A.“στομάτοιο” Hymn.Mag.2(2).10,28:—mouth, Il.14.467, etc.; “σύν τε στόμ᾽ ἐρεῖσαι” Od.11.426; ἱμείρων γλυκεροῦ ς. Sol.25; of animals, Hes.Sc.146,389, S.Ph.1156 (lyr.), etc.:—pl. is sts. used for sg., ἀμφιπίπτων στόμασιν, of kissing, Id.Tr.938, cf. E.Alc.403 (lyr.), and freq. in later Poets, A.R. 4.1607, Nic.Al.210, 240, etc.: metaph., πτολέμοιο, ὑσμίνης στόμα, the very jaws of the battle, as of a devouring monster, Il.10.8, 20.359 (but cf. infr. 111.1).
2. esp. the mouth as the organ of speech, “δέκα μὲν γλῶσσαι, δέκα δὲ στόματ᾽” 2.489, cf. Thgn.18; “βραχύ μοι ς. πάντ᾽ ἀνα_γήσασθαι” Pi.N.10.19; freq. in Trag., ς. τὸ Δῖον the mouth of Zeus, A.Pr.1032; τὸ Φοίβου θεῖον ἀψευδὲς ς. Id.Fr.350.5, cf. S.OC603; “τοῦ στόματος τὸ στρογγύλον” Ar.Fr.471; Μοισᾶν καπυρὸν ς. their mouthpiece, organ, Theoc.7.37, cf. Mosch.3.72; Πιερίδων τὸ σοφὸν ς., of Homer, AP7.4 (Paul. Sil.), cf. 7.6 (Antip. Sid.), 7.75 (Antip.), 9.184; “τὸ μισόχρηστον ς. τῆς κωμῳδίας” Phld. Piet.p.93G.; speech, utterance, S.OT426,706, OC132 (lyr.), etc.; εἰς τόδ᾽ ἐξελθόντος ἀνόσιον ς. ib.981; κἂν καλὸν φορῇ ς. Id.Fr.930; “τὸ σὸν . . ς. ἐλεινόν” Id.OT671; “διδόναι ς. καὶ σοφίαν” Ev.Luc.21.15: in pl. of a single speaker, S.OT1220 (lyr.):—special phrases: οἴγειν ς. A. Pr.611; τοὐμὸν οὐ λύω ς. E.Hipp.1060, cf. Isoc.12.96; διᾶραι τὸ ς. D. 19.112; κοίμησον ς. keep silence, A.Ag.1247; δάκνειν ς., i.e. to keep a stern silence (cf. ὀδάξ), Id.Fr.397; “ἴσχε δακὼν ς. σόν” S.Tr.977 (anap.); ὀδόντι πρῖε τὸ ς. Id.Fr.897; so κλῄσας ς. E.Ph.865; οὐκ ἐφέξετε ς.; Id.Hec.1283; σῖγ᾽ ἕξομεν ς. Id.Hipp.660; εὖ ἔχειν ς.,= εὐφημεῖν, Eup. 381; συγκλῄειν ς. Ar.Th.40(anap.):—of style, τὸ Λυσιακὸν ς. D.H.Lys. 12.
3. with Preps.,
a. ἀνὰ στόμα ἔχειν have always in one's mouth, whether for good or ill, E.El.80; “ἀνὰ ς. καὶ διὰ γλώσσης ἔχειν” Id.Andr.95.
b. ἀπὸ στόματος εἰπεῖν speak from memory (cf. ἀπὸ γλώσσης), Pl.Tht.142d, X.Mem.3.6.9, Philem.48, Plu.Sol.8, etc.
c. “διὰ στόμα λέγειν” A.Th.579, cf. E.Or.103 (so “κατὰ τὸ ς. ᾁδειν” Ar.Nu.158); “διὰ στόμα ἔχειν” Id.Lys.855; “οἶκτος οὔτις ἦν διὰ στόμα” A.Th.51; πᾶσι διὰ στόματος 'tis the common talk, Theoc.12.21.
d. “ἐν στόμασι εἶχον” Hdt.3.157, 6.136; “πολλῶν κείμενος ἐν στόμασιν” Thgn.240; “ἐν τῷ ς. λέγειν” Ar.Ach.198.
