A.“πέλω” S. OT245 ; 2sg. “πέλεις” Nonn. D.44.193 ; 3pl. “πέλουσι” AP7.56, Dor. “πέλοντι” Pi.O.6.100 : impf. “πέλεν” Il.8.64, Hes. Sc. 164, Ar. Pax1276 (hex.), “ἔπλεν” Il. 12.11, “ἔπελεν” Pempel. ap. Stob. 4.25.52 ; rarely in other persons, ἔπελες, πέλες, Pi. O. 1.46, Q. S.3.564 ; Aeol. 1pl. “πέλομες” Theoc. 29.27 (s. v. l.) ; imper. “πέλε” A. R. 1.304 ; subj. “πέλω” A. Supp. 340, “πέλῃ” Theoc. 28.22 ; opt. “πέλοι” Pi. P. 1.56, A. Pers. 526, etc. ; inf. “πέλειν” Id.Supp. 620, 801, Ch. 304 ; Ep. πελέναι (v.l. πελέμεν) Parm. 8.45 ; Part. “πέλουσα” A. Pr. 896(lyr.) :—more freq. in Med. in same sense, “πέλει” Id.Eu. 149 (lyr.), 199, “πέλεται” Il.11.392, Alc.26,49, etc., “πελόμεσθα” Theoc. 13.4, “πέλεσθε” A.R.2.643, “πέλονται” Il. 10.351, S.Aj. 159 (anap.), Archyt. ap. Stob. 3.1.106 (nisi leg. πέλοντι) : impf. 3pl. “πέλοντο” Il.9.526 : aor. (always augmented) “ἔπλεο” 1.418, etc. ; contr. “ἔπλευ” 9.54, etc. ; “ἔπλετο” 22.116, Hes. Th. 836, Sapph. Supp. 23.26, Emp. 21.2, B. 1.31 ; Ion. Iterat. “πελέσκεο” Il.22.433, “πελέσκετο” Hes. Fr. 14.4, Antim. Col.3 P. ; imper. “πέλευ” Il.24.219, “πελέσθω” A. R. 1.1320 ; subj. πέληται, -ώμεθα, -ωνται, Il.3.287, 6.358, 16.128 ; opt. “πέλοιτο” 22.443, A.Ag. 255 (lyr.) ; inf. “πέλεσθαι” A. R. 1.160 ; part. “πελόμενος” A. Supp. 123, 810, “πλόμενος” Euph. 58 (as Hom. in the compds. ἐπιπλόμενος, περιπλόμενος). —Poet. and Aeol., Dor., and Ion. Prose, Pittac. ap. D. L. 1.81, Archyt. l. c., Aret. CA1.4 :—come into existence, become, be :
A. as Subst. Verb, “οὐ γάρ τις πρῆξις πέλεται . . γόοιο” Il.24.524 ; “ὀδόντων καναχὴ πέλεν” 19.365 ; “ἠΰτε περ κλαγγὴ γεράνων πέλει οὐρανόθι πρό” 3.3 ; “εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν” 4.450 ; “ἄθλων, οἶά τε πολλὰ μετ᾽ ἀνθρώποισι πέλονται” Od.8.160 ; “τιμὴν . . ἥ τε καὶ ἐσσομένοισι μετ᾽ ἀνθρώποισι πέληται” Il. 3.287 ; “ὅτε δὴ Πυλίων καὶ Ἐπειῶν ἔπλετο νεῖκος” 11.737 ; τῷ δ᾽ ἤδη δεκάτη . . πέλεν ἠὼς οἰχομένῳ it was the tenth day since his departure, Od. 19.192 ; “γαλήνη ἔπλετο νηνεμίη” 5.392 ; “ἂν κῦδος Ἀχαιῶν ἔπλετο” Il.13.677, cf. Od.4.441 ; “σέο δ᾽ ἐκ τάδε πάντα πέλονται” Il.13.632 ; “τοῦ δ᾽ ἐξ ἀργύρεος ῥυμὸς πέλεν” 5.729 ; “ἐν δὲ γυνὴ . . πέλεν” Od.24.211 ; τὰ δ᾽ ὀλοὰ πελόμεν᾽ οὐ παρέρχεται when once in being they pass not away, A. Th.768 (lyr.), cf. Supp. 123, 810 (both lyr.).
B. as Copula :
1. become, “αἶψά τέ οἱ δῶ ἀφνειὸν πέλεται” Od. 1.393, cf. Il.24.219 ; “λύκων ἤϊα πέλονται” 13.103 ; “ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι” Theoc. 14.68 ; ἦ τ᾽ ἄλλως ὑπ᾽ ἐμεῖο . . ὀξὺ βέλος πέλεται quite otherwise does my spear become sharp, i. e. in a very different way does my (emphat.) spear prove its edge, Il.11.392, cf. A.Ag. 392(lyr.).
2. be, “οὐ μέν πως ἅλιον πέλει ὅρκιον” Il.4.158 ; “τριηκόσιοί τε καὶ ἑξήκοντα πέλοντο” Od. 14.20 ; “ὅσσον τ᾽ ἐν νειῷ οὖρον πέλει ἡμιόνοιιν” 8.124, cf. Il. 10.351, 23.431 ; “ῥεῖά τ᾽ ἀριγνώτη πέλεται” Od.6.108 ; “ὀξύτατον πέλεται φάος” Il.14.345, cf.A.Ag.1124 (lyr.), Eu. 233, S.Ant. 333 (lyr.), E.Med. 520, etc.—In Lesbian verse the Copula, which is usu. omitted, is sts. expressed by πέλεται and πέλονται, as Sapph. 101.
3. in aor., to have become : hence, to be, τίς . . ὅμιλος ὅδ᾽ ἔπλετο; what gathering is this? Od.1.225 ; “ἔρξον ὅπως ἐθέλεις καί τοι φίλον ἔπλετο θυμῷ” 13.145 ; “ἔνθα μάλιστα ἀμβατός ἐστιπόλις καὶ ἐπίδρομον ἔπλετο τεῖχος” Il.6.434 : with part., “λελασμένος ἔπλευ” 23.69 ; “ὀϊζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο” 1.418 (so as Subst. Verb, Od.2.364) ; in similes, Il.2.480, 8.556. (πελ- fr. q[uglide]el-'turn', cf. τέλομαι, πόλος, ἀμφι-, ἐπι-, περι-πέλομαι, also ἐπιτέλλω (B), περιτέλλομαι, Skt. cárati 'move' ; for the sense cf. Germ. werden, cogn. with Lat. verto.)