Γνωμονική Ακολουθία - τιτανικοσ(1555)
Αγριοσπουργίτης
- αγροτικός # όχι ήμερος # άγριος # ακαλλιέργητος # αυτοφυής # ανήμερος # θηριώδης # ορμητικός # μανιώδης # κακοήθης (ιατρική)
ακαλογίνωτος
- [ακαλος] πράος # ήπιος # σιγανός
Αλωπεκιδεύς
- αλεπόπουλο # αλεπουδάκι
αναβακχιόω
- εξάπτω βακχικό ενθουσιασμό # ενθουσιάζω
αναβράχω
- αναβράζω # κοχλάζω # φουντώνω # ξαναβράζω # ζέω # χοχλακιάζω # παφλάζω
- ράζω δυνατά # αναβράζω # κοχλάζω # φουντώνω # ξαναβράζω # ζέω # χοχλακιάζω # παφλάζω # χοχλάζω # χοχλακίζω # χοχλακώ
αναγνωστικόν
- ο της ανάγνωσης # φιλαναγνώστης
αναπλημμυρέω
- εκχειλίζω υπέρμετρα # υπερεκχειλίζω # ξεχειλίζω # πλημμυρίζω # υπερχειλίζω
ανεμπέδωτος
- αναξιόπιστος # άπιστος # αφερέγγυος
- άφοβα # χωρίς εκπλήξεις
- άχρηστος για πλού
- ακώλυτος # απρόσκοπτος # ελεύθερος
- απούλητος
- όχι εμπορικός
- μη εμπίπτων # που δεν πέφτει
Ανθρωπόνεκρος
- νεκρός # πτώμα ανθρώπινο
νεκρός # πεθαμένος # συχωρεμένος # αποθαμένος # μακαρίτης #
πτώμα
- νεκρός τουμπανιασμένος
νεκροστολεω και νεκροστολος
- μεταφέρω τους νεκρούς στον Άδη
νεκροσυλια - γύμνωση των νεκρών
νεκρόσυλος –γυμνώνων πτώματα
ος
ος - αυτός # ούτος #
ετούτος # τέτοιος # οποίος # όπως ο # τέτοιος που # εκείνος που
ος - δικός του
ος αν - οιοσδήποτε # όποιος κι αν
ος αυτος αυτόν ουκ εχει – Σαμον θελει -όποιος δεν είναι κύριος
του εαυτού του θέλει τη Σάμο (δηλ. τον ουρανό με τ' άστρα)
ος βούλει - ο καθένας που επιθυμεί # ο καθένας
ος γε -ο οποίος βέβαια # ο οποίος τουλάχιστον
ος κεν εμης γε χοίνικος άπτηται - όποιος τρώει από εμένα
ος ούπνα οίδε θέμιστα - ο
οποίος δεν καταλαβαίνει από δίκιο # ο οποίος έχει γραμμένο το νόμο στα παλιά
του παπούτσια
ος τε θεαίς ευνάζεται αθανάτησιν - εκείνος που πηγαίνει με τις
θεές (στο κρεβάτι)
όσα εντός δραχμών πεντήκοντα -κάτω από πενήντα δραχμές
όσα μέρη πανδοκεύεται -όσα μέρη έχουν πανδοχεία
όσα σιτίων εχόμενα εστιν -τα σχετικά με τα φαγητά
οσάκις - όσες φορές # κάθε φορά που
οσάκις αμφότεροι ήλιον εν λέσχη κατεδύσαμεν - όποτε
συναντηθήκαμε νυχτώσαμε με την κουβέντα
οσαπλάσιος - όσες φορές περισσότερος
όσας δή μάχας νενικήκατε - όσες μάχες ήδη έχετε νικήσει
οσαχη - καθ' όσους τρόπους
οσαχήπερ - καθ' όσους τρόπους και εάν
οσαχού - σε τόσους πολλούς τόπους # οσάκις # όσες φορές
όσδος - όζος # ρόζος # κλωνάρι
όσδώ - όζω # μυρίζω άσχημα
όση δύναμις γε πάρεστι - όσο μπορώ # όσο περνάει από το χέρι
μου
οσημεραί - όσες ημέρες # κάθε μέρα # από μέρα σε μέρα
οσία - θεία δίκη # θεία βούληση # συγχωρημένο από το θεό #
