![]() Μ.Κ. Κύριε Ρασσιά, κοιτώντας τη σελίδα σας, κανείς παρατηρεί μία μεγάλη γκάμμα συγγραφών που ασχολούνται σχεδόν με όλο το φάσμα του γραπτού λόγου, από ποίηση έως και ιστορικά βιβλία. Τι σας κεντρίζει περισσότερο το ενδιαφέρον για να γράψετε; Β.Ρ. Γράφω από τα 16 χρόνια μου από ένα βίτσιο χαριστικότητας θα ’λεγα, έτσι μόνο και μόνο για να διαδώσω την πληροφορία που έχω στο αρχείο, την βιβλιοθήκη και το κεφάλι μου, πάνω στην διπλή παραδοχή ότι από τη μία όλα συνδέονται με όλα και από την άλλη όλοι οι όμοιοί μας σε ποιότητα δικαιούνται πρόσβαση σε αυτά που μας αρέσουν, μας εντυπωσιάζουν, αλλά και μας βοηθούν. Ήδη από την δεκαετία του 1980 έχω συγκεντρώσει με πολύ κόπο ένα τεράστιο έντυπο υλικό, που το ονόμασα «Αρχείο Κοινωνικής Ιστορίας» που αποτελεί ταυτόχρονα την χαρά μου και τον εφιάλτη μου (γέλια). Από τη μία χαίρομαι που έχω δημιουργήσει μία τέτοια πηγή γνώσης για τα κοινωνικά κινήματα του 20ου τουλάχιστον αιώνα, αλλ’ από την άλλη έχω επίσης αγχωθεί για το μέλλον αυτού του υλικού, αφού στον τόπο μας κανένας δημόσιος φορέας δεν ενδιαφέρεται να στεγάσει και να συντηρήσει τέτοιες συλλογές και από την άλλη δεν μπόρεσα έως τώρα, παρά τις προσπάθειές μου, να βρω 5 – 10 σοβαρά άτομα που να θέλουν να συντηρήσουν κάτι τέτοιο, σαν ένα documentation center λόγου χάρη, από τα άφθονα, και μάλιστα «κινηματικά» που έχει η δυτική Ευρώπη. Με αρκετά από αυτά ανταλλάσσω «περισσευούμενο» υλικό για αμοιβαίο εμπλουτισμό των συλλογών μας και φυσικά με στενοχωρεί η σύγκριση, βλέποντας τους ανθρώπους της χώρας μου, ιδίως τους νέους, να αδιαφορούν για οργανωτική και κωδικοποιητική εργασία επάνω στην γνώση, για την σπάνια ηδονή στο κάτω - κάτω της γραφής να βρίσκεται κανείς ανάμεσα σε σπανιότατες μπροσούρες, βιβλία, εφημερίδες, περιοδικά, φανζίνς, αφίσες και άλλα τέτοια «ενθύμια» από κινήματα που έβαλαν την σφραγίδα τους στον 20ο αιώνα. Μ.Κ. Είναι μάλλον γεγονός πως ο νεοέλληνας δεν διαβάζει. Οι δε νεότερες γενιές έχουν μάλλον μία διαφορετική αίσθηση της τέχνης. Που μπορεί να οφείλεται αυτό; Β.Ρ. Σωστότερο θα ήταν το να πούμε ότι ο νεοέλληνας έχει οδηγηθεί στο να μη διαβάζει. Και έχει οδηγηθεί από έναν πολύ συγκεκριμένο μηχανισμό που κυριολεκτικά κατέχει την χώρα μας και θέλει τους ανθρώπους ανίδεους, ανυποψίαστους, κορόϊδα εν τέλει και απόλυτα διαχειρίσημους. Δεν ήταν όμως πάντοτε έτσι. Την εποχή 1974 – 1984 λόγου χάρη, κατά την οποία εγώ είχα την μεγάλη τύχη να «ανδρωθώ», οι άνθρωποι, και