του Πρωθυπουργού τον Σπυρίδωνα
Τρικούπη με τον Σπηλιάδη. Αυτός θαύμαζε από ετών τον Καποδίστρια και
παρακολουθήσας από κοντά την όλη πολιτεία του, τον εξετίμησε ακόμη περισσότερο.
Έγραψε: « Ο Κυβερνήτης είναι εφάμιλλος του Σωκράτους κατά την ηθικήν, του
Θεμιστοκλέους κατά το φιλόπατρι, του Αριστείδου κατά την δικαιοσύνην, του
Κόδρου κατά την αυταπάρνησιν, άνθρωπος του Πλουτάρχου με όλας τας αρετάς…ήλθεν
εις την Πατρίδα δια να την σώση από τον όλεθρον και υπέρ αυτής αγωνιζόμενος να
αποθάνη…» ( Νικ. Σπηλιάδου «Απομνημονεύματα», τόμος Δ΄ Βιβλ. Νότη Καραβία,
Αθήνα, 1971, σελ. 144).
Μετά την δολοφονία του Κυβερνήτη
ο Σπηλιάδης αποσύρθηκε της πολιτικής ζωής, αλλά δεν εφησύχασε. Οι αντίπαλοι του
Καποδίστρια με την Αντιβασιλεία ανέλαβαν αμείλικτο αγώνα εξοντώσεως των πιστών
συνεργατών του Κυβερνήτη. Μεταξύ αυτών που διώβχθηκαν οι Κολοκοτρώνης,
Πλαπούτας, Νικηταράς, και άλλοι, μεταξύ των οποίων και ο Σπηλιάδης. Έχοντας
εγκαταλείψει τις εμπορικές του ενασχολήσεις δεν είχε πόρους για να ζήσει, αλλά
δεν δέχθηκε να υπηρετήσει τον Όθωνα υποχωρώντας στις αξίες που πρέσβευε. Ένιωθε
πικρία και απογοήτευση που προσέφερε τις υπηρεσίες του στην Πατρίδα με
αφιλοκέρδεια, αυτοθυσία και ενθουσιασμό και εκείνη του φάνηκε αγνώμων επειδή
δεν δέχθηκε να καταστεί, ραδιούργος, δημοκόπος, φατριαστής και να μετατραπεί σε
«ελεεινό βλάκα και μηδαμινό όν», όπως περιέγραψε την κατάστασή του ο Ιωάννης
Φιλήμων (Σύντομος βιογραφία του Ν. Σπηλιάδου, εν Ναυπλίω, εκ του τυπογραφείου
Κάδμου Κ. Ιωαννίδου, 1868 σελ. 29-30). Έτσι ο πρώην πρωθυπουργός της
Ελλάδος Νικόλαος Σπηλιάδης ξεχασμένος και πενόμενος, αλλά αλώβητος, ευθυτενής
και υπερήφανος βάδισε προς τον θάνατο, στις 26 Νοεμβρίου του 1867, σε ηλικία 82
ετών.
Ο λόγος που ο Σπηλιάδης υπέφερε
επί δεκαετίες και του επιβλήθηκε η καταδίκη του από το πολιτικό κατεστημένο της
εποχής (φατρία ο ίδιος το ονομάζει), το οποίο εξακολουθεί να έχει τους οπαδούς
του και σήμερα, είναι γιατί δεν δέχθηκε τη λογική του και υπεράσπισε με πάθος
και χωρίς να υπολογίζει συνέπειες την αλήθεια και ως προς τον Ιωάννη
Καποδίστρια. Στην «Αναίρεση» στα όσα συκοφαντικά έγραψε ο Θείρσιος, καθ’
υπόδειξη των Μαυροκορδάτου, Κωλέττη και των οπαδών τους δηλωτική των προθέσεών
του είναι η ρήση που βρέθηκε στα κατάλοιπά του και προοριζόταν να είναι
γραμμένη στο εξώφυλλο του έργου του: «Η συκοφαντία παύει με τον θάνατο ενός
ασήμου ανθρώπου, όμως όρθια δίπλα στην τεφροδόχο ενός μεγάλου άνδρα, συνεχίζει,
ακόμα, ανά τους αιώνες, να αναμοχλεύει τις στάχτες του με το ραβδί της».
(Προλεγόμενα του Γ. Καλπαδάκη εις βιβλίο Σπηλιάδη «Αναίρεσις», σελ. 14).
Ο Γ. Καλπαδάκης με βάση κείμενο
του Σπηλιάδη, σημειώνει πως αυτός πίστευε βάσιμα και ακράδαντα ότι
η δολοφονία του Κυβερνήτη σήμανε την απομάκρυνση των Ελλήνων από ένα πρότυπο
εθνικής κυριαρχίας, το οποίο δεν θα ανακτούσαν ποτέ.. (Αυτ. Σελ. 27). Και
προσθέτει ο Γ. Καλπαδάκης ότι ως στενός συνεργάτης του ο Σπηλιάδης «είχε
επίγνωση της ύπαρξης ενός ήδη συμπαγούς μετώπου ολιγαρχικών, το οποίο επί
Καποδίστρια θα αγωνιζόταν να κυριαρχήσει , με την πρόφαση ότι αντιπάλευε τον
δεσποτισμό στο όνομα ενός συνταγματικού ιδεώδους – εγκαταλείποντάς το ευθύς άμα
τη εγκαθιδρύσει του μοναρχικού καθεστώτος». (Αυτ. σελ. 27). Και αυτό έγινε στην
πράξη. Οι επί Καποδίστρια « δημοκρατικοί επαναστάτες» και «εκσυγχρονιστές»
κατάντησαν λακέδες της απόλυτης μοναρχίας του Όθωνα.-