θείος νόμος # θρησκεία # λατρεία # επικήδειες τιμές
οσία εστίν - είναι συγχωρημένο σύμφωνα με τη θεία θέληση
οσίας έκοτι (ένεκα) - για
τους τύπους # για το θεαθήναι
οσίκος - μικρούλης # τόσο μικρούλης
οσιομάρτυς - οσιομάρτυρας # όσιος που μαρτύρησε
οσιοπρεπώς - όπως πρέπει σε όσιο
όσιος - άγιος # ιερός # σύμφωνος με τους θείους νόμους # επιτρεπόμενος
από τη θρησκεία # ευσεβής # ενάρετος # θείος # σεβάσμιος # ευλαβικός #
αγιασμένος # καθαρός # καθαγιασμένος # δίκαιος # ακριβοδίκαιος
οσιουργέω - ιερουργώ # τελώ ιεροτελεστία # τελετουργώ #
δικαιοπραγώ
οσιόω - εξαγνίζω # εξαγιάζω # καθαγνίζω # καθαρίζω # αγιάζω #
αποκαθαίρω # αγνίζω # ευλογώ # καθαγιάζω # καθοσιώνω #
ελευθερώνω με θυσία εξιλασμού
οσιόω πνά τη γη - ενταφιάζω νεκρό
οσίρειος - ο του Οσίριδος
οσιριάζω - είμαι δεδομένος στη λατρεία του Οσίριδος
οσιωτήρ - θύμα εξαγνιστικής θυσίας
ανομοιογλωσσία
- ετερογενής # ανομοιόμορφος # διαφορετικού γένους
- διαφορετικού βάρους
- διαφορετικότητα είδους
- ο χωρίς ομοιοκαταληξία
- αποτελούμενος από διαφορετικά μέρη
- γίνομαι ανόμοιος
- που έχει ανόμοιες πτώσεις
- ανόμοιος # αλλιώτικος # ασύμφωνος # διαφορετικός #
- διάφορος # άνισος # ασυνταύτιστος # ξεχωριστός # άμοιαστος
- αποτελούμενος από διαφορετικές στροφές
- διαφορετικός στο σχήμα
- ανομοιότητα # έλλειψη ομοιότητας # ασυμφωνία # διαφορά #
- διαφορετικότητα
- που έχει ανόμοια ουσία # μη ομοούσιος # που δεν έχει την ίδια
- φύση # ο της διαφορετικής ουσίας με κάποιον άλλον
- διαφορετικού φύλου
- διαφορετικού χρόνου
- καθιστώ ανόμοιο # διαφοροποιώ # διαποικίλλω # μεταβάλλω
άνοιαν οφλισκάνειν - χρωστώ της Μιχαλούς # είμαι ανόητος # κάνω
ανοησία
ανοιγεύες - αυτός που ανοίγει
ανοιγή -- άνοιγμα # άπλωμα
άνοιγμα -- μέρος ανοικτό # απλωσιά # άπλα # ευρυχωρία #
απλοτοπιά #
απλοχωριά # θύρα # πόρτα # άνοιγμα # σχισμή # χαραμάδα
# τρύπα
Ανοίγνυμι - ανοίγω # αποσφραγίζω # διανοίγω # ευρύνω # ξανοίγω
#
ανοίγομαι στο πέλαγος
ανοιδαίνω - φουσκώνω # πρήζω # πρήζομαι # διογκώνομαι #
τουλουμιάζω # τουμπανιάζω
ανοικτίρμων - ανοικτίρμων # άσπλαχνος # άκαρδος # ανελεήμων #
ανελέητος # ανεύσπλαχνος # ανηλεής # απόνετος # άπονος #
σκληρόκαρδος # σκληρός # σκυλόψυχος
ανοιστέος - πρέπει να αναφερθεί
ανοιστός - αναφερόμενος
# αναφερθείς # αποδοθείς # που αναπέμπεται
σε υψηλότερο δικαστήριο
ανόλβιος - ελεεινός # κακορίζικος # άπορος # δυστυχής #
κακομοίρης #
κακότυχος # βαριόμοιρος # κακόμοιρος # δύσμοιρος #