κυρίως οι νέοι, ήσαν μανιακοί του βιβλίου και μάλιστα αρκετών πολύ «εξεζητημένων» θεματολογιών. Η «βλάκωση» προέκυψε από εκεί και μετά, μεθοδευμένα, με την διάδοση της εγκεφαλικής πρέζας του «life-style» και της «γκλαμουριάς» και το έγκλημα διέπραξαν πολύ συγκεκριμένοι κύριοι και κυρίες μέσα από πολύ συγκεκριμένα περιοδικά. Μετά ήλθε και η ψευτο-«ελεύθερη» τηλεόραση και κατακλύστηκαν τα σπίτια με ξανθοποίηση, σαχλεπισαχλότητα και, όπως θα έλεγε και ο Άσιμος, αχαχαμπαχανισμό. Τα εφιαλτικά... book-free σπίτια των νέων ζευγαριών ήλθαν ως φυσική κατάληξη εκείνης της πολύ συγκεκριμένης πονηρής και μεθοδικής ανακατεύθυνσης ενδιαφερόντων. Ταυτόχρονα κτυπήθηκε και το ίδιο το βιβλίο. Το κατά πολλούς επικίνδυνο, και ίσως δικαιολογημένα, δοκίμιο τριπλοκλειδώθηκε στο βάθος της αποθήκης και εξαπολύθηκε η τεράστια επίθεση του ανούσιου διηγήματος της κατ’ ευφημισμό αποκαλούμενης «θηλυκής» γραφής, του εσώψυχου, του «δραπετευσιακού» και εν γένει του «σε δουλειά να βρισκόμαστε» αρκεί να είμαστε εγγυημένα απεστιασμένοι και άρα, ας ξαναχρησιμοποιήσουμε τον όρο, διαχειρίσημοι. Ανέφερες και την τέχνη. Εδώ και αν έγινε το κόλπο των κόλπων, αν και δεν ήταν νεοελληνικό. Ήταν παγκόσμιο, ξεκίνησε στις αρχές του 20ου αιώνα και στόχευε στο κτύπημα της κλασικής μορφής, ή ορθότερα, της ίδιας της μορφής. «Αποδόμηση», «πειραματισμός» και άλλα τέτοια εύηχα χρησιμοποιήθηκαν συστηματικά από έναν άλλον μηχανισμό επικράτησης για να χτυπηθεί η μορφή, η δομή, το υπαρκτό. Ίσως θα διδάσκονταν πολλά οι εμπνευστές αυτού του μηχανισμού εάν η Φύση, η κατεξοχήν δημιουργός, άρχιζε να «πειραματίζεται» με ή να «αποδομεί» τις δικές τους μορφές και δομές, αλλά αυτό είναι ένα πολύ μεγάλο και επώδυνο θέμα και καλύτερα να το κλείσουμε εδώ. Η επίθεση πάντως στην μορφή είναι κάτι το ανατριχιαστικό. Όπως ανατριχιαστική ήταν άλλωστε και η προ ολίγων μόνον ετών δήλωση ενός εκ των για εσωτερική ανάλωση ανακυκλούμενων «αστέρων» της τυραννεύουσας στον τόπο μας βυζαντινής κουλτούρας, και συγκεκριμένα του «φιλόσοφου» (με πολλά εισαγωγικά, ερωτηματικά και αποσιωπητικά!) Γιανναρά, ότι η ομοιάζουσα με σκοτεινό καρτούν βυζαντινή Τέχνη «απελευθέρωσε» δήθεν «την μορφή από το φως στο οποίο την είχαν εγκλωβίσει οι Έλληνες»! Μιλάμε για προσβολή όχι μόνον ενάντια στην μορφή, αλλά και ενάντια στον ίδιο τον Ορθό Λόγο! . Μ.Κ. Θα λέγατε πως η οικονομική κρίση που βιώνει η χώρα μας είναι περισσότερο πολιτιστική-πολιτισμική παρά οικονομική; Β.