…Καθώς ο Λέων συνεχίζει την υποχώρησή του προς τον Ισθμό (Σιγαλός, σελ. 280 - 281), οι επήλυδες, αλλά και αρκετοί ντόπιοι αλλά απάτριδες χριστιανοί της Αττικοβοιωτίας, «προγραμματισμένοι» από τους αμόρφωτους Ορθόδοξους παπάδες και μοναχούς, ότι όλοι πρέπει να μισούν τον Σγουρό γιατί είναι «χριστομάχος» (ο ίδιος ο Ακομινάτος τον είχε λούσει με τα κοσμητικά επίθετα «πρώϊμος Αντίχριστος», «κυν λυσσητήρ», κ.ά.), θα πανηγυρίζουν ανοικτά («χαίροντες έβλεπον αυτόν υποχωρούντα», γράφει ο Μίλλερ), ενώ οι Θηβαίοι χριστιανοί θ΄ανοίξουν διάπλατα τις πύλες της πόλης τους και θα υποδεχθούν ως... απελευθερωτές τούς σταυροφόρους. Ο Βυζαντινός μητροπολίτης Αθηνών, που είχε παλαιότερα καυχηθεί με τον πιο χυδαίο και προσβλητικό τρόπο για την βεβήλωση του Παρθενώνος με την μετατροπή του σε εκκλησία της Παναγίας («Αλλ’ εξ ου δήτα ο της δικαιοσύνης ήλιος εκ της αειπαρθένου κόρης ανέσχε, το μεν πλάνον εκείνο και ζοφερόν απέσβηκε πυρ… και η ακρόπολις αύτη της τυραννίδος της ψευτοπαρθένου Αθηνάς απήλλακτο και ουκέτι το επιβώμιον αυτής πυρ ακοίμητον τρέφεται», βλ. υπό Σ. Λάμπρου «Μιχαήλ Ακομινάτου τα σωζόμενα», τόμος Α, σελ. 104, Αθήνα, 1879) και είχε μόλις προ ολίγου αντισταθεί λυσσαλέα εναντίον του Έλληνα πολιορκητή, τώρα παραδίδει και αυτός αμαχητί την πόλη στους Φράγκους (τους οποίους, όπως ο ίδιος θα γράψει αργότερα το 1208, θεωρεί... «δικαιότερους», βλ. επιστολή 100, 29 - 31) και αποσύρεται μαζί με τους συνεργάτες του στην νήσο Κέω με την ελπίδα να κατευθύνει από εκεί το υπό τους Φράγκους τώρα «ποίμνιο» των Αθηνών. Ο αρχηγός των σταυροφόρων Βονιφάτιος Μομφερατικός και ο Γουλιέλμος Σαμπλίτης (William de Champlitte), επικεφαλής μεγάλου στρατού Γάλλων, Γερμανών, Λομβαρδών και Φλαμανδών ιπποτών, έχοντας ήδη διαλύσει τις αμυντικές γραμμές τών Ελλήνων στον Ισθμό, πολιορκούν τώρα τον οχυρωμένο Ακροκόρινθο, που θ’ αποτελέσει το τελευταίο καταφύγιο του Λέοντος Σγουρού. Τρία χρόνια αργότερα, οι Φράγκοι θα στενέψουν την πολιορκία του Ακροκορίνθου, οι υπερασπιστές του οποίου λιμοκτονούν. Μετά από κάποια μάχη, όπως διασώζει ο εχθρικός μάλιστα προς αυτόν αυλικός Βυζαντινός χρονογράφος Νικήτας Ακομινάτος, ο οραματιστής μίας ελεύθερης Ελλάδος Λέων Σγουρός, με προτεταμένο το ματωμένο ξίφος του αυτοκτονεί πηδώντας έφιππος από τα τείχη στο κενό, «ίνα γαρ μη δούλειον ήμαρ ίδη, αυτώ γε ίππω εαυτόν από τον Ακροκόρινθον κατέβαλεν, ως μηδ’ οστούν αυτώ σώον υπολελείφθαι» (περαιτέρω περί του Σγουρού μπορεί ο ενδιαφερόμενος αναγνώστης να διαβάσει στο υπό έκδοση βιβλίο μας «390 – 1453. Έλληνες και Ελλαδικοί υπό τον ζυγό των Βυζαντινών»)... ... Ο Κώστας Σαρδελής θεωρεί ότι ο Σγουρός υπήρξε «ο μόνος τοπικός άρχοντας που πολέμησε σοβαρά τα φραγκικά φουσάτα και που με τον θάνατό του υψώθηκε στον μεγαλύτερο ήρωα του ανατέλλοντος Ελληνισμού» («Λέων Σγουρός, μία μεγάλη φυσιογνωμία του μεσαιωνικού Ελληνισμού», στο περιοδικό «Ιστορία Εικονογραφημένη», Ιούλιος 1974, τεύχος 73, σελ. 18), ενώ ο Διονύσιος Ζακυθηνός τον χαρακτηρίζει ως τον «τελευταίο αμύντορα της ελληνικής ανεξαρτησίας» («Το Βυζάντιον από του 1071 μέχρι του 1453», 1980, σελ. 86)»
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ
ΣΕ:
ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΒΛ. ΡΑΣΣΙΑ |