e. ἐξ ἑνὸς ς. with one voice, Id.Eq.670. Pl.R.364a, PGiss.36.13 (ii B.C.), Gal.15.763; so ὡς ἀφ᾽ ἑνὸς ς. AP11.159 (Lucill.).
f. ἐπὶ στόμα on one's face, face-foremost, ἐξεκυλίσθη πρηνὴς . . ἐπὶ ς. Il.6.43, cf. 16.410; “ὡς κύων ἐπὶ ς. κείμενος” Archil.Supp.2.9; ὗς ἔκειτ᾽ ἐπὶ ς. Men.21; ἐπὶ ς. κεῖται lies prone, of the right ventricle, Hp.Cord.4; ἐπὶ ς.,= pronus, Gloss.; “ἐπὶ ς. πεσόντα” Plu.Art.29; “ἐπὶ ς. φερόμενον ἐν πᾶσι” Timae. ap.Plb.12.8.4; also ὅ τι νῦν ἦλθ᾽ ἐπὶ ς. whatever came uppermost, A.Fr.351; ἐπὶ στόματος Φαραώ by the command of P., LXX 4 Ki.23.35.
g. κατὰ στόμα face to face, Hdt.8.11, E.Heracl.801, Rh.409, X.An.5.2.26; οἱ κατὰ ς. θεοί (cf. ἀντήλιοι) E.Fr.781.33; κατὰ ς. τινός confronted with him, Pl.Lg.855d; “στόμα κατὰ στόμα λαλήσω αὐτῷ” LXXNu.12.8; “στόμα πρὸς στόμα” 2 Ep.Jo.12, 3 Ep.Jo.14, PMag.Berol.1.39.
II. mouth of a river, Il.12.24, Od.5.441, A.Pr.847, Hdt.2.17, etc.; so ἠϊόνος ς. μακρόν the wide mouth of the bay, Il.14.36, cf. Od.10.90; “ς. τοῦ Πόντου” Th.4.75; κόλπου ib.49; “τὸ ς. τῆς ἐσβολῆς” Ar.Ec.1107; τὸ ἄνω ς. [τῆς διώρυχος] the width of the trench at top, Hdt.7.23 (but τὰ ς. τ. δ. mouths, ib.37).
2. any outlet or entrance, “ἀργαλέον ς. λαύρης” Od.22.137; “ς. τῆς ἀγυιᾶς” X.Cyr.2.4.4; “ς. φρέατος” Id.An.4.5.25; “καδίσκου” Ar.Fr.581, cf. AP6.251 (Phil.); χθόνιον Ἄιδα ς. Pi.P.4.44; τὰ τῶν διεξόδων ς. Pl.Phdr. 251d; ἑπτάπυλον ς. the seven gates of Thebes, S.Ant.119 (lyr.): Medic., τῶν μητρέων, τῶν ὑστερέων,= os uteri (not distinguished from the cervix), Hp.Mul.1.36, Aph.5.46; “τῆς κοιλίας” Arist.APo. 94b15, Sor.1.50; “γαστρός” Nic.Al.20, Gal.5.274; [ἕλκους] Arist.Pr. 863a11.
III. foremost part, face, front:
1. of weapons, point, “κατὰ στόμα εἱμένα χαλκῷ” Il.15.389; [“ὁ κριὸς] ἔχει ς. σιδηροῦν” Ath. Mech.24.2; “τὸ ς. τῆς αἰχμῆς” Philostr.Her.19.4; edge of a sword, “μαχαίρας” Ascl.Tact.3.5, Ev.Luc.21.24, etc.: metaph., ἐθηλύνθην ς. S.Aj.651.
b. the front ranks of the battle, the front, ἀπὸ στόματος (opp. ἀπὸ τῆς οὐρᾶς) X.An.3.4.42, cf. HG4.3.4; “τὸ ς. τοῦ πλαισίου” Id.An.3.4.43, cf. 5.4.22, Plb.10.12.7 (so perh. ς. πολέμοιο, ὑσμίνης in Hom., v. supr.1.1).