A.carcase of an animal, ἐσθίειν κενέβρειόν τε καὶ θ. Ael. NA6.2 (θν. preferred to κ. by Phryn.PS p.75 B.); “ἐσθῆτα ἀπὸ θνησειδίων φορεῖν” Philostr.VA8.7.4; “ἅψασθαι θνησειδίων” Porph.Abst.4.16, cf. D.L.8.33:—Aeol. θνα_σίδιον Schwyzer633.14 (Eresus, ii/i B.C.).
θνησ-είδιον , τό,