A.flesh, Hom. always in pl., exc. Od.19.450, cf. Hes.Sc.364,461; “κορέει κύνας . . δημῷ καὶ σάρκεσσι” Il.8.380; “ἔγκατά τε σάρκας τε καὶ ὀστέα” Od.9.293, cf. 11.219; “σάρκες περιτρομέοντο μέλεσσιν” 18.77, cf. Hes.Th.538, Pi.Fr.168, etc.; “τούτου σάρκας λύκοι πάσονται” A.Th.1040; “ὀπτὰς σάρκας” Id.Ag.1097; “σάρκες δ᾽ ἀπ᾽ ὀστέων . . ἀπέρρεον” E.Med.1200; sts. to represent the whole body, “μήτε γῆ δέξαιτό μου σάρκας θανόντος” Id.Hipp.1031, cf. 1239,1343 (anap.): sg. later in same sense, τοῦ αἵματος . . πηγνυμένου ς. γίνεται (of the foetus) Hp.Nat.Puer.15, cf.Steril.233; “κορέσαι στόμα πρὸς χάριν ἐμᾶς σαρκὸς αἰόλας” S.Ph.1157 (lyr.); “ἔδαπτον σάρκα” E.Med. 1189, cf. Ba.1136, Cyc.344, etc.: also collectively, of the body, “γέροντα τὸν νοῦν, σάρκα δ᾽ ἡβῶσαν φέρει” A.Th.622; “σαρκὶ παλαιᾶ” Id.Ag.72 (anap.); σαρκὸς περιβόλαια, ἐνδυτά, E.HF1269, Ba.746:—Pl. uses sg. and pl. in much the same manner, “ταῖς σαρξὶ σάρκες προσγένωνται” Phd.96d, cf. Smp.211e, R.556d, Grg.518c, etc.; “τῆς σαρκὸς διαλυτικόν” Ti.60b, cf. 61c, 62b, etc.: portions of meat, usu. in pl., “σάρκας τρεῖς” IG12(7).237.17 (Amorgos) (sg., ib.12(2).498.16 (Methymna, iii B.C.)); but, pieces of flesh or membrane, “βήσσοντα . . ὥστε σάρκας ἐνπύους . . ἀποβάλλειν” SIG 1171.5 (Lebena).
3. fleshy, pulpy substance of fruit, Thphr.CP6.8.5, HP1.2.6, 4.15.1, al.
II. the flesh, as the seat of the affections and lusts, fleshly nature, “ἐν τῇ ς. ἡ ἡδονή” Epicur.Sent.18, cf. Sent.Vat. 33; ἀδούλωτον (prob. l.) “τῇ σαρκὶ καὶ τοῖς ταύτης πάθεσι” Plu.2.107f, cf. 101b; freq. in NT, Ep.Gal.5.19, al.
2. in NT also, the body, “τῆς σαρκὸς πρόνοια” Ep.Rom.13.14; “οὔτε ἡ ς. αὐτοῦ εἶδεν διαφθοράν” Act.Ap.2.31, etc.: hence (partly as a Hebraism) πᾶσα σάρξ, = every-body, LXX Ge.6.12, al., Ev.Luc.3.6, etc.; οὐ . . πᾶσα σάρξ nobody, Ev. Matt.24.22, etc.
3. the physical or natural order of things, opp. the spiritual or supernatural, “σοφοὶ κατὰ σάρκα” 1 Ep.Cor.1.26; “ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ καὶ οὐκ ἐν σαρκὶ πεποιθότες” Ep.Phil.3.3; τὸν κύριον τῶν πνευμάτων καὶ πάσης ς. SIG1181.3 (ii B.C., Jewish). (Perh. I.-E. twr[kcirc ]- 'portion', cf. Avest. θwar[schwa]s- 'cut'.)