A.“-ήσω” Hdt.8.144, etc.: aor. “ὡμολόγησα” Id.9.88, etc.: perf. “ὡμολόγηκα” And.1.29, etc.:—Med., pres. and aor., Pl. (v. infr.) :— Pass., fut. “-ήσομαι” Hp.de Arte4 (v.l.), Pl.Tht.171b : aor. “ὡμολογήθην” Th.8.29, etc.: pf. “ὡμολόγημαι” Pl. (v. infr.), etc.:—to be ὁμόλογος : hence,
I. agree with, say the same thing as, c. dat., “λέγουσι Κορίνθιοι, ὁμολογέουσι δέ σφι Λέσβιοι” Hdt.1.23, cf. 171, 2.4 ; Κυρηναῖοι τὰ περὶ B“άττον οὐδαμῶς -έουσι Θηραίοισι” Id.4.154.
II. correspond, agree with, whether of persons or things, c. dat., “[τὸ ἓν] ἑωυτῷ ὁ.” Heraclit.51 ; “ὁμολογέουσι ταῦτα τοῖσι Ὀρφικοῖσι” Hdt.2.81 ; “αὗται αἱ πόλιες τῇσι πρότερον λεχθείσῃσι ὁμολογέουσι κατὰ γλῶσσαν οὐδέν” Id.1.142, cf. 2.18 ; have to do with, “ὁμολογέοντας κατ᾽ οἰκηϊότητα Περσίϊ οὐδέν” Id.6.54 ; “τοῖς λόγοις τοὺς μάρτυρας -οῦντας” Antipho 6.31 ; “οὐκ ἔφη τοὺς λόγους τοῖς ἔργοις ὁμολογεῖν” Th.5.55 ; ὥστε μηδὲν ὁμολογεῖν τὼ τρόπω τὼ ἀλλήλων are utterly unlike, Lys.20.12.
b. to be coordinated, “πρὸς ἓν ἔργον” Gal.UP1.8 : metaph., of a vowel, agree, i. e. form a diphthong, Plu.2.737f.
2. agree to a thing, grant, concede, ὁμολογῶ τάδε S.l.c. : abs., Hdt.8.94 ; “τινί τι” Pl. Smp.195b ; “αὐτοῖς ὡμολογηκὼς ταύτην τὴν ὁμολογίαν” Id.Cri.52a ; ὁμολογοῖεν ἂν ἡμῖν οἱ ἄνθρωποι, ἢ οὔ; Id.Prt.357a ; ὅπως . . τῇ τύχῃ σου χάριτας ὁμολογεῖν δυνηθῶ that I may avow my gratitude . . , PRyl.114.32 (iii A. D.) ; ὁ. χάριν θεοῖς acknowledge gratitude, Luc.Laps.15 (“ὁ. ἔν τινι” Ev.Matt.10.32 appears to be an Aramaism ; “ὁ. ἐφ᾽ ἁμαρτίαις” LXX Si.4.26) : without acc. rei, ὁμολογῶ σοι I grant you, i.e. 1 admit it, Ar.Pl.94 ; parenthetically, ἀφειλόμην, ὁμολογῶ I allow it, X.An.6.6.17 : c. inf., ὁ. Νικίαν ἑορακέναι allows, confesses that he has seen . . , Eup. 181.3 ; ὁ. σε ἀδικεῖν I confess that I am wronging thee, E.Fr.265 ; “ὁ. κλέπτειν” Ar.Eq.296, cf. Antipho 2.4.8 ; “ὁ. καπηλεύειν” Isoc.2.1 ; ὁ. οὐκ εἰδέναι confess ignorance, Arist.SE183b8 ; “ὁ. πατάξαι” Ar.V.1422 ; “ὁμολογοῦσι νοσεῖν μᾶλλον ἢ σωφρονεῖν” Pl.Phdr.231d ; “ὁ. ἓν πάντα εἶναι” Heraclit.50 ; “ὁ. Μειδίαν ἁπάντων λαμπρότατον γεγενῆσθαι” D.21.153, cf. 197 ; esp. in receipts, ὁ. ἀπέχειν, ἐσχηκέναι, etc., PHib.1.97.5 (iii B. C.), CPR229.3 (iii A. D.), etc. ; in contracts, “ὁ. διαλελύσθαι πρὸς ἀλλήλους” PHib.1.96.5 (iii B. C.), cf. BGU1160.3 (i B. C.), etc. ; “τοῦθ᾽ ὁ. ὡς . . ” Pl.Chrm.163a, cf. Lg.896c : also c. Partic., “ὁ. τινὰ δίκαια ὄντα” Id.Cri.49e,50a ; v. infr. c.
