A.“θραύεσκον” Orph.L.140: fut. “-σω” Ar.Av.466: aor. 1 “ἔθραυσα” S.El.745, E.HF779 (lyr.):—Pass., fut. “θραυσθήσομαι” Gal.10.624: aor. ἐθραύσθην (v. infr.), (κατ-) Pl.Ti.56e: pf. “τέθραυσμαι” Thphr.Sens.11, (συν-) X.Ages.2.14, (παρα-) Pl.Lg.757e (v.l. -τεθραυμένον) :—break in pieces, shatter, Simon.57, A.Pers.196, 416, Tim. Pers.99, etc.; “θ. σάρκας” E.Hipp.1239:—Pass., θραυομένης τῆς πέτρης flying into pieces, Hdt.1.174; “σίδηρον θραυσθέντα καὶ ῥαγέντα” S.Ant. 476; πτερὰ θραύονται have their wings broken, Pl.Phdr.248b.
II. metaph., break down, enfeeble, μὴ θραύσαι (-σοι codd.) “χρόνος ὄλβον” Pi.O.6.97, cf. E.HF779 (lyr.); “διάτορον σφραγῖδα θ. στόματος” Tim. Pers.160; “ἔπος . . , ὅ τι τὴν τούτων θραύσει ψυχήν” Ar.Av.466; “θ. τὴν δύναμιν” Plu.Alc.23; ἐλπίδα, etc., Hdn.3.2.2, etc.; “θ. τι τῶν ἐκ χρόνου φυλασσομένων δικαίων” Supp.Epigr.1.329.45 (Istrus, i A.D.), cf. Onos. 32.10:—Pass., “πόθος θραυσθείς” Asp. ap. Ath.5.219e; θραυόμενος τὸν λογισμόν, Lat. animo fractus, Plu.Ant.17; θραυσθῆναι ἐπί τινα to be grieved for . . , LXX 1 Ki.20.34.—Rare in Att. Prose.