A.thickness, τόσσον ἔην μῆκος τόσσον π. Od.9.324 ; “εἰ ἔχοι π. ἔχοι ἂν μόρια” Meliss.9 ; “τὸ π. τοῦ τείχους” Th.1.93 ; “τῆς πλίνθου” Id.3.20 : pl., “τὰ π. τῶν τριχῶν” Arist.HA517b8 ; τὰ π. “αὐτῶν ἐκμυελιεῖ” LXX Nu.24.8 ; “σκήνεια ὀρθὰ καὶ πάχη ἔχοντα” PCair.Zen.353.11 (iii B. C.) : abs., πάχος in thickness, Hdt.4.81, IG12.372.11 ; also “πάχει μάκει τε” Pi.P.4.245.
2. σαρκὸς π. stoutness, E.Cyc. 380 ; “διὰ πάχος τοῦ σώματος” Antiph.19 ; opp. λεπτότης, Pl.R.523e, etc.
3. consistency, thickness, of liquids or fluids, Arist.Sens.441a29, GA739a12 ; τὸ π. τῆς θαλάσσης, attributed to its saltness, Id.Mete. 359a7 ; “ὥστε γίνεσθαι τὸ π. ὡς κυκεῶνα” Ph.Bel.89.21.
4. in concrete sense, thick mass, Dsc.5.18.