A.to be of one mind, agree, opp. στασιάζω, Th.8.75, Lys.2.63, etc. ; “οὔθ᾽ οἱ τρόποι γὰρ ὁμονοοῦσ᾽ οὔθ᾽ οἱ νόμοι” Anaxandr.39.2 ; -οῦσα ὀλιγαρχία a united oligarchy, opp. στασιάζουσα, Arist.Pol.1306a9 ; “πόλεις -οῦσαι” Id.Rh.Al.1422b35 ; “συγγενείας -ούσης” Epicur.Sent.Vat.61 ; ὀμονόεντες (Aeol. part.) “πρὸς ἀλλάλοις” IG12(2).6.30(Mytil.) ; ὁ. ὅτι . . to be agreed that . . , Pl.Men.86c : c. neut. Adj., “ἐπειδὴ ὁμονοοῦμεν ταῦτα” X.Cyr.4.2.47 ; “περὶ τῶν ἄλλων ὁ.” Isoc.9.53.
2. c. dat., live in harmony with, “ἀλλήλοις” And.1.108 ; τινι Pl.R.352a ; ὁ. τινὶ περί τινος to be of one mind with him about . . , Id.Alc.1.126c, cf. Isoc.4.85 ; “περί τι” Arist. EN1167a29 : metaph., αὐλὸς ὁμονοεῖ χοροῖς Diog.Trag.1.11 ; “εὐτυχία ὁ. τοῖς κινδύνοις” Lys.2.43 ; of drugs, “δεῖ τὰ καθαρτικὰ μιγνύμενα ὁμονοεῖν ἀλλήλοις” Gal.16.117 ; ὁμονοοῦσαι, term applied to the Muses by Epich.222.