του ενορίτου μας Νικολάου Βοϊνέσκου
Ο Όσιος Συμεών ο μονοχίτων και ανυπόδητος
Ο
ΑΓΝΟΣ ΚΑΙ ΑΝΔΡΕΙΟΣ ΝΕΟΣ
Ο
όσιος Συμεών γεννήθηκε κατά τα τέλη του 15ου αιώνος στο Βαθύρεμα της
Θεσσαλικής Αγυιάς. Το χωριό αυτό σήμερα δεν υπάρχει,
είναι σε ερείπια. Ήταν παιδί του ιερέως του χωριού, του πατρός Ανδρέου. Ήταν
πολύ έξυπνος, φιλομαθής, επιμελής, ωραίος, ήταν λεβέντης πραγματικά και το
καμάρι του ευσεβούς πατρός του, αλλά και ολόκληρου του χωριού. Από μικρός είχε
βάλει μες στην καρδιά του τον πόθο να γίνει μοναχός, να αφιερώσει την ζωή του
στο Θεό. Γι’ αυτό ήταν πάρα πολύ προσεκτικός στην συμπεριφορά του.
Όμως
τα πράγματα αλλιώτικα τα έβλεπε ο διάβολος, ο οποίος φρόντισε γρήγορα να του
φέρει προβλήματα και προσκόμματα. Στο χωριό ήταν κάποιος κοτζαμπάσης, απ’ εκείνα
τα πρόσωπα που έπαιξαν πολλές φορές, όχι πάντοτε, ένα ρόλο άσχημο. Αυτός
φρόντιζε να εξυπηρετεί τους Τούρκους με κάθε τρόπο και να επωφελείται, για να
γεμίζει η τσέπη του χρήματα. Αυτός είχε μια κόρη, την Τριανταφυλλιά, η οποία
ήταν πολύ ωραία κοπέλα. Ο κοτζαμπάσης σκέφτηκε να κάνει γαμπρό το Συμεών. Το
πρότεινε στον πατέρα του κι εκείνος, επειδή δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά,
διότι τον κοτζαμπάση τον εφοβούντο όλοι στο χωριό, με τρόπο και ευγένεια του
έλεγε ότι το παιδί του δεν θέλει να παντρευτεί, αλλά θέλει να γίνει μοναχός.
Εκείνος όμως, εγωιστής όπως ήταν, ούτε καν ήθελε ν’ ακούσει τέτοια κουβέντα. Το
πρότειναν στον Συμεών, αλλ’ αυτός αρνήθηκε. Τότε ο κοτζαμπάσης άρχισε να τον
παρακαλεί και να του λέει ότι είναι μεγάλη ευκαιρία για τον παπά-Ανδρέα και το
γιό του να γίνει γαμπρός της κόρης του κοτζαμπάση, που ήταν πλούσια και ωραία
και θα είχε προνόμια μέσα στο χωριό. Όμως, ο άγιος Συμεών ηρνείτο. Τότε
μετέβαλε στάση ο κοτζαμπάσης και σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την απειλή. Τότε οι
κοτζαμπάσηδες ρύθμιζαν και το θέμα του παιδομαζώματος. Είπε λοιπόν ο
κοτζαμπάσης στον παπά Ανδρέα: «Ξέρεις, οι Τούρκοι θα έρθουν σε λίγο καιρό να
κάνουν παιδομάζωμα από το χωριό μας». Το παιδομάζωμα ήταν μέχρι 16 χρονών. Ο
Συμεών ήταν 18 χρονών. Ο πονηρός λοιπόν κοτζαμπάσης, για να φοβίσει τον
παπα-Ανδρέα, του είπε: «Αυτή την φορά από το χωριό μας θα πάρουν μέχρι 20
