A.by the roots, root and branch, utterly, “θάμνοι π. πίπτουσιν” Il.11.157; “ὁθ᾽ . . ἐξερίπῃ δρῦς π.” 14.415; [“πολλοὺς] ὁ θεὸς προρρίζους ἀνέτρεψε” Hdt.1.32; “κακῶς ἐτελεύτησε π.” Id.3.40; “Ζεύς σε . . π. ἐκτρίψειεν” E.Hipp.684, cf. Hdt.6.86.δ́ ; “π. ἔφθαρται γένος” S.El.765; [“γένος] οἴχεται π.” And.1.146; “δαιμόνων ἱδρύματα π. ἐξανέστραπται βάθρων” A.Pers.812; “δίφρων π. ἐκριφθείς” S.El.512 (lyr.); “π. αὐτὸς . . ἀπολοίμην” Ar.Ra.587: neut. πρόρριζον as Adv., Arist.HA616a2 (prob.l.), Lyc.214.
πρόρριζος , ον, (ῥίζα)