Ρ. Όντως, και μάλιστα όχι στο δικό μας μόνο ελλαδικό επίπεδο, αλλά παγκοσμίως. Ο κυρίαρχος μονοθεϊσμός, που από θρησκεία έχει εδώ και αιώνες μεταμορφωθεί και σε κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές ιδεολογίες, έχει παντού διαλύσει τον πραγματικό πολιτισμό του Ανθρωπισμού, αυτού δηλαδή που ο ελληνορωμαϊκός πολυθεϊσμός δώρισε στην ανθρωπότητα, προς χάριν ενός έξαλλου Οικονομισμού που έχει κάνει τις υπόδουλες μάζες να σκέφτονται κατά κανόνα μόνον αριθμούς, ποσοστά και οικονομικές σχέσεις. Απλώς στην χώρα μας αυτή η συστηματική παγκόσμια απανθρωποίηση προς χάριν εκείνου στο οποίο είναι άριστοι παίκτες οι μονοθεϊστές, εννοώ τον Οικονομισμό που καθαιρεί τον Άνθρωπο των Ελλήνων και Ρωμαίων από αυταξία σε παραγωγική ή καταναλωτική μονάδα, είναι περισσότερο κραυγαλέα. Αυτό οφείλεται στο άμεσα και απροκάλυπτα βυζαντινό χαρακτήρα της νεο-ελληνικής κοινωνίας, η οποία, αγνοούσα παντελώς τις συντεταγμένες του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, κολυμπά ανενδοίαστα μέσα στην χειρότερη διαφθορά και διδάσκει εθιμικά τα τέκνα της που θα την διαιωνίσουν να κάνουν το ίδιο, να ενδιαφέρονται δηλαδή μόνον για τον στενό εαυτό τους, άντε ας βάλουμε και τα παιδιά τους μέσα τα οποία βλέπουν ως βιολογική προέκτασή τους, και να λεηλατούν απόλαυση και αγαθά από εκείνο το οποίο κανονικά θα έπρεπε να υπηρετούν, δηλαδή το κοινωνικό σύνολο και η οργανωμένη πολιτεία. Η χριστιανική λεγόμενη Ορθοδοξία οδηγεί αναπότρεπτα στο διεφθαρμένο, δηλαδή βυζαντινό, άτομο. Όποιος αιφνιδιάζεται ή παραξενεύεται από αυτή την διατύπωσή μου, ας κάτσει λίγο να σκεφτεί γιατί ακολούθησαν διαφορετικές πορείες οι χώρες που αποτελούσαν κάποτε το σοβιετικό μπλοκ και είχαν πληθυσμούς που εν γένει είχαν δεχθεί την ίδια διαμόρφωση, μέσω της κοινής σοβιετικής παιδείας. Γιατί η Τσεχία, η Πολωνία, η Λιθουανία κ.λπ. προσπαθούν αυτή την στιγμή σε επίπεδο θεσμών να φθάσουν το μέσο ευρωπαϊκό επίπεδο, ενώ η Ρωσία, η Ουκρανία, η Ρουμανία κ.λπ. κολυμπούν στην διαφθορά, την οργανωμένη ανοργανωσιά και την ηθική εξαθλίωση των αλλεπάλληλων μαφιών, της παντοκρατορίας των θεοκρατών και της εκπόρνευσης ενός τρομακτικά μεγάλου τμήματος του γυναικείου πληθυσμού τους; ![]() Μ.Κ. Τι θα λέγατε σε έναν νέο που δεν αισθάνεται ιδιαίτερα άνετα με τις παρωχημένες γνώσεις που του δίνονται στη δημόσια εκπαίδευση; Τι θα τον συμβουλεύατε να ψάξει περισσότερο; Β.