χρονών. Λοιπόν, καταλαβαίνεις, η θέση του γιού σου είναι δύσκολη. Γι’ αυτό τον
λόγο σου συνιστώ να τον παντρέψουμε, για να γλιτώσει το παιδομάζωμα, διότι οι
Τούρκοι έχουν συνήθεια να μην παίρνουν στο παιδομάζωμα τους παντρεμένους, έστω
κι αν είναι μικρής ηλικίας». Δεν ήξερε τι να κάνει ο παπα-Ανδρέας. Το είπε στον
γιό του. Τότε ο Συμεών του λέει «Πατέρα, γιατί στενοχωριέσαι; Είναι πολύ απλό
το πράγμα. Εγώ σου είπα ότι δεν παντρεύομαι και το ξέρεις πολύ καλά. Εγώ θέλω
να αφιερώσω την ζωή μου στο Θεό. Λοιπόν, εάν έρθουν οι Τούρκοι και με πάρουν,
θα με πάνε στην Λάρισα μαζί με τα άλλα παιδιά του χωριού μας. Εκεί στην Λάρισα θα τους πω ότι
εγώ Τούρκος δεν γίνομαι και δεν αρνούμαι την πίστη μου. Θα με δείρουν. Θα
επιμείνω και θα πω ότι εγώ Τούρκος δεν γίνομαι και τότε θα με σκοτώσουν. Τι
φοβάσαι λοιπόν; Εγώ είμαι αποφασισμένος να γίνω και μάρτυρας ακόμα του Χριστού
και έτσι δεν φοβάμαι απολύτως τίποτε. Πατέρα, μη στεναχωριέσαι». Που να το
έλεγαν σήμερα οι νέοι μας αυτό, αγαπητοί μου!
Τα
πράγματα όμως δεν έγιναν έτσι, διότι ήταν απλώς μια απειλή του κοτζαμπάση. Και
κάνει κάτι άλλο τώρα. Ένα βράδυ, με την βοήθεια φίλων του Τούρκων, τον
απήγαγαν, τον έφεραν στο σπίτι του, κάλεσαν έναν άλλο ιερέα από αλλού και τον
πάντρεψαν με το ζόρι. Ο Συμεών λυπήθηκε πάρα πολύ γι’ αυτή την ιστορία, αλλά
δεν είπε απολύτως τίποτε. Πέρασε λιγότερο από ένας χρόνος και γεννήθηκε ένα
αγόρι. Το αγόρι αυτό το ετοίμασαν να το βαπτίσουν στο σπίτι του κοτζαμπάση.
Κάλεσαν όλο το χωριό και έκαναν μεγάλο τραπέζι, για να γιορτάσουν το γεγονός
της βαπτίσεως. Σ’ όλη αυτή την ιστορία ο Συμεών ήταν πολύ σκεπτικός και δεν
συμμετείχε. Κάθισε στο τραπέζι, αλλά ούτε έτρωγε, ούτε μιλούσε. Πειράχτηκε ο
κοτζαμπάσης και θύμωσε. Άρχισε τότε να τον ειρωνεύεται και να του λέει: «Ε, σύ
που ήθελες να γίνεις και καλόγερος είδες τώρα που παντρεύτηκες, διότι αγαπούσες
τις ηδονές» . Κι άλλα πολλά περιπαικτικά λόγια είπε ο κοτζαμπάσης ενώπιον όλων
των καλεσμένων, για να βγάλει τα απωθημένα του εναντίον του Συμεών. Εκείνος
σιωπούσε και όταν τελείωσε ο κοτζαμπάσης, πήρε τον λόγο ο Συμεών και με ηρεμία
είπε: «Κι αν πεθερέ με πάντρεψες με το ζόρι, αλλά σου το λέγω, το παιδί που
γεννήθηκε δεν είναι δικό μου». Όταν το άκουσε αυτό ο κοτζαμπάσης, έμεινε ξερός.