3. agree or promise to do, c. fut. inf., Antipho 6.23, And.1.62, Pl.Smp.174a,Phdr.254b, etc. : c. aor. inf., D.42.12 : c. pres. inf., “ὡμολόγησαν ἑκατὸν τάλαντα ἐκτείσαντες ἀζήμιοι εἶναι” Hdt.6.92 : also freq. abs., promise, μισθῷ ὁμολογήσαντες (sc. ἀπαλλάξεσθαι) Id.2.86 ; ὁ ὁμολογῶν the person who gives an undertaking, BGU297.22 (i A. D.), etc. ; make an agreement, come to terms, τινι with another, Hdt.6.33,7.172, al. ; ἐπὶ τούτοισι on these terms, Id.1.60, cf. 8.140.β᾽, Th.4.69.
b. c. acc., promise, τῆς ἐπαγγελίας ἧς (for ἣν) “ὡμολόγησεν ὁ θεὸς τῷ Ἀβραάμ” Act.Ap.7.17 ; “θεῷ ὑψίστῳ εὐχὴν Αὐρήλιος Ἀσκλάπων, ἣν ὡμολόγησεν ἐν Ῥώμῃ” IGRom.4.542 (Phrygia).
B. Med., in sense of Act., “ὑπεναντίος ὁ τρόπος . . ὁμολογεόμενος” Hp.Vict.1.11 ; “αὐτοὶ ἑαυτοῖς ὁμολογούμενοι λόγοι” Pl.Ti.29c ; “νόμοι σφίσιν αὐτοῖς ὁ.” Isoc.2.17, cf. 6.14 ; “τὸ ταὐτὸν καὶ ὁ.” Pl.Lg.741a ; “ὡμολογεῖτ᾽ ἂν ἡ κατηγορία τοῖς ἔργοις αὐτοῦ” D.18.14 ; “-ούμενος καὶ σύμφωνος κατὰ τὸν βίον” Plb.31.25.8 ; “τοῦτο -ήσασθαι ὅτι . . ” Pl.Cra. 439b, etc.
C. Pass., to be agreed upon, allowed or granted by common consent, X.An.6.3.9, etc. ; “πλέον ἀνδρὶ ἑκάστῳ ἢ τρεῖς ὀβολοὶ ὡμολογήθησαν” Th.8.29 : c. inf., with predicate added, to be allowed or confessed to be so and so, “ἡ ὑπὸ πάντων ὁμολογουμένη ἄριστον εἶναι εἰρήνη” Id.4.62 ; “ὁμολογεῖταί γε παρὰ πάντων μέγας θεὸς εἶναι” Pl.Smp.202b, cf. X. An.1.9.20, etc.
2. without inf., ἡ τοῦ οἰκείου . . ἕξις . . δικαιοσύνη ἂν ὁμολογοῖτο should be allowed [to be] justice, Pl.R.434a ; “-ούμενοι δοῦλοι” And.4.17 ; τοὺς -ουμένους θεούς those who are admitted [to be] gods, Timocl.1.2, cf. Th.6.89.
3. abs., “ὁμολογεῖται” it is granted, agreed, Pl.Phd.72a, al. ; τὰ ὡμολογημένα the things granted, ibid. ; ἐξ ὁμολογουμένου, = ὁμολογουμένως, Plb.3.111.7.