Ρ. Θα του έλεγα ότι είναι αυτονόητο πως σε μία χώρα υπό κατοχή, όπως είναι η δική μας (και δεν εννοώ κατοχή από ξένο στρατό), η διαμόρφωση των νέων ανθρώπων και αυριανών υπηκόων είναι κατοχική, εξυπηρετεί δηλαδή το να συνεχίσουν οι διαχειρίσημοι να είναι διαχειρίσημοι ώστε να διαιωνίζεται η κατοχή. Θα του έλεγα επίσης ότι είναι αυτονόητο πως μόνο η γνώση απελευθερώνει και άρα ελεύθερος είναι μόνο εκείνος που όλα τα πράγματα που έχει μέσα στο μυαλό του τα έχει βάλει ο ίδιος και όχι κάποιοι άλλοι. Πώς γίνεται αυτό; Μα φυσικά με δια βίου έρωτα με την γνώση και άρα με διάβασμα. Όποιος δεν διαβάζει είναι σκλάβος, ζωντανός νεκρός, άσχετα εάν από σύμπτωση κάποιων συνθηκών ευημερεί ή όχι. Για την θεματολογία της αναζήτησης τώρα θα τον συμβούλευα να ψάχνει μόνο σε ό,τι εξετάζει την ελευθερία και την αρετή, από τον άνθρωπο για τον άνθρωπο και από την πραγματική ζωή για την πραγματική ζωή. Να διαβάσει Ελληνική και Ρωμαϊκή γραμματεία, ιδίως ηθική Φιλοσοφία (λ.χ. τους Στωϊκούς) και από την μεταχριστιανική εποχή τα έργα των Διαφωτιστών και βεβαίως όλες τις, όχι και τόσο διαφημισμένες, πολιτικές αναζητήσεις από την Γαλλική Επανάσταση έως και την Κομμούνα του Παρισιού. Εκεί είναι η «ψύχα» της γνώσης. Και τον 20ο αιώνα παρήχθη βεβαίως απελευθερωτική σκέψη, όμως πολλά κομμάτια της διεκδίκησης του 19ου αιώνα είχαν ήδη αφομοιωθεί και εκτραπεί, κυρίως από τους μαρξιστές, προς τον Οικονομισμό και άρα μακράν του πραγματικού Ανθρώπου. Και κάτι τελευταίο: να αποφεύγει τα στερεότυπα, τα κλισέ, τις ανακλαστικές αντιδράσεις τύπου σκύλων του Παβλώφ και να εξερευνά τα πάντα. Αυτοί που έχουν θέσει τα στερεότυπα κατά κανόνα ενδιαφέρονται να διατηρήσουν την αναζήτηση μόνο μέσα στα πλαίσια που τους εξυπηρετούν. Μ.Κ. Πες τε μας λιγάκι για την ενασχόλησή σας με τη beat ποίηση. Tι ήταν τελικά το κίνημα των beatnicks; Β.Ρ. Με την ποίηση beat ήλθα σε επαφή από έφηβος, τα πρώτα μεταχουντικά χρόνια, όταν κυκλοφορούσαν διάφορα κλασικά έργα των Γκίνσμπεργκ, Κόρσο και Φερλινγκέτι στο αντεργκράουντ περιοδικό «Panderma», αλλά και σε μία ιδιαίτερη σειρά τσέπης των εκδόσεων «Μπουκουμάνη». Δεν ξέρω εάν ήταν η ιδιαίτερη «δόνηση» της εποχής ή ένα πραγματικό δικό μου κριτήριο, το γεγονός πάντως είναι ότι έμεινα αρκετό χρόνο μέσα στην Beat, μαγεμένος θα έλεγα αν και όχι αποσβολωμένος, αφού μέσα μου παλλόταν μία απαίτηση για να γράψω και εγώ, πράγμα που έκανα και δημοσίευσα τελικά για πρώτη φορά το 1979 σε φωτοτυπίες και το 1981 σε κανονική όφσετ έκδοση. Ως «κίνημα» που σημάδεψε την δεκαετία του 1950, οι μπήτνικς