Τόσο προσβλήθηκε ο εγωισμός του, ώστε έδωσε μια κλωτσιά στο τραπέζι και τα
αναποδογύρισε όλα. Τα πράγματα είχαν
παρά πολύ σοβαρέψει στο σπίτι του κοτζαμπάση. Ο θυμός του ήταν σε κατάσταση
εξαλλοσύνης. Δεν ήξερε πώς να εκδικηθεί τον γαμπρό του. Τελικά με την βοήθεια
των φίλων του, των Τούρκων, τον καταδίκασαν
σε θάνατο και μάλιστα να τον κάψουν ζωντανό στην πλατεία του χωριού,
επειδή προσέβαλε τον κοτζαμπάση με μία τόσο βαριά κατηγορία, ότι το παιδί δεν
ήταν δικό του, αλλά κλεψίγαμο. Πράγματι, ήλθε η ώρα να πεθάνει ο Συμεών. Τον
οδήγησαν στην πλατεία του χωριού κι εκεί παρεκάλεσε να δει για τελευταία φορά
το παιδί και την γυναίκα του. Του έκαναν την χάρη και πήγε η γυναίκα του με το
παιδί στην αγκαλιά, το οποίο ήταν ένα-δύο μηνών. Τότε απευθύνθηκε στο μωρό ο
άγιος Συμεών και το ρώτησε: «Δημητράκη, ποιος είναι ο πατέρας σου;». Και το
μωρό απήντησε: «Ο αγροφύλακας». Μπροστά σ’ αυτό το θαύμα, που είδαν και άκουσαν
όλοι οι χωρικοί, ποιος θα τολμούσε να φονεύσει τον Συμεών; Έτσι, σώθηκε ο
άγιος, ο οποίος έφυγε από το χωριό.
Πήγε
στο Βόλο, όπου χειροτονήθηκε διάκονος
από τον επίσκοπο Δημητριάδος. Ήλθε κατόπιν και εγκαταβίωσε στην μονή μας (Μονή
Κομνηνίου στο Στόμιο Λαρίσσης), με σκληρή άσκηση. Έμενε με μόνο ένα χιτώνα και
ξυπόλητος. Γι’ αυτό πήρε την επωνυμία μονοχίτων και ανυπόδητος. Μετά έφυγε και
πήγε στην μονή Φιλοθέου του αγίου Όρους.
Εκεί δούλεψε για την αρετή σκληρά. Ανεγνωρίσθη η αρετή του και οι
μοναχοί τον ανεκήρυξαν ηγούμενο. Όμως συνέβησαν διάφορα περιστατικά και
αναγκάστηκε να γυρίσει στην Θεσσαλία. Πήγε ανατολικά του Πηλίου, εκεί που
σήμερα είναι η μονή Φλαμουρίου. Εκεί
υπήρχε μια μηλιά, κάτω από την οποία έμεινε τρία ολόκληρα χρόνια, χειμώνα –καλοκαίρι,
χωρίς ένα κεραμίδι ή σκεπή πάνω από το κεφάλι του. Έβρεχε; Εδέχετο την βροχή.
Χιόνιζε; Εδέχετο το χιόνι. Ήταν ήλιος; Εδέχετο τον ήλιο. Τρία χρόνια δεν έφυγε
κάτω από την μηλιά. Η μηλιά αυτή εσώζετο έως το 1923. Αλλά όταν είδαν οι γύρω
άνθρωποι ότι αυτός ο άνθρωπος κάθεται εκεί και ασκητεύει, άρχισαν να τον
επισκέπτονται και να τον θαυμάζουν. Φυσικά ο άγιος Συμεών εφρόντιζε να κηρύσσει τον λόγο του Θεού. Σιγά-σιγά μερικοί
και μάλιστα νέοι θέλησαν να αφιερώσουν τον εαυτό τους στο Θεό και να φτιάξουν
μοναστήρι. Αυτό το δέχτηκε ο άγιος Συμεών και με τη βοήθεια που ζήτησε κι από
την Κωνσταντινούπολή έκτισε την περίφημη μονή Φλαμουρίου ή Φλαμπουρίου, η οποία
υπάρχει μέχρι σήμερα. Όταν εστερέωσε την μοναστική αδελφότητα, άρχισε τις
μεγάλες περιοδείες από τα Γρεβενά μέχρι την Αθήνα και την Εύβοια. Στην Αθήνα
του έγινε μεγάλη υποδοχή. Εκινδύνεσε όμως να θανατωθεί από τον Τούρκο διοικητή,
διότι κάποιοι Μουσουλμάνοι τον συκοφάντησαν από φθόνο. Επενέβη όμως η μητέρα
του διοικητού και είπε στον γιό της: «Δεν ντρέπεσαι; Άγιον άνθρωπο θέλεις να
τον φονεύσεις; Δεν κατάλαβες ότι από φθόνο μερικών ήλθαν και σου κατηγόρησαν
αυτόν τον άγιο άνθρωπο;». Έτσι εγλύτωσε ο άγιος Συμεών. Το έργο του αγίου
Συμεών ήταν όμοιο με το έργο του αγίου
Κοσμά του Αιτωλού. Γι’ αυτό μέχρι σήμερα υπάρχει στη μονή Φιλοθέου τοιχογραφία
των δύο αυτών αγίων πλάι-πλάι. Δηλαδή ο άγιος Συμεών στάθηκε ένας διδάσκαλος
του γένους.