φτωχός # ανόητος # μωρός # στερημένος λογικής
αναλοφυρομαι - ολοφύρομαι # θρηνώ # οδύρομαι # ολολύζω # σκούζω
#
θρηνωδώ # κατολοφύρομαι # μοιρολογώ # μύρομαι #
ξεφωνίζω # οδύρομαι
ανολυμπίας - Ολυμπιάδα που δεν ήταν Ολυμπιάδα (που δεν έχει
καταχωρηθεί)
ανομεώ - ζω χωρίς νόμους # ενεργώ παράνομα # κάνω ανομίες #
αδικώ
ανόμημα - ανόμημα # αδίκημα # αδικία # αμαρτία # κρίμα #
παρανομία #
παράνομη πράξη
ανομία - ανυπαρξία νόμου # κακονομία # ανομία # παρανομία #
αναρχία # ζωή χωρίς νόμους # κακοδιοίκηση
ανομιλητος - ακοινώνητος # μισάνθρωπος # απρόθυμος για
κοινωνικές
συναναστροφές # μονόχνοτος # αντικοινωνικός #
ασυγχρώτιστος # υποχονδριακός # μη επικοινωνών # μη
συνομιλών # αμέτοχος # αμόρφωτος # αδαής # άπειρος
ανομίλητος παιδείας - άμοιρος παιδείας # αμέτοχος παιδείας #
απαίδευτος #
αμόρφωτος
ανόμιμος - μη νόμιμος
ανόμιχλος -- ο χωρίς
ομίχλη # ανέφελος # αίθριος # ξάστερος
ανόμματος -- ο χωρίς
μάτια # αόμματος # τυφλός
ανοργια - αμυησία # άγνοια των μυστηρίων
απαργυρόω
- εξαργυρώνω # πληρώνω # πουλώ # μετατρέπω σε χρήμα
- ασημώνω # πουλώ # παίρνω τα χρήματα των άλλων # εξαργυρώνω # μετατρέπω σε χρήμα # πληρώνομαι # πληρώνω
- λογαριασμός σε αργύρια
απογράφω
- αντιγράφω # απομιμούμαι # καταγράφω # γράφω κατά το
αρχέτυπο # εγγράφω # περνώ σε κατάστιχο # καταστρώνω
κατάλογο # καταστρώνω πίνακα # κάνω καταγραφή
περιουσίας # μηνύω # ενάγω # κατηγορώ # κάνω απογραφή
κύκλωπες
- γίγαντες μονόφθαλμοι τέκνα του Ποσειδώνα
- ζαριά # ριξιά στα ζάρια
μόχλευσις
- κίνηση πράγματος με τη βοήθεια μοχλού # μετατόπιση με μοχλό # μόχλευση
Γνωμονική Ακολουθία - τιτανικοσ(2516)
σωμαφορέω
- λείψανο νεκρού # πτώμα # σώμα # κορμί # άνθρωπος # πρόσωπο # άτομο # σκλάβος # δούλος # ανδράποδο # όγκος ύλης # μάζα # ουσία σύνθετη # κύριο μέρος # σύστημα
- στερεό σώμα
- τόπος αγοραπωλησίας δούλων
- εμπορεύομαι δούλους
- δουλεμπορία
- κατατρώγων σώματα
- θήκη νεκρού # νεκροθήκη # λειψανοθήκη # σαρκοφάγος
- δουλέμπορος
- φονεύων το σώμα
- πλάστης # δημιουργός
- φθείρω το σώμα# ευνούχος
- σωματοφύλακας
- έχων σωματική φύση # σαρκικός # υλικός # σωματικός
- φυλακή
- είμαι σωματοφύλακας
- φρούρηση σωματοφύλακα
- νεκροθήκη # τάφος # φυλακή
- φύλακας του σώματος # φρουρός βασιλέως # δορυφόρος # σωματοφύλακας
- με σώμα και ψυχή συνάμα
- δυναμώνω το σώμα # τρέφω το σώμα # ενδυναμώνω # δυναμώνω # μεγαλώνω # συγκροτώ # διοργανώνω # ενώνω σε ένα σώμα # πυκνώνω # στερεώνω
ofis66
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου