Σήμερα ξύπνησα κι ήμουν κουφός. Ένας περίεργος συριγμός τρυπούσε το μυαλό μου αλλά κανένας εξωτερικός ήχος δεν ερέθιζε τον εγκέφαλο μου. Αναρωτήθηκα μήπως είχα πεθάνει και τρόμαξα στην ιδέα πως ο θάνατος μπορεί να συνεπάγεται την κατάργηση της αίσθησης της ακοής. Αρχικά κατέφυγα στην συνήθη μου αντίδραση. Έκλεισα τα μάτια μου στο πρόβλημα και ξανακοιμήθηκα. Λίγη ώρα αργότερα χτύπησε το τηλέφωνο. Με ένα αίσθημα ευδαιμονίας δεν το σήκωσα αλλά το άφησα να κουδουνίζει. Όταν έπαψε, ανακάθισα στο κρεβάτι. Ήμουν ακόμη ζωντανός. Και μερικώς κουφός.
[…] “φορούσε μια κόκκινη φόρμα και μια μαύρη εσάρπα που έδενε με καρφίτσα μπροστά, την οποία κάποια στιγμή μάλιστα άνοιξε και το ρούχο έγινε εντελώς αέρινο. Δεν έχω λόγια. Ήταν μια εκπληκτική συναυλία”.
Είναι κι αυτή η ζέστη. Ξυπνάς σε σεντόνια νοτισμένα με το λαρύγγι στεγνό, ερεθισμένο από τα τσιγάρα, τα παγωμένα νερά, την αϋπνία και τα λόγια. Όλα μαζί σου έγδαραν το λαιμό. Μάτια κουρασμένα – πονούν από όνειρα που ενώ στοιχειώνουν τον ύπνο σου δεν τα θυμάσαι ποτέ όταν έρθει το πρωϊνό. Καλοκαίρι. Αγαπημένη, παράξενη εποχή.
16:23 - sur le pont d’ Avignon on y danse en rond…
Στο σταθμό του TGV στην Αβινιόν ο αέρας έκανε τη ζέστη ευχάριστη. Μιάμιση μέρα παραμονής σε ένα κομμάτι του παρελθόντος που ήρθε με εισιτήριο χωρίς επιστροφή στο παρόν, μου ψιθύρισε βεβαιότητες για τη θάλασσα της ασημαντότητας στην οποία κολυμπάμε επί ματαίω και δεν το ξέρουμε οι ανόητοι. Στην ακτή της μνήμης η δεινότητα του κολυμβητή μοιάζει να μην παίζει ρόλο.
Ο μικρός κήπος της Mauricette, καταφύγιο σκέψεων, πηγάδι των ευχών για ένα αύριο που ήδη το ζω. Πίσω στο γραφείο σήμερα, οι ερωτήσεις πεπερασμένες – προβλέψιμες: “Πώς πέρασες;” – “Πώς ήταν;” – “Τι είδες;” – “Τι έφαγες;”. Είδα το αλαβάστρινο δέρμα ενός ανθρώπου που ουρλιάζει θέλω να ζήσω να ιδρώνει από την προσπάθεια κι έφαγα carpaccio πραγματικότητας. Έφαγα τόσο που σώπασα. Βουβός, επανεκτίμησα λέξεις που πίστευα πως ξέρω τη σημασία τους. “Ειλικρίνεια”, “οικογένεια” και “χρόνος” είναι τρεις από αυτές.
Στη Μασσαλία το τρένο σταμάτησε για ένα τέταρτο. Παλιότερα, ένα τέταρτο θα αρκούσε με το παραπάνω για να πάρω μια απόφαση. Τώρα πείθω τον εαυτό μου πως αν τάχα είχα χρόνο μπορεί και να έκανα μια στάση. Τι ψεύτης...
Θα κάνω τη χάρη στον εαυτό μου. Θα αφήσω τη μνήμη –τουλάχιστον αυτή- να με συγκινεί. Κι ας μου βγει σε κακό.
Θες να σου πω την αλήθεια; Κουράστηκα. Ο χρόνος που έχω περάσει προσπαθώντας να πείσω τον εαυτό μου ότι δεν πειράζει που είμαι λίγος δεν μου κάνει άλλη πίστωση. Δεν είμαι πλέον διατεθειμένος να δικαιολογώ τον εαυτό μου στον εαυτό μου. Δε έχω την αντοχή να πείθω εσένα –τον όποιον εσένα- για τις προθέσεις μου, για τις δεξιότητες μου για τη φαντασία μου. Θες φαντασία; Άσε εμένα και κοίτα γύρω σου. Φάε φαντασία μπας και χορτάσεις. Μην κρίνεις τα παραμύθια μου. Φτιάξε τα δικά σου.
Η μέρα έχει μπει στο ρυθμό της εδώ και ώρες. Τρεχαλητά και φωνές στο διάδρομο, πόρτες ανοιγοκλείνουν. Εργάτες πηγαινοέρχονται στις σκαλωσιές σε μια προσπάθεια να φέρουν σε λογαριασμό όσα κάθε ένοικος ξεχωριστά έχει καταφέρει πάνω στην πρόσοψη μιας πολυκατοικίας του εξήντα, στο κέντρο της Αθήνας.
Σήμερα αρνήθηκα να σηκωθώ από το κρεβάτι μου την ώρα που μου επέβαλαν οι συνθήκες. Ενώ όλα συμβαίνουν σε απόσταση αναπνοής από το μαξιλάρι μου δε δέχτηκα να το αποχωριστώ παρά πριν από λίγο. Τράβηξα μόνο την βαριά κουρτίνα κι έφτιαξα έναν καφέ. Ήπια κι ένα ποτήρι νερό στην υγειά σου και κάθισα μπρος από το μόνιτορ για να πω μια καλημέρα.
Το λες ακόμη Dolce. Γι αυτό μ’ αρέσει να πηγαίνουμε μαζί εκεί. Επιδιώκουμε να καθόμαστε δεύτερη σειρά, στο γωνιακό τραπέζι που βλέπει στην ευθεία προς τα κάτω – στον τσιμεντένιο ορίζοντα που υπόσχεται. Τι; Ίσια και ψηλοτάκουνα ανεβοκατεβαίνουν. Αντρικά - γυναικεία - παιδικά. Βήματα αργά, γρήγορα, συρτά, λυπημένα, αβέβαια, χαρούμενα. Πάνω-κάτω. Βόλτα των διανοητών και των wannabies, των αστών και των νεόπλουτων, των αποδήμων και των "βέρων", των καταναλωτών και των φτωχών, των μοδάτων και των φρικιών, όλοι εδώ, δι ευχών των αγίων πατέρων ημών. Οδός Σκουφά. Αμήν.
Οδός ταξικών διαχωρισμών. Εξομολογητήριο σκέψεων καλών τε και κακών. Στο φανάρι, απέναντι από τον Άγιο Διονύση, ένας άνθρωπος βοηθά με το αριστερό του χέρι το σχεδόν νεκρό δεξί του. Και κάνει το σταυρό του.