Πέρασαν
τα χρόνια και κάποτε σκέφθηκε και επεθύμησε να επισκεφθή ένα εκκλησάκι της
αγίας Τριάδος που ήταν κοντά στο χωριό του, πάνω στην κορυφή ενός λόφου στον
Κίσσαβο, για να προσκυνήσει, διότι πήγαινε εκεί νέος πολλές φορές κι έκανε την
προσευχή του. Όταν έφθασε εκεί και προσηύχετο, αντελήφθη ότι κάποιος μπήκε μέσα
στο εκκλησάκι. Γύρισε να κοιτάξει και είδε ότι ήταν η γυναικά του, η Τριανταφυλλιά,
η οποία βεβαίως δεν τον γνώρισε. Τότε, της μίλησε με αγάπη χωρίς να αποκαλυφθεί, κι εκείνη όταν είδε ένα
γέροντα σεβάσμιο, διότι οι κακουχίες τον είχαν καταβάλει πολύ, ζήτησε να
εξομολογηθεί. Εξομολογήθηκε το αμάρτημά της, ότι το παιδί το είχε αποκτήσει με
τον αγροφύλακα. Ακόμη εξομολογήθηκε ότι ο πατέρας της πέθανε με κακό θάνατο κι
ότι ο πεθερός της, ο παπα-Ανδρέας της έδειξε πολλή αγάπη, παρά το μεγάλο
αμάρτημά της και ότι μια παρηγοριά στάθηκε γι’ αυτήν το ότι το παιδί της
ανέβηκε στα βουνά και έγινε αρματωλός και κλέφτης. Ο άγιος Συμεών της διάβασε
τότε συγχωρητική ευχή και έπειτα της απεκάλυψε ότι ο ίδιος ήταν ο άνδρας της, ο
Συμεών. Όταν το άκουσε αυτή, ταράχτηκε και συγκινήθηκε πολύ. Ο άγιος της είπε:
«Μη ταράσσεσαι, πάμε στο χωριό». Όταν πήγαν στο σπίτι τους, εκείνη έπεσε στο
κρεββάτι, διότι δεν μπορούσε. Ο άγιος παρεκάλεσε τους συγγενείς, που δεν τον γνώρισαν,
να φέρουν τον ιερέα, να την κοινωνήσει.
Μόλις κοινώνησε η Τριανταφυλλιά πέθανε. Ο άγιος της έκλεισε τα μάτια. Έφυγε και
δεν ξαναγύρισε ποτέ στο χωριό του. Στις 19 Απριλίου 1594 εκοιμήθη εν Κυρίω στην
Κωνσταντινούπολη, όπου είχε πάει να κηρύξει τον λόγο του Θεού.
Είθε
με τις ευχές του οσίου Συμεών ο Θεός να χαρίζει σε όλους τους νέους και τις
νέες τις μεγάλες και υπέροχες αρετές της αγνότητος και της ανδρείας.
Πηγή: Από
ομιλία του π. Αθανασίου Μυτιληναίου