αποτελούσαν παιδιά της μεταπολεμικής αμερικανικής κοινωνίας και ουσιαστικά εξέφραζαν μία άβολη θέση σε μία στημένη πραγματικότητα, στην οποία υπόσχονταν να βολέψουν τα πάντα εκείνοι που άρχιζαν και την έστηναν. Τον όρο «κίνημα» τον βάζω εντός εισαγωγικών, αφού το συγκεκριμένο ρεύμα δεν ενδιαφερόταν να επιτεθεί σε πολιτισμικές, κοινωνικές, πόσω μάλλον πολιτικές δομές του κατεστημένου, αλλά περιοριζόταν σε μία διαφορετική, πολύ τολμηρή και διεισδυτική ενατένιση, που έσπαγε τα όρια του επιβεβλημένου ως πραγματικού αλλά εν τέλει οδηγούσε στο ακατόρθωτο, γι’ αυτό άλλωστε και οι μπήτνικς έσβησαν μεταφορικά (και κατά κυριολεξία οι περισσότεροι από παραφροσύνη, ναρκωτικά, ή αυτοκτονία) μετά από έναν πλήρη κύκλο, όταν ολοκλήρωσαν τον χορό του πολέμου τους γύρω από το κάστρο των ιδιοκτητών του στημένου πραγματικού. Η σχέση μου με αυτούς, όντας παιδί της μεταπολίτευσης, δεν μπορούσε παρά να είναι κριτική. Με μάγεψαν, αλλά δεν γινόταν να καλύψουν τις κοινωνικοπολιτικές μου ανησυχίες, ιδίως σε εκείνη την εξίσου «μαγική» πολιτικά εποχή που δεν επέτρεπε την ελάχιστη καν αίσθηση ματαιότητας. Εκείνη την εποχή μάς καθοδηγούσε το «εδώ και τώρα». Μ.Κ. Πώς βλέπετε να εξελίσσεται το μέλλον της ανθρωπότητας; Είστε αισιόδοξος ή απαισιόδοξος; Β.Ρ. Εάν μου επιτραπεί, θα έλεγα ότι η δεύτερη ερώτηση, που μου υποβάλλεται υπερβολικά συχνά, ιδίως μετά από τις διαλέξεις μου, δεν δικαιούται απάντησης. Ο Νίτσε είχε υπογραμμίσει ότι ο Έλληνας της αρχαιότητας δεν ήταν ούτε απαισιόδοξος, ούτε αισιόδοξος, αλλά τολμούσε να αντιμετωπίσει με θάρρος την εκάστοτε πραγματικότητα και να την αντιμετωπίσει, γνωρίζοντας προηγουμένως πολύ καλά την απέραντη τραγικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης, μίας ύπαρξης που η πάνω της πλευρά θωπεύεται από τους Θεούς και η κάτω της από το άλογο ζώο. Επίσης, ο Ουϊλιαμ Μπάρροουζ, ένας από τους βετεράνους της Beat γενιάς είχε εύστοχα δηλώσει, την δεκαετία του 1980 εάν δεν κάνω λάθος, ότι εν τέλει παρανοϊκός είναι ο... πολύ καλά ενημερωμένος αισιόδοξος. Θα περιοριστώ λοιπόν στο πρώτο ερώτημα. Η ανθρωπότητα έχει δύο μόνον επιλογές διαδρομής και εν τέλει τελικής της μοίρας. Ή θα ακολουθήσει (επιστρέφοντας σε αυτόν) τον δρόμο του Έλληνα, δηλαδή τον Ανθρωπισμό, ή θα ακολουθήσει μέχρι τέλος αυτόν που ήδη εδώ και πολλούς αιώνες ακολουθεί, τον δρόμο της απέναντι πλευράς, τον δρόμο της μανίας για πλούτο και ισχύ, τον δρόμο που καθαιρεί τον Άνθρωπο και την μητέρα του την