Tα «Ανεμώλια» του Ισίδωρου Ζουργού
μια ανάγνωση
μνήμη Δημοσθένη Κεπαπτσόγλου
(…)
Θεέ μου είπε ήρεμα. Η θάλασσα δεν είναι όπως την αποκαλεί ο Άλτζυ, η γκρίζα γλυκειά μας μάνα; Η μυξοπράσινη θάλασσα. Η αρχιδοσφίχτρα θάλασσα. «Επί οίνοπα πόντον». Ω, Ντεντάλους, οι Έλληνες. Πρέπει να σου τους γνωρίσω. Πρέπει να τους διαβάσεις στο πρωτότυπο! «Θάλαττα! Θάλαττα»! Είναι ή μεγάλη γλυκειά μας μάνα. Έλα να την κοιτάξεις (...)
-Τζέημς Τζόϋς, «Οδυσσέας» μτφρ. Σωκράτης Καψάσκης
Φύγε , φύγε, φύγε είπε το πουλί. Το ανθρώπινο είδος
Δεν μπορεί ν’ αντέξει πάρα πολλή πραγματικότητα.
-Τ. S. Eliot «Τέσσερα κουαρτέτα» μτφρ. Εφη Αθανασίου
(…)
Αγαπημένες μου μέρες και νύχτες στον «Θερσίτη»! Γράφω τόσον καιρό μετά, με πικρό καφέ και μεθώ στη μνήμη σας. Τι σημασία είχε τελικά τι απ’ αυτά ήταν ψέματα και τι αλήθεια; Το πιο σημαντικό πάντα σε μια έγχρωμη ζωή είναι τα όνειρα και το εμείς. Στον «Θερσίτη» όλος ο κτιστός κόσμος χαμογελούσε κι όλα τα άκτιστα μας βεβαίωναν πως φθορά και μοναξιά δεν υπάρχει.
-Ισίδωρος Ζουργός, «Ανεμώλια»
Το έκτο κατά σειράν βιβλίο του Ισίδωρου Ζουργού κυκλοφόρησε στις αρχές του Απρίλη με τον ιδιαίτερο τίτλο «Ανεμώλια»1. Λέξη παρμένη από τα ομηρικά έπη, που θέλει να δηλώσει τα λόγια που παίρνει ο άνεμος, τα μάταια κι ανώφελα, τα έωλα παραθύρματα ενός αγέρα που πνέει όχι μονάχα «επί οίνωπα πόντον» μα και στην καθημέραν των βροτών (=θνητών). Φτάνει να ορίζει λοιπόν η λέξη ακόμα και τις ζωές τις σχεδόν αναλώσιμες, όσες πήγαν στράφι μέσα στον σύγχρονο φρενήρη βίο, τα παραναλώματα εκείνα του καιρού που δεν έτυχε ποτέ -ίσως γιατί δεν μπόρεσαν, όμως ίσως και γιατί δεν πρόφτασαν μέσα στον ορυμαγδό - ν’ αφουγκραστούνε «τις μέλισσες του αόρατου» που αναφέρει ο Ρίλκε2…
Ο λόγος για τους διαλεγμένους εκείνους εργάτες -μα ποιοί είναι;- που συνάζουν το συμπαντικό μέλι, που βομβούν αενάως πάνω από το κεφάλια μας δίπλα στ’ αυτιά μας, δίνοντας ένα νόημα στον πεπερασμένο ανθρώπινο βίο. Oι προθέσεις του συγγραφέα καθορίζονται ήδη απ’ όσα αυτός γράφει στο οπισθόφυλλο του βιβλίου μα και σε όσα περιέχονται σε δημοσιευμένο, αυτοαναφορικό ως προς το βιβλίο, κείμενό του με την ευκαιρία της έκδοσης3:
Μέσα από τα «Ανεμώλια» επιχειρείται η διείσδυση μέσα στον πυρήνα της ανδρικής φιλίας, ο δρόμος προς την ωριμότητα (αν αυτή ποτέ συντελείται στον άνδρα…), η καταγραφή της πολεμικής και διεκδικητικής φύσης του αρσενικού, όλα ιδωμένα μέσα από το φάσμα της παρακμής του άλλοτε φανταχτερού νεοελληνικού κόσμου. Ενός ψευτο-πολιτισμού όλο έπαρση που μετά τη γιορτή έχει αποστερηθεί όλα τα πλουμίδια του.
«Η άμπωτις θα ερχόταν χρόνια αργότερα, τότε που θα μαζεύαμε στην ακτή ψόφια καβούρια και ψάρια και η άμμος θα στέγνωνε» 4.
