A.to lay the foundation of, found firmly, “πύργους . . φοίνιξι θεμελιώσας” X.Cyr.7.5.11, cf. IG12(2).11.26 (Mytil.), LXXJo.6.25 (26), Ep.Hebr.1.10, etc.:—Pass., have the foundations laid, IG22.1343.15 (i B.C.); “ἐπὶ τὴν πέτραν” Ev.Matt.7.25: metaph., “βασιλεία καλῶς θεμελιωθεῖσα” D.S.11.68; “ἡγεμονία κάλλιστα τεθεμελιωμένη” Id.15.1; ἐν ἀγάπῃ τεθ. Ep.Eph.3.18; “τῇ πίστει” Ep.Col.1.23.
θεμελι^-όω ,