2. infiltrate, Hp.Loc.Hom.29.
II. metaph.,
1. slip or glide into unperceived, “παρανομία ἠρέμα ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη” Pl. R.424d; “λόγος τις ἅμα καὶ φήμη ὑ. πως” Id.Lg.672b; “ἁμαρτία κατὰ υικρὸν -ρέουσα” D.19.228: c. dat., “τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε” E.Fr. 497.5: c. acc., “τὴν ψυχὴν ὑ. δυσχέρειαι” Plu.2.437d: hence, undermine, ὑπὸ [τοῦ Φαβίου] ὑπορρέοντος ἀψοφητὶ καὶ παρεμπίπτοντος ἐνδελεχῶς ὑπερειπόμενος καὶ δαπανώμενος ἐλάνθανε [ὁ Ἀννίβας] Id.Fab.19; “ὑπέρρει αὐτὸν τὸ νόσημα” Parth.13.1; “τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα ταῦτα . . ὑπέρρει” D.20.49.
2. slip away, “ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα” Pl.Lg.793c; τό τοι καλὸν ἄνθος ὑ. v.l. for ἀπο- in Theoc.7.121; of the hair, fall off, Luc.Ep.Sat.24; of friends, Id.Vit.Auct.27: of Time, slip away, glide on, “ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου” Ar.Nu.1289: of persons, ὑ. εἴς τινα sink to the level of . . , Plu.Nic.1; ὑ. εἰς ἰδιωτισμόν fall into . . , Epict.Ench.33.6.