A.derived from one's fathers, hereditary, “νόμοι” Cratin.116 ; “ἀρίς” Call. Com.16 ; “φίλος” Ar.Av.142 ; “φίλοι” OGI227.9 (Didyma, iii B. C.) ; “βασιλεῖαι” Th. 1.13, Arist.<Pol.1285a19 ; “ἁμαρτεῖν τοῦ π. τύπου” Democr. 228 ; “αἱ π. ἀρεταί” Th.7.69 ; “ξένος” And.2.11, Th. 8.6 ; “ἐχθρός” Lys. 14.40 ; “φύσει τῆς πρὸς ὑμᾶς ἔχθρας αὐτοῖς ὑπαρχούσης πατρικῆς” D.21.49 ; εἰς τὸ π., = by right of inheritance, PTeb.5.12 (ii B.C.).
II. = πάτριος, of or belonging to one's father, “γᾶρυς” S.Ichn. 65 (lyr.) ; “ὁ π. λόγος” Pl.Sph.242a ; “ἡ π. πρόσταξις” Arist.EN1180a19 ; οἰκονομία π., opp. δεσποτική and γαμική, Id.Pol. 1253b10 ; ἐνευχόμενός σοι τοὺς π. θεούς the gods of your father(s), PCair.Zen.421.2 (iii B.C.) ; ἡ πατρική (sc. οὐσία) patrimony, E.Ion1304 ; “π. οἰκία” PStrassb.99.4 (ii B.C.) ; τὰ π. AP11.75 (Lucill.) ; but τὰ π., also, father's house, LXXSi.42.10.
2. like a father, paternal, “π. γὰρ ἀρχὴ βούλεται ἡ βασιλεία εἶναι” Arist.EN1160b26 ; “π. καὶ συγγενικὴ αἵρεσις” Plb.31.25.1 ; παρρησία π. Plu. 2.802f ; “π. θεός” OGI418 (Judaea, i A. D.). Adv., “τὰς κολάσεις πατρικῶς ποιεῖσθαι” Arist.Pol. 1315a21 ; “ὁ θεὸς π. κηδόμενος τοῦ ἀνθρωπείου γένους” Plu.2.117d.