A.tame, domesticate, τὰ ἥμερα τρέφων καὶ τ. Pl.R.589b; “τιθασεύοντες τὰ χρήσιμα τῶν ζῴων” X.Mem.4.3.10:—Pass., “τ. ὁ ἐλέφας καὶ πειθαρχεῖ” Arist.HA610a29, cf. GA756b22.
2. metaph., “ὑμᾶς τιθασεύουσι χειροήθεις ποιοῦντες” D.3.31; “τ. ἀνθρώπους εἰς φιλότητας” Phld.Lib.p.40 O.; τὰ νοσήματα ἐλαφρύνει τε καὶ τ. Gal.19.211:—Pass., [“ἡ γυνὴ] ἐτετιθάσευτο” X.Oec.7.10, cf. Pl.Plt.264a; of a disease, become milder, Ruf. ap. Aët.11.29.