Ιστορείται εδώ ακόμα, η αναπόληση της νεότητας που -σιωπηρά, ύπουλα και σταδιακά- χάνει το σφρίγος της. Και πάνω από όλα το κυνηγημένο και άπιαστο ιδανικό, το αιώνιο είδωλο-σύμβολο, η «ωραία Ελένη», αυτό το αδειανό πουκάμισο εμπρός στη θυσιαστική διάθεση των ανδρών, η Πύρρειος νίκη στη ζωή του άνδρα. Και παρασταίνονται φιγούρες σχεδιασμένες με απαλά χρώματα, διαβρωτικά όμως πολύ στη σύνθεσή τους, όντα ικανά να μολύνουν, να προκαλέσουν τραύματα αλλά και ικανά για τ’ ακριβώς αντίθετα πράγματα. Είναι εκείνες οι γυναίκες στηρίγματα, τα «κερκέλια» της ζωής, οι βαθιά χωμένες ρίζες που κρατούν όρθια τα δέντρα, άλλοτε δισέγγονα μιας Πηνελόπης κι άλλοτε σπορές της Καλυψώς όντα δαιμονικά και θεϊκά μαζί, αντικείμενα λατρείας και προσκυνήματα σαν εικονίσματα. Πάντοτε περιμένοντας κάποιον «Οδυσσέα» να φτάσει στο απάγκιο. Προδοσίες αλλεπάλληλες, σημαδεμένα με κραγιόν πουκάμισα των ανδρών, υπομονή, εγκαρτέρηση μνημειώδης απέναντι σε μεθύσια και ξενύχτια κι άλλες ακόμα εκδηλώσεις του γιορτερού και βοώντος βίου των ανδρών.
Όλα τούτα δοσμένα μέσα από τεχνηέντως παραβιασμένους κώδικες των Ομηρικών επών, επικεντρώνονται σε μια προσπάθεια συνομιλίας του παλιού κόσμου με τον καινούργιο. Κατά τον συγγραφέα: «Στα Ανεμώλια διακυβεύεται ένα γνωστό στοίχημα στην ιστορία της λογοτεχνίας, η συνομιλία ενός μυθιστορήματος με την παράδοση του ομηρικού κόσμου». Υψηλού διαμετρήματος και μεγέθους λογοτέχνες έχουν στο παρελθόν επιχειρήσει πάντως στο θέμα. Ρηξικέλευθο, επηρμένο ή όχι αυτό το «διακύβευμα» του Ζουργού, επιτυχές ή ατυχές ας το κρίνει ο αναγνώστης. Κατά την δική μας άποψη το έχει κατορθώσει.
Πυρήνας του βιβλίου φαίνεται να είναι η «κρίση». Κρίση των ορίων του ανθρώπου, η κρίση του κτιστού κόσμου του, των ερεισμάτων του. Η κρίση της μέσης ηλικίας που προκύπτει σαν πρώτης τάξεως ευκαιρία να ψηλαφηθούν τα ανωτέρω. Εδώ ο άνθρωπος αρχίζει να μετεωρίζεται «μεταξύ σφύρας και άκμονος», ανάμεσα στην ύπαρξη και την ανυπαρξία. Όπως και να το κάνουμε ή μέση ηλικία σε πλησιάζει τις πιο πολλές φορές χωρίς διόλου καλές προθέσεις ή προϋποθέσεις. Όταν μάλιστα το περιβάλλον το οποίο σε συναντά αφορά μια γενικευμένη οικονομική, πολιτιστική, κοινωνική και ηθική κρίση τότε τα πράγματα αποκτούν σχεδόν μεταφυσικό χαρακτήρα. Η έξοδος, η φυγή έχουν ως προαπαιτούμενο την σκοτεινή και ασφυκτική ζωή ώστε να δημιουργηθούν οι συνθήκες μιας απόδρασης με εκστρατευτικούς όρους.
(…)
«Σ΄αυτόν τον τελευταίο αφωταγώγητο χειμώνα που τον μαστίγωνε η οικονομική κρίση και στην υγρή άνοιξη που τον ακολούθησε, στην οδό Αγίου Δημητρίου έλειπε το φως» (…) 5
(…)
«Όμως τότε στη αρχή όταν ξεκινούσαμε, όλα φαίνονταν πως πήγαιναν δεξιά… Πήγαν τελικά στο διάβολο μ’ έναν τρόπο αργό και αθόρυβο. Ποιός το κατάλαβε; Σαν να μπορούσε κάποιος να νιώσει τάχα την περιστροφή της Γης, έτσι άλλαξαν όλα, με μια ανεπαίσθητη περιστροφή, ημέρα νύχτα, ημέρα νύχτα, κι ύστερα πια μόνο νύχτα» (…) 6
Στο πρώτο κεφάλαιο της αφήγησης, ένας μεσήλικας άνδρας ο Νίκος Χαλκίνης, ξανοίγεται κατακαλόκαιρο, Ιούλιο μήνα, από την παραλία των οικογενειακών διακοπών κάπου στη Χαλκιδική, προς στο ανοιχτό πέλαγος. Μπρούμυτα πάνω σ’ ένα πλαστικό στρώμα θαλάσσης, σαν να λιάζεται αμέριμνος και σαν να παίζει, «το σκάει», φεύγει! Η σύλληψη της σκηνής και η πραγμάτωσή της πλησιάζουν το γκροτέσκο, ίσως μοιάζουν και ατυχείς, στα μάτια του ανυπόμονου αναγνώστη. Φαντασθείτε έναν πενηντάχρονο, όλως διόλου έξαφνα, να δραπετεύει μέσα στο μεσημεριάτικο κάμα πάνω σ’ ένα παρδαλό νάυλον στρώμα θαλάσσης, τιποτένια προσφορά ενός ναού της κατανάλωσης (super market)! Τι ελπίδες έχει να πετύχει σε μια τέτοια απόδραση; Κι όμως. ο «Θερσίτης» ένα ιστιοφόρο μήκους σαρανταεπτά ποδιών, που παραμονεύει, παραπλέοντας πολύ κοντά, τον περισυλλέγει. Πάνω στο πλοιάριο βρίσκεται όλη η συντροφιά των «εταίρων». Οι πέντε συνωμότες φίλοι.