A.that which flows, a river, stream, ποταμοῖο ῥέεθρα the streams, waters of . ., Il.14.245; ἐρατεινὰ ῥ. 21.218; Στυγὸς ὕδατος αἰπὰ ῥ. 8.369, cf. h.Hom.19.9, etc.; παρθενόσφαγα ῥ. streams of a maiden's blood, A.Ag. 210 (lyr.): sg., “ἐκτρέψασα τοῦ ποταμοῦ τὸ ῥέεθρον πᾶν ἐς τὸ ὤρυξε χωρίον” Hdt.1.186, cf. 179, Th.7.74; “Ἀλφεοῦ ῥέεθρον” Pi.O.9.18; “ῥέεθρον ἁγνοῦ Στρυμόνος” A.Pers.497; “ὅταν περάσῃς ῥεῖθρον” Id.Pr.790; esp. of rivulets, brooks, X.Cyn.5.15, Plb.3.71.4, Jul.Or.3.126d.
II. bed or channel of a river, “ἄψορρον . . κῦμα κατ έσσυτο καλὰ ῥέεθρα” Il.21.382; “ποταμοῦ ῥ. ἀπεξηρασμένον” Hdt.7.109; ποταμὸν ἐκτραπέσθαι ἐκ τῶν ἀρχαίων ῥ. Id.1.75; παρατ ρέψας [τὸν ποταμὸν] δι᾽ ὧν νῦν ῥέει ῥεέθρων, i.e. ἐκ τῶν ῥεέθρων δι᾽ ὧν νῦν ῥέει, Id.7.130, cf. 127:—signf. 1 and 11 are sts. hard to distinguish, cf. Hdt.1.191, 2.11, 9.51.