A.make turbid, prop. of water, θ. ἅπαντα, of the cuttle-fish, Antiph.26.2; of fishermen, Arist.Fr.311:—Pass., “τεθολωμένα ὕδατα” Hp.Aër.7; “τεθ. ἀήρ” Philyll.20.
2. metaph., “θολοῖ δὲ καρδίαν” E.Alc.1067; τεθολωμένος confounded by joy, Pherecr.115; “θολοῦσθαί τι τῶν σπλάγχνων” Philostr.VA8.7; “γένος . . τεθολωμένον γειτόνημα” Procop.Goth.4.19.
II. soak, “σπόγγοις διὰ ψυχροῦ ὕδατος . . τεθολωμένοις” Orib.8.6.36.