singular
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]παραθετικά | |
θετικός | singular |
συγκριτικός | more singular |
υπερθετικός | most singular |
singular (en)
- (γραμματική) ενικός
- ↪ a singular noun - ουσιαστικό ενικού αριθμού
- (επίσημο) ξεχωριστός, πολύ μεγάλο ή προφανές
- ↪ He showed a singular interest.
- Έδειξε ξεχωριστό ενδιαφέρον.
- ↪ He showed a singular interest.
- (λογοτεχνικό) εξαιρετικός, μοναδικός, που δεν είναι σύνηθες
- ↪ a man of singular courage/honesty - άνθρωπος με εξαιρετικό θάρρος/μοναδική εντιμότητας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]singular (en) (μόνο ενικός)
- (γραμματική) ο ενικός (αριθμός)
- ↪ ↪ the third person singular of a verb - το τρίτο ενικό ενός ρήματος
- ↪ Certain nouns are used only or mainly in the singular.
- Ορισμένα ονόματα συνηθίζονται μόνο ή προπάντων στον ενικό αριθμό.
- ↪ Speak to me in the singular.
- Μίλα μου στον ενικό.