Φύση και προσποιείται ότι λατρεύει ως Θεό το ανύπαρκτο επέκεινα, το μηδέν, το βολικό «ασύλληπτο» που επιτρέπει την κάθε λογής βία ενάντια στην λογική και την αρετή και κατά προέκταση στην ευνομία των κοινωνιών των ανθρώπων. Ή θα τιμηθεί ξανά η Φύση και ο κατ’ αρετήν Άνθρωπος, ή θα βασιλεύσουν επάνω σε αποσύνθεση και απέραντες στάχτες οι γνωστοί και μη εξαιρετέοι Άλλοι. Μ.Κ. Τι πιστεύετε για τα μουσικά γούστα του νεοέλληνα; Β.Ρ. O καθένας αξίζει τις όποιες επιλογές του (γέλια). Προσωπικά παραμένω λάτρης της ροκ, του μπλουζ, της ρέγκε, αλλά και κάθε άλλης μορφής μουσικής που έχει ποιότητα, από κλασική έως ποιοτική ελληνική και έως έθνικ. ![]() Μ.Κ. Στις απαγγελίες σας επιλέγετε τη συνοδεία της μπλουζ μουσικής. Τι είναι το μπλουζ για σας; Β.Ρ. Επιλέγω ήδη από την δεκαετία του 1980 το μπλουζ ως συνοδεία των απαγγελιών της ποίησής μου, αλλά και κάθε άλλης ομότροπης, ομοειδούς ή συγγενούς ποίησης γιατί το μπλουζ παρέχει μία μακρόσυρτη διακριτική, ευγενή θα έλεγα, βάση που επιτρέπει περισσότερο από άλλες μουσικές την ανάδειξη του λόγου όταν βγαίνει κατακλυσμιαίος, σε πυκνή ροή και με αλλεπάλληλες εικόνες επί εικόνων να τρέχουν μέσα στον χώρο. Το ίδιο το μπλουζ θα έλεγα αποτελεί από μόνο του μία ποίηση και ροή. Ένα κομμάτι του δίχως φωνητικά αρχίζει μετά από τα πρώτα κιόλας δευτερόλεπτα να εξαπολύει τις ίδιες εικόνες επί εικόνων μέσα στον χώρο, αρκεί να κλείσει τα μάτια ο ακροατής και να αφεθεί. Το μπλουζ για εμένα είναι αυτό που είχα με λεπτομέρειες περιγράψει προ ολίγων ετών στην παρουσίαση του βιβλίου του φίλου μου Δημήτρη Επικούρη «Για όλα έφταιγε το μπλουζ», να το πω όσο πιο λακωνικά γίνεται «ένας ήχος διαρκής όσο και ο χτύπος της καρδιάς, ένας αγωγός αισθημάτων». Μ.Κ. Πολύς από τον κόσμο του μπλουζ σας γνωρίζει και έχει έρθει κοντά στα γραπτά σας από τις συμμετοχές σας σε διάφορα μπλουζ δρώμενα. Πως βλέπετε τους Έλληνες μπλουζ μουσικούς σε σύγκριση με τις σκηνές του εξωτερικού; Β.Ρ. Πάρα πολλοί από τους μπλουζ μουσικούς μας, είτε ατομικά είτε ως συγκροτήματα, είναι εξαιρετικοί, εφάμιλλοι με εκείνους που μεγαλουργούν στις Η.Π.