A.“ἔπαλλον” E.Hec.1158; Ep. πάλλον always in Hom. (v. infr.): aor. 1 “ἔπηλα” S.El.710; Ep. “πῆλα” Il.6.474: Ep. aor. 2 part. “πεπα^λών” Hom. only in compd. ἀμπεπαλών:—Med., aor. 1 “πήλασθαι” Call.Jov.64: πεπάλασθε, πεπαλάσθαι (v. παλάσσω) have been attributed to πάλλω; πεπάλεσθε, πεπαλέσθαι are conjectured as more prob. forms:—Pass., pf. “πέπαλμαι” A.Ch.410(lyr.): aor. 2 ἐπάλην (ἀν-) Str.8.6.21: Ep. aor. “πάλτο” Il.15.645 (in 13.643, 21.140, ἐπᾶλτο is from ἐφάλλομαι):—poise, sway a missile before it is thrown, “τὸ μὲν [ἔγχος] οὐ δύνατ᾽ ἄλλος Ἀχαιῶν πάλλειν, ἀλλά μιν οἶος ἐπίστατο πῆλαι Ἀχιλλεύς” Il.16.142; [“αἰχμήν], ἣν . . πάλλεν δεξιτερῇ” 22.320; “δοῦρε δύω . . πάλλων” 3.19; “χερμάδιον . . ὃ οὐ δύο γ᾽ ἄνδρε φέροιεν . . , ὁ δέ μιν ῥέα πάλλε καὶ οἶος” 5.304; ἄκοντα, λόγχην π., Pi.N.3.45, E.IT824; “κεραυνόν” Ar.Av.1714.
2. generally, sway, brandish, [σάκος] Hes.Sc.321; ἰτύν, πέλτας, E.Ion 210 (lyr.), Ba.783; toss a child, πῆλε χερσίν, of Hector and Astyanax, Il.6.474, cf. E.Hec.1158; Νὺξ ὄχημ᾽ ἔπαλλεν she drove it furiously, Id.Ion 1151.
3. κλήρους ἐν κυνέῃ χαλκήρεϊ πάλλον shook the lots together in a helmet, Il.3.316, cf. Od.10.206; πάλλεν shook the lots, Il.3.324, 7.181; but στάντες δ᾽ ὅθ᾽ αὐτοὺς οἱ . . βραβῆς κλήροις ἔπηλαν καὶ κατέστησαν δίφρους ranged them by casting lots, S.El.710:—Med., draw lots, ἔλαχον πολιὴν ἅλα παλλομένων I obtained the white sea when we cast lots, Il.15.191; “παλλόμενος κλήρῳ λάχον ἐνθάδ᾽ ἕπεσθαι” 24.400, cf. Hdt.3.128:—Pass., “κλῆρος οὐκ ἐπάλλετο” S.Ant.396.
II. Pass., swing, dash oneself, ἐν ἄντυγι πάλτο tripped on the shield-rim, Il.15.645; quiver, leap, esp. in fear, “ἐν δ᾽ ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ” 22.452; “πέπαλταί μοι φίλον κέαρ” A. Ch.410; of the person, “παλλομένη κραδίην” Il. 22.461; δείματι παλλόμεναι, -οι, h.Cer. 293, Orac. ap. Hdt.7.140, etc.; “γόνυ πάλλεται γερόντων” Ar.Ra.345; of dying fish, quiver, leap, Hdt. 1.141, cf. 9.120; καὶ πέραν πόντοιο πάλλοντ᾽ αἰετοί fly quivering even beyond the sea, Pi.N.5.21; vibrate, of strings, Pl.Phd.94c (ψάλλοιτο ap. Stob.); σκιρτητικὸν καὶ παλλόμενον τὸ νέον (etym. of Παλλάς) Corn.ND20, cf. Pl.Cra. 407a.