Α. και, λιγότερο, σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Αδικούνται όμως γιατί απλώς δεν είχαν την τύχη να γεννηθούν «εκεί που συμβαίνει» και πρέπει να καλύψουν αυτή την απόσταση με δικό τους μεγάλο κόπο, προβάλλοντας με κόπο τον εαυτό τους και το έργο τους, αφού μάλιστα το γελοίο Νεοελληνικό Κράτος δεν υποστηρίζει την παραγωγή των παιδιών του. Τους καταλαβαίνω απόλυτα ως συγγραφέας, αφού το ίδιο μειονεκτώ και εγώ απέναντι σε αγγλόφωνους συγγραφείς, όντας εκ των πραγμάτων υποχρεωμένος να απευθύνομαι σε ένα κοινό 10 μόλις εκατομμυρίων εκ των οποίων ζήτημα είναι εάν διαβάζουν δοκίμιο 5.000 από αυτούς. Το ίδιο και οι Έλληνες μπλουζίστες. Ως πρώτο τους κοινό έχουν το πολύ μερικές χιλιάδες ανθρώπους και από εκεί είναι υποχρεωμένοι να κοπιάσουν πολύ για να γίνουν γνωστοί πιο έξω. Αν μάλιστα δεν υπήρχαν κάποια σύγχρονα μέσα αυτοπροβολής, όπως το Διαδίκτυο, ο Έλληνας δημιουργός θα ήταν καταδικασμένος σε βήμα σημειωτόν, απογοήτευση και γοργή παραίτηση από κάθε δημιουργία. Ως επίσημο κράτος η Ελλάδα υποστηρίζει μόνον ό,τι υποβοηθά τον βυζαντινισμό και τις λοιπές ανάγκες αγιορειτών καλογέρων και δεσποτάδων ή ό,τι αποφέρει υπόγεια κέρδη στους εμπλεκόμενους «παράγοντες» με τους δημιουργούς να είναι τίποτε περισσότερο από απλά άλλοθι για την υπόγεια συναλλαγή. Αυτό όμως, είτε μας αρέσει είτε όχι, είναι μία πραγματικότητα. Νομίζω ότι ποτέ δεν είναι αργά όλοι εμείς «οι μη εκπροσωπούμενοι», κάθε είδους δημιουργοί, μουσικοί, συγγραφείς, ποιητές, μικροεκδότες κ.λπ. να αυτο-οργανωθούμε σε σχήματα αυτοπροβολής και αυτανάδειξης του έργου μας. Ακόμα και με δικές μας αίθουσες και με δικά μας κέντρα διάθεσης των βιβλίων και της μουσικής μας. Μ.Κ. Τι θα επιθυμούσατε να οργανωθεί με τη συμμετοχή σας, στο οποίο το μπλουζ θα είχε κάποιο ρόλο; Β.Ρ. Ευκταία για εμένα είναι κάθε εκδήλωση που μπορεί να φέρει σε επαφή με το άνοιγμα του νου και της καρδιάς μεγαλύτερους αριθμούς νέων κυρίως ανθρώπων, ακόμα και από εκείνες τις μάζες που σήμερα χαυνώνονται από το σύστημα ως διαχειρίσημα «fashion victims». Η Ελλάδα εξακολουθεί να παράγει πνευματικό έργο, το οποίο όμως αποκρύπτεται συστηματικά και οι πολλοί άνθρωποι, νέοι κυρίως, πιστεύουν λανθασμένα ότι στην χώρα μας βασιλεύει το μηδέν και βυθίζονται σε κατάθλιψη και απραγία, ακόμα και άνθρωποι που είναι οι ίδιοι ικανότατοι στο να δημιουργήσουν. Θα μπορούσα να πω ότι ένα καλό μου όνειρο είναι μία αιφνιδιαστική για τους «απέναντι» αυτο-οργανωμένη πολιτιστική έκρηξη, που φυσικά θα εμπεριέχει και μπλουζ, μία έκρηξη που θα τα σαρώσει όλα και θα επιτρέψει να φανεί ο ανθός που ακατάπαυστα εδώ και πολλές – πολλές δεκαετίες αποκεφαλίζεται στον τόπο μας πριν ακόμα γίνει ορατός. Θα μπορούσα να πω ότι ένα καλό μου όνειρο είναι μεγάλα ανοικτά καλοκαιρινά φεστιβάλς σε ολόκληρη την χώρα, που θα επιτρέπουν επιτέλους στους ανθρώπους να ξανάρθουν ο ένας κοντά στον άλλον αλλά και να μάθουν όχι μόνο τι παράγεται σε αυτή την πατρίδα μα και σε τι μπορούν να ωφεληθούν από αυτό. Μ.Κ. Θεωρείτε πως το μπλουζ διέπεται από μία μοναδική διαχρονικότητα; Αν ναι, που μπορεί να οφείλετε αυτό; Β.Ρ. Θα επανέλθω σε ένα κομμάτι από το κείμενο που είχα διαβάσει στην παρουσίαση του «Για όλα έφταιγε το μπλουζ»: «το μπλουζ είναι ένας ήχος διαρκής, όσο και η ανθρώπινη ανάσα, που αναδύεται το ίδιο δυνατά από αλυσίδες και ξύλινους τριγμούς δουλεμπορικών πλοίων, αλλά και από γεμάτα καπνούς μπαρ, το ίδιο στην Νέα Ορλεάνη, το Σικάγο, το Λονδίνο και την Αθήνα, εκεί που ενώνεται το μαύρο με το λευκό και γίνονται ένα, η ίδια μαύρη φωνή του Τζων Λη Χούκερ, του Μπι Μπι Κινγκ και του λευκού Έρικ Μπάρτον... ένας ήχος διαρκής μέσα από τους στίχους του Ληρόι Τζόουνς και του Λώρενς Φερλινγκέτι “το τέλος των πραγμάτων που κρύβονται στον νου”, “παράξενη βροχή που δεν σταματάει ποτέ”, “μια λιτανεία αλληλοεπιδράσεων”, “μικροί γαλαξίες που διασταυρώνονται όπως τα βεγγαλικά”, πάνω από μια ατελείωτη στρατιά προσώπων που παρελαύνει μέσα από τις κουρτίνες της ανθρώπινης Ιστορίας...» Μ.Κ. Πες τε μας αν έχετε κάποια πλάνα, αν ετοιμάζετε κάτι καινούργιο και πότε αυτό θα είναι διαθέσιμο στον κόσμο; Β.Ρ. Ετοιμάζω μία μικρή ομοβροντία 6 βιβλίων, τα οποία ελπίζω να μπορέσω να εκδώσω μέσα στο 2012. Τα κατ’ εμέ σημαντικότερα είναι δύο ξεχωριστές «θεολογίες», μία για τον Θεό Πάνα και τον Θεό Ήλιο – Ηρακλή, αλλά και δύο ιστορικά, πολιτικά έργα, το «Αντικληρικαλιστικοί αγώνες στην Λατινική Αμερική» και «Ιακωβίνοι και Μπλανκιστές. Η γαλλική επαναστατική παράδοση του 19ου αιώνα». Το τελευταίο αποτελεί τρόπον τινά συνέχεια του «Λαιμητόμος Αρετή. Ροβεσπιέρος, Σαιν Ζυστ, Κουτόν» που εξέδωσα το 2007 και προκάλεσε αίσθηση αλλά και γέννησε αρκετές ιδεολογικές ζυμώσεις και προβληματισμούς που πολύ θα ήθελα να έχουν συνέχεια και -γιατί όχι;- ικανότητα να παραγάγουν κάτι εποικοδομητικό και χρήσιμο στα πλαίσια αυτού που ο ίδιος προσδιορίζω ως «κοινωνική Ιστορία». M.K. Ευχαριστώ πολύ. Β.Ρ. Η χαρά ήταν δική μου.
ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΕ: ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΣΥΓΓΡΑΦΕΣ ΓΙΑ ΕΛΕΥΘΕΡΕΣ ΨΥΧΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" ΚΕΙΜΕΝΑ, ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΕΙΣ, ΕΚΔΗΛΩΣΕΙΣ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ "ΑΝΟΙΧΤΗ ΠΟΛΗ